Στη Σιουδάδ Χουάρες

Έβρεχε εκείνο τον Αύγουστο στην πολιτεία Τσιουάουα του Μεξικού. Η υγρασία είχε ποτίσει κάθε γωνιά της εργατούπολης Σιουδάδ Χουάρες. Το νερό σχημάτιζε ρυάκια, πλέκοντας ένα υδάτινο κουβάρι, καθρεφτίζοντας μια πόλη χλωμή που σαν γυναίκα γυμνή έτρεχε με ανακατεμένα μαλλιά εκτεθειμένη στο φως του φεγγαριού.

Από τότε που είχε καταργήσει τους δασμούς στο εμπόριο, η πόλη είχε συγκεντρώσει φτωχούς από όλα τα μέρη της γης. Πρώην θέρετρο των Αμερικανών, είχε μετατραπεί σε παραγκούπολη. Σ’ αυτή ζούσαν εργάτες με ημερομίσθιο πέντε το πολύ δολάρια, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους γυναίκες. Οι δρόμοι της πόλης είχαν μετατραπεί σε μονοπάτια καθημερινής δουλειάς. Δεν είχαν σχέση με ρομαντικούς περιπάτους και αισθησιακές χαρές. Κάθε τετράγωνο και ένας ροζ σταυρός, ο τάφος μιας γυναίκας που είχε χάσει τη ζωή της, αφού είχε κακοποιηθεί με τρόπο βάναυσο.

Η Αλφονσίνα χαιρέτισε τις φίλες της. Η ώρα εννέα το βράδυ και μόλις είχε σχολάσει τη βάρδια της. Ονειρεύτηκε ότι την πήραν στο κατόπι. Τη φόβιζε αυτή η άσχημη πόλη, πόλη παγίδα, με τους νέους ανθρώπους που είχαν βαδίσει τους δρόμους του ονείρου, όμως βρέθηκαν σε μαύρες στοές, με πόρτες κλειδωμένες, πάνθηρες να αλυχτούν τη νύχτα, και σκόνη, παντού σκόνη, άσπρο χιόνι, στη Σιουδάδ Χουάρες, το πιο βίαιο μέρος της γης. Ο δρόμος την αγρίευε. Της φαινόταν πως μια Σφίγγα παραμόνευε στη γωνία. Πως χαοτικά μονοπάτια άνοιγαν το στόμα τους και την κατάπιναν. Πως έμπαινε σ’ έναν λαβύρινθο, αόρατοι άνθρωποι την παγίδευαν, ελικοειδείς μαίανδροι την έπνιγαν. Είχε δει να δολοφονούν τη φίλη της Ενρίκες, τεσσάρων μηνών έγκυο, έξω από το σπίτι της. Από τότε κυκλοφορούσε ελάχιστα μόνη της, δεν έβγαινε εύκολα έξω τη νύχτα και για προστασία είχε φυλαγμένο στην τσάντα της ένα μυτερό μαχαίρι.

Η σκιά της την τρόμαξε. Έσφιξε με δύναμη την τσάντα στα χέρια της. Η μεθοριακή πόλη Σιουδάδ Χουάρες που οι Αμερικανοί επισκέπτονταν το σαββατοκύριακο για αλεγρία, είχε μετατραπεί σε πρωτεύουσα του εγκλήματος. Δέκα περίπου δολοφονίες γυναικών την ημέρα. Γυναίκες νεαρές, γυναίκες φτωχές, που έπεφταν θύματα απαγωγής την ώρα που επέστρεφαν από τη δουλειά στα τοπικά εργοστάσια. Τις κακοποιούσαν, τις βασάνιζαν, τις ακρωτηρίαζαν, τις έκαιγαν. Εγκλήματα ανεξιχνίαστα από ανθρώπους των καρτέλ ναρκωτικών που έλεγχαν την περιοχή.

Η Αλφονσίνα εργαζόταν στα μακίλας, τα εργοστάσια που είχαν φτιάξει στη χώρα ξένοι. Τα προϊόντα κατασκευάζονταν στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά συναρμολογούνταν στο Μεξικό από χιλιάδες εργάτες που δούλευαν κάτω από εξευτελιστικές συνθήκες εργασίας και με ελάχιστο κόστος.

Πέρασε το Γενικό Προξενείο των ΗΠΑ και το εμπορικό κέντρο Ρίο Μπράβο. Η βροχή είχε κοπάσει. Στον στύλο είδε τις φωτογραφίες τεσσάρων αγνοουμένων γυναικών. Κόλαση είναι η Σιουδάδ Χουάρες. Η κατάρα και ο καθρέφτης μας, η ποταπή ερμηνεία της ελευθερίας και των επιθυμιών μας. Τα λόγια ανήκαν στον συγγραφέα Ρομπέρτο Μπολάνιο. Τα είχε γράψει πάνω στη φωτογραφία μιας αγνοούμενης ένας φοιτητής με μαύρο χοντρό μαρκαδόρο και μεγάλα γράμματα. Υπέγραφε με το ψευδώνυμο Φτωχοδιάβολος και πιο κάτω σημείωνε πως είχε διασχίσει νύχτα το ποτάμι Ρίο Γκράντε –οι Μεξικανοί το ονομάζουν Ρίο Μπράβο– προκειμένου να περάσει λαθραία στη γη της επαγγελίας.

Πρέπει να βρεθούν ισάριθμοι άνθρωποι να αντιδράσουν χορεύοντας στη Σιουδάδ Χουάρες, σκέφτηκε η Αλφονσίνα και θυμήθηκε πως στο Στρασβούργο, το καλοκαίρι του 1518, μια γυναίκα βγήκε στον δρόμο και άρχισε να χορεύει πυρετωδώς. Ύστερα από μια βδομάδα είχε παρασύρει άλλους σαράντα στον ρυθμό της και πριν περάσει ένας μήνας, περίπου τετρακόσιοι άνθρωποι χόρευαν σ’ ολόκληρη την πόλη.

Είναι μια μορφή αντίστασης, μονολόγησε η Αλφονσίνα και έλεγξε με προσοχή την κίνηση στις παράπλευρες οδούς.

Τα ρυθμικά βήματα στο απέναντι πεζοδρόμιο την παραξένεψαν. Τρεις άνδρες με μαύρα ρούχα έμπαιναν στο μπαρ «Φαντάνγκο». Δεν πρόλαβε να καταλάβει. Δύο απανωτοί πυροβολισμοί και άγριο ποδοβολητό. Οι θαμώνες μιλούσαν για εν ψυχρώ δολοφονία δύο γυναικών που εργάζονταν στο μπαρ.

Η Αλφονσίνα ένιωσε την ανάγκη να φύγει την ίδια εκείνη στιγμή από την πόλη όπου οι γυναίκες σφάζονταν σαν προβατίνες. Ένα κύμα απροσμέτρητης κούρασης και συντριβής την κατέβαλε. Αισθάνθηκε ανυπεράσπιστη, θεατής στους δρόμους μιας πόλης γυμνής από κελαηδισμούς, όπου μια φωνή στριγκή ζύγωνε και ξανάφευγε σ’ ένα πηγαινέλα τρομαχτικό, εχθρικό, χωρίς φεγγάρια και ηλιοβασιλέματα, με σκουριασμένες πύλες και κιγκλιδώματα.

Ασυναίσθητα άρχισε να χορεύει. Ήλπιζε πως θα χόρευαν μαζί της πολλοί άνθρωποι ως την επόμενη μέρα και πριν περάσει ένας μήνας, εκατοντάδες άνθρωποι σ’ ολόκληρη την πόλη. Η Αλφονσίνα γνώριζε τις επιπλοκές του κακού, τους παραλογισμούς της ιστορίας. Και ήλπιζε.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: