I.
Είδα ξυστά την κατηφόρα
και το δέντρο· όταν το ψέλλισε ο καφές ΓΡΗΓΟΡΟΤΕΡΑ
ενώ εγκατορύσσομαι
νησί· με βάδισμα αυτιστικό
σαν απεργία
εκμανούς βιβλιοθήκης.
II.
Έν’ αυτοκίνητ∞
―που ξεκινάει από Γ―
μια αλυσίδα πλέεται
μέσα στο ψύχος που με έστιξε
ο Αύγουστος· μοιάζει κλισέ
που αποκαλώ τη νοσταλγία εθισμό
οπότε αναβαπτίζεται Πυθία
υδαρής.
ΙΙΙ.
Χρωμόσωμα η ατυχία; Περιττό.
Εγώ ―εκ γενετής βαρύγδουπος―
αρνήθηκα στεγνά το δισκοπότηρο
και τ’ άφησα στην κρίση του
να κατουράει φως
ή αμνησία.
IV.
Ανατολή,
το σύνδρομο γαλάζιο συγχωρείται
κι ενώ εκσφενδονίζονται σαν λέξεις τα παιδιά
(χαράσσοντας)
τα κάγκελα τσουλούν
ως μέλλον της αγάπης.
V.
Δενδροφυτεύτηκε έν’ αστέρι απογευματινό
στο αίνιγμα της παλίρροιας· η άμμος
άχνιζε τζακίσιο κάστανο
κι ενώ βαστούσα τρέμοντας τη μάσκα
το ήξερα καλά
πως είχα πέσει μ’ αλεξίπτωτο
στη χώρα που οι ντόπιοι λένε «Σβήστρα».