Τι είναι αυτό που μένει όταν τελειώνουν τα ψέματα, με τα οποία οι άνθρωποι προσπαθούν μάταια να φωτίσουν τα σκοτάδια ενός κόσμου στη χάση του; Όταν ο λόγος ξεθωριάζει προτού εκφραστεί, ποια η χρησιμότητα μιας σκέψης προορισμένης να αναμετρηθεί με το ανέκφραστο; Δεν ήταν αυτές οι ερωτήσεις που τον ξύπνησαν από την παραζάλη ενός ψευδεπίγραφου ύπνου, συνυφασμένου με τη μετέωρη αίσθηση ανικανότητας να διακρίνει τον πραγματικό κόσμο, από τον κόσμο των ονείρων και των ψευδαισθήσεων. Οι λέξεις που ξεκόλλησαν από αυτό που θεωρούσε ως το στήθος του, λέξεις τραχιές και βαριές σαν αρχαίος, ξεχασμένος βράχος, κολλημένος σε ένα βυθό που κάποτε είχε υπάρξει ηλιόλουστη πεδιάδα, ήταν άλλες και εμφανίστηκαν τόσο ξαφνικά, που το σώμα του (σίγουρα ήταν αυτό το σώμα του;) διπλώθηκε στα δύο. «Πόσες ερωτήσεις σου μένουν να διατυπώσεις;». Ερωτηματικό. Ένα απλό σημείο στίξης. Μια τελεία για τη σταθερότητά του, ένας απαρασάλευτος άξονας για την αποφασιστικότητα της σκέψης και από κάτω η διστακτική υποστιγμή, το κόμμα, αναζήτηση και συστολή, προσπάθεια περισσότερο να ξεμάθεις έναν ανεστραμμένο κόσμο, να μη θεωρείς δεδομένο τον ήλιο της ανατολής (η γη περιστρέφεται και κινείται τελικά ή ο ήλιος;), να απαρνηθείς ακόμα και τα σημεία στίξης.
Η φωνή, η ίδια του η φωνή, η δική του ακατανόητη και τόσο ξένη πολλές φορές χροιά, χάραζε απάτητα μονοπάτια εντός του: «Το κάθε πρωινό αποτελεί και μια ερώτηση, μια διαφορετική ερώτηση, όσες οι ματιές, τόσες και οι ερωτήσεις. Και χρειάζεται μόνο ένα πρωινό για να ξοδευτούν όλες οι ερωτήσεις του κόσμου. Πώς πέφτουν οι ακτίδες του ηλίου στον ιστό της αράχνης, πως μετακινούν τον αέρα και ποια τα χίλια μάτια που τις παρατηρούν; Οι ίδιες οι ακτίδες ποιόν παρατηρούν, ποιόν παρατήρησαν στη διαδρομή τους μέσα στη σκοτεινιά που κλήθηκαν να φωτίσουν; Και όλα αυτά μόνο πάνω σε ένα κλαδί. Κι αν ρωτήσεις για τις ρίζες και για τα μικρά έντομα και τους καρπούς που κρύβουν το σίγουρο μέλλον τους σε ένα ακόμα πιο σίγουρο παρόν; Και τι θα προκύψει αν επεκταθείς σε κάθε δέντρο, σε όλα τα δέντρα όλων των δασών την ίδια στιγμή. Πανταχού παρών σημαίνει να είσαι ο Μέγας ερωτών, ο ερωτών στην αιωνιότητα που δε διαχωρίζεται από τη στιγμή. Χιλιάδες ματιές, χιλιάδες ερωτήσεις στο μετέωρο ρολόι, που διστάζει να μετρήσει το χρόνο. Ποιος χρόνος; Μια ανάσα πυροδοτεί την κίνηση των σωματιδίων της σκόνης, βραχύβια ηλιακά συστήματα στροβιλίζονται μέσα στους βρόγχους, γαλαξίες αμέτρητοι συσσωρεύονται στους πνεύμονες. Μια αιωνιότητα και ο δικός τους μικρός χρόνος. Πόσο διαρκεί μια ερώτηση; Δεν υφίσταται η μία ερώτηση. Ποτέ δεν υπήρξε η μία ερώτηση. Η ματιά του εγωισμού σου φέρνει τη μία ερώτηση. Πώς κουβαλά τις ερωτήσεις ο άνεμος; Σαν κόκκους γύρης ή σαν φτερά νυχτοπεταλούδας; Άραγε ζητά την άδεια του το φύλλο για να μετακινηθεί; Θα μπορούσα παρακαλώ να μεταφερθώ μέχρι το όρια της ρυτιδιασμένης λίμνης, μέχρι τα βάθη της ψυχής του νερού; Ο ίδιος χρόνος κατέχει τη λίμνη και το φύλλο, το χιόνι που σμιλεύεται σαν πέτρα και το βρεγμένο γρασίδι, το μακρινό νεφέλωμα και τη νότα μιας φάλτσας φυσαρμόνικας; Όλες οι εισπνοές διαρκούν το ίδιο; Και τι εκπνέεται; Λέξεις, αναστεναγμοί, οργισμένες φράσεις, η ηρεμία του δροσερού απογεύματος, ένας επιθανάτιος ρόγχος, το πρώτο κλάμα;».
Καταλάβαινε καλά πως η ιστορία του δεν υπήρξε ποτέ στην πραγματικότητα η δική του ιστορία. Πάντα βαδίζει κανείς προς το παρελθόν του και θυμάται το μέλλον του. Είναι σαν το μέλλον να αποτελεί μέρος μιας ανάμνησης. Αυτή η φαινομενικά γραμμική πορεία μέσα στο χρόνο δεν είναι τίποτα άλλο, παρά μια κατάδυση, μια επιστροφή σε μονοπάτια περπατημένα ξανά και ξανά, σε καταστάσεις βιωμένες και αναβιωμένες στο διηνεκές. «Η ιστορία είναι αυτό που αφηγείσαι, ποτέ αυτό που ζεις. Είναι συνετό να είσαι ήπιος με αυτό που ζεις και να διδάσκεσαι από τις διηγήσεις των άλλων», τον ανακάλεσε στην πραγματικότητα η φωνή του. Πώς μπορεί η φωνή σου να σε βγάλει από τις σκέψεις σου; Πώς μπορεί να ψεύδεται μπροστά στα μάτια σου; «Τι μπορεί κανείς να διδαχθεί από ξένες αφηγήσεις ξεθωριασμένων βιωμάτων; Πώς μεταβαίνει κανείς από τη σιωπή στο λόγο, μέσω της απόδοσης νοήματος στο βίωμα; Ασταθές βίωμα χωρίς ανάγκη νοήματος. Εκ νέου αξιολόγηση του λόγου θα πει δημιουργία του ορθού λόγου εκ του μηδενός. Η αναγνώριση της εξιστόρησης ως πλεονασμού και παραφθοράς, οδηγεί στο να επιλέξει κανείς να ζήσει σιωπηλά. Η σιωπή περιχαρακώνει τη ζωή, προστατεύει την ουσία της ζωής». Ο ίδιος είχε πορευτεί για καιρό μέσα σε αυτή τη σιωπή. Σιωπή λόγου μόνο. Γιατί πάντα χιλιάδες θόρυβοι κατακλύζουν τη ζωή. Τριξίματα και γδούποι από τη χρήση των αντικειμένων. Το μακρινό κάλεσμα των ζώων μέσα στη νύχτα, ο τρόπος που ο άνεμος τρυπώνει κάτω από τις πόρτες και ο ανεπαίσθητος ήχος που παράγεται όταν το φεγγάρι σέρνεται αργά πάνω στο ξύλο.
Να ήταν άραγε ο ήχος από τα μηχανήματα που τον έκαναν να τα σκέφτεται όλα αυτά; Μήπως οι χρωματιστές λάμπες που τρεμόπαιζαν δίπλα στις οθόνες με τα διαγράμματα; Ίσως να ήταν απλά η ανάμνηση της ζωής σε ένα σώμα, μέσα στο σώμα, με σώμα. Της σωματοποιημένης ζωής. Ένα σώμα για να μπορείς να αγγίζεις, να αισθάνεσαι, να δημιουργείς τους όρους των αναμνήσεων. Αλήθεια είχε κάποτε σώμα; Πώς ήταν η υπόστασή του σε παρελθούσες εποχές; Οι θόρυβοι του εργαστηρίου τον στοίχειωναν και προκαλούσαν το ξεθώριασμα των αναμνήσεων του, αναμνήσεων που προσπαθούσε πεισματικά να συντηρήσει. Ένα λιβάδι στη μέση του δάσους, η αρμύρα του κύματος και το πρασινογάλαζο μιας ακτινοβόλου θάλασσας με τον αχανή πυθμένα της να σκοτεινιάζει στις άκρες του, στις εσχατιές του, που δεν έκρυβαν κίνδυνο αλλά και δεν προσποιούνταν πως μπορούσαν να ορίσουν, να περιχαρακώσουν το αόριστο.
Παλλόμενα ηλεκτρόδια στα εγκεφαλικά γάγγλια. Αργή καταμέτρηση των δευτερολέπτων. Ο χρόνος σου δεν είναι η ιστορία σου. Πώς καταμετράται ο χρόνος μέσα σε μια γυάλα; Καλοκαιρινά απογεύματα και έναστρες χειμωνιάτικες νύχτες. Ταριχευμένος χρόνος. Μια μπουρμπουλήθρα μέσα στο υγρό με την υφή ζελατίνης. Αιφνίδιες αστραπές σκέψεων. Λεωφόροι από νέον, ποτάμια τεχνητού φωτός σε αργή κίνηση, κι ύστερα πάλι σε γρήγορη και οργιαστική τροχιά γύρω από το κεφάλι σου, μέσα στο κεφάλι σου. Αργός χρόνος στα κρύα πλακάκια της πισίνας, το δέρμα κολλάει από το κρύο. Ποιο δέρμα; Κάποτε. Τώρα η ανάμνηση του δέρματος. Μυρωδιά καμένου ξύλου και απομεινάρια κρασιού στη γεύση. Πληρότητα. Πλησμονή. Πού αποθηκεύονται οι λέξεις; Δημιουργείται μια για κάθε ανάμνηση ή μήπως η καθεμία αποτελεί συγκεκριμένη ανάμνηση; Θυμάμαι τη λέξη αλλά ξεχνώ το πρόσωπο.
Πράσινο υγρό για τη συντήρηση. Ηλεκτρικές εκκενώσεις. Υγρό για τη μπαταρία σας. Πώς μπορείς να είσαι πεπερασμένος σε έναν αιώνιο κόσμο; Πώς εισχωρεί η ιδέα της αιωνιότητας στη σκέψη; Ύπουλος ο στοχασμός δίχως σώμα. Νεφελώματα έτη φωτός μακριά, αντανακλάσεις νεκρών ιστών. Πώς προσμετράται ο χρόνος στα πηγάδια του διαστήματος; Κάθε δευτερόλεπτο κι ένας κόσμος ολόκληρος. Εκλάμψεις και αναλαμπές μέσα στο ενυδρείο σου. Ξεκίνησες κολυμπώντας, νυχτοπερπατώντας στα σκοτάδια του αμνιακού υγρού και να πως καταλήγεις. Με ποιο τρόπο; Η ιστορία σου δεν είναι μόνο η ιστορία των χτύπων της καρδιά σου. Είναι περισσότερο τα κενά ανάμεσα στους χτύπους. Χάσκοντες χώροι αναδημιουργίας χωρίς βεβαιότητα. Πόσοι χτύποι σηματοδοτούν τον προορισμό σου; Αστρολάβος του ερέβους ο κάθε παλμός σου, σε καθοδηγεί σε συνεχώς εναλλασσόμενες πραγματικότητες. Επίφαση πραγματικότητας. Κενό των λέξεων και των σιωπών. Απαστράπτον κενό της φλύαρης ματαιοδοξίας σου. Πράσινα διαγράμματα και διακεκομμένοι ήχοι. Φορμόλη και παραζάλη. Τους ακούς (με ποια όργανα ακοής άραγε;) να έρχονται. «Η εταιρία πτώχευσε, κλείσε τους διακόπτες. Είναι απλά εγκέφαλοι στη γυάλα, δεν θα καταλάβουν τίποτα». Η τελευταία σου ανάμνηση. Η τελευταία σου σκέψη. Γαλήνη στο δάσος. Σε ένα δάσος που δεν έχεις δει ποτέ. Που δεν θα δεις ποτέ. Στο μέτωπό σου το άγγιγμα του αέρα που δε συνάντησες. Τα ψέματα όσον τάχα συνάντησαν το σκοτάδι. Το σκοτάδι σε συναντά, δεν το συναντάς. Και είναι τόσο φωτεινό, όσο και δέκα χιλιάδες ήλιοι και άστρα. Ήχος διακόπτη. Δεν επιστρέφεις στο τίποτα. Ποια επιστροφή; Ποιο ξεκίνημα; Νοητές τροχιές και στροβίλισμα σωρειτών. Η σβησμένη οθόνη δε θα καταγράψει ποτέ την ατέρμονη ευθεία στο εγκεφαλογράφημα.