Το μέτρημα

Σερμάν Λουντί: «Νυχτερινό» (Κολάζ με ακουατίντα σε φωτογραφικό χαρτί)
Σερμάν Λουντί: «Νυχτερινό» (Κολάζ με ακουατίντα σε φωτογραφικό χαρτί)

Κυρίες και κύριοι, παρακαλώ λίγο την προσοχή σας: ο άντρας που μόλις εμφανίστηκε πάνω στη σελίδα είναι ο Θύμιος. Ετών 48. Μετρίου αναστήματος. Μαύρα μαλλιά και λίγο κοιλίτσα. Οικογενειάρχης, δύο παιδιά, αγόρι κορίτσι. Πρώην ιδιωτικός υπάλληλος και νυν άνεργος. Απ’ το πρωί μετράει και ξαναμετράει τα χρήματα για το νοίκι. Κάνει ζέστη. Τα χρήματα για το νοίκι δε βγαίνουν. Ο Θύμιος σηκώνεται και με αργά βήματα κατευθύνεται στη ντουλάπα. Στο δεύτερο συρτάρι κατοικεί το κουτί με τα κοσμήματα της Μάρθας. Το παίρνει ένοχα στα χέρια του. Επιστρέφει στο γραφείο. Παραλίγο να μετρήσει και τις πετσέτες: μία δύο τρεις. Αλλά κρατήθηκε. Κάνει ζέστη. Ο κλιματισμός χαλασμένος. Φοράει ένα σκισμένο άσπρο φανελάκι και είναι ιδρωμένος. Μετράει τα νέα λεφτά για το νοίκι που κανονικά δεν ήταν για το νοίκι. Τριάντα ευρώ. Αυτά είναι όλα κι όλα. Ιδρώνει κι άλλο. Τα χρήματα δε βγαίνουν.
Θα μπει μέσα ο γιος του. Δύο φορές. Ψάχνει, λέει, για το μαύρο το t-shirt. Εμένα, όμως, δεν μου προσφέρει κάτι στην αφήγηση. Μήπως είδες τη μαύρη τη μπλούζα; Όχι. Μα εδώ την είχα αφήσει. Δεν την είδα. Μήπως κάθεσαι πάνω της; Όχι σου λέω. Καλά τότε. Ο ακάλυπτος αναπνέει βαριά. Απ’ τον πολύ, χρόνιο Καζαντζίδη και τη ξεπουπουλιασμένη ένδεια των περιστεριών. Ο Γιάννης με τη Λένα τσακώνονται πάλι. Στήστε αυτί: τι καντήλια, τι Παναγίες, τι βρισιές. Το σκυλί να γαβγίζει. Το μωρό που κλαίει. Σκέτη ποίηση. Ο Θύμιος ξύνει το κεφάλι του-ένδειξη ότι ψάχνει για μια σοβαρή λύση. Έπειτα βήχει παρατεταμένα. Αττική υγρασία. Αρχίζει να βαριέται. Χτυπάει το τηλέφωνο. Περιμένει. Κάποιος κύριος σε ζητάει, φωνάζει η Μάρθα. Η Μάρθα ζει το πρωί με το κεφάλι μέσα στον απορροφητήρα. Η Μάρθα είναι ένας απορροφητήρας που αναπνέει και μιλάει. Σκέφτεται με ατμούς, την ακούει, κι έπειτα δε ξέρει τι της φταίει. Δεν της απαντάει. Τα πράγματα, απέναντι, έχουν ηρεμήσει. Σκέφτεται το χθεσινό βράδυ. Και την Μάρθα που έχει κάψει τα μυαλά της απ’ την πολύ τη Knorr και τις νύχτες παλεύει να καταλαγιάσει τους θορύβους μέσα της και να στεγνώσει απ’ τους ζωμούς-σε ζητάνε, δεν ακούς; Όχι, δεν ακούω. Τα λεφτά για το νοίκι δε βγαίνουν. Μαλάκω.
Πιάνεις συνέχεια το κεφάλι σου και ιδρώνεις. Καταντάς, μετά από δύο παραγράφους, κάπως μονότονος. Και κουραστικός. Ευτυχώς, Θύμιο, που εσένα δε σε νοιάζει. Εσύ κάτσε και σκέψου το χθεσινό βράδυ στο καφενείο. Και τον Κώστα που σ’ έκλεψε στα χαρτιά. Γνώριμοι θόρυβοι ακούγονται απ’ την κουζίνα. Άνθρωποι οικείοι μπαινοβγαίνουν μέσα στα πιάτα. Τυλίγουν ορέξεις σε χαρτοπετσέτες. Βιάζονται να κορεστούν ― είναι εκπαιδευμένοι γι’ αυτό. Τον φωνάζουν αλλά δίχως να το εννοούν πραγματικά. Κάθε μέρα, την ίδια πάντα ώρα, ο Θύμιος είναι ένα πανάρχαιο, ξεπερασμένο τελετουργικό που συνεχίζουμε να διεκπεραιώνουμε τυπικά μιας και αρνείται πεισματικά ν’ αυτοκαταργηθεί. Πεινάει αλλά δεν θα πάει ακόμα μέσα. Θέλει να σκεφτεί, να βάλει τα πράγματα σε μια σειρά, να ερμηνεύσει τα γεγονότα.
Σκέφτεται: ο Κώστας. Μ’ έκλεψε στα χαρτιά ο πούστης. Τον είδα. {Πάροδος Χορού από μπεκρήδες Αθηναίους γέροντες}. Είμαι σίγουρος. {Ναι, τον είδαμε κι εμείς}. Πάντα έτσι κάνει όταν ξεμένει από φράγκα. {Πάντα}. Και το κάνει τόσο επαγγελματικά που δεν τον καταλαβαίνεις. {Έχεις δίκιο}. Πρέπει να ‘σαι γάτα για να τον καταλάβεις. {Ναι}. Κι εγώ είμαι γάτα. {Ναι Θύμιο, είσαι μεγάλη γάτα}. Άλλο που δεν μιλάω. {Άλλο αυτό}. Το απόγευμα όμως θα πάω να τον βρω. {Ναι, να πας}. Και θα του πω: κοίτα να δεις ρε Κώστα αυτά που κάνεις είναι ντροπής πράγματα και το να κλέβεις στα χαρτιά είναι αμαρτία. {Συνέχισε}. Συνεχίζω: μ’ αυτά τα χρήματα ρε Κώστα εγώ θα πλήρωνα το νοίκι και είναι ντροπής πράγματα γνωριζόμαστε από μικρά παιδιά κι άλλο πράγμα οι διαφορές μας {Άλλο αυτό}. Και στην τελική να τη χέσω την πολιτική αν δεν έχεις να φας {Αν δεν έχεις να φας χέζεις και την πολιτική} μένουμε δύο πόρτες απόσταση τα παιδιά μας πάνε στο ίδιο σχολείο οι γυναίκες μας ξαδέρφες {Δεν το ξέραμε}, από μικρές αχώριστες ρε Κώστα. {Κι αν το αρνηθεί; Αν θυμώσει;} Τότε θα του πω. {Ναι Θύμιο;}. Τότε θα του πω θα σου γαμήσω το σπίτι παλιοψεύτη. {Παπαί…Και τι άλλο;} Θα…θα σου γαμήσω ό,τι έχεις και δεν έχεις {Οτοτοί, λύκει Άπολλον}. Ή κάτι τέτοιο.
Απόγευμα. Ο Θύμιος είναι έτοιμος να μπει στο καφενείο. Δεν τρέμει, παρά τις αντίθετες προβλέψεις. Μπράβο Θύμιο. Ανοίγει την πόρτα. Μπαίνει μέσα. Χαιρετάει γνώριμα πρόσωπα που τον χαιρετούν κι αυτά. Παραγγέλνει διστακτικά τον καφέ του. Στο μπρίκι σιγοβράζει μια δόση φλιτζανιού από την Αrte Povera της καθημερινότητας. Άλλα σημεία που μπορείς να την εντοπίσεις: στην ανοικτή οθόνη της παλιάς τηλεόρασης και στα αραχνιασμένα ξόμπλια του ταβανιού. Στη σκουριασμένη ώχρα της χειρολαβής ενός πάλαι ποτέ αυτοκρατορικού ψυγείου. Στη μεταφυσική ταγκίλα των ζωικών χνώτων. Στη μούρη του Ανέστη. Και μερικών άλλων. Με τις εκατομμύρια δύσεις ανά λεπτό. Στον τσίγκο που τους κόβει μέσα τους. Όλοι άντρες. Καθάρματα περιωπής. Κι ενίοτε, ψυχούλες. Ήρωες. Που για όσο ζουν, ζουν όσο μπορούν. Και όπως. Και που όταν πεθαίνουν μυρίζουν ακόμα γράσο και πειραγμένη βενζίνη και τους θάβουν μαζί με τις καρότσες και τις γκόμενες τους. Ο Θύμιος σκέφτεται το μετά. Και την Μάρθα που κάποτε είχε στα μάτια της λιβάδια ιμπρεσιονιστών και άκουγε το Ocean Rain των Echo & The Bunnymen. Σαν έπιανε τα μαλλιά της πάνω, η γειτονιά μοσχοβολούσε Killing Moon.
Τώρα ο Θύμιος πίνει τον καφέ του κοιτάει τον Κώστα που κάθεται μόνος πίνει μια ρακί πίνει δύο ρακές ζεσταίνεται κοιτάει ξανά τον Κώστα πίνει άλλη μία νιώθει έτοιμος Κώστα σηκώνεται τρεκλίζει λίγο αλλά το ‘χει. Πλησιάζει τώρα Κώστα. Στήστε αυτί: Κώστα; Ρε Κώστα, μήπως σου περισσεύει κάνα φράγκο; Γιατί; Πρέπει να πληρώσω το νοίκι και δεν μου βγαίνουν τα λεφτά. Είμαι στεγνός, αλλιώς το ξέρεις θα σου ΄δινα. Έλα ρε Κώστα. Δεν έχω σου λέω. Ρε φίλε μη ξηγιέσαι έτσι. Χθες το βράδυ μ’ έκλεψες στα χαρτιά και σήμερα το παίζεις ανήξερος. Εγώ; Ναι εσύ. Θύμιο ξαφανίσου μην τα πάρω. Δεν πάω πουθενά, θέλω τα λεφτά μου. Φύγε σου λέω μη σου γαμήσω το σπίτι. Τι είπες; Φύγε μη σου γαμήσω ό,τι έχεις και δεν έχεις. Ή κάτι τέτοιο ρε Κώστα; Ή κάτι τέτοιο.
Υπάρχουν στιγμές, ενώ έχει προηγηθεί ο θόρυβος από κάτι που σπάει και γίνεται κομμάτια και ο χρόνος παγώνει και με κομμένη την ανάσα όλοι αδημονούν για την κορύφωση του δράματος, που εκείνο το οποίο γυαλίζει πάντοτε στην παλάμη ενός ανθρώπου (εδώ, μισοσπασμένο ποτήρι) αρνείται ή ακόμα και αδυνατεί να εκπληρώσει τον τελεολογικό του σκοπό, επιθετικό στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, και γλιστράει με σύνεση και πέφτει κάτω, ενδεχομένως αφού πρώτα εκτονώσει τη μανία του με δύο επιπόλαιες εκδορές και λίγο αίμα πάνω στο δέρμα αυτού που το κρατάει σφικτά. Τότε ο χρόνος λύνεται και όλα ησυχάζουν. Λίγα τριξίματα μόνο, από καρέκλες ή σόλες παπουτσιών, λες και το δράμα, όταν τελειώνει, μεταμορφώνεται σε στιγμιότυπο αγώνα μπάσκετ δίχως ανθρώπινη περιγραφή. Ενώ ο Θύμιος επιστρέφει παραιτημένος στο τραπέζι του, δύο μπουκάλια γνωρίζουν ότι πλέον είναι αργά για να κάνουν πίσω και πέφτουν με δύναμη σπώντας έκπληκτα τα μούτρα τους πάνω στο καύκαλο του δαπέδου. Άντρες βουλιάζουν άπατοι μέσα στον βούρκο της συνήθειας, αλλά στ’ αρχίδια σας, έτσι; Οι κραυγές τους δεν θ’ ακουστούν ποτέ.
Έπειτα πάντα νυχτώνει. Κι ένας-ένας γυρίζουν σπίτι αδειανοί και μόνοι κάτω από το μπλε φεγγάρι…

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: