ΠΡΟΣΩΠΑ:
ΕΝΑΣ
ΕΚΕΙΝΟΣ
ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
Ένας
Πέντε χρόνια. Βρίσκομαι εδώ ακριβώς, σ’ αυτό το σημείο, την τελεία, πέντε χρόνια. Ολόκληρα! Κι αυτό αν μετρώ σωστά. 7, 8, 9, 10, 11. Πέντε! Ή μήπως 8, 9, 10, 11, 12; Πάλι πέντε. Όμως ποια ήταν η εκκίνηση; Το 7 ή το 8; Δεν θυμάμαι καθόλου.
Πρέπει να πείσω τον εαυτό μου ποια ήταν η ακριβής χρονολογία εκκίνησης. Πρέπει; Κι αν τελικά πειστώ ότι ήταν το 7 κι όχι το 8 τι διαφορά θα έχει αν η σωστή χρονολογία ήταν το 8 και όχι το 7; Και γιατί λέω χρονολογία εκκίνησης; Αφού μόνο εκκίνηση δεν ήταν, όποτε κι αν ήταν. Το σίγουρο είναι ότι πέρασαν πέντε χρόνια από την εκκίνηση της ακινησίας. Από την τοποθέτηση της τελείας. Της πινέζας στον χάρτη.
Από ολόκληρη την πόλη απομόνωσα μια γειτονιά κρατώντας μέσα την πλατεία, αφαίρεσα τα περισσότερα δέντρα, όλες τις βρύσες, τις τεχνητές λίμνες, τα παράθυρα με φωτοστέφανο τις νύχτες, όλους τους περιμετρικούς δρόμους, κάποια από τα πεζοδρόμια, τους μισούς κατοίκους, εμπόρους, περιηγητές, αφαίρεσα ένα μεγάλο κομμάτι ουρανού και τις περισσότερες μοίρες του ορίζοντα και κράτησα δυο σημεία. Ένα για το αριστερό μου πόδι κι ένα ακόμη για το δεξί. Όταν ενώνω τα πόδια μου, ενώνονται και τα σημεία δημιουργώντας ένα ενιαίο σημείο, όχι μεγαλύτερο από το μέγεθος της σκιάς που γεννά ο ήλιος όταν σε χτυπά κατακέφαλα στις δώδεκα το μεσημέρι, όχι πολύ μεγαλύτερο, περίπου ίδιο, ίσο τέλος πάντων. Τον ήλιο τον κράτησα. Τον ήλιο τον διατηρώ αναμμένο.
Δεν μπορώ να ξεχάσω τη βροχή. Δεν θυμάμαι και πολλά κι όσα θυμάμαι μπορεί να είναι και λίγο μπερδεμένα αλλά τη βροχή δεν την ξεχνώ. Πώς θα μπορούσα, άλλωστε; Πέντε χρόνια εδώ, στο ίδιο σημείο, σε δύο ίδια σημεία που όταν ενώνω τα πόδια γίνονται ένα σημείο κι όταν, από την κούραση, ξαπλώνω στη γη το σημείο μεγαλώνει ακόμη περισσότερο, έστω ανεπαίσθητα, απλώνει στο χώμα, δεν ψηλώνει. Τα σημεία δεν ψηλώνουν. Τα παιδιά ψηλώνουν, όταν τα αφήνεις. Τα σημεία ποτέ. Οι κουκκίδες ποτέ. Οι τελείες ποτέ. Ιδίως η δική μου τελεία. Η μικρή, γκρίζα, γερασμένη τελεία. Καταδικασμένη σε ακινησία, εδώ, στη γραμμή μιας, κατά τα άλλα, αισιόδοξης εκκίνησης. Η δική μου τελεία, μαζί της κι εγώ. Αχώριστοι.
Τέλος πάντων, τη γη την κράτησα. Έστω κι αν είναι μονάχα ένα τόσο δα κομμάτι της, μια κουκκίδα, μια χωμάτινη μπαλίτσα, ένας κόκκος κι άλλος ένας. Να χωρά στον έναν το αριστερό μου πόδι και στον άλλον το δεξί κι ίσως να είναι και λίγο πιο ευρύχωρη, μια σχεδόν άνετη τελεία. Να με χωρά ολόκληρο όταν από την κούραση αποζητώ ένα χωμάτινο κρεβάτι, να ξαπλώσω, έστω και κάτω από τα βαριά σύννεφα, έστω υπό βροχή. Όμως είπα, τώρα κρατώ τον ήλιο αναμμένο. Έπειτα από πέντε χρόνια έμαθα και κάτι. Κουράστηκα αλλά το έμαθα. Πέντε χρόνια στην τελεία μου. Πότε όρθιος, πότε ξαπλωμένος, πότε στεγνός και πότε βρεγμένος. Πάντα αδέσποτος. Ακίνητος αδέσποτος. Πάντα ανέστιος γιατί δυο σημεία, δυο κουκκίδες, δυο τελείες δεν τις λες και σπίτι. Όχι, σπίτι δεν τις λες. Ούτε τόπο τις λες. Ιδίως όταν λείπουν τόσα και τόσα γύρω σου, όταν έχεις διαγράψει τόσες μοίρες ορίζοντα μπροστά σου και λίγο αριστερά και κάποιες δεξιά κι όσες απομένουν πίσω σου δεν μετρούν, όσο κι αν επιμένουν, όσο κι αν ξύνουν την πλάτη σου, όσο κι αν σε γραπώνουν απ’ το σαγόνι κι απεγνωσμένα προσπαθούν να στρέψουν το κεφάλι σου μήπως και ρίξεις μια ματιά, μια φευγαλέα ματιά, έστω μια ματιά ύπαρξης, μια ματιά με αιτία. Γιατί όταν δεν κοιτάζεις κάτι, όταν δεν το βλέπεις, αυτό δεν υπάρχει ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνω πλέον, όπως μάλλον δεν κατάλαβα κι εκείνον ή αν κατάλαβα κάτι από τα λεγόμενά του το κατάλαβα λάθος. Μάλλον. Δεν ξέρω.
Όχι ότι δεν είχα παρέα εδώ. Κάθε άλλο! Μπορεί ο καθένας να νομίζει, να μπορεί μάλιστα να ισχυριστεί με βεβαιότητα, ότι τα χρόνια που πέρασαν από πάνω μου, τα πέντε χρόνια, με εκκίνηση το 7 ή το 8, λίγη σημασία έχει πλέον, άφησαν μόνο σημάδια μοναξιάς ή απομόνωσης ή κάποιου άλματος στο κενό ή, πολύ πιθανό, το αγκάλιασμα της κόρης που όλοι υμνούν στα γηρατειά και τη φωνάζουν ‘τρέλα’, όμως όχι, ευτυχώς όχι, δεν ήμουν μόνος, δεν υπήρξα μόνος παρά ελάχιστες στιγμές κι αυτές γιατί εγώ το επιδίωξα, εγώ το θέλησα. Δεν ξέρω. Μήπως λίγο πριν ισχυρίστηκα το αντίθετο; Όταν άρχισα να μιλώ αναφέρθηκα σε κάποιο είδος μοναξιάς; Ίσως και να το έκανα, να με συμπαθάς. Το παίρνω πίσω. Πες ότι δεν το ‘πα ποτέ. Αλλά μια στιγμή, μια στιγμή να προσπαθήσω να θυμηθώ. Λοιπόν, όχι, δεν θυμάμαι να αναφέρθηκα σε καμιά μοναξιά, κανενός, ούτε σε δική μου, ούτε σε κάποιου άλλου. Όμως δώσ' μου ένα λεπτό ακόμα. Πού το έβαλα; Λοιπόν, έχουμε και λέμε, σελίδα 2, όχι, στη σελίδα 3, ούτε, σελίδα 1, τίποτα, τίποτα και στη σελίδα 1! Δεν έχω μιλήσει καθόλου για μοναξιά. Σε καμιά σελίδα. Ως τώρα δηλαδή γιατί μετά κανείς δεν ξέρει.
Και πώς θα μπορούσα να μιλήσω για κάτι τέτοιο; Και μ’ αυτό εννοώ ότι αν κάποιος έχει παρέα, κι αυτό σε μόνιμη βάση, μέρα και νύχτα, δεν έχει κανέναν λόγο να μιλήσει για μοναξιά. Κανέναν λόγο. Βεβαίως και είχα παρέα. Όχι όπως θα είχε ένα άγαλμα ή ένας πίνακας στο Prado, όχι τέτοια παρέα, τόσο ειδική, τόσο δική μου, αλλά, κι έναν περαστικό να πάρεις, έναν καθ’ όλα άγνωστο, που θα σταθεί παραδίπλα και θ’ ανάψει το τσιγάρο του ή θα μιλήσει στο κινητό του ή θα τσεκάρει τον χάρτη της πόλης, παρέα τον λες, έτσι δεν είναι; Έστω κι αν δεν σου δώσει καμία σημασία. Έστω κι αν μονάχα απλώσει τη σκιά του στα παπούτσια σου ή αφήσει μισή ανάσα και λίγο απ’ το πρωινό του άρωμα στον αέρα γύρω σου ή ακόμη κι αν αυτή η μορφή μπροστά σου είναι μόνο μία μορφή που φαντάστηκες ότι κάνει όλα τα παραπάνω, μία ύπαρξη που απλά ονειρεύτηκες, πάλι παρέα τη λες. Έτσι δεν είναι; Πώς αλλιώς μπορείς να την αποκαλέσεις; Αλληλεπιδράτε σε κάποιο επίπεδο, μια ορισμένη χρονική στιγμή, μαζί, κοντά, τόσο κοντά που ίσως διακρίνεις το χρώμα των ματιών, το πέταγμα μιας ατίθασης τούφας στον άνεμο, ίσως ακόμα και ν’ ακούσεις μια απαλή κουβέντα να ξεγλιστρά από τα άγνωστα χείλη. Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί και τι θα νιώσεις. Όλα είναι συντροφιά. «Κρέμεται μια κλωστίτσα απ’ το πουκάμισο, από το τελευταίο κουμπί, θα ξηλωθεί, προσοχή!» Όλα είναι παρέα. Έστω και η μη απόκριση. Τι διάολο! Όλοι πατάμε στο ίδιο χώμα. Άλλος εδώ, άλλος παραδίπλα κι άλλος κάπου απέναντι ή λίγο πιο πίσω. Παρέα.
Εξάλλου κάτι κράτησα μυστικό. Άσε τι έλεγα πριν. Ποιος θυμάται άλλωστε; Πάντα θα κρατήσεις κάτι. Κάτι δικό σου. Εντελώς δικό σου. Όχι για κάποιον σπουδαίο λόγο αλλά θα κρατήσεις κάτι μικρό, πολύ μικρό και πολύτιμο μόνο για σένα όπως ένα μπαλκόνι, την εικόνα ενός μπαλκονιού ή μάλλον τη θέα του, όχι πολύ μακριά σου, όχι. Αναπόφευκτα θα υπάρχει και μια πόρτα, δυο παράθυρα με κάποιες κουρτίνες να ανοίγουν και να κλείνουν, και θα ακούγονται οι φωνές των ενοίκων, κυρίως το μεσημέρι όπου οι περισσότεροι βρίσκονται στο σπίτι και ιδίως τις νύχτες, όπου όλοι βρίσκονται στο σπίτι, τις καθημερινές, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, όπου κανείς δεν έχει κοιμηθεί, ούτε τα μικρά παιδιά, κι όλοι θυμούνται και αγαλλιάζουν, θυμούνται κι εκνευρίζονται, θυμώνουν, ξεσπούν, αγκαλιάζονται, κάνουν έρωτα, κοιτάζουν το ταβάνι να χρωματίζεται από την τηλεόραση, κοιτάζουν στην τηλεόραση, κοιτάζουν το παράθυρο, κοιτάζουν έξω από αυτό χωρίς να σε βλέπουν κι ο καθένας σαλιώνοντας το δάχτυλό του προσπαθεί να μαζέψει τα απομεινάρια της μέρας και της ψυχής του και να τα φέρει στο στόμα, να δει τι γεύση έχουν και να τα μοιραστεί με τους υπόλοιπους ή να τους τα φτύσει στα μούτρα, με αισχρόλογα, με μίσος, με αγάπη, όπως αυτός νομίζει, όπως αυτός νιώθει, όπως υποψιάζεται ότι είναι το σωστό. Κι αυτό παρέα είναι, δεν νομίζεις;
Όμως ο σκοπός ήταν άλλος. Σκοπός μου ήταν η φυγή. Η ζωή. Όχι η στασιμότητα. Όχι ο θάνατος της περιπλάνησης. Ο σκοπός ήταν ένα ταξίδι, ένα νέο ταξίδι, μοναδικό, όποιος κι αν ήταν ο προορισμός. Οπουδήποτε κι αν μ’ έβγαζε ο νέος δρόμος. Το λέω γιατί πολλές φορές, τις περισσότερες, άλλον τόπο έχεις κατά νου κι αλλού καταλήγεις. Δεν θυμάμαι ποιον τόπο σκέφτηκα, ποιον απ’ όλους πόθησα. Ξέρω μονάχα ότι απόμεινα εδώ, ένα σκιάχτρο. Ζωντανός αλλά ριζωμένος. Όχι ότι έχει σημασία ή είναι απόλυτα απαραίτητο να υπάρχει μια δεύτερη πινέζα στον χάρτη που πρέπει να φτάσεις, ν’ αγγίξεις και να παραμείνεις εκεί. Όχι, δεν είναι απαραίτητο. Ούτε είναι, ούτε ήταν ποτέ. Σ’ εκείνες τις σκέψεις και σ’ εκείνες ακριβώς τις προθέσεις σημασία είχε η κατάργηση του τρόμου της επανάληψης, η διάσπαση των μηχανικών συνδέσμων του τρόμου που προκαλείται από τη λούπα, και όχι η ίδια η επανάληψη που κι αυτή είναι εξίσου και πάντα εφιαλτική έστω κι αν αναφέρεται σε κάτι όμορφο κι ευωδιαστό. Πίσω στο σπίτι, κάθε μέρα, κάθε νύχτα, ο ήλιος ψηλά, ο ήλιος στην πτώση του, το πέρασμα του πλήθους των άμοιρων ανθρώπων που ονόμασα Μακλίφ, η όψη όλων από τη θέα που καταφέρνει να προσφέρει μια μισάνοιχτη κουρτίνα, κάθε φορά η ίδια, κάθε μερόνυχτο. Φοβόμουν το γεγονός ότι κάτι μονίμως επαναλαμβάνεται και όχι το συμβάν που κύκλωνε η επανάληψη, ούτε αυτό που το προκαλούσε, ούτε το τελικό αποτέλεσμα που δεν ήταν ποτέ τελικό γιατί με το που άγγιζε το τέλος όλα ξεκινούσαν από την αρχή. Μα και πάλι, όσα λέω εδώ και τώρα δεν είναι παρά ρετάλια μνήμης, μιας αδύναμης μνήμης, βαλτόνερα ενός στάσιμου μυαλού, άνθρακας μιας εστίας που έπαψε να καίει. Και το αποτέλεσμα ποιο είναι τελικά; Έφυγα από ένα σημείο για τον λόγο που σου ‘πα κι έμεινα πέντε χρόνια σε αυτό το σημείο για τον ίδιο ακριβώς λόγο.
Άφησα εκείνον πίσω να με καλεί να γυρίσω, να επιστρέψω. Τον άφησα μια και καλή ή έτσι νόμισα. Έπειτα τον ξαναβρήκα μπροστά μου. Μάλιστα πολύ πιο μπροστά από μένα. Τον είδα να με καλεί στο δικό του ταξίδι, στον δικό του τόπο. Στη μοναδική του αγκαλιά. Σε μια αγκαλιά δίχως χέρια. Μια αγκαλιά μόνο κορμί. Δίχως πόνο. Τον είδα, εκείνον που άφησα πίσω. Πίσω μου. Στο σπίτι μου. Στο κοινό μας σπίτι. Με καλούσε να ξεφύγω μέχρι την τελευταία στιγμή, μέχρι την τελευταία ώρα, το τελευταίο δευτερόλεπτο. Με καλούσε να ξεφύγω από τη μοναξιά των πολλών και να συναντήσω την αγαλλίαση του ενός. Έπειτα, τον έχασα.
Είπα τη λέξη μοναξιά; Μάλλον την είπα.
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
Εκείνος
Βλέπω, αντέχουν τα παλιόρουχα!
Ένας
Εσύ;
Εκείνος
Εγώ. Περίμενες κάποιον άλλον; Ή για να το διατυπώσω καλύτερα, περίμενες να σου μιλήσει κάποιος άλλος εκτός από εμένα; Σου μίλησε κανείς όλα αυτά τα χρόνια που στέκεις εδώ; Έκανες φίλο κάποιον απ’ τους περαστικούς, τους αδιάφορους διαβάτες, τους τουρίστες, τους βιαστικούς πωλητές; Δεν νομίζω. Είσαι όπως κι όπου σε άφησα. Στην ίδια θέση, με τα ίδια ρούχα, τα ίδια χαμένα μάτια πάνω στο ίδιο αφηρημένο πρόσωπο. Αλήθεια, τι απέγινε η βαλίτσα σου; Αλλά τι ρωτάω; Τα χάρτινα αντικείμενα δεν αντέχουν και πολύ. Δεν έχουν διάρκεια. Δεν είναι αθάνατα. Όμως εσύ, εδώ. Δεν έκανες ούτε ένα βήμα. Αγέρωχος κι απελπισμένος. Μονίμως απελπισμένος. Οι απελπισμένοι, όμως, μέσα στην απελπισία τους και εξαιτίας αυτής, πράττουν, κινητοποιούνται, ψάχνουν. Εσύ; Ή είσαι κάτι λιγότερο από απελπισμένος ή έχεις ξεπεράσει κατά πολύ τον όρο. Ποτέ δεν μπόρεσα να αποκωδικοποιήσω την περίπτωσή σου με ακρίβεια. Ίσως δεν είχα τον απαιτούμενο χρόνο να γνωρίσω όσα θα έπρεπε ή θα ήθελα. Ίσως, επίτηδες, δεν αφιέρωσα τον χρόνο που έπρεπε. Ίσως και άθελά μου. Μάλλον το τελευταίο.
Ένας
Μα έφυγες! Με εγκατέλειψες.
Εκείνος
Υπερβολές. Πάντα υπερβολικός.
Ένας
Άκου με λίγο. Εξαφανίστηκες. Μέχρι να σκύψω, ναι, είχα σκύψει να δέσω το κορδόνι του παπουτσιού μου, το θυμάμαι καλά, και μέχρι να σηκώσω το κεφάλι, να γυρίσω το βλέμμα μου και πάλι σε σένα, εσύ είχες κιόλας χαθεί.
Εκείνος
Το κορδόνι του παπουτσιού σου! Μήπως θυμάσαι και ποιο παπούτσι; Το δεξί ή το αριστερό; Καημένε! Τίποτα δεν θυμάσαι. Ήσουν πεσμένος καταγής, χάμω, ξάπλα, λιπόθυμος, αναίσθητος. Ανήμπορος! Ανήμπορος για οτιδήποτε. Άκου το κορδόνι! Και ναι, βαρέθηκα! Αυτή είναι η αλήθεια. Βαρέθηκα να παρακαλώ, να παροτρύνω, να καλώ, να περιγράφω, να εμπνέω. Βαρέθηκα την αναποφασιστικότητα, το αδιέξοδο του μυαλού σου κι έτσι, απλά έφυγα. Δεν εξαφανίστηκα, όχι, προχώρησα λίγο παρακάτω. Στάθηκα δίπλα σε μια κολώνα του ηλεκτρικού. Κάτω από την τελευταία λάμπα του δρόμου. Του δρόμου που θα σε οδηγούσε μακριά από δω. Θα μας οδηγούσε μακριά. Θα μας πήγαινε αλλού. Όπου εμείς θέλαμε. Στο ‘χα πει: αυτός είναι ο δρόμος, μένει μόνο να τον περπατήσουμε. Κι εσύ τι έπραξες; Τι αποφάσισες τελικά; Να παραμείνεις εδώ. Άπραγος και άδικος. Γιατί αδικείς κι εσένα και μένα. Σου περιέγραψα, ναι, σου έδωσα λεπτομερείς περιγραφές όσων θα συναντούσες εάν κι εφόσον μ’ ακολουθούσες. Έτεινα το χέρι, έσκυψα για να ανέβεις στην πλάτη μου να σε κουβαλήσω, άνοιξα την αγκαλιά μου και ήξερα πως αν σε κλείσω μέσα της θα σε σηκώσω ψηλά και θα προχωρήσουμε, θα βαδίσουμε στον δρόμο, θα πάμε στα μέρη που σου περιέγραψα, όμως πρόσεξε, ποτέ δεν σου υποσχέθηκα κάτι, ποτέ δεν σου είπα πως αυτό που θα συναντούσαμε θα ήταν καλό ή κακό, το υπέρτατο καλό ή το απόλυτο κακό, ούτε σου μίλησα για ενδιάμεσες καταστάσεις, τίποτα, μόνο περιγραφές: τόπων, κοιλάδων, λόφων και λιμνών, πόλεων και χωριών, της θάλασσας και του βουνού. Εκθεσούλα μικρού παιδιού, δηλαδή. Ενός μικρού και αθώου παιδιού. Κι εσύ, το μόνο που έκανες, αυτό που αποφάσισες, ήταν να παραμείνεις εδώ. Ακόμα κι αν δημιουργήθηκε μέσα σου η εσφαλμένη εντύπωση μιας οποιασδήποτε υπόσχεσης, υπόσχεση για κάτι απτό και άκρως δελεαστικό φαντάζομαι, εσύ παρέμεινες εδώ. Έμεινες να πενθείς για κάτι που γι’ ακόμα μία φορά δεν πραγματοποίησες. Για το επόμενο βήμα. Την επιθυμία να το κάνεις και τη μη υλοποίηση αυτής της τόσο απλής και σημαντικής κίνησης. Ένα βήμα! Ένα νέο βήμα!
Αλλά όσο το σκέφτομαι, ίσως ο καταλληλότερος τόπος να είναι αυτός εδώ. Αυτός που πατάς εδώ και τώρα. Αυτό το μαύρο χώμα. Ίσως δεν έχεις να πας πουθενά, ίσως δεν χρειάζεται να πας κάπου αλλού, ίσως δεν υπάρχει κανένας τόπος που να θέλει να σε δεχτεί, αν και οι τόποι δεν δέχονται ούτε διώχνουν, κανένας τόπος να σε ανεχτεί, αν και αυτό είναι ανθρώπινο χαρακτηριστικό και μόνο, πέρα απ’ αυτόν εδώ ακριβώς στον οποίο βρίσκεσαι. Οπότε εμένα, λογικά, δεν με χρειάζεσαι. Αν χωρά, βέβαια, η λογική μέσα σ’ όλη αυτή την τρέλα που αναλύουμε.
Ένας
Εξαφανίστηκες! Μέχρι να καταλάβω τι έγινε είχες κιόλας φύγει. Με άφησες εδώ πίσω, μόνο.
Εκείνος
Ω, μα σταμάτα επιτέλους! Πάψε πια να αναπαράγεις αναλήθειες. Δεν εξαφανίστηκα, ούτε έφυγα, ούτε σε εγκατέλειψα. Απλά…
Ένας
Απλά τι;
Εκείνος
Απλά δεν με ακολούθησες. Τόσο απλά.
Ένας
Μα τι να ακολουθήσω; Από τη μια στιγμή στην άλλη δεν είχε απομείνει ούτε η σκιά σου. Έφυγες χωρίς ν’ αφήσεις κάποιο ίχνος, κάποιο σημάδι, ούτε καν λίγη από τη μυρωδιά σου στον αέρα. Ποιον δρόμο να ακολουθούσα; Τι έπρεπε να καταλάβω από τις περιγραφές σου; Πώς να καταλάβω πού μπορεί να βρίσκεσαι; Αόριστα λόγια για υποτιθέμενα μέρη, για πολιτείες του φανταστικού, για ανθρώπους που δίνουν χωρίς αντάλλαγμα και για τόσα και τόσα άλλα που ούτε καν τα θυμάμαι. Απλά δεν σε ακολούθησα; Τίποτα δεν είναι απλό.
Εκείνος
Έχεις ξεχάσει τα βασικότερα των βασικών. Αλλιώς ξεκίνησες, αλλού ήθελες να βρεθείς κι αλλού βρέθηκες. Το κυριότερο: έμεινες μόνος. Πράγμα, βέβαια, που δεν αποκλείει τις αρχικές σου επιδιώξεις και επιθυμίες ανεξάρτητα με το τι υποστηρίζεις τώρα εδώ, μπροστά μου. Η κατάσταση άρχισε να ξεφεύγει από την τρέλα. Αγγίζει πλέον τα όρια του γελοίου.
Ένας
Έτσι νομίζεις; Αυτό διακρίνεις έπειτα απ’ όσα ειπώθηκαν;
Εκείνος
Ακόμη και πίσω απ’ όσα δεν ειπώθηκαν, αυτό ακριβώς. Αυτό ακριβώς και τίποτα περισσότερο.
Ένας
Εδώ κάνεις ένα μεγάλο λάθος κι αυτό δείχνει ότι δεν με γνωρίζεις καθόλου καλά.
Εκείνος
Γνωρίζω πολύ περισσότερα απ’ όσα μπορείς να υποψιαστείς. Μην ξεχνάς ποιος είμαι. Γνωρίζω εσένα, το παρελθόν σου, σίγουρα το παρόν σου, χα! σε βλέπω καημένε, μην σου πω ότι γνωρίζω και το μέλλον, με κάθε λεπτομέρεια. Δεν χρειάζεται δα και ιδιαίτερες ικανότητες. Όπως γνωρίζω ότι υπήρξες καλός κι αγαπητός έστω κι αν μονίμως κυνηγούσες πλάσματα περισσότερο απελπισμένα από σένα ή φαντάσματα και μύθους μιας περασμένης ζωής αντί να βρίσκεσαι έξω από τους τοίχους του σπιτιού σου και να κυλιέσαι στο νοτισμένο χορτάρι παρέα με χαρούμενα σκυλιά ή να χαϊδεύεις τη ράχη μιας γριάς χελώνας ή να χορεύεις όσο ο άνεμος φλερτάρει με τα μακρινά ξαδέρφια της ανατολής αφού ο ήλιος έχει δύσει και άλλες τέτοιες ποιητικές ηλιθιότητες. Ναι ήσουν καλός και αγαπητός και ίσως, γιατί όχι, να πρέπει σε λίγο, μέσα στις επόμενες στιγμές, να γυρίσεις πίσω, στο σπίτι σου. Η χαρά της επιστροφής! Η ευτυχία της εκκίνησης μιας νέας επανάληψης! Το ξέρω ότι μισείς την επανάληψη, όμως δεν καταφέρνεις να της ξεφύγεις, δεν το κατάφερες ποτέ, οπότε μάλλον αυτή είναι η ζωή σου. Κάθε μέρα ίδια και απαράλλαχτη με όλες τις προηγούμενες. Αλλά σε γνώριμο έδαφος, σε οικεία ντουβάρια, στο μαλακό στρώμα του κρεβατιού σου, στην αιώνια πολυθρόνα σου, στο παράθυρο που κοιτάζει ανατολικά, στη χύτρα του τσαγιού, στο ρολόι του τοίχου, στο κόκκινο τετράδιο και τις μουτζούρες σου, στους Μακλίφ, γιατί όχι; ακόμα και σε όλους αυτούς τους κακόμοιρους γυρολόγους που συλλήβδην ονόμαζες Μακλίφ. Μάλλον πρέπει να ξεχάσεις οποιοδήποτε βήμα εμπρός και να κάνεις ένα μεγάλο και περήφανο βήμα πίσω. Να επιστρέψεις εκεί απ’ όπου δεν μπόρεσες ποτέ να ξεφύγεις κι ούτε ποτέ θα μπορέσεις. Αναρωτιέμαι τι να απέγινε η ρίζα εκείνης της καρυδιάς στην αυλή σου. Λες να έριξε το σπίτι του γείτονα;
Ένας
Η ρίζα παρέμεινε εκεί, να απειλεί το ντουβάρι του γείτονα, να επιμένει, όπως και η βροχή, ανελέητη, δεν σταμάτησε στιγμή να βρέχει, μέχρι που κοιμήθηκα αγκαλιά με το ψύχος, ένας ληθαργικός ύπνος που ταίριαζε περισσότερο με θάνατο, κάποιου είδους θάνατο. Έψαξα στα όνειρα το ζεστό φως και δεν το βρήκα πουθενά κι αμέσως μετά κατάλαβα ότι έπρεπε να το εφεύρω, να το ανακαλύψω, να το δημιουργήσω. Όλα από την αρχή. Μια νέα αρχή, αγνή και συνάμα μεθυστική, που δεν θα υπάρχει τίποτα πίσω της, θα έχουν διαγραφεί τα πάντα πριν από αυτή. Ακόμα κι εσένα θέλησα να δημιουργήσω από την αρχή. Να σε ξαναγεννήσω. Να σε εφεύρω. Σύμφωνα με τις δικές μου επιθυμίες, τα δικά μου πρότυπα, το δικό μου μοντέλο. Με όσα ορίζω και όχι μ’ αυτά που με ορίζουν. Τίποτα να μην με ορίζει.
Σε κάθε προσπάθεια το ψύχος με μαστίγωνε με δάχτυλα κλαδιά, άκαμπτα, χωρίς έλεος. Η καρυδιά ήταν εκεί. Παρέμενε εκεί. Πάνω μου. Μέσα μου.
Εκείνος
Έχεις απωλέσει ό,τι καλό είχες μέσα σου, ό,τι αγνό πρέσβευες. Έσπασες τον εαυτό σου σε πολλούς, μικρούς κι ασήμαντους εαυτούς. Ασήμαντους όχι για όλους τους άλλους αλλά ασήμαντους για σένα και για τον καθένα από όλους τους διασκορπισμένους εαυτούς σου.
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ
Ένας
Ώστε γύρισες λοιπόν! Γύρισες στ’ αλήθεια! Σε βλέπω, σε αγγίζω. Σου μιλώ και μ’ ακούς. Απαντάς! Πόσο ήθελα, αλήθεια, να μην σε ξανάβλεπα. Ποτέ, αλήθεια, ποτέ. Θα προτιμούσα να συνέχιζα έτσι, χωρίς σχέδιο, εδώ, απερίσκεπτος ίσως, χρεωμένος στον εαυτό μου, ανίδεος, χολωμένος, επαίτης και σκλάβος μου, καρφωμένος στην τελεία μου, στην πινέζα μου, εραστής της μισητής επανάληψης, εδώ και ξανά εδώ και πάντα εδώ, αφού το διάλεξα, μου έτυχε; ποιος ξέρει, όλα αυτά κι άλλα τόσα παρά να σε ξαναδώ μπροστά μου, όμως να ‘σαι, ολόρθος, τετραγωνισμένος, ευθυτενής και απροσδόκητος, δίχως έλεος, μπροστά μου, πίσω μου, γύρω μου, εξουθενωτικός αγγελιοφόρος της κατάντιας μου, καταστροφέας μιας ήδη κατεστραμμένης ύπαρξης, εκφραστής της κατρακύλας μου, ως εδώ, εδώ που βλέπεις, εδώ που υπάρχω, εδώ που κατέληξα, εδώ που κόλλησα.
Και τι μ’ αυτό; Ήρθες! Μπράβο σου! Τα κατάφερες. Μ’ ακολούθησες, κάποτε με προσπέρασες, πισωπάτησες, ξαναγύρισες. Εύγε! Και τι μ’ αυτό; Είσαι έξυπνος, πανούργος, είσαι πνευματώδης, ένας σαδιστής.
Μήπως μέσα στη βαλτωμένη μνήμη μου δεν θυμάμαι τι πήγα να αποφύγω; Αυτό νομίζεις; Μήπως δεν θυμάμαι γιατί έφυγα απ’ το σπίτι, απ’ το ησυχαστήριο παράθυρο, την αναπαυτική πολυθρόνα; Έτσι σκέφτεσαι; Και να λοιπόν που κόλλησα εδώ. Ωραία! Το θεωρείς κατάντια; Μήπως κάποιου είδους έκπτωση; Είμαι ο πρώτος ή μήπως ο τελευταίος του είδους; Εσύ και η υπεροψία σου. Ίσως λίγο αργότερα, αν δεν εμφανιζόσουν, να είχα κάνει κιόλας το πρώτο βήμα. Εγώ, να ‘χα περπατήσει λίγο παρακάτω, ναι εγώ, αν δεν εμφανιζόσουν με όλο αυτό το κορμί μπροστά μου, το τείχος, το μπετόν, το διαρκές εμπόδιο, το φράγμα.
Λίγο πριν, ναι, σε είδα με την άκρη του ματιού μου, ενώ μιλούσα κι έλεγα, μόνος, ούτε που θυμάμαι τι έλεγα, δεν έχει δα και τόση σημασία. Μιλούσα, λοιπόν, και σε είδα, σε είδα που με κοίταζες, δήθεν κρυμμένος, δήθεν μασκαρεμένος, δήθεν αφηρημένος, κάποιος άλλος, αλλά δοσμένος σε όλο αυτό, σ’ αυτή τη συνάντηση που εγώ απευχόμουν κι εσύ επιδίωκες, ποιος ξέρει πόσο καιρό πριν, μιλούσα λοιπόν κι έλεγα αυτά που έλεγα κι έπειτα είπα, ας είναι ή ας πάει ή κάτι τέτοιο, μπορεί να φύγει, μπορεί και όχι, κι οπλίστηκα με θάρρος μαζί και περιφρόνηση, τόσο κλειστή, τόσο σφιχτά, τόσο γεροδεμένα που μούδιασε όλη η αριστερή πλευρά του κορμιού μου κι από κάπου μύρισα καπνό από μυρωδάτο, ξανθό Virginia, Θεέ μου, έχω να καπνίσω πέντε χρόνια, να κάνω ένα τσιγαράκι, να τραβήξω μια μεγάλη, ρωμαλέα τζούρα κι ήταν τα μαλλιά σου που μύριζαν έτσι και μου έστελναν οσμές σαγήνης κι εγώ άλλο τόσο απέφευγα και βούλωνα τη μύτη, κοιτούσα αλλού, φώναζα υστερικά στη βροχή να επιστρέψει, να εξαφανίσει μυρωδιές, ίχνη και μνήμες. Και η βροχή πουθενά. Μονάχα εσύ τριγύρω, στεγνός και ερεθιστικός, ένα σύννεφο Virginia, ένα άνυδρο σύννεφο mammatus, μεγάλο όσο το μαστάρι μιας γελάδας, στείρο, στεγνό και μυρωδάτο σύννεφο – μαστός.
Εκείνος
Αυτό είναι, ναι! Πήρες φόρα και τα λες εξαίσια, πράγματι. Τι όμορφα που είμαι και πάλι εδώ! Πόσο υπέροχα νιώθω! Αυτή η επιστροφή ήταν ό,τι έπρεπε, γαμώτο, τ’ ορκίζομαι να μην σώσω να κουνήσω ρούπι ξανά. Πόσο μου έλειψαν οι ασυναρτησίες σου, όλες αυτές οι τσαχπινιές, οι γλωσσικές μουτζούρες, τα εδώ κι εκεί αλματάκια των αόριστων λέξεων ανάμεσα στα δόντια σου. Ω, εσύ αιώνιε σύντροφε, όποιος απ’ όλους κι αν είσαι, χαίρομαι πολύ που σε ξαναβλέπω, άτιμε μπαγασάκο, μικρό μου και απεγνωσμένο δουλικό.
Ένας
Εσύ έχεις σαλτάρει τελείως, έτσι; Ή μπας και μου ‘ρθες μεθυσμένος; Το παράτησες το τσαγάκι; Πάει; Το ξέχασες; Χρειάζεσαι μια γερή δόση αποχής. Τη μεγαλύτερη. Από όλα. Κυρίως από τη δυστυχία που μονίμως κυοφορείς και με τέχνη μεταδίδεις, ναι, με μαεστρία. Το λοιπόν, έχουμε να πούμε κάτι άλλο; Η πλατεία με καλεί. Η τελεία μου με ψάχνει. Ακόμη κι εκείνος ο εμπορικός αντιπρόσωπος, τον βλέπεις; μόλις πήρε έναν καφέ στο δεκάλεπτο διάλλειμα του, κι εκείνος εμένα θέλει, να με βλέπει εδώ, ακίνητο, με μια συνοφρυωμένη χαρά στο μούτρο μου, χαρά πάντως, ναι, χαρά, μια μουτρωμένη χαρά, έστω, επειδή δεν θα σε βλέπω πουθενά στον ορίζοντα που απέμεινε.
Εκείνος
Σίγουρα περνιέσαι τώρα γι’ απελευθερωμένος. Ένα λιπόσαρκο μπαλόνι που δραπέτευσε ψηλά κι ας είσαι ακόμα εδώ χάμω, στην πανέμορφη ασχήμια σου. Όμως η πανωλεθρία σου ουρλιάζει. Κατέληξες μια ανεστραμμένη εικόνα. Κάποιο είδωλο εκ των πολλαπλών εαυτών. Μην περιμένεις να σε χειροκροτήσει κανείς. Είναι αργά, όμως δεν νυστάζεις, είναι πολύ αργά για σένα, σε ωθεί μια μουσική, κλείνεις τα μάτια και χορεύεις διατηρώντας το μπλε γύρω σου και μέσα σου, ένας άυπνος μέθυσος που εικάζει ότι επανήλθε στη ζωή, ένας διανοούμενος της συμφοράς και του πένθους που αποδομεί την ίδια του τη σκιά. «Πωλούνται παγωτά, πωλούνται hot dogs», στο πανηγύρι, μετά τα μεσάνυχτα, κάτω από τις γέφυρες του ποταμού, δίπλα στους κοιμισμένους ψαράδες, δίπλα στους κοιμισμένους βαρκάρηδες. Παύεις να είσαι το επίκεντρο. Είναι όμορφη η ηρεμία πριν τον τυφώνα. Δεν μπορείς να αντισταθείς και κατασκευάζεις έναν φράχτη πριν ξεσπάσει η κόλαση, όμως είναι παράλογο, ο καλός Θεός δεν σε θέλει. Αυτή είναι η ζωή σου.
Ι Ν Τ Ε Ρ Μ Ε Δ Ι Ο
Ένας
Εκεί απέναντι, βλέπεις; εκείνα τα έξι μπαλκόνια. Δύο σε κάθε όροφο. Τρεις όροφοι, έξι μπαλκόνια. Εκεί, σ’ εκείνο το τριώροφο, δεν ξέρω ποιοι ζουν, εκείνο το τριώροφο το βλέπω κάθε μέρα, το παρατηρώ, κολλάω το βλέμμα μου πάνω του, βλέπω εκείνα τα έξι μπαλκόνια που αναφέρονται σε έξι αντίστοιχα διαμερίσματα, μικρά ή μεγάλα, δεν έχω ιδέα. Δεν μπορώ να γνωρίζω μέχρι σε ποιο οριζόντιο βάθος φτάνουν αφού, αριστερά και δεξιά, η οικοδομή, αυτό το τριώροφο, είναι κολλημένο, χωρίς κανένα κενό ανάμεσα, με τις δύο άλλες οικοδομές, η μία αριστερά, η άλλη δεξιά, που όμως δεν τις δίνω καμία σημασία, δεν τράβηξαν ποτέ την προσοχή μου. Μόνο εκείνο το τριώροφο, το καχεκτικό, γεμάτο υγρασία και πεθαμένο παρελθόν, ενδεχομένως ένδοξο, με τα έξι μπαλκόνια του και τα έξι διαμερίσματα όλο μυστήριο, πίσω από αυτά. Και βλέπω, επίσης, ό,τι υπάρχει μπροστά ακριβώς από κείνο το τριώροφο, εδώ και πέντε χρόνια, τις δύο πετσοκομμένες αροκάριες, τις τρεις πικροδάφνες – θάμνοι ακόμα – και τον καμένο φοίνικα που δεν μεγαλώνει ποτέ – ούτε τις νύχτες.
Ο μοναδικός ένοικος που εμφανίζεται καθημερινά όλα αυτά τα χρόνια είναι μια γριά, η οποία βγαίνει κάθε μέρα στο μπαλκόνι ή μάλλον κάθε φορά που έχει ήλιο, κατά προτίμηση, κάθε μέρα με ήλιο και κυρίως κάθε φορά που ο ήλιος είναι ψηλά και λαμπερός και ζεστός και φυσά νοτιάς, όσο μανιασμένος κι αν είναι. Αν το παρατήρησες, όλα τα μπαλκόνια κοιτάζουν προς τον νότο, δηλαδή έχουν πλάτη στον βορρά, χωρίς βέβαια να γνωρίζω αν στη βορινή πλευρά της οικοδομής υπάρχουν επίσης άλλα έξι μπαλκόνια. Αυτό δεν μας ενδιαφέρει. Μας ενδιαφέρουν μόνο τα έξι μπαλκόνια που βλέπουμε αυτή τη στιγμή. Τα έξι μπαλκόνια που κοιτάζουν κατάματα τον νότο. Και η γριά. Κυρίως αυτή. Και μας ενδιαφέρει αυτή η γριά, με ενδιαφέρει αυτή η γριά, γιατί κάθε μέρα βγαίνει και κάθεται και λιάζεται κι αράζει σε διαφορετικό μπαλκόνι. Πότε στον πρώτο όροφο, στο μπαλκόνι δεξιά, πότε στον τρίτο, στο μπαλκόνι αριστερά, πότε στον δεύτερο, επίσης στο μπαλκόνι όπως βλέπουμε αριστερά και ούτω καθεξής. Δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο μπαλκόνι για κάποια συγκεκριμένη μέρα. Οι προτιμήσεις της αλλάζουν συνεχώς. Μία στο ένα μπαλκόνι και μία στο άλλο και την επόμενη στο παραπάνω και τη μεθεπόμενη δύο ορόφους πιο κάτω. Όμως, πάντα, λείπει μία μέρα. Η γριά, δηλαδή, λείπει μία μέρα την εβδομάδα. Ο λόγος είναι προφανής. Επτά μέρες, έξι μπαλκόνια. Πότε λείπει τη Δευτέρα, πότε την Πέμπτη και πότε την Κυριακή. Κι όλο αυτό αλλάζει, κάθε βδομάδα. Μ’ έχει μπερδέψει, δεν υπάρχει κανένα προοδευτικό πρόγραμμα, καμία λογική συνέχεια. Οι εμφανίσεις της γριάς είναι ένας γρίφος, εδώ και πέντε χρόνια, και παραμένουν γρίφος ακόμη και τώρα που σου μιλώ. Μία μέρα την εβδομάδα, η γριά, ξεκουράζεται. Κι αυτό δεν έχει να κάνει, απαραίτητα, με τις καιρικές συνθήκες, όχι. Καταφέρνει πάντα, ακόμη και με άσχημο καιρό, να βρίσκεται σε κάποιο μπαλκόνι έξι μέρες τη βδομάδα και την έβδομη μέρα να ξεκουράζεται στα ενδότερα κάποιου από τα έξι διαμερίσματα που βρίσκονται πίσω από τα έξι μπαλκόνια, τα διαμερίσματα που ανταποκρίνονται σε αυτά τα μπαλκόνια. Όμως, συνεχίζοντας να παρατηρώ, κάθε μέρα, ενδεχομένως και κάθε ξάστερη νύχτα, αυτή την οικοδομή, βλέπω, κοιτάζω, σημειώνω όλες τις κινήσεις των δέντρων, των φυτών ακόμα και των πτηνών πάνω σε αυτά, των ζώων που περιφέρονται κάτω από αυτά – κάποια το κάνουν εντελώς ανενόχλητα – τα κοιτάζω όλα, τα παρατηρώ και σημειώνω μια κάποια πρόοδο, έστω ελάχιστη, έστω ανεπαίσθητη. Οι τρεις πικροδάφνες, θάμνοι ακόμα, τόσο δα μικρούλες, μια στο τόσο σκάνε γεμίζοντας μπουμπούκια. Ο καμένος φοίνικας, φαινομενικά ανήμπορος, χορεύει στον νοτιά με καλιφορνέζικη χάρη, σχεδόν εξωφρενική. Οι δύο πετσοκομμένες αροκάριες – ποιος άσχετος τις κλάδεψε μ’ αυτόν τον τρόπο; – εκεί ακριβώς στην άκρη του κομμένου κορμού τους, έχουν, με τον καιρό, ξεπετάξει τρία και τέσσερα και πέντε βλαστάρια που το καθένα φιλοδοξεί να γίνει, κάποτε, κι από ένας νέος κορμός, πράγμα αδύνατο αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Άσε τα πουλιά και τα ζώα, εκεί κάτω, βλέπεις; στις ρίζες. Τα πουλιά ξέρεις πόσα λένε; Ιδίως όταν πέφτει ο ήλιος και κοπάζει ο άνεμος κι όλα κάπως ηρεμούν, η πλατεία αραιώνει από κόσμο, αδειάζει, σιωπά ως το βράδυ, αυτό είναι, παίρνει μια μεγάλη ανάσα μέχρι το βράδυ, μέχρι να ξαναρχίσει το πολύχρωμο αλισβερίσι που κάποιους αφορά, κάθε νύχτα. Όμως η γριά, ο μοναδικός ένοικος όχι που υπάρχει στην οικοδομή αλλά ο μοναδικός ένοικος που εγώ γνωρίζω και βλέπω αυτά τα πέντε χρόνια, συνεχίζει τις σταθερές εμφανίσεις στα μπαλκόνια. Εδώ, εγώ χάνω την όποια πρόοδο, την όποια εξέλιξη. Και μ’ αυτό θέλω να πω ότι όταν την έβδομη μέρα η γριά εξαφανίζεται και περιμένω σχεδόν 24 ώρες μέχρι να την ξαναδώ δεν γνωρίζω τι ακριβώς συμβαίνει, ούτε μπορώ να υποψιαστώ. Εκείνη, πατώντας κάποιο κουμπί επανεκκίνησης, ξεκουράζεται μία ολόκληρη μέρα, αφήνοντας όλους εμάς: εμένα, τα ζώα, τις αροκάριες, τον άνεμο, να αναρωτιόμαστε τι διάολο έχουμε υπολογίσει λάθος ώστε να χάνουμε κάθε έβδομη μέρα κάτι από εμάς, κάτι από το πολύ βαθύ Εγώ μας – το δικό μου, της κάθε αροκάριας και του κάθε ανέμου που φυσά από τον πάτο του νότου – και να το χαρίζουμε σ’ εκείνη την άγνωστη, να το προσφέρουμε στο πιάτο – μπαλκόνι της, να το μαζεύει κάθε μέρα, να το διπλώνει στην ποδιά της, να το χώνει στις τσέπες της, να το κρύβει στη λερή μαντίλα της και την έβδομη μέρα να το καταβροχθίζει στο εσωτερικό κάποιου από τα έξι διαμερίσματα, σπίτια, γκαρσονιέρες ή κι εγώ δεν ξέρω τι. Έτσι, μέρα με τη μέρα και κάθε νύχτα, κυρίως κάθε ξάστερη νύχτα, χάνω κι από κάτι. Χάνω μια ιδέα, μια λάμψη, μια οικεία φωνή, χάνω ακόμη και την ικανότητα να αντιλαμβάνομαι το χάδι του ανέμου στο δέρμα μου, όσο κι αν γυμνώνω το κορμί μου. Χάνω ένα προς ένα τα σκυλιά της Περσεφόνης, εκεί ψηλά, όση πίστη κι αν μου υποσχέθηκαν. Όλα για τη γριά. Όλα για κείνο το αόριστο οικοδόμημα που με προφυλάσσει από τον βοριά με το τίμημα της αφαίμαξης. Στον πετσοκομμένο μου κορμό έχουν ξεπεταχτεί τρία, τέσσερα μπορεί και πέντε βλαστάρια, όμως το καθένα, κι όλα μαζί, ακόμη κι αν ενωθούν δεν μπορούν να αντέξουν το βάρος έστω και ενός σπουργιτιού, ούτε καν το βάρος μιας έφηβης πεταλούδας.
Εκείνος
Ποιο να γαβγίσει πρώτο και ποιο να σε καλέσει κοντά του; Τα ‘χω δει να φεύγουν μακριά και τα ‘χω δει μπροστά στα πόδια μου, να παίζουν τριγύρω, να γρυλίζουν ευτυχισμένα. Κι όλα μού λένε, μου είπαν, μην γυρίζεις, μην γυρνάς εκεί, εμείς θα καθίσουμε εδώ, απαγκιστρωμένα, έκπτωτα, πεσόντα, τα άγνωστα σκυλιά του Κάτω Κόσμου, πλέον, τα σκυλιά των μαραμένων λουλουδιών. Υπάκουσα πέντε χρόνια, πέντε χρόνια δυσπεψίας, σχεδόν άπιστος, όμως υπάκουσα – ως τώρα. Σου μοιάζω. Τι λέω; Είμαι ίδιος εσύ ή τουλάχιστον κάτι καταφέρνω ακόμα. Και σ’ έχω ανάγκη όπως μ’ έχεις ανάγκη κι εσύ κι ας μην το παραδέχτηκες ποτέ – ούτε κι εγώ το παραδέχτηκα στο παρελθόν και το παραδέχομαι τώρα. Ίσως γιατί κουράστηκα να περιφέρομαι χωρίς γη, ίσως φοβάμαι τη συνέχεια χωρίς συνοδοιπόρο, χωρίς κάποιον να μου λέει ‘προχώρα, είμαι εγώ εδώ’, χωρίς κάποιον να του λέω ‘δως μου το χέρι σου κι ας γκρεμίσουμε την τελευταία ανάσα μας στο χάος’. Το μόνο εύκολο, αφού έχουμε φορέσει τα κοστούμια του ρεπό και της εξόδου, είναι να βάλουμε τώρα στο κεφάλι μας, ψηλά και περήφανα, τα πιο αστεία, τα πιο αταίριαστα καρναβαλικά μας καπέλα και να πλεύσουμε εκεί όπου το αμήχανο γέλιο δεν θα ‘ναι πλέον καταδίκη. Κι ίσως έπειτα από δυο – τρία ποτά σε κάποιο αφιλόξενο χαμαιτυπείο να φύγουμε οξυδερκείς και ανελέητοι πριν καν μας διώξουν προς την ανατολή της μοναξιάς με μόνη συντροφιά ένα φρου – φρου περιπτέρου στο στόμα.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΑΞΗ
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
Ένας
Ας μην αρχίσουμε τα ίδια, σε παρακαλώ!
Εκείνος
Εντάξει, μια κουβέντα είπα.
Ένας
Μία κουβέντα εδώ, μία κουβέντα εκεί, μία αναφορά σε τούτο, μία αναφορά σε κείνο, πάλι ερχόμαστε στα ίδια και αθετούμε υποσχέσεις και πατάμε όρκους και συνεχίζουμε να πληγώνουμε. Διαρκής αναφορά στα άχρηστα. Ανάλωση σε θέματα που πονάνε και θίγουν…
Εκείνος
Ηρέμησε!
Ένας
… σε γλώσσες λεπίδες που σφάζουν, σε διαιρέσεις που κάθε άλλο παρά απαραίτητες είναι σε τελική, και τελευταία, ανάλυση.
Εκείνος
Κάποτε, επιβάλλεται, να επιστρέφουμε, δεν νομίζεις; Να λέμε τα πράγματα όπως είναι, με τ’ όνομά τους, όχι;
Ένας
Ως πότε θα συμβαίνει αυτό; Εσύ δεν κουράστηκες, δεν μπούχτισες, δεν σε αρρωσταίνει όλη αυτή η επιστροφή; Αυτό το διαρκές ταξίδι προς τα πίσω; Σε ό,τι μας πληγώνει, σε ό,τι μας εξουθενώνει, σε ό,τι μας διαλύει την ψυχή;
Εκείνος
Δεν το σκέφτομαι ακριβώς έτσι.
Ένας
Εμένα με σκοτώνει. Κοιτάζω τα πάντα να πετούν μακριά, να προχωρούν μπροστά. Τα σπρώχνει απαλά ο άνεμος, με μια ανάσα, ένα χάδι ανέμου, ναι, ένα χάδι αέρινης στοργής. Έλειψαν οι μελωδίες, το νανούρισμα, το ξύπνημα την επόμενη μέρα, η επόμενη νέα μέρα. Μονάχα πίσω, να γέρνω, να πισωπατώ, να γερνώ, να μην ανασαίνω καθαρό ουρανό, μονάχα πίσω, στη θολούρα, στη σκόνη, στη σκιά, φυλακισμένος στην τσέπη της ομίχλης.
Εκείνος
Λίγο ακόμα, μόνο για λίγο. Εκεί πίσω βρίσκονται όλα. Ίσως λίγο σκόρπια, ίσως κάπως αόριστα, μα, αν δεν κοιτάξεις εκεί, αν δεν ψάξεις εκεί, να βρεις, να συλλέξεις, να περιμαζέψεις, πώς θα ενώσεις, πώς θα συγκολλήσεις όλα αυτά τα σπασμένα μικρά και μεγάλα κομμάτια που άλλοτε συγκροτούσαν το ένα, το όλον, εσένα; Πού αλλού θα βρεις όλους εκείνους τους σκορπισμένους εαυτούς;
Ένας
Είπες «κομμάτια»; Μόλις τώρα είπες τη λέξη «κομμάτια»; Άκουσα καλά;
Εκείνος
Εννοούσα εαυτούς.
Ένας
Είπες «κομμάτια». Τη λέξη αυτή την καταλαβαίνω καλύτερα.
Εκείνος
Δεν είναι το ίδιο. Άκου…
Ένας
Δεν καταλαβαίνω. Εννοείς να ενώσω όλα τα σπασμένα κομμάτια μου.
Εκείνος
Εννοώ να συλλέξεις τους εαυτούς που ‘χουν σκορπίσει εδώ κι εκεί. Μόνο εσύ γνωρίζεις πού βρίσκονται.
Ένας
Και ενώνοντας τα κομμάτια να δημιουργήσω και πάλι έναν εαυτό;
Εκείνος
Όχι, όχι! Να βρεις τους εαυτούς, να τους βάλεις στη σειρά, τον έναν δίπλα στον άλλον κι έπειτα, αμέσως μετά, χωρίς βιασύνη, τον έναν μέσα στον άλλον, ξέρεις, όπως οι ρώσικες κούκλες.
Ένας
Για να συμβεί αυτό θα πρέπει να γυρίσω πολύ πίσω και δεν ξέρω αν μπορώ να το κάνω αυτό. Δεν ξέρω αν θέλω να το κάνω. Μέχρι πριν λίγο, τουλάχιστον, δεν ήθελα.
Εκείνος
Και τι άλλο έχεις να κάνεις; Κοίτα πού είσαι όλα αυτά τα χρόνια. Στην ουσία, πουθενά. Και τι κάνεις; Στην ουσία, τίποτα.
Ένας
Τουλάχιστον, εδώ, είμαι ήσυχος.
Εκείνος
Αν ήσουν πραγματικά ήσυχος, εγώ, δεν θα ήμουν τώρα εδώ.
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
Εκείνος
Απ’ το παράθυρο, τελικά, βλέπεις τη δυστυχία σου. Από κείνο το παράθυρο στο σπίτι, το παράθυρο που βλέπει πάντα ανατολικά, εσύ, έβλεπες πάντα τη δυστυχία σου. Κι αυτό είναι μια παραίσθηση, κάτι το αναληθές αλλά εσύ, ουσιαστικά, χαιρόσουν πάντα, χαίρεσαι να βλέπεις τη δυστυχία σου, χαίρεσαι όλη εκείνη την κακόμοιρη παρέλαση των καταφρονεμένων πλασμάτων της μέρας και της νύχτας, τη δυστυχία τους που τελικά είναι η δυστυχία σου αλλά τη διώχνεις με τέχνη από πάνω σου και την κολλάς επάνω στα μέτωπα και στα κεφάλια όλων αυτών που περνούν κάτω από το περβάζι του παραθύρου σου. Τη διώχνεις από πάνω σου και από μέσα σου πείθοντας τον εαυτό σου ότι δεν την είχες ποτέ, ότι δεν ήταν ποτέ δική σου, προσωπική δυστυχία, αλλά όλων των άλλων, όλων των υπόλοιπων. Πείθεσαι ότι δεν υπήρξες ποτέ δυστυχής. Έτσι, συνεχίζεις εφησυχασμένος, ανώτερος, ένας μεγάλος κριτής, όχι και τόσο δίκαιος, εδώ που τα λέμε. Κάπου – κάπου ραίνεις με άνθη τις ορδές όλων αυτών και κλείνοντας την κουρτίνα στα μούτρα τους διπλώνεσαι στα δύο και πιάνοντας την κοιλιά σου ξεσπάς σε γέλια που δεν τιμούν κανέναν.
Ένας
Αυτό που ήθελα εκείνες τις μέρες, δηλαδή μία από τις μέρες όπως αυτή που περιγράφεις, μια τέτοια ανάλογη σκηνή, καταλαβαίνεις, ήταν, και είναι ακόμη, και μια μέρα, δεν στο κρύβω, το τόλμησα, εσύ τότε έλειπες, δεν θυμάμαι, είχες πάει κάπου ή κοιμόσουν στην κρεβατοκάμαρα, δεν έχει σημασία, η μία και μόνη επιθυμία μου, αυτό ήταν, ήταν μία επιθυμία. Είχα την επιθυμία να τους ακολουθήσω, όλους αυτούς ή έστω μονάχα έναν από αυτούς, να τον ακολουθήσω μέχρι το σημείο της πτώσης του, μέχρι εκείνη τη στιγμή που κάποιοι ονομάζουν ύστατη, μέχρι να τον εγκαταλείψουν οι δυνάμεις του, να παραιτηθεί, να σκύψει, να διπλωθεί στα δύο, να υποκύψει. Όχι, δεν σκέφτηκα ποτέ να τον βοηθήσω κι εκείνη τη μέρα που εσύ κοιμόσουν στην κρεβατοκάμαρα ή έλειπες κάπου – ποιος θυμάται; – εγώ ακολούθησα κάποιον, από μακριά, διατηρώντας μία απόσταση τέτοια ώστε να μην μου απαγορεύεται να διακρίνω κάθε λεπτομέρεια αλλά να μην δίνω και στόχο στους περαστικούς και συνέχισα να ακολουθώ με υπομονή εκείνο το ζωντανό σκιάχτρο και περίμενα, επίσης υπομονετικά, μέχρι να στερέψουν οι δυνάμεις του, μέχρι να πέσει κάτω, με τη μόνη λαχτάρα, τη μοναδική λαχτάρα, όταν πια όλα θα είχαν τελειώσει, να σταθώ από πάνω του, να σταθώ πάνω από το πρόχειρο μνήμα του και στάθηκα από πάνω του, όταν ήρθε η κατάλληλη ώρα, στάθηκα από πάνω και ετοίμασα τη φωνή μου, καθάρισα τον λαιμό μου, άνοιξα το στόμα μου θέλοντας να θρηνήσω, θέλοντας να τραγουδήσω το πιο λυπημένο τραγούδι, όμως κάτι με χτύπησε στο στήθος, όπως θα χτυπούσε πάνω μου ένα έντομο που έχασε τον δρόμο του, ένα έντομο που εμφανίστηκε τυχαία μπροστά μου, με χτύπησε κι έπειτα έπεσε πάνω στην ανοιχτή παλάμη μου και σκέφτηκα ότι ίσως αυτός να ήταν ο σκοπός του, ο σκοπός του ήταν να με σταματήσει από ό,τι ετοιμαζόμουν να κάνω, από ό,τι θα επιχειρούσα το επόμενο λεπτό. Κάποια ανάγκη το πέταξε πάνω μου, πάνω στο στήθος μου κι έπειτα επάνω στην ανοιχτή παλάμη μου, εντελώς μπροστά στα μάτια μου, μπροστά στο ανοιχτό στόμα μου, ακίνητο, προσγειωμένο, να κοιτάζει εμένα ή ποιος ξέρει τι άλλο αν υποθέσουμε ότι πράγματι δεν ήταν τυφλό. Δεν έκανα τίποτα. Ούτε κατάλαβα τι ήταν.
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ
Ένας
Όλο αυτό είναι, ναι, όλο αυτό είναι αδιέξοδο. Άκαρπες κουβέντες και λόγια του αέρα.
Εκείνος
Διάλογοι που δεν είναι παρά μονόλογοι.
Ένας
Και μονόλογοι θα παραμείνουν. Για πάντα.
Εκείνος
Μην είσαι και τόσο σίγουρος. Αυτό που μόλις είπες δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο. Τουλάχιστον όχι για μας τους δύο.
Ένας
Δεν παρατηρώ καμία εξέλιξη. Όλη αυτή την ώρα δεν υπάρχει καμία πρόοδος. Δεν συμβαίνει τίποτα. Ούτε γύρω μας, ούτε μέσα μας.
Εκείνος
Παράξενη μέρα. Και σε λίγο νυχτώνει.
Ένας
Οπότε, ίσως μας περιμένει και μια παράξενη νύχτα.
Εκείνος
Ή η πλέον παράλογη. Μία παράλογη νύχτα αντάξια της μέρας που φεύγει.
Ένας
Κάποιες νύχτες φωτίζονται από λαμπερά πυροτεχνήματα. Σκάνε ψηλά στον ουρανό, εκεί, πάνω από τον λόφο με τα μνήματα. Τον βλέπεις; Άρχισε να διακρίνεται. Νύχτες διαύγειας!
Εκείνος
Εκείνος ο λόφος βρισκόταν πάντα εκεί;
Ένας
Πάντα! Τις νύχτες. Κυρίως τις νύχτες με πυροτεχνήματα.
Εκείνος
Κι αν ακολουθήσεις εκείνον τον δρόμο…
Ένας
Αν ακολουθήσεις έναν πικρό δρόμο…
Εκείνος
Έναν πικρό δρόμο; Πώς σου ‘ρθε αυτό;
Ένας
Έναν δρόμο. Όπως αυτός που σ’ έφερε σήμερα εδώ ενώ κανονικά θα έπρεπε να βρίσκεσαι στο σπίτι, να κοιμάσαι στην κρεβατοκάμαρα.
Εκείνος
Μα… εκεί είμαι.