Η κυρία του τρίτου ορόφου & άλλες ιστορίες

Η κυρία του τρίτου ορόφου


Η κυ­ρία του τρί­του ορό­φου, η οποία μέ­νει ακρι­βώς πά­νω από το δι­κό μου δια­μέ­ρι­σμα, εί­ναι μία μο­να­χι­κή ηλι­κιω­μέ­νη ψυ­χή από κεί­νες τις αθό­ρυ­βες, ευ­γε­νι­κές υπάρ­ξεις που στο πέ­ρα­σμά τους σκορ­πούν κομ­φε­τί ηρε­μί­ας ευω­διά­ζο­ντας θυ­μά­ρι και βου­νί­σιο τσάι. Την απα­ντώ συ­χνά, κυ­ρί­ως στο ασαν­σέρ αλ­λά και στην πα­λιά στά­ση του θυ­ρω­ρού όπου ανά­με­σα στους λο­γα­ρια­σμούς ψά­χνει την αλ­λη­λο­γρα­φία της· επι­μέ­νει στην πα­ρα­δο­σια­κή μορ­φή επι­κοι­νω­νί­ας αντι­στε­κό­με­νη με σθέ­νος στη χρή­ση ηλε­κτρο­νι­κού υπο­λο­γι­στή, κι­νη­τού τη­λε­φώ­νου ακό­μη και κα­λω­δια­κού τη­λε­φώ­νου. Επί­σης, μία φο­ρά κά­θε τέ­λος του μή­να και σε κα­θο­ρι­σμέ­νη από την προη­γού­με­νη συ­νά­ντη­ση ημε­ρο­μη­νία, εμ­φα­νί­ζε­ται πε­ρι­ποι­η­μέ­νη και χτε­νι­σμέ­νη στη συ­νέ­λευ­ση των ενοί­κων της οι­κο­δο­μής. Εκεί, πε­ρι­μέ­νει υπο­μο­νε­τι­κά τη σει­ρά της μέ­χρι να μι­λή­σουν οι τέσ­σε­ρις ένοι­κοι των ισό­γειων δια­με­ρι­σμά­των, όλοι οι ένοι­κοι του πρώ­του ορό­φου, όλοι του δεύ­τε­ρου, με­τα­ξύ αυ­τών κι εγώ, και όλοι όσοι νοι­κιά­ζουν τα δια­με­ρί­σμα­τα του τρί­του, δί­πλα, πα­ρα­δί­πλα και απέ­να­ντι από το δι­κό της. Κα­θώς ακού­ει τις ομι­λί­ες, τις πα­ρα­τη­ρή­σεις και τα πα­ρά­πο­να των λοι­πών στη­ρί­ζε­ται στο τρί­πο­δο μπα­στού­νι της κρα­τώ­ντας το πό­τε με το δε­ξί και πό­τε με το αρι­στε­ρό χέ­ρι· κα­θέ­να από τα πό­δια του μπα­στου­νιού κα­τα­λή­γει σε μία βά­ση από κα­ου­τσούκ και όταν τα ση­μά­δια φθο­ράς εί­ναι πλέ­ον εμ­φα­νή ο δια­χει­ρι­στής της οι­κο­δο­μής ανα­λαμ­βά­νει την αγο­ρά και αντι­κα­τά­στα­σή τους με και­νού­ριες βά­σεις. Ενώ πλη­σιά­ζει η σει­ρά της κα­θα­ρί­ζει τον λαι­μό της με κο­φτά βη­ξί­μα­τα που εί­ναι τό­σο ανε­παί­σθη­τα ώστε αν δεν στέ­κε­σαι ακρι­βώς δί­πλα της δεν πρό­κει­ται να τα ακού­σεις. Έπει­τα, με τη σει­ρά της, μι­λά για πράγ­μα­τα που συ­νή­θως δεν εν­δια­φέ­ρουν κα­νέ­ναν από εμάς, ού­τε αφο­ρούν τη συ­νέ­λευ­ση της οι­κο­δο­μής, όμως όλοι κρε­μό­μα­στε κυ­ριο­λε­κτι­κά από τα χεί­λη της όταν ανα­φέ­ρει κά­θε πό­τε πρέ­πει να πο­τί­ζει τις γλά­στρες της ή πό­σο της αρέ­σει να ανοί­γει την πόρ­τα του ψυ­γεί­ου στις τέσ­σε­ρις με­τά τα με­σά­νυ­χτα ή πό­σο ευ­χα­ρι­στή­θη­κε το πρώ­το βι­βλίο που διά­βα­σε αγο­ρά­ζο­ντάς το με δι­κά της χρή­μα­τα ή ότι δεν με­τά­νιω­σε πο­τέ που δεν το­πο­θέ­τη­σε κα­λω­δια­κή τη­λε­ό­ρα­ση ή ότι χαί­ρε­ται με τα κρω­ξί­μα­τα των που­λιών αρ­γά κά­θε από­γευ­μα. Αφού τε­λειώ­σει με όλα όσα έχει να εξι­στο­ρή­σει κά­νει μια μι­κρή υπό­κλι­ση η οποία μοιά­ζει ως εντε­λώς φυ­σι­κό επα­κό­λου­θο των λε­γο­μέ­νων της δί­νο­ντας τη σει­ρά της στον επό­με­νο ένοι­κο, τον πρώ­το του τέ­ταρ­του ορό­φου. Όταν και ο τε­λευ­ταί­ος ένοι­κος του έκτου ορό­φου ολο­κλη­ρώ­σει την ομι­λία του πε­ρι­μέ­νει να ακού­σει τις απο­φά­σεις του συ­νό­λου κι αφού λή­ξει η συ­νέ­λευ­ση πη­γαί­νει στη στά­ση του θυ­ρω­ρού για να ελέγ­ξει τα ει­σερ­χό­με­να της αλ­λη­λο­γρα­φί­ας της. Έπει­τα κα­λεί το ασαν­σέρ και πα­τώ­ντας όσο πιο ανά­λα­φρα μπο­ρεί μπαί­νει στον θά­λα­μο κι επι­στρέ­φει στο δια­μέ­ρι­σμά της. Εκεί, σαν να τη βλέ­πω κά­θε φο­ρά, ετοι­μά­ζει μια σού­πα με ψι­λο­κομ­μέ­να λα­χα­νι­κά και μέ­χρι να πά­ρει την πρώ­τη βρά­ση ακού­ει τα αγα­πη­μέ­να της τρα­γού­δια στο ρα­διό­φω­νο πε­ρι­μέ­νο­ντας υπο­μο­νε­τι­κά τον ερ­χο­μό άλ­λης μιας νύ­χτας, το σβή­σι­μο ενός ακό­μη φω­τα­γω­γη­μέ­νου προ­σω­πι­κού σύ­μπα­ντος, τον βα­θύ θά­να­το όσων δεν φρό­ντι­σε να φα­νε­ρω­θούν.

«Στηρίζεται στο τρίποδο μπαστούνι της...»
«Στηρίζεται στο τρίποδο μπαστούνι της...» / φωτ. Άρις Γεωργίου

Τηλεφώνημα



Δεν θέ­λω τη χη­μεία τους, τα φάρ­μα­κα, αυ­τό απο­φά­σι­σα, εί­πε και κα­θώς μέ­σα στο δια­μέ­ρι­σμα επι­κρα­τού­σε ένα μι­κρό χά­ος από τους κα­λε­σμέ­νους για το πάρ­τι γε­νε­θλί­ων, βγή­κα στο μπαλ­κό­νι για να την ακούω κα­λύ­τε­ρα. Όμως την άκου­σα κα­λά, ακό­μη και μέ­σα στο δια­μέ­ρι­σμα. Κλεί­νο­ντας πί­σω μου την μπαλ­κο­νό­πορ­τα δεν πρό­λα­βα να πω ού­τε μια λέ­ξη κι εκεί­νη συ­νέ­χι­σε κά­πως πιο άτο­να, σχε­δόν ντρο­πα­λά: έχω τα ξω­τι­κά μου, τις νε­ράι­δες των βρά­χων, αυ­τές με προ­σέ­χουν. Εξα­κο­λου­θού­σα να μην λέω τί­πο­τα, όχι για­τί δεν εί­χα κά­τι να πω, οτι­δή­πο­τε, κά­τι συ­γκε­κρι­μέ­νο, όσο για­τί ήθε­λα να επε­ξερ­γα­στώ κα­λύ­τε­ρα όσα άκου­σα κι όσα υπο­λό­γι­ζα να δια­τυ­πώ­σω ως απά­ντη­ση. Ήμουν πλέ­ον μό­νος, στο μπαλ­κό­νι, με την μπαλ­κο­νό­πορ­τα κλει­στή. Η τε­λευ­ταία ζέ­στη του φθι­νο­πώ­ρου όρ­μη­σε πά­νω μου φορ­τω­μέ­νη με μυ­ρω­διές τσι­γα­ρι­σμέ­νου κρεμ­μυ­διού και σκόρ­δου. Οι κά­δοι των σκου­πι­διών και κεί­νοι της ανα­κύ­κλω­σης ξέ­χει­λοι, ο κα­θέ­νας στη δι­κή του εσο­χή του πε­ζο­δρο­μί­ου, δί­πλα από το ιδιω­τι­κό πάρ­κινγκ, ακρι­βώς απέ­να­ντι από το θαμ­μέ­νο κα­τα­φύ­γιο. Εί­σαι ακό­μα εκεί; την άκου­σα να ρω­τά. Ναι, εδώ εί­μαι, απλά βγή­κα στο μπαλ­κό­νι, απά­ντη­σα χω­ρίς να πω κά­τι άλ­λο. Κοί­τα­ξα γύ­ρω. Δεν συ­νέ­βαι­ναν και πολ­λά. Δύο από τους γεί­το­νες, απέ­να­ντι, προ­σπα­θού­σαν να ανά­ψουν τα κάρ­βου­να στις μι­κρές αυ­λές τους. Ένας έδει­χνε ότι το εί­χε ήδη κα­τα­φέ­ρει. Κα­πνός ανέ­βαι­νε πά­νω από την πλά­τη του που γυά­λι­ζε, πά­νω από το κε­φά­λι του, ψη­λά. Σή­κω­σα τα μά­τια στον ου­ρα­νό. Τριά­ντα, ίσως σα­ρά­ντα, μπο­ρεί και πε­ρισ­σό­τε­ροι πε­λαρ­γοί διέ­γρα­φαν κυ­κλι­κές πο­ρεί­ες ανα­ζη­τώ­ντας το ιδα­νι­κό ρεύ­μα που θα τους έπαιρ­νε μα­κριά κι αυ­τοί με τη σει­ρά τους θα έπαιρ­ναν μα­ζί ό,τι απέ­μει­νε από το κα­λο­καί­ρι. Έμει­να να κοι­τά­ζω ψη­λά, την αγ­γε­λι­κή σύ­να­ξη πριν το τα­ξί­δι για τον νό­το. Πες μου κά­τι, μου εί­πε από την άλ­λη με­ριά της γραμ­μής, από το χα­ο­τι­κό εκεί­νο τρί­σβα­θο της τη­λε­φω­νι­κής σύν­δε­σης. Προ­τεί­νω να ακο­λου­θή­σεις τις συμ­βου­λές των για­τρών, της εί­πα χω­ρίς να πι­στεύω λέ­ξη ή μάλ­λον χω­ρίς να πι­στεύω τί­πο­τα, γε­νι­κά. Αν όμως πή­ρες την τε­λι­κή σου από­φα­ση, κά­νε αυ­τό που θέ­λεις, συ­νέ­χι­σα μ’ έναν επί­πε­δο τό­νο στη φω­νή μου. Σή­κω­σα και πά­λι τα μά­τια ψη­λά. Οι πε­λαρ­γοί ήταν ακό­μα εκεί. Πα­ρα­δί­πλα ο ήλιος άρ­χι­ζε να κα­τη­φο­ρί­ζει. Πο­λύ νω­ρίς για να ξε­κι­νή­σει οτι­δή­πο­τε, σκέ­φτη­κα, και πο­λύ αρ­γά για τα πε­ρισ­σό­τε­ρα από όσα σχε­διά­σα­με ως τώ­ρα. Αυ­τή εί­ναι η από­φα­σή μου, εί­πε, ας γί­νει ό,τι εί­ναι να γί­νει, βα­ρέ­θη­κα, ίσως εί­ναι κα­λύ­τε­ρα αν βρω λί­γη ανα­κού­φι­ση στο τί­πο­τα. Έζη­σα όσα ήθε­λα να ζή­σω. Την άκου­γα κα­θα­ρά, δεν τη διέ­κο­ψα. Συ­νέ­χι­σε στο ίδιο μο­τί­βο. Ένα στιλ ει­λι­κρι­νούς πα­ραί­τη­σης χω­ρίς κα­μία διά­θε­ση αλ­λα­γής πλεύ­σης ή σχε­δί­ου ή οτι­δή­πο­τε. Ήδη εί­χα­με ξε­χά­σει τις νε­ράι­δες των βρά­χων, τα ξω­τι­κά και ό,τι άλ­λο εί­χε ει­πω­θεί κα­τά και­ρούς ή ό,τι ζή­σα­με τα προη­γού­με­να χρό­νια μα­ζί ή ό,τι ονει­ρευ­τή­κα­με κά­πο­τε και κυ­ρί­ως ξε­χά­σα­με όλα εκεί­να που δεν προ­λά­βα­με να κά­νου­με. Την άκου­γα και η μα­τιά μου ξέ­φευ­γε στον ου­ρα­νό και χω­ρίς να το θέ­λω με­τρού­σα τους πε­λαρ­γούς που η δια­φο­ρε­τι­κή κυ­κλι­κή πο­ρεία του κα­θέ­να με μπέρ­δευε κι έχα­να κά­θε τό­σο το μέ­τρη­μα κι έπει­τα αφο­σιω­νό­μουν και πά­λι στα λό­για της αλ­λά πλέ­ον, τώ­ρα που ξα­να­σκέ­φτο­μαι εκεί­νες τις στιγ­μές, έχω την εντύ­πω­ση ότι άκου­γα ένα γλυ­κό βου­η­τό και όχι αν­θρώ­πι­νη ομι­λία, κά­τι υπό­κω­φο που δεν εί­χα υπο­ψια­στεί ότι μπο­ρεί να γεν­νη­θεί από αν­θρώ­πι­νο σώ­μα ή χεί­λη για­τί πλέ­ον εί­χα αρ­χί­σει να νιώ­θω ότι εκεί­νη εί­χε υπερ­βεί οποια­δή­πο­τε υπό­στα­ση μπο­ρού­σε να υπο­ψια­στεί ή να σχε­διά­σει ο δι­κός μου αν­θρώ­πι­νος εγκέ­φα­λος. Δεν ξέ­ρω πό­ση ώρα μι­λού­σε. Μπο­ρεί και μό­νο κά­ποια λί­γα δευ­τε­ρό­λε­πτα. Επί­σης δεν ξέ­ρω τι γι­νό­ταν στο δια­μέ­ρι­σμα και πό­σοι συ­νέ­χι­ζαν να βρί­σκο­νται μέ­σα σε αυ­τό όση ώρα ήμουν απο­κλει­σμέ­νος στο μπαλ­κό­νι με μό­νη συ­ντρο­φιά τη φω­νή της στο ακου­στι­κό και γύ­ρω μου τις μυ­ρω­διές από τα ψη­μέ­να κρέ­α­τα των γει­τό­νων και τους πε­λαρ­γούς πά­νω από τις στέ­γες των προ­α­στια­κών κα­τοι­κιών και την ανώ­φε­λη σκέ­ψη ότι τη νύ­χτα, όταν θα έχουν φύ­γει όλοι, όταν θα τε­λειώ­σει το γε­νέ­θλιο πάρ­τι και θα απο­μεί­νω μό­νος ή με κά­να δυο γεν­ναί­ους φί­λους και σί­γου­ρα με τη νέα μου ηλι­κία, το θε­ρι­νό τρί­γω­νο δεν θα φαί­νε­ται ξε­κά­θα­ρα πα­ρά την ελά­χι­στη φω­το­ρύ­παν­ση. Αλ­λά αμέ­σως με­τά κα­τά­λα­βα ότι όλα αυ­τά δεν έχουν την πα­ρα­μι­κρή ση­μα­σία, ει­δι­κά εκεί­νη ακρι­βώς τη στιγ­μή που άκου­γα το συ­νε­χό­με­νο μουρ­μου­ρη­τό της που κά­ποιοι άγνω­στοι κα­νό­νες μου απα­γό­ρευαν να απο­κω­δι­κο­ποι­ή­σω και σκέ­φτη­κα ότι ένα μουρ­μου­ρη­τό ή κά­ποιες πο­λύ συ­γκε­κρι­μέ­νες κου­βέ­ντες που εί­πε δεν με πρό­σβα­λαν. Δεν με πρό­σβα­λαν κα­θό­λου. Εν ολί­γοις, ίσως πα­λιό­τε­ρα να εί­χα προ­σβλη­θεί, αν μπο­ρώ να το πω έτσι, αν για οποιον­δή­πο­τε λό­γο ένας δι­κός μου άν­θρω­πος απο­φά­σι­ζε να τα πα­ρα­τή­σει απ’ το γή­ι­νο και κα­τά συ­νέ­πεια να πα­ρα­τή­σει κι εμέ­να, δη­λα­δή να δια­πρά­ξει μιαν άτυ­πη προ­δο­σία απέ­να­ντι στη φι­λία μας - τι­πο­τέ­νια σκέ­ψη - Όχι, σε κα­μία πε­ρί­πτω­ση δεν συ­νέ­βαι­νε κά­τι τέ­τοιο. Ού­τε μία στιγ­μή δεν επέ­τρε­ψα στον άλ­λο­τε εύ­θι­κτο εαυ­τό μου να σκε­φτεί έτσι και να συ­μπε­ρι­φερ­θεί ανά­λο­γα, δη­λα­δή ασυγ­χώ­ρη­τα, δη­λα­δή απάν­θρω­πα. Κλεί­σα­με το τη­λέ­φω­νο λέ­γο­ντας πράγ­μα­τα που επί­σης δεν τα πι­στεύ­α­με, του­λά­χι­στον όχι εγώ. Ίσως ανέ­φε­ρα και πά­λι, φέρ­νο­ντάς τα εκ νέ­ου στο προ­σκή­νιο της κου­βέ­ντας, τα ξω­τι­κά και τις νε­ράι­δες των βρά­χων και, αλή­θεια, το μό­νο που εί­χα κα­τά νου ήταν η εξω­πραγ­μα­τι­κή αι­σιο­δο­ξία του ζη­τή­μα­τος που και πά­λι δεν πί­στευα. Μία αι­σιο­δο­ξία που ανέ­κα­θεν ξο­δεύω για όλους τους άλ­λους και πο­τέ δεν κρα­τώ ού­τε ψί­χου­λο για τον εαυ­τό μου και, κυ­ρί­ως, δεν γνω­ρί­ζω από πού πη­γά­ζει ως αί­σθη­μα. Η φω­νή της σί­γη­σε και οι υπό­λοι­πες φω­νές όπως και οι θό­ρυ­βοι γύ­ρω μου εντά­θη­καν σε τέ­τοιον βαθ­μό που από­ρη­σα αν όντως ήταν τό­σο έντο­νοι κα­τά τη διάρ­κεια του τη­λε­φω­νή­μα­τος. Κοί­τα­ξα ψη­λά. Οι πε­λαρ­γοί έλει­παν. Ο ήλιος ακο­λου­θού­σε την προ­κα­θο­ρι­σμέ­νη πο­ρεία του. Ένα αε­ρο­πλά­νο απο­γειω­νό­ταν στον ανα­το­λι­κό ου­ρα­νό. Κά­ποιο ψυ­χρό ρεύ­μα μού θύ­μι­σε πού άφη­σα τη ζα­κέ­τα μου. Μια φί­λη χτύ­πη­σε το τζά­μι της μπαλ­κο­νό­πορ­τας, μέ­σα από το δια­μέ­ρι­σμα, δεί­χνο­ντάς μου την τούρ­τα γε­νε­θλί­ων. Χα­μο­γε­λού­σε. Σκέ­φτη­κα και πά­λι τη στιγ­μή που όλα αυ­τά θα έχουν τε­λειώ­σει, κά­ποια από αυ­τά μό­λις λί­γες ώρες αρ­γό­τε­ρα. Όπως θα τε­λειώ­σει κι εκεί­νη. Όπως τε­λεί­ω­σε και η φω­νή της όταν κλεί­σα­με το τη­λέ­φω­νο. Έπει­τα με εί­δα πά­λι στο μπαλ­κό­νι την πρώ­τη πραγ­μα­τι­κά φθι­νο­πω­ρι­νή νύ­χτα, με ό,τι απέ­μει­νε στο μπου­κά­λι, με ό,τι απέ­μει­νε στο πο­τή­ρι, μα­ζί με όποιον απέ­μει­νε δί­πλα μου, να ακούω μια φω­νή μέ­σα από δύο ηχεία να σκί­ζει ό,τι απέ­μει­νε από μέ­να.


Επιστροφή


Αν μπο­ρού­σες να τον δεις από το μέ­ρος που τον βλέ­πω εγώ, από αυ­τήν τη συ­γκε­κρι­μέ­νη γω­νία, με όλα τα οπτι­κά νεύ­ρα πρη­σμέ­να και κόκ­κι­να, αν μπο­ρού­σες έστω να βρί­σκε­σαι εκεί, δια­γώ­νια, και να κοι­τά­ζεις την πλευ­ρά του κορ­μιού του που σε μέ­να πα­ρα­μέ­νει αθέ­α­τη έτσι ακί­νη­τος όπως στέ­κει, σχε­δόν ακλό­νη­τος, αμε­τα­κί­νη­τος από κά­θε κα­τα­στρο­φή κι απ’ όλους τους ανέ­μους, με τα αδύ­να­τα πό­δια του να κα­τα­λή­γουν σε δυο με­γά­λα πέλ­μα­τα μέ­σα σ’ ένα ζευ­γά­ρι μπό­τες κι αυ­τές με τη σει­ρά τους να εί­ναι φυ­τε­μέ­νες στον πε­ζό­δρο­μο, τον κορ­μό του με τα ιλιγ­γιώ­δη εκα­τόν ενε­νή­ντα εκα­το­στά γερ­μέ­νο ελα­φρά, με μιαν ανε­παί­σθη­τη κλί­ση, κά­ποιες ελά­χι­στες μοί­ρες ίσως, τα χέ­ρια του αφη­μέ­να χα­λα­ρά με τις πα­λά­μες να σκιά­ζουν τα ισχία κα­τα­λή­γο­ντας σε δέ­κα δά­χτυ­λα με κό­μπους στις αρ­θρώ­σεις, δέ­κα μα­κριά δά­χτυ­λα, σκλη­ρά ακό­μα και στην όψη, δά­χτυ­λα δί­χως έλε­ος, με το κε­φά­λι στο­λι­σμέ­νο με αγιό­κλη­μα και πι­κρο­δάφ­νες, κυ­κλω­μέ­νο πε­τα­λού­δες του Ιου­νί­ου, μέ­σα στην καρ­διά του φθι­νο­πώ­ρου και κά­θε μέ­ρα του χρό­νου, να κοι­τά­ζει με μά­τια ορ­θά­νοι­χτα μά­τια που δεν τρε­μο­παί­ζουν, μά­τια που δεν τρε­μό­παι­ξαν πο­τέ, μά­τια αγκι­στρω­μέ­να όχι πά­νω σε αν­θρώ­πι­νη μορ­φή μα στην πρό­σο­ψη ενός κτι­ρί­ου, ενός συ­γκε­κρι­μέ­νου σπι­τιού, κά­ποιου δια­με­ρί­σμα­τος που προ­φα­νώς δεν εί­ναι τυ­χαίο, εί­ναι όμως ένα κλει­στό, ένα αμπα­ρω­μέ­νο δια­μέ­ρι­σμα με όλα τα στό­ρια κα­τε­βα­σμέ­να, φορ­τω­μέ­να με σκό­νη χρό­νων και όλη την εγκα­τά­λει­ψη. Αν μπο­ρού­σες να τον δεις να κοι­τά­ζει, πώς κοι­τά­ζει! κα­θώς τα έντο­μα του θέ­ρους χο­ρεύ­ουν ολό­γυ­ρα μη δί­νο­ντας ση­μα­σία στο επερ­χό­με­νο ψύ­χος, κοι­τά­ζει αφο­σιω­μέ­νος όλο το τε­λευ­ταίο τέ­ταρ­το της ώρας, ίσως μι­σά­ω­ρο, μπο­ρεί και ολό­κλη­ρη ώρα, δεν κα­τα­φέρ­νω να υπο­λο­γί­σω έτσι συ­νε­παρ­μέ­νος όπως εί­μαι κα­θώς τον πα­ρα­τη­ρώ από τη με­ριά μου, προ­φυ­λαγ­μέ­νος από έναν κά­δο, τον πα­ρα­τη­ρώ με όλη τη δύ­να­μη των μα­τιών, με όλη τη δύ­να­μη που μπο­ρώ να ασκή­σω πά­νω στη γη ώστε να πα­ρα­μεί­νω ακί­νη­τος, κι εγώ, μέ­χρι εκεί­νος να απο­φα­σί­σει, αυ­τός, για την επό­με­νη κί­νη­σή του και κα­τά συ­νέ­πεια τη δι­κή μου κί­νη­ση. Γέρ­νω κι εγώ ελα­φρά τον κορ­μό ακου­μπώ­ντας στον κά­δο, στη­ρί­ζο­ντας πά­νω του όλο το βά­ρος μου, κρα­τώ­ντας ορ­θά­νοι­χτα τα μά­τια μου, να μην πε­τα­ρί­σουν τα βλέ­φα­ρα, να μην κλεί­σουν ού­τε μια φο­ρά, να μην χά­σω το πα­ρα­μι­κρό κα­ρέ της ακι­νη­σί­ας του ή της εν­δε­χό­με­νης μελ­λο­ντι­κής με­τα­κί­νη­σης. Σκέ­φτο­μαι, σ’ αυ­τήν την πό­λη δεν βρέ­χει πο­τέ και να που κά­ποιες ψι­χά­λες μου­σκεύ­ουν ήδη το οδό­στρω­μα. Θα έπρε­πε να το πε­ρι­μέ­νω βλέ­πο­ντάς τον κα­θώς εμ­φα­νί­στη­κε δί­χως να βιά­ζε­ται έπει­τα από τό­σα χρό­νια, η επι­στρο­φή, πό­σα χρό­νια, πρέ­πει να υπο­λο­γί­σω με ηρε­μία, ακο­λου­θώ­ντας τον ως εδώ, μι­μού­με­νος το περ­πά­τη­μά του, σχο­λιά­ζο­ντας στον εαυ­τό μου το σκυμ­μέ­νο του κε­φά­λι. Επι­στρέ­φει χω­ρίς να τον θυ­μά­ται κα­νείς, ίσως κά­ποιοι λί­γοι, ελά­χι­στοι πο­λί­τες, κι όμως αυ­τός επι­λέ­γει να μην αντι­κρύ­σει κα­νέ­ναν, δεν θέ­λει να κοι­τά­ξει κα­νέ­ναν και κα­νείς να μην ζυ­γιά­σει το βλέμ­μα του, γα­λα­νό και κα­θα­ρό κα­θώς εί­ναι απ’ τη μέ­ρα που χάι­δε­ψε μ’ αυ­τό τον φλοιό του πλα­νή­τη κι όλα τα δέ­ντρα, όλα τα ζω­ντα­νά πά­νω του κι όλα όσα θα προ­λά­βαι­νε να δει ως τη στιγ­μή του θα­νά­του τους. Εμ­φα­νί­στη­κε αρ­γό­συρ­τα από κά­ποιον στε­νό δρό­μο, έναν δρό­μο που αν τον ακο­λου­θή­σεις θα σε βγά­λει έξω από την πό­λη, ως έξω στα χω­ρά­φια, στον κά­μπο, μα­κριά από τη θά­λασ­σα, ωστό­σο, αλ­λά έξω από την πό­λη. Από έναν τέ­τοιο δρό­μο εμ­φα­νί­στη­κε, δεν έχει πε­ρά­σει ού­τε δί­ω­ρο, νο­μί­ζω, κι ήταν μό­νος του όσο μό­νος εί­ναι και τώ­ρα, αμί­λη­τος όσο αμί­λη­τος εί­ναι κι αυ­τήν τη στιγ­μή, σκυ­φτός, και περ­πα­τού­σε αρ­γά, επέ­στρε­φε με τα λε­πτά κα­λά­μια του, με χέ­ρια ελεύ­θε­ρα και χα­λα­ρά και ώμους πλη­για­σμέ­νους απ’ το βά­ρος των απο­σκευών κι έφτα­σε ως εδώ, φτά­σα­με μα­ζί ως εδώ, τον ακο­λού­θη­σα κρα­τώ­ντας την απαι­τού­με­νη από­στα­ση ώστε να μην με αντι­λη­φθεί, αν και εί­μαι σχε­δόν σί­γου­ρος ότι δεν πρό­κει­ται να με θυ­μη­θεί. Αν μπο­ρού­σες να τον δεις, αν τον έβλε­πες τώ­ρα, αυ­τήν τη στιγ­μή που τον βλέ­πω κι εγώ, αν έβλε­πες τον ακί­νη­το κορ­μό του, τα δυο πυ­κνά φρύ­δια του να σκιά­ζουν τα γα­λα­νά του μά­τια, ίσως αντι­λαμ­βα­νό­σουν τις δο­νή­σεις, όλους τους εσω­τε­ρι­κούς κρα­δα­σμούς, όλους τους σει­σμούς που ρυ­τι­δώ­νουν το γκρί­ζο κά­τω απ’ τα πό­δια του, αν ήσουν εδώ πρώ­τος, πριν από εμάς, κά­που εδώ τρι­γύ­ρω αρ­κεί να εί­χες οπτι­κή επα­φή και να έβλε­πες, αρ­κεί να έστελ­νες τα μά­τια ως εκεί και να έβλε­πες, όμως όχι.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: