Επτά ποιήματα

«Από τον παγωμένο βορρά ώς τη νήσο Ράπα Νούι». (καρτ ποστάλ των Νησιών του Πάσχα)
«Από τον παγωμένο βορρά ώς τη νήσο Ράπα Νούι». (καρτ ποστάλ των Νησιών του Πάσχα)



Μάλκολμ

Αφυδατωμένος,
όπως πρέπει σ’ έναν πότη,
φοράς λευκά,
βυζαίνεις τη βροχή,
δεν έχεις δάκρυ για καμιά απώλεια,
ούτε ένα δάκρυ,
δεν σου λείπει ο παραμικρός θάνατος,
γνωρίζεις την καταστροφή από πρώτο χέρι,
καρφώνεις τα μάτια στα σύννεφα του ταβανιού,
δεν κινείται τίποτα, ούτε Θεός,
ούτε τραγούδι,
ανάμεσα στα ψηλά εξαπτέρυγα,
οι άγγελοι πίνουν ουίσκι.
Μην νομίζεις πως σε βλέπω, όχι,
μόνο σ’ ακούω να χτυπάς το τσιγάρο
στο νύχι του αριστερού αντίχειρα,
δεν υπάρχει κανένα βουνό να σου κάνει σκιά,
κανένα ηφαίστειο
να σου το ανάψει.




Βρούτου

Στέρεψαν οι ανηφόρες,
απόγευμα στα όρια της πόλης,
ψάχνεις πάρκινγκ δαγκώνοντας τα χείλη σου.
Ό,τι υπάρχει στο μυαλό σου
είναι το φως σ’ ένα παράθυρο,
κάποιο παράθυρο, κι απέναντι, στο χαμηλό μπαλκόνι,
η υγρασία τρώει τα ρούχα, κι ένα ζευγάρι πάνινα παιδικά.
Σταμάτησες κοιτάζοντας τη βρύση του δήμου,
έσταζε λερώνοντας τις πλάκες
και το αυτόματο κλείδωμα του αυτοκινήτου χαλασμένο.
Έμεινες εκεί ως αργά,
με τη βουβή λαχτάρα να βρίσκεσαι αλλού,
το πουκάμισο στέγνωσε στην πλάτη.
Σκέφτηκες τις νύχτες που η πόλη γίνεται νησί,
πλέει στ’ ανοιχτά του ποτηριού,
στον βυθό, οι γλάροι,
παίρνουν τον υπνάκο τους.




Τομ

Χωρίς τα γυαλιά σου
δε βλέπεις τη σκουριά
που σαρώνει τη λεπίδα,
ούτε τα γράμματα που αφήνω, κάθε πρωί,
στο κομοδίνο,
όμως είναι εκεί
και η σκουριά και τα γράμματα,
όπως και κάποια άλλα,
χειροπιαστά ή μη,
όλα αληθινά,
λίγα κουφέτα,
τα φτερά των ταξιδιών,
κάποιες καρτ ποστάλ,
το κάδρο με το σκοτεινό πρόσωπο,
τα μαλλιά ένας θύσανος
και πίσω από αυτά μια λάμπα
που περισσότερο με φλεγόμενη αγκαλιά μοιάζει.
Μου είπες,
δε σε βλέπω πια,
δεν πειράζει, σου είπα,
χωρίς να σε κοιτάζω.




Κάποιο αγόρι

Με τα δάχτυλα ψηλαφίζω
τις ρυτίδες της τρέλας
του αγοριού που ζητιανεύει.
Η αγκαλιά του είναι φορτωμένη,
γεμάτη με μολύβι συντριβής,
τα χέρια λυγίζουν από το βάρος,
τα μάτια του δεν αντέχουν άλλη νύχτα,
το χαμόγελο λυπάται,
το αλάτι του κόπου του
αχρηστεύει τους πόρους,
το κορμί διαγράφει κάθε κίνηση,
μένει στατικό, αγκυλωμένο,
όμως ακούει τον αέρα πίσω απ’ τον ορίζοντα,
πριν ακόμα έρθει,
πριν ακόμα φέρει μαζί του
ατελείωτες ουρές ζωντανών πλασμάτων,
πριν ακόμα σαρώσει σκορπώντας
μελαγχολία στα δοκιμαστήρια ρούχων,
πριν ακόμα στολίσει με θλίψη άμμου
την παράνοια των μεσήλικων
στα ταμεία του σούπερ μάρκετ.
Αφήνει για λίγο τα μάτια μου
και γνέφοντας όπως μπορεί στον ουρανό,
παρατηρεί την Αφροδίτη να χάνεται
πίσω από τα σύννεφα.
Πριν ακόμα έρθει
αυτός ο χειμώνας, λέει,
δεν θα τελειώσει
ποτέ.




Ξημερώνει λίγο πριν νυχτώσει

Πρόσεχε, σου λέω.
Μείνε μακριά απ' όσους σε απέκλεισαν.
Εκεί, στο κενό που κόβει την ανάσα,
δεν ανθίζουν σελίδες,
δεν ευωδιάζουν κορίτσια,
δεν ταξιδεύει κανείς κοντά σου.
Μην περιμένεις.
Θα σε ξεχάσουν τα πνεύματα των νεκρών.
Οι στίχοι των αποτυπωμάτων
δεν θα μιλούν για σένα.
Ο ταχυδρόμος θα περνά
απέναντι από το σπίτι σου
φτύνοντας τον στεγνό δρόμο.
Οι φωτιές που σκάρωσες θα πνιγούν στο δάκρυ,
στον ιδρώτα του τελευταίου βαγονιού.
Οι τόποι εκείνοι που περπάτησες μια νύχτα
θα ξημερώσουν πριν την καθορισμένη ώρα.





Ανήθικο

Πόσο ακόμα να αντισταθώ
καθώς πλησιάζεις με σβελτάδα γάτας,
δρασκελίζοντας με βιάση.
Πώς να αντισταθώ στον ερχομό
που ήξερα ότι θα συμβεί
αλλά δεν το πίστευα.
Μας χωρίζουν πλέον ελάχιστα μέτρα
κι όσο αλλάζουν σε εκατοστά
τόσο με τυφλώνει η αστραπή
που γεννιέται γύρω σου.
Η αγκαλιά σου γεμάτη λουλούδια
και το καθένα διαθέτει ένα μάτι
που βλέπει τα στεφάνια των στοών,
κι ένα στόμα που δαγκώνει τα σανδάλια
στις ξύλινες όψεις των εικόνων.
Έχεις θυμό και τα ρούχα σου
ξεχειλίζουν αντιρρήσεις.
Δεν σε νοιάζει αν με ρυπαίνεις
και θέλεις να με σηκώσεις ψηλά,
όσο αντέχουν τα μπράτσα σου,
να με κρεμάσεις στο πλάι
των δαγκωμένων εικόνων,
εικόνισμα, εγώ, καλοκαιρινού πυρετού,
άνθρωπος, εγώ, φοβισμένος,
έκθεμα και τρόπαιο
ζαρώνω συνεσταλμένος,
χωρίς ανάγκη να σου μιλώ,
ήμουν, εγώ, απαλό χνώτο παρθένου.




Ουίσκι με ταβόρ

Οι καμινάδες καπνίζουν
κάτω από τον ήλιο
που εκκωφαντικά πυρώνει τις λεωφόρους.
Το μεσημέρι, όμως, ανήκει στο θέρος
κι αυτό δημιουργεί μια παραδοξότητα.
Με δαγκώνουν αόρατα έντομα,
στον λαιμό, στις φλέβες των αστραγάλων
καθώς κοιτάζω τα μεθυσμένα σεντόνια
να χορεύουν το βαμβάκι τους
στις ταράτσες των κτιρίων.
Κάποτε θα νυχτώσει, είπαν,
κι άκουσα ότι τότε
θα έχουμε μια τροφαντή σελήνη,
χάρισμα στο ποτήρι με το λάδι,
όπως τότε που έπινες χαμογελώντας
στα πατάρια των συναυλιών
τεντώνοντας τα χέρια σου στους άλλους
ενώ τα δάχτυλά σου δορυφόροι
πολιορκούσαν κορμιά
και χάιδευαν κεφάλια
από τον παγωμένο βορρά
ως τη νήσο Ράπα Νούι.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: