Ο Μίλτος σίγουρα το έχει χάσει.
Εδώ και καιρό.
Πώς εξηγείται αλλιώς.
Εξάπαντος.
Κρίμα το παλικάρι.
Τι φριχτές στιγμές.
Εκείνη η αποφράδα μέρα.
Και τώρα;
Άραγε πώς να αισθάνεται εκεί πάνω;
Όταν κατεβαίνει από τη σκάλα τα μάτια του λαμπυρίζουν. Κοιτάζει κάπου μακριά. Κάτι σαν χαμόγελο, κοντοστέκεται. Η Ρόη μισανοίγει την πόρτα, βγαίνει σκυφτή τον σπρώχνει μαλακά στο σπίτι.
Απόσυρση.
Προχθές βγήκε στην ταράτσα. Τι περιμένετε; Να πέσει;
Τι περιμένουμε; Γιατί κοιτάμε; Να πέσει; Ο Μίλτος; Μαζί μεγαλώσαμε.
Χαλκομανία τον θέλετε; Αφροί από το στόμα της.
Δεν είναι έτσι, της λέμε.
Πώς είναι;
Δεν ξέρουμε.
Κάθε σούρουπο χειμώνα καλοκαίρι όλο και μαζευόμαστε τέσσερεις-πέντε μπορεί και περισσότεροι. Κοιτάμε ψηλά στη ταράτσα, στο κέντρο της έχει στερεώσει τη σκάλα. Βγαίνει, γρήγορες κινήσεις, τσεκάρει τη σκάλα, ανεβαίνει. Έντεκα σκαλιά, τα έχουμε μετρήσει, και στην κορυφή το μονόκυκλο, ρόδα με πετάλια, ισορροπεί, κάνει πετάλι, σταματάει, τεντώνει τα χέρια, ξαναρχίζει, κάτι εκσφενδονίζει.
Νοερώς.
Τι να σκέφτεται;
Μαχαίρια θα φαντάζεται. Μαχαίρια γύρω από κορμί γυναίκας.
Άραγε αν φεύγαμε;
Σήμερα έχουμε κρυφτεί στο δωμάτιο του Στάθη, ακριβώς απέναντι, παρακολουθούμε. Ο Μίλτος πετάλι σαν μανιακός, όλο και πιο γρήγορα, τα χέρια του ταλαντεύονται, προσπαθεί να τα σηκώσει ψηλά, το σώμα του διαγράφει κύκλους, ικεσία, έκκληση βοήθειας. Θα πέσει, να βγούμε, να τρέξουμε, δεν έπεσε. Με το κεφάλι σκυφτό μπαίνει στο σπίτι. Κοιταζόμαστε, τρομαγμένοι, ανήσυχοι, με τον Μίλτο μαζί μεγαλώσαμε.
Ο Σωτήρης κρατάει ένα μπουκάλι κρασί, χτυπάμε την πόρτα τους, ανοίγει η Ρόη.
Να πιούμε ένα ποτήρι ήρθαμε. Γλυκό σαμιώτικο κρασί.
Κι έτσι καθόμαστε στο τραπέζι.
Έχουμε κερασόπιτα λέει η Ρόη.
Κερασόπιτα και γλυκό κρασί, η Ρόη χαμογελάει, πίνει το τρίτο ποτηράκι, τα μάτια της χαμένα, χωμένα βαθιά στις
κόγχες.
Ήρθαμε.
Χαμόγελο. Υγρό χαμόγελο. Σας περίμενα. Τα χέρια του λευκά, χάρτινα, τα δάκτυλά του λεπτά έλεγες τώρα θα σπάσουν, άτριχα χέρια σχεδόν μέχρι τους αγκώνες, τόσες ώρες με τα γάντια του οξυγονοκολλητή, ακουμπούν ήσυχα στο τραπέζι.
Λοιπόν στο καρνάγιο όλα καλά;
Απολύουν συνέχεια ελπίζω να την γλιτώσω. Σας περίμενα.
Ναι κι εμείς αναρωτιόμαστε και θέλαμε…
Ακούστε θα κατέβουμε στο υπόγειο να σας εξηγήσω.
Για το μονόκυκλο;
Μίλτο σε καταλαβαίνουμε ζήσατε μια τραγωδία.
Αν δεν είχες πάρει το μηχανάκι, αν δεν είχε πεταχτεί ο σκύλος στη ρόδα, αν την είχαν βάλει κατευθείαν στην εντατική, θα ζούσε η Άννα.
Ένας σκύλος μέσα στη νύχτα, ένα ντεραπάρισμα και όλα ανατρέπονται.
Η σκάλα, το μονόκυκλο. Ανησυχούμε.
Η Ρόη έχει γεμίσει το στόμα της με κερασόπιτα, κατακόκκινα τα χείλη της, βγάζει ένα μουγκρητό. Καταπίνει.
Δεν ήταν σκύλος.
Ο Μίλτος σηκώνεται την αρπάζει από το μπράτσο. Η Ρόη σηκώνεται. Τα μάτια της ακόμα πιο βαθιά στις κόγχες, βαθιά σε δύο τάφους.
Άνθρωπος ήταν. Έτρεχα να γυρίσω σπίτι. Ο πατέρας περίμενε πίσω από την πόρτα. Χτύπαγε την μαγκούρα, κοιτούσε το ρολόι, χτύπαγε. Και εγώ έτρεχα, ήταν σκοτάδι, έτρεχα, έγινε το κακό. Δεν ήταν σκύλος.
Ήρεμο πρόσωπο.
Σιωπή.
Αγγίγματα.
Ας κατέβουμε.
Κατεβαίνουμε, ανοίγει την πόρτα, πάνω στον τσίγκινο πάγκο άγκιστρα, βίδες, μεταλλικά παξιμάδια και κάτι ογκώδες σκεπασμένο με μουσαμά.
Την προστατεύω με τον μουσαμά, την αποκαλύπτω, κάθε μέρα.
Κούκλα βιτρίνας σε καθιστή θέση ντυμένη με μικρά εξαγωνικά παξιμάδια.
Είναι η τρίτη προσπάθεια. Οι καμπύλες με ζόρισαν.
Σιωπή.
Ακούμε το ρυθμικό κοπάνημα σε παξιμάδια και γρανάζια, τον βλέπουμε με το φλόγιστρο να παλεύει τις ενώσεις να αλλάζει τα ακροφύσια να αυξομειώνει τη φλόγα, μυρίζουμε ασετυλίνη.
Είναι έτοιμη να ανέβει στην ταράτσα. Θα με βοηθήσετε.
Προσωρινή κατασκευή