Εσχάτη Θούλη, η πιο βόρεια τοποθεσία

«Ultima Thule» (Χάρτης της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού της Λετονίας)
«Ultima Thule» (Χάρτης της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού της Λετονίας)


Προχωρημένο φθινόπωρο και ο κύριος Ντέστινι επιτάχυνε το βήμα, προσπαθώντας να φθάσει στο σπίτι. Λεπτές ψιχάλες τον είχαν προειδοποιήσει για βροχή. Με παντελόνι τσαλακωμένο, παπούτσια σκονισμένα, κρατούσε ένα μακρύ μπαστούνι με χρυσή λαβή. Τα σκουρόχρωμα μάτια του θύμιζαν μια νιότη γλυκιά που έδενε αρμονικά με τα κάτασπρα μαλλιά και το μειλίχιο βλέμμα.
Το μόνο που επιθυμούσε μετά την τόσο εκτενή διαδρομή ο κύριος Ντέστινι ήταν μια κούπα αχνιστό τσάι. Βιαζόταν να μπει στο σπίτι κι ένα ποίημα του Γέιτς τριγύριζε στ’ αυτιά του. Όμως μέσα στη θαμπάδα του δειλινού και καθώς ξεκλείδωνε την αυλόπορτα, ένιωσε μια απροσδιόριστη ώθηση. Γύρισε το κεφάλι. Μια ψηλή αδύνατη γριά ήταν καθισμένη στη μέση της αυλής, ανάμεσα στα χρυσάνθεμα και κοίταζε προς το μέρος του, καθώς έγνεθε. Ανεξήγητος ιδρώτας έλουσε τον κύριο Ντέστινι.
Στο ψηλοτάβανο καθιστικό, ο ένας τοίχος ήταν σχεδόν καλυμμένος με τη βιβλιοθήκη. Στον άλλο κρέμονταν τα πορτρέτα των μελών της οικογένειας. Ο πατέρας, η μητέρα, η γιαγιά, οι παππούδες. Έτσι όπως δεν είχε κάνει οικογένεια κι αδέλφια δεν είχε, η διαγενεακή κληρονομιά έκλεινε με την αφεντιά του. Στο τραπέζι βρήκε ανοιχτό το βιβλίο με τα ποιήματα του Γέιτς. Στην πολυθρόνα το κόκκινο βελούδινο μαξιλάρι. Τακτοποίησε το μπαστούνι, έβαλε το καπέλο στη θέση του και πήγε στην κουζίνα να ετοιμάσει το τσάι. Η μυρωδιά του ιβίσκου απλώθηκε στο σαλόνι. Κάθισε στην πολυθρόνα κι άρχισε να χαλαρώνει. Έξω σκοτείνιαζε. Το φως της ημέρας έχανε τη λάμψη του. Μια αχτίνα φεγγαριού φώτισε τα πατζούρια, τους πίνακες του τοίχου, τελικά εγκαταστάθηκε στο πρόσωπό του. Ο κύριος Ντέστινι άναψε το φως.
Τα απογεύματα βάδιζε μέχρι το ακρωτήρι του Μπίτσι Χεντ, στην ακτή της Μάγχης. Από την κορυφή έβλεπε όλη τη νοτιοανατολική παραλία. Ο λευκός βράχος ύψους 162 μέτρων από κιμωλία, έτσι όπως κρημνώδης έπεφτε στη θάλασσα, είχε ομορφιά καθηλωτική. Θυελλώδεις άνεμοι φυσούσαν συχνά στην περιοχή. Πολλοί έκαναν άλμα στο κενό, το Μπίτσι Χεντ ήταν το πιο γνωστό μέρος αυτοκτονιών. Ο κύριος Ντέστινι, αρκετοί σύλλογοι και ομάδες πεζοπορίας, μαγεμένοι από τη σπάνια φυσική ομορφιά, προγραμμάτιζαν τις περιπλανήσεις τους στην περιοχή, μία διαδρομή δέκα περίπου χιλιομέτρων. Τους έθελγε η θέα, ο φάρος που αναβόσβηνε, τα ρείκια που φύτρωναν παντού, η ορατή διάβρωση στην ακτογραμμή.
Ήταν το αντίδοτο στην καθιστική ζωή αυτή η απογευματινή πορεία του κυρίου Ντέστινι, μια σωματική προπόνηση που την είχε από πολλές πλευρές ανάγκη. Υπερθεμάτιζε τον Φρίντριχ Ένγκελς που είχε παραγγείλει να σκορπίσουν την τέφρα του από το σημείο εκείνο, γνώριζε επίσης ότι είχε βρεθεί εκεί το κρανίο της Μπίτσι Χεντ Λέιντι, της πρώτης μαύρης Βρετανίδας. Έζησε την περίοδο της Ρωμαιοκρατίας, τον 3ο μ.Χ. αιώνα. Του φαινόταν ότι την αντάμωνε την κυρία αυτή. Μιλούσαν σε μια γλώσσα προγενέστερη, οι άλλοι δεν καταλάβαιναν. Του εξιστορούσε την περιπέτειά της από την Αφρική στον Βορρά.
Παρά την κούραση που κυρίευσε τα μέλη του από την πεζοπορία, τη νύχτα εκείνη ο κύριος Ντέστινι δεν κοιμήθηκε ήρεμα. Η γριά φανερώθηκε στον ύπνο του. Κρατούσε τώρα ένα εκκρεμές. Στην αρχή η καμπύλη της κίνησής του είχε κανονική ταχύτητα. Ύστερα η ταλάντωση μειώθηκε, ώσπου σταμάτησε τελείως. Ένας γκρεμός κοφτερός σαν λεπίδα άνοιξε. «Ultima Thule» έγραφε η επιγραφή. Ο κύριος Ντέστινι ταράχθηκε. Θα γκρεμοτσακιζόταν. Όμως γρήγορα άκουσε τον λεπταίσθητο ήχο ενός κεχριμπαρένιου περιδέραιου. Περνούσε η θεά Φρέγια. Το άρμα της έσερναν οκτώ γάτες. Χρυσά δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της, άπλωσε το χέρι να τον τραβήξει, ένα χρυσό της δάκρυ κύλησε πάνω του, αλλά πετάχθηκε απότομα η γριά και την έδιωξε. Από τον τρόμο του ο κύριος Ντέστινι άρχισε να απαγγέλλει ένα ποίημα του Γέιτς που γνώριζε από στήθους.

Ένας σήκωσε αμάχη με το σώμα.
Το σώμα νίκησε. Περπατάει ακόμα.
Έπειτα πάλεψε σκληρά με την καρδιά
γαλήνη κι αθωότητα, πέταξαν μακριά.

Κατόπιν πάλεψε και με τον νου.
Και την περήφανη καρδιά πέταξε αλλού.
Τώρα τον πόλεμο με τον Θεό αρχινά.
Χτυπήσανε μεσάνυχτα, ο Θεός νικά.*

Έκανε να σηκωθεί, όμως μια αόρατη δύναμη τον εμπόδισε. Σάλπιγγες άρχισαν να τρυπούν τα αυτιά του, αμέτρητες σπαρακτικές φωνές. Το μόνο που μπόρεσε να δει από το παράθυρο πριν χαράξει, ήταν η γριά. Τον κοίταζε, γνέθοντας.
Ξύπνησε με μια γεύση απολύτως στυφή. Λουσμένο στο φως το πρωινό, είχε εγκατασταθεί στο σαλόνι. Οι δροσοσταλίδες, δεμένες με τους αραχνοϊστούς, λαμπύριζαν στις πρώτες της ημέρας ηλιαχτίδες. Ο κήπος χαρά Θεού, τα χρυσάνθεμα κίτρινα και λευκά. Στα μάτια του κυρίου Ντέστινι ανοίχθηκε μεγάλος και μακρύς ο κόσμος. Χαμογέλασε με τη νυχτερινή του περιπέτεια. Είναι μια καινούρια μέρα, σκέφτηκε. Έφτιαξε το τσάι και κάθισε στην πολυθρόνα.

Φαντάσματα έχω δει ίσαμε τώρα δεκαπέντε –όχι σ’ όνειρο
Μα πάνω απ’ όλα το χειρότερο: ένα πανωφόρι κρεμασμένο στον καλόγερο.**

Οι στίχοι του Γέιτς πάλι. Η ζωή για τον ποιητή ήταν ένα μυστήριο που δεν εξαντλούνταν στη βιολογία κι η φαινομενικότητα δεν είχε σχέση με την πραγματικότητα. Γνώριζε καλά τις απόψεις αυτές, αλλά η λεπτή φιγούρα της Ελίζαμπεθ δεν τον άφησε άλλο να σκεφτεί. Μ’ ένα μεταξωτό κόκκινο μαντίλι στον λαιμό έτρεχαν κι οι δυο στο δάσος μετά το σχολείο. Στο σπιτάκι με τα ξερόχορτα που έφτιαχναν, άκουγαν τον ήχο των φτερών των γερακιών, το μουρμούρισμα των αγριοπερίστερων. Στόλιζαν το σπιτάκι με μολόχες και βρύα, τα μαλλιά της Ελίζαμπεθ κυμάτιζαν, έλα έχω να σου πω μια ιστορία, έλεγε. Αφηγούνταν συνέχεια το παραμύθι με τις τρεις υφάντρες γριές. Αυτό το ξέρω, διαμαρτυρόταν εκείνος, πες κάτι καινούριο. Η Ελίζαμπεθ γελούσε, μη θυμώνεις, και τον φιλούσε με πάθος.
Χάθηκε ένα παγωμένο πρωινό μετά το τέλος των σχολικών χρόνων. Άνεμος δυνατός την άρπαξε. Τής έγραψε το δικό του μεγάλο ποίημα, δεν το είχε μάλιστα ακόμη τελειώσει, όλο και κάτι συμπλήρωνε, ώσπου τα χρόνια πέρασαν και στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου είδε τυπωμένα τα παραμύθια της. Τα αγόρασε αμέσως. Η ιστορία με τις τρεις υφάντρες γριές δεν περιλαμβάνονταν. Δεν μπορεί να πει αν χάρηκε ή λυπήθηκε. Όμως την επόμενη ημέρα έκανε μια παρατεταμένη επίσκεψη στο κοντινό ελατόδασος. Ο καθαρός αέρας τον αναζωογόνησε.
Είχε φθάσει πια το μεσημέρι. Ο κύριος Ντέστινι ετοίμαζε το γεύμα του. Αν και προχωρημένο το φθινόπωρο, κάποιες μύγες δεν έλεγαν να ξεκουραστούν. Από πού είχε τώρα εισέλθει αυτή η μαύρη βοερή και τον δαιμόνιζε; Άνοιξε την πόρτα να φύγει, όμως είδε και πάλι τη γριά στην αυλή να γνέθει. Ανατρίχιασε. Τι αλλόκοτο παιχνίδι ήταν αυτό;
Όταν νωρίς το απόγευμα της ίδιας ημέρας ο κύριος Ντέστινι άρχισε να ετοιμάζεται για τον περίπατο, ο ήλιος ακόμη έλαμπε. Οι φθινοπωρινές ημέρες ήταν πολύ γλυκιές εκείνη τη χρονιά. Καθώς φορούσε το παντελόνι, συλλογιζόταν ότι ποτέ δεν είχε κατανοήσει όσους πήγαιναν στο ακρωτήρι του Μπίτσι Χεντ για να τερματίσουν τη ζωή τους. Ο οργανισμός Ναυτιλίας έκανε διαρκώς περιπολίες, μια ομάδα εθελοντών βρισκόταν συνέχεια σε επιφυλακή, οι εργαζόμενοι στην κοντινή παμπ, όμως ο τόπος ήταν γεμάτος από ενθυμήματα συγγενών για τους αγαπημένους που έχασαν, πινακίδες με τηλεφωνικούς αριθμούς Σαμαρειτών στους οποίους την τελευταία στιγμή μπορούσαν να απευθυνθούν οι απεγνωσμένοι.
Ο κύριος Ντέστινι κράτησε το μπαστούνι με τη χρυσή λαβή, κλείδωσε την πόρτα. Είχε ντυθεί ζεστά, μάλλον θα ίδρωνε, καλά θα ήταν να ξανάνοιγε το σπίτι, κάτι να αφαιρέσει από πάνω του, αλλά η μελωδική μουσική που έφθασε στ’ αυτιά του τον μάγεψε. Για πρώτη φορά από τότε που γνώριζε τον εαυτό του είχε σταθεί στη γωνία της γειτονιάς του ένας μελαχρινός βιολιστής κι ένα νόστιμο κορίτσι με σαντούρι. Το κορίτσι φορούσε τσιγγάνικο φόρεμα και τραγουδούσε ένα πορτογαλικό φάντο με φωνή όλο πάθος. Η νοσταλγία και η προσμονή που είχαν οι στίχοι τάραξαν τον κύριο Ντέστινι. Όρμησε με όλη του τη δύναμη να περάσει απέναντι. Ήθελε να απομακρυνθεί, να φθάσει γρήγορα στο ακρωτήρι, η απεραντοσύνη της θάλασσας να τον παρηγορήσει, ο άνεμος της Μάγχης. Ο σηματοδότης έδειχνε κόκκινο, μια άγνωστη φωνή μέσα του τον κατσάδιασε, όμως δεν έδωσε σημασία.
Το εκκωφαντικό φρενάρισμα έκανε τους κατοίκους στα κοντινά σπίτια να ορμήσουν στις εξώπορτες. Η μουσική σταμάτησε. Κάποιες φωνές μόνο και ο ήχος του ασθενοφόρου. Ο κύριος Ντέστινι ταξίδευε για τον μακρινό τόπο. Καθώς ο ήλιος έπεφτε στα τζάμια των παραθύρων, σχημάτιζε αχνά την εικόνα μιας γριάς που υφαίνει στον αργαλειό.


____________
Τον όρο Ultima Thule (λατινικά: η πιο μακρινή [η Εσχάτη] Θούλη), επινόησε ο Βιργίλιος με την έννοια της μακρινής γης ή του ανέφικτου στόχου (Γεωργικά, 1. 30). Η Θούλη υποδήλωνε από την αρχαιότητα την πιο βόρεια άκρη του κόσμου (Γροιλανδία, Σκωτία, Ισλανδία, Σκανδιναβία κ. ά.). Αργότερα έλαβε την έννοια ενός τόπου μακρινού πέρα ​​από τα «σύνορα του γνωστού κόσμου».

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: