Η κυρία του τρίτου ορόφου & άλλες ιστορίες

Η κυρία του τρίτου ορόφου


Η κυρία του τρίτου ορόφου, η οποία μένει ακριβώς πάνω από το δικό μου διαμέρισμα, είναι μία μοναχική ηλικιωμένη ψυχή από κείνες τις αθόρυβες, ευγενικές υπάρξεις που στο πέρασμά τους σκορπούν κομφετί ηρεμίας ευωδιάζοντας θυμάρι και βουνίσιο τσάι. Την απαντώ συχνά, κυρίως στο ασανσέρ αλλά και στην παλιά στάση του θυρωρού όπου ανάμεσα στους λογαριασμούς ψάχνει την αλληλογραφία της· επιμένει στην παραδοσιακή μορφή επικοινωνίας αντιστεκόμενη με σθένος στη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή, κινητού τηλεφώνου ακόμη και καλωδιακού τηλεφώνου. Επίσης, μία φορά κάθε τέλος του μήνα και σε καθορισμένη από την προηγούμενη συνάντηση ημερομηνία, εμφανίζεται περιποιημένη και χτενισμένη στη συνέλευση των ενοίκων της οικοδομής. Εκεί, περιμένει υπομονετικά τη σειρά της μέχρι να μιλήσουν οι τέσσερις ένοικοι των ισόγειων διαμερισμάτων, όλοι οι ένοικοι του πρώτου ορόφου, όλοι του δεύτερου, μεταξύ αυτών κι εγώ, και όλοι όσοι νοικιάζουν τα διαμερίσματα του τρίτου, δίπλα, παραδίπλα και απέναντι από το δικό της. Καθώς ακούει τις ομιλίες, τις παρατηρήσεις και τα παράπονα των λοιπών στηρίζεται στο τρίποδο μπαστούνι της κρατώντας το πότε με το δεξί και πότε με το αριστερό χέρι· καθένα από τα πόδια του μπαστουνιού καταλήγει σε μία βάση από καουτσούκ και όταν τα σημάδια φθοράς είναι πλέον εμφανή ο διαχειριστής της οικοδομής αναλαμβάνει την αγορά και αντικατάστασή τους με καινούριες βάσεις. Ενώ πλησιάζει η σειρά της καθαρίζει τον λαιμό της με κοφτά βηξίματα που είναι τόσο ανεπαίσθητα ώστε αν δεν στέκεσαι ακριβώς δίπλα της δεν πρόκειται να τα ακούσεις. Έπειτα, με τη σειρά της, μιλά για πράγματα που συνήθως δεν ενδιαφέρουν κανέναν από εμάς, ούτε αφορούν τη συνέλευση της οικοδομής, όμως όλοι κρεμόμαστε κυριολεκτικά από τα χείλη της όταν αναφέρει κάθε πότε πρέπει να ποτίζει τις γλάστρες της ή πόσο της αρέσει να ανοίγει την πόρτα του ψυγείου στις τέσσερις μετά τα μεσάνυχτα ή πόσο ευχαριστήθηκε το πρώτο βιβλίο που διάβασε αγοράζοντάς το με δικά της χρήματα ή ότι δεν μετάνιωσε ποτέ που δεν τοποθέτησε καλωδιακή τηλεόραση ή ότι χαίρεται με τα κρωξίματα των πουλιών αργά κάθε απόγευμα. Αφού τελειώσει με όλα όσα έχει να εξιστορήσει κάνει μια μικρή υπόκλιση η οποία μοιάζει ως εντελώς φυσικό επακόλουθο των λεγομένων της δίνοντας τη σειρά της στον επόμενο ένοικο, τον πρώτο του τέταρτου ορόφου. Όταν και ο τελευταίος ένοικος του έκτου ορόφου ολοκληρώσει την ομιλία του περιμένει να ακούσει τις αποφάσεις του συνόλου κι αφού λήξει η συνέλευση πηγαίνει στη στάση του θυρωρού για να ελέγξει τα εισερχόμενα της αλληλογραφίας της. Έπειτα καλεί το ασανσέρ και πατώντας όσο πιο ανάλαφρα μπορεί μπαίνει στον θάλαμο κι επιστρέφει στο διαμέρισμά της. Εκεί, σαν να τη βλέπω κάθε φορά, ετοιμάζει μια σούπα με ψιλοκομμένα λαχανικά και μέχρι να πάρει την πρώτη βράση ακούει τα αγαπημένα της τραγούδια στο ραδιόφωνο περιμένοντας υπομονετικά τον ερχομό άλλης μιας νύχτας, το σβήσιμο ενός ακόμη φωταγωγημένου προσωπικού σύμπαντος, τον βαθύ θάνατο όσων δεν φρόντισε να φανερωθούν.

«Στηρίζεται στο τρίποδο μπαστούνι της...»
«Στηρίζεται στο τρίποδο μπαστούνι της...» / φωτ. Άρις Γεωργίου

Τηλεφώνημα



Δεν θέλω τη χημεία τους, τα φάρμακα, αυτό αποφάσισα, είπε και καθώς μέσα στο διαμέρισμα επικρατούσε ένα μικρό χάος από τους καλεσμένους για το πάρτι γενεθλίων, βγήκα στο μπαλκόνι για να την ακούω καλύτερα. Όμως την άκουσα καλά, ακόμη και μέσα στο διαμέρισμα. Κλείνοντας πίσω μου την μπαλκονόπορτα δεν πρόλαβα να πω ούτε μια λέξη κι εκείνη συνέχισε κάπως πιο άτονα, σχεδόν ντροπαλά: έχω τα ξωτικά μου, τις νεράιδες των βράχων, αυτές με προσέχουν. Εξακολουθούσα να μην λέω τίποτα, όχι γιατί δεν είχα κάτι να πω, οτιδήποτε, κάτι συγκεκριμένο, όσο γιατί ήθελα να επεξεργαστώ καλύτερα όσα άκουσα κι όσα υπολόγιζα να διατυπώσω ως απάντηση. Ήμουν πλέον μόνος, στο μπαλκόνι, με την μπαλκονόπορτα κλειστή. Η τελευταία ζέστη του φθινοπώρου όρμησε πάνω μου φορτωμένη με μυρωδιές τσιγαρισμένου κρεμμυδιού και σκόρδου. Οι κάδοι των σκουπιδιών και κείνοι της ανακύκλωσης ξέχειλοι, ο καθένας στη δική του εσοχή του πεζοδρομίου, δίπλα από το ιδιωτικό πάρκινγκ, ακριβώς απέναντι από το θαμμένο καταφύγιο. Είσαι ακόμα εκεί; την άκουσα να ρωτά. Ναι, εδώ είμαι, απλά βγήκα στο μπαλκόνι, απάντησα χωρίς να πω κάτι άλλο. Κοίταξα γύρω. Δεν συνέβαιναν και πολλά. Δύο από τους γείτονες, απέναντι, προσπαθούσαν να ανάψουν τα κάρβουνα στις μικρές αυλές τους. Ένας έδειχνε ότι το είχε ήδη καταφέρει. Καπνός ανέβαινε πάνω από την πλάτη του που γυάλιζε, πάνω από το κεφάλι του, ψηλά. Σήκωσα τα μάτια στον ουρανό. Τριάντα, ίσως σαράντα, μπορεί και περισσότεροι πελαργοί διέγραφαν κυκλικές πορείες αναζητώντας το ιδανικό ρεύμα που θα τους έπαιρνε μακριά κι αυτοί με τη σειρά τους θα έπαιρναν μαζί ό,τι απέμεινε από το καλοκαίρι. Έμεινα να κοιτάζω ψηλά, την αγγελική σύναξη πριν το ταξίδι για τον νότο. Πες μου κάτι, μου είπε από την άλλη μεριά της γραμμής, από το χαοτικό εκείνο τρίσβαθο της τηλεφωνικής σύνδεσης. Προτείνω να ακολουθήσεις τις συμβουλές των γιατρών, της είπα χωρίς να πιστεύω λέξη ή μάλλον χωρίς να πιστεύω τίποτα, γενικά. Αν όμως πήρες την τελική σου απόφαση, κάνε αυτό που θέλεις, συνέχισα μ’ έναν επίπεδο τόνο στη φωνή μου. Σήκωσα και πάλι τα μάτια ψηλά. Οι πελαργοί ήταν ακόμα εκεί. Παραδίπλα ο ήλιος άρχιζε να κατηφορίζει. Πολύ νωρίς για να ξεκινήσει οτιδήποτε, σκέφτηκα, και πολύ αργά για τα περισσότερα από όσα σχεδιάσαμε ως τώρα. Αυτή είναι η απόφασή μου, είπε, ας γίνει ό,τι είναι να γίνει, βαρέθηκα, ίσως είναι καλύτερα αν βρω λίγη ανακούφιση στο τίποτα. Έζησα όσα ήθελα να ζήσω. Την άκουγα καθαρά, δεν τη διέκοψα. Συνέχισε στο ίδιο μοτίβο. Ένα στιλ ειλικρινούς παραίτησης χωρίς καμία διάθεση αλλαγής πλεύσης ή σχεδίου ή οτιδήποτε. Ήδη είχαμε ξεχάσει τις νεράιδες των βράχων, τα ξωτικά και ό,τι άλλο είχε ειπωθεί κατά καιρούς ή ό,τι ζήσαμε τα προηγούμενα χρόνια μαζί ή ό,τι ονειρευτήκαμε κάποτε και κυρίως ξεχάσαμε όλα εκείνα που δεν προλάβαμε να κάνουμε. Την άκουγα και η ματιά μου ξέφευγε στον ουρανό και χωρίς να το θέλω μετρούσα τους πελαργούς που η διαφορετική κυκλική πορεία του καθένα με μπέρδευε κι έχανα κάθε τόσο το μέτρημα κι έπειτα αφοσιωνόμουν και πάλι στα λόγια της αλλά πλέον, τώρα που ξανασκέφτομαι εκείνες τις στιγμές, έχω την εντύπωση ότι άκουγα ένα γλυκό βουητό και όχι ανθρώπινη ομιλία, κάτι υπόκωφο που δεν είχα υποψιαστεί ότι μπορεί να γεννηθεί από ανθρώπινο σώμα ή χείλη γιατί πλέον είχα αρχίσει να νιώθω ότι εκείνη είχε υπερβεί οποιαδήποτε υπόσταση μπορούσε να υποψιαστεί ή να σχεδιάσει ο δικός μου ανθρώπινος εγκέφαλος. Δεν ξέρω πόση ώρα μιλούσε. Μπορεί και μόνο κάποια λίγα δευτερόλεπτα. Επίσης δεν ξέρω τι γινόταν στο διαμέρισμα και πόσοι συνέχιζαν να βρίσκονται μέσα σε αυτό όση ώρα ήμουν αποκλεισμένος στο μπαλκόνι με μόνη συντροφιά τη φωνή της στο ακουστικό και γύρω μου τις μυρωδιές από τα ψημένα κρέατα των γειτόνων και τους πελαργούς πάνω από τις στέγες των προαστιακών κατοικιών και την ανώφελη σκέψη ότι τη νύχτα, όταν θα έχουν φύγει όλοι, όταν θα τελειώσει το γενέθλιο πάρτι και θα απομείνω μόνος ή με κάνα δυο γενναίους φίλους και σίγουρα με τη νέα μου ηλικία, το θερινό τρίγωνο δεν θα φαίνεται ξεκάθαρα παρά την ελάχιστη φωτορύπανση. Αλλά αμέσως μετά κατάλαβα ότι όλα αυτά δεν έχουν την παραμικρή σημασία, ειδικά εκείνη ακριβώς τη στιγμή που άκουγα το συνεχόμενο μουρμουρητό της που κάποιοι άγνωστοι κανόνες μου απαγόρευαν να αποκωδικοποιήσω και σκέφτηκα ότι ένα μουρμουρητό ή κάποιες πολύ συγκεκριμένες κουβέντες που είπε δεν με πρόσβαλαν. Δεν με πρόσβαλαν καθόλου. Εν ολίγοις, ίσως παλιότερα να είχα προσβληθεί, αν μπορώ να το πω έτσι, αν για οποιονδήποτε λόγο ένας δικός μου άνθρωπος αποφάσιζε να τα παρατήσει απ’ το γήινο και κατά συνέπεια να παρατήσει κι εμένα, δηλαδή να διαπράξει μιαν άτυπη προδοσία απέναντι στη φιλία μας - τιποτένια σκέψη - Όχι, σε καμία περίπτωση δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ούτε μία στιγμή δεν επέτρεψα στον άλλοτε εύθικτο εαυτό μου να σκεφτεί έτσι και να συμπεριφερθεί ανάλογα, δηλαδή ασυγχώρητα, δηλαδή απάνθρωπα. Κλείσαμε το τηλέφωνο λέγοντας πράγματα που επίσης δεν τα πιστεύαμε, τουλάχιστον όχι εγώ. Ίσως ανέφερα και πάλι, φέρνοντάς τα εκ νέου στο προσκήνιο της κουβέντας, τα ξωτικά και τις νεράιδες των βράχων και, αλήθεια, το μόνο που είχα κατά νου ήταν η εξωπραγματική αισιοδοξία του ζητήματος που και πάλι δεν πίστευα. Μία αισιοδοξία που ανέκαθεν ξοδεύω για όλους τους άλλους και ποτέ δεν κρατώ ούτε ψίχουλο για τον εαυτό μου και, κυρίως, δεν γνωρίζω από πού πηγάζει ως αίσθημα. Η φωνή της σίγησε και οι υπόλοιπες φωνές όπως και οι θόρυβοι γύρω μου εντάθηκαν σε τέτοιον βαθμό που απόρησα αν όντως ήταν τόσο έντονοι κατά τη διάρκεια του τηλεφωνήματος. Κοίταξα ψηλά. Οι πελαργοί έλειπαν. Ο ήλιος ακολουθούσε την προκαθορισμένη πορεία του. Ένα αεροπλάνο απογειωνόταν στον ανατολικό ουρανό. Κάποιο ψυχρό ρεύμα μού θύμισε πού άφησα τη ζακέτα μου. Μια φίλη χτύπησε το τζάμι της μπαλκονόπορτας, μέσα από το διαμέρισμα, δείχνοντάς μου την τούρτα γενεθλίων. Χαμογελούσε. Σκέφτηκα και πάλι τη στιγμή που όλα αυτά θα έχουν τελειώσει, κάποια από αυτά μόλις λίγες ώρες αργότερα. Όπως θα τελειώσει κι εκείνη. Όπως τελείωσε και η φωνή της όταν κλείσαμε το τηλέφωνο. Έπειτα με είδα πάλι στο μπαλκόνι την πρώτη πραγματικά φθινοπωρινή νύχτα, με ό,τι απέμεινε στο μπουκάλι, με ό,τι απέμεινε στο ποτήρι, μαζί με όποιον απέμεινε δίπλα μου, να ακούω μια φωνή μέσα από δύο ηχεία να σκίζει ό,τι απέμεινε από μένα.


Επιστροφή


Αν μπορούσες να τον δεις από το μέρος που τον βλέπω εγώ, από αυτήν τη συγκεκριμένη γωνία, με όλα τα οπτικά νεύρα πρησμένα και κόκκινα, αν μπορούσες έστω να βρίσκεσαι εκεί, διαγώνια, και να κοιτάζεις την πλευρά του κορμιού του που σε μένα παραμένει αθέατη έτσι ακίνητος όπως στέκει, σχεδόν ακλόνητος, αμετακίνητος από κάθε καταστροφή κι απ’ όλους τους ανέμους, με τα αδύνατα πόδια του να καταλήγουν σε δυο μεγάλα πέλματα μέσα σ’ ένα ζευγάρι μπότες κι αυτές με τη σειρά τους να είναι φυτεμένες στον πεζόδρομο, τον κορμό του με τα ιλιγγιώδη εκατόν ενενήντα εκατοστά γερμένο ελαφρά, με μιαν ανεπαίσθητη κλίση, κάποιες ελάχιστες μοίρες ίσως, τα χέρια του αφημένα χαλαρά με τις παλάμες να σκιάζουν τα ισχία καταλήγοντας σε δέκα δάχτυλα με κόμπους στις αρθρώσεις, δέκα μακριά δάχτυλα, σκληρά ακόμα και στην όψη, δάχτυλα δίχως έλεος, με το κεφάλι στολισμένο με αγιόκλημα και πικροδάφνες, κυκλωμένο πεταλούδες του Ιουνίου, μέσα στην καρδιά του φθινοπώρου και κάθε μέρα του χρόνου, να κοιτάζει με μάτια ορθάνοιχτα μάτια που δεν τρεμοπαίζουν, μάτια που δεν τρεμόπαιξαν ποτέ, μάτια αγκιστρωμένα όχι πάνω σε ανθρώπινη μορφή μα στην πρόσοψη ενός κτιρίου, ενός συγκεκριμένου σπιτιού, κάποιου διαμερίσματος που προφανώς δεν είναι τυχαίο, είναι όμως ένα κλειστό, ένα αμπαρωμένο διαμέρισμα με όλα τα στόρια κατεβασμένα, φορτωμένα με σκόνη χρόνων και όλη την εγκατάλειψη. Αν μπορούσες να τον δεις να κοιτάζει, πώς κοιτάζει! καθώς τα έντομα του θέρους χορεύουν ολόγυρα μη δίνοντας σημασία στο επερχόμενο ψύχος, κοιτάζει αφοσιωμένος όλο το τελευταίο τέταρτο της ώρας, ίσως μισάωρο, μπορεί και ολόκληρη ώρα, δεν καταφέρνω να υπολογίσω έτσι συνεπαρμένος όπως είμαι καθώς τον παρατηρώ από τη μεριά μου, προφυλαγμένος από έναν κάδο, τον παρατηρώ με όλη τη δύναμη των ματιών, με όλη τη δύναμη που μπορώ να ασκήσω πάνω στη γη ώστε να παραμείνω ακίνητος, κι εγώ, μέχρι εκείνος να αποφασίσει, αυτός, για την επόμενη κίνησή του και κατά συνέπεια τη δική μου κίνηση. Γέρνω κι εγώ ελαφρά τον κορμό ακουμπώντας στον κάδο, στηρίζοντας πάνω του όλο το βάρος μου, κρατώντας ορθάνοιχτα τα μάτια μου, να μην πεταρίσουν τα βλέφαρα, να μην κλείσουν ούτε μια φορά, να μην χάσω το παραμικρό καρέ της ακινησίας του ή της ενδεχόμενης μελλοντικής μετακίνησης. Σκέφτομαι, σ’ αυτήν την πόλη δεν βρέχει ποτέ και να που κάποιες ψιχάλες μουσκεύουν ήδη το οδόστρωμα. Θα έπρεπε να το περιμένω βλέποντάς τον καθώς εμφανίστηκε δίχως να βιάζεται έπειτα από τόσα χρόνια, η επιστροφή, πόσα χρόνια, πρέπει να υπολογίσω με ηρεμία, ακολουθώντας τον ως εδώ, μιμούμενος το περπάτημά του, σχολιάζοντας στον εαυτό μου το σκυμμένο του κεφάλι. Επιστρέφει χωρίς να τον θυμάται κανείς, ίσως κάποιοι λίγοι, ελάχιστοι πολίτες, κι όμως αυτός επιλέγει να μην αντικρύσει κανέναν, δεν θέλει να κοιτάξει κανέναν και κανείς να μην ζυγιάσει το βλέμμα του, γαλανό και καθαρό καθώς είναι απ’ τη μέρα που χάιδεψε μ’ αυτό τον φλοιό του πλανήτη κι όλα τα δέντρα, όλα τα ζωντανά πάνω του κι όλα όσα θα προλάβαινε να δει ως τη στιγμή του θανάτου τους. Εμφανίστηκε αργόσυρτα από κάποιον στενό δρόμο, έναν δρόμο που αν τον ακολουθήσεις θα σε βγάλει έξω από την πόλη, ως έξω στα χωράφια, στον κάμπο, μακριά από τη θάλασσα, ωστόσο, αλλά έξω από την πόλη. Από έναν τέτοιο δρόμο εμφανίστηκε, δεν έχει περάσει ούτε δίωρο, νομίζω, κι ήταν μόνος του όσο μόνος είναι και τώρα, αμίλητος όσο αμίλητος είναι κι αυτήν τη στιγμή, σκυφτός, και περπατούσε αργά, επέστρεφε με τα λεπτά καλάμια του, με χέρια ελεύθερα και χαλαρά και ώμους πληγιασμένους απ’ το βάρος των αποσκευών κι έφτασε ως εδώ, φτάσαμε μαζί ως εδώ, τον ακολούθησα κρατώντας την απαιτούμενη απόσταση ώστε να μην με αντιληφθεί, αν και είμαι σχεδόν σίγουρος ότι δεν πρόκειται να με θυμηθεί. Αν μπορούσες να τον δεις, αν τον έβλεπες τώρα, αυτήν τη στιγμή που τον βλέπω κι εγώ, αν έβλεπες τον ακίνητο κορμό του, τα δυο πυκνά φρύδια του να σκιάζουν τα γαλανά του μάτια, ίσως αντιλαμβανόσουν τις δονήσεις, όλους τους εσωτερικούς κραδασμούς, όλους τους σεισμούς που ρυτιδώνουν το γκρίζο κάτω απ’ τα πόδια του, αν ήσουν εδώ πρώτος, πριν από εμάς, κάπου εδώ τριγύρω αρκεί να είχες οπτική επαφή και να έβλεπες, αρκεί να έστελνες τα μάτια ως εκεί και να έβλεπες, όμως όχι.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: