Μπίρες με χαπάκια

Κρόνενμπουργκ 1664
Κρόνενμπουργκ 1664


Προς Πάνο



Μέρες που ξεφλουδίζονται και σαπίζουν. Όξινη βροχή μετατρέπει σ’ ένα μπεζ χυλό τις φλούδες. Τις πατάω και γλιστράω οικειοθελώς.
Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Το δωμάτιο ασφυκτιά από τη μυρωδιά των poppers. Καθώς σηκωνόμουν από το κρεβάτι, για να του δώσω ένα μπουρνούζι, κλότσησα κατά λάθος το μπουκαλάκι που έχασκε χωρίς καπάκι, δίπλα απ' το κρεβάτι.
Λυγισμένο πόδι. Ξανθές τρίχες καλύπτουν τη γυμνασμένη γάμπα και τον μηρό. Μια λευκή σπορ κάλτσα φτάνει ως το ύψος της κνήμης. Τίτλος: Marseille III, 2013. Wolfgang Tillmans.
Τρεις μέρες τώρα τρίβω το πάτωμα με χλωρίνη. Τα παράθυρα ανοιχτά. Βρέχει. Μια σειρήνα ακούγεται από μακριά. Ιούλιος.
Η φωνή του ήταν απαλή, καθησυχαστική. Τα παιδιά του θα βουλιάζουν εύκολα σε όνειρα, όταν τους διαβάζει παραμύθι. Aν τους διαβάζει. Πάντως, ποντάρω πως το θέλει. Και μάλλον σιχαίνεται τον εαυτό του που θέλει.
Δεν απάντησα. Πέταξα το κινητό στον τοίχο. Η γυάλινη επιφάνεια του κάδρου θρυμματίστηκε και το χαρτάκι έπεσε στο πάτωμα από το εσωτερικό του. Στόχος επετεύχθη. Στο χαρτί, με καλλιγραφικά γράμματα: «Ρίξε στη φωτιά το κάθε λίγο».
Τριάντα οχτώ νέα μηνύματα, δεκαεπτά αναπάντητα δικά μου. Στα εικονίδια φιγουράρουν καυλιά, γυμνασμένα στήθη, πρόσωπα στην ομίχλη. Στο δικό του, με την πλάτη γυρισμένη στην κάμερα, στέκεται γυμνός στην πόρτα ενός μπαλκονιού με θέα άλλα μπαλκόνια, κεραίες και κιτρινισμένα air condition. Αθήνα. Γκλιν. Νέο μήνυμα από έναν γείτονα: «Salut mec, la forme? J’ai le trou en feu. Si tu veux, je t’attends nu et à genoux, porte ouverte».
Σταγόνες ιδρώτα κυλούσαν από τις άκρες των μαλλιών του στην πλάτη μου. Έστρεψα το πρόσωπό μου προς τα πίσω. Είχε τα μάτια κλειστά και το στόμα του σχημάτιζε ένα ξεχειλωμένο όμικρον. Μια σταγόνα έπεσε στη γωνία του στόματός μου. Την έγλειψα με την άκρη της γλώσσας.
Το ίδιο απόγευμα βρεθήκαμε με τη Λουσία στο Buttes Chaumont. Δυο τρεις οικογένειες μαύρων, γύρω στα είκοσι άτομα, γιόρταζαν τα γενέθλια ενός ξυπόλυτου, μικρού κοριτσιού, που τσίριζε κάθε τόσο εκστασιασμένο. Τραγουδούσαν δυνατά και χόρευαν. Είπα στη Λουσία τι έγινε το μεσημέρι και με ρώτησε αν η γυναίκα του γνώριζε για τις σεξουαλικές του επαφές με άντρες. Της απάντησα πως δεν τον είχα ρωτήσει. Άναψε ένα τσιγάρο και κοιτούσε χωρίς να μιλάει τη λιμνούλα μπροστά μας. «Ποιος μας αγαπάει στο Παρίσι και ποιον αγαπούμε εμείς;» με ρώτησε, ξαφνικά, με ψιθυριστή φωνή. «Δεν ξέρω, Λουσία». Ο ναός της Σιβύλλας ορθωνόταν σιωπηλός στο βάθος.
Καθώς σκουπιζόταν με το μπουρνούζι, παρατηρούσα το σώμα του. Ένα δυνατό, σφριγηλό κορμί λίγο πριν τα σαράντα. Toυ είπα πως θα έφτιαχνα καφέ και τον ρώτησα αν ήθελε. Δέχτηκε. Ξεβίδωσα τη μόκα, πέταξα τον παλιό καφέ που είχε στεγνώσει στο χωνί, το ξέπλυνα και έβαλα καινούριο. Μάζευε τα ρούχα του από το πάτωμα και ντυνόταν αργά. Κάθισε στο τραπέζι δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο και παρατηρούσε σιωπηλός την κίνηση της λεωφόρου. Τα αραιωμένα κατά τόπους μαλλιά του ήταν υγρά. Ακούμπησα τις δύο κούπες στο τραπέζι και γύρισε να με κοιτάξει.
«Πώς σε λένε;»
«Γκασπάρ, εσένα;»
«Δημήτρη. Χάρηκα».
«Είσαι Έλληνας, γι’ αυτό αναγνώρισες την Αθήνα στη φωτογραφία μου, όταν μου έγραψες».
«Ναι. Εσύ είσαι Παριζιάνος;»
«Όχι, γεννήθηκα στη Μασσαλία». Πίνει μια γουλιά από τον καφέ του και κοιτάει ξανά έξω από το παράθυρο. Τον παρατηρώ χωρίς να διακόπτω τη σιωπή που επιβάλλει. Όταν μου επιστρέφει το βλέμμα, τα μάτια του είναι αυστηρά.
«Ξέρεις, δεν πηγαίνω συχνά με άντρες».
«Επειδή…»
«Επειδή έχω γυναίκα και δυο παιδιά».
«Οκ».
«Εσύ; Το αγόρι σου;»
«Δεν έχω».
«Σου αρέσει το Παρίσι;»
«Όταν πρωτοήρθα μου άρεσε. Τώρα, δεν ξέρω. Όλα μου φαίνεται πως σπιντάρουν. Δεν είμαι καλός στο κυνηγητό». Στρίβω ένα τσιγάρο, αλλά δεν το ανάβω. «Πόσο χρονών είναι τα παιδιά σου;»
«Οχτώ και δέκα». Το βλέμμα του ραγίζει για κάποια δευτερόλεπτα. Κοιτάει το εσωτερικό της κούπας του, όσο λέει: «Δεν έχουμε πολλές επαφές. Χωρίζω με τη γυναίκα μου».
«Λυπάμαι».
«Ευχαριστώ», λέει και χαμογελάει για πρώτη φορά. Το πιο σπαραξικάρδια θλιμμένο χαμόγελο που έχω δει.
«Μένεις κοντά;»
«Μετακόμισα πριν τρεις μήνες στη Barbès».
«Ουφ, θα έχει αρκετή φασαρία».
«Δεν με πειράζει. Προηγουμένως μέναμε στο ένατο. Καλύτερα στη Barbès. Η σιωπή με ταράζει. Άσε που στο καινούριο σπίτι κανείς δεν ενοχλείται πραγματικά από τα φάλτσα γρατζουνίσματα της κιθάρας μου».
«Είσαι μουσικός;»
«Όχι, καρδιολόγος. Ξεκίνησα να μαθαίνω κιθάρα πριν ένα μήνα. Είναι μια gay οργάνωση στη Belleville που προσφέρει μαθήματα διαφόρων οργάνων για αρχάριους. Έχει και χορωδία. Κάθε Τρίτη».
«Ακούγεται ενδιαφέρον».
«Ναι, σκέφτηκα πως θα ήταν μια καλή ευκαιρία να γνωρίσω καινούριο κόσμο. Δεν τα καταφέρνω με τις εφαρμογές. Είμαι κάπως ατζαμής. Μπερδεύομαι».
«Καλή ιδέα», λέω και είναι σειρά μου να κοιτάξω τον καφέ που ακόμη αχνίζει στην κούπα.
«Τέλος πάντων, να πηγαίνω σιγά-σιγά, να σε αφήσω να συνεχίσεις την ημέρα σου», ψελλίζει και σηκώνεται όρθιος. Ελέγχει τις τσέπες του για τα πράγματά του (κλειδιά, πορτοφόλι, κινητό) και τον ακολουθώ σιωπηλός μέχρι την πόρτα που βρίσκονται αναποδογυρισμένα τα παπούτσια του. Τα φοράει με δυο γρήγορες κινήσεις και στρέφεται προς το μέρος μου.
«Σ’ ευχαριστώ που με δέχτηκες, και για τον καφέ».
«Δεν κάνει τίποτα».
«Λοιπόν, καλό καλοκαίρι. Να προσέχεις», λέει και με φιλάει μια φορά στο μάγουλο.
«Κι εσύ».
Βγαίνει στον διάδρομο και με χαιρετά με ένα νεύμα του χεριού, πριν εξαφανιστεί στη στριφογυριστή σκάλα. Κλείνω την πόρτα και γυρνάω δυο φορές τον σύρτη.
Τα μόνα φώτα που αντέχω είναι αυτά του πορτατίφ και της επιδαπέδιας λάμπας δίπλα στο τραπέζι. Απαλά, κίτρινα φώτα. Απόψε δεν τα ανάβω. Ο φωτισμός από την απλίκα στον δεύτερο όροφο του κτηρίου είναι αρκετός. Στο ηχειάκι παίζει ραδιόφωνο: FIP. Κατάλαβα απόλυτα τι εννοούσε, όταν μου είπε πως η σιωπή τον ταράζει. Μια ώρα αφού έφυγε, μου έγραψε για να με ευχαριστήσει, για ακόμη μια φορά, για τη φιλοξενία. Σκέφτηκα να του γράψω πως θα ήθελα να τον ξαναδώ και να έχω νέα του. Δεν απάντησα. Τρεις μέρες βρέχει συνεχόμενα. Ιούλιος. Σηκώνομαι από το κρεβάτι και παίρνω ξανά στα χέρια μου το κινητό. «Salut, salope. Ton trou est prêt?» γράφω και πατάω αποστολή. Δίπλα από το εικονίδιο, στο προφίλ του γείτονα, ανάβει ένα πορτοκαλί κυκλάκι. Είναι εκτός σύνδεσης. Πηγαίνω στην κουζίνα και ανοίγω μια «1664». Ψαχουλεύω το ποτήρι που φυλάω τα χάπια πρώτης ανάγκης και βρίσκω τη σωστή καρτέλα. Πιέζω το αλουμινένιο περίβλημα με τον αντίχειρά μου και ένα μικρό ροζ χαπάκι πέφτει στη χούφτα μου. Το καταπίνω με δυο γουλιές μπύρα.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: