________
Βλ. και Χάρτης #78
__________
Η Δεσποινίς Φόζαρντ στέκεται στα πόδια της

Αγαθή γεροντοκόρη, που θυσιάζεται για τον εγωιστή, άρρωστο αδερφό της, βρίσκει ενδιαφέρον στη ζωή σε μια ανορθόδοξη γνωριμία ― εκείνη απλά πήγαινε για πεντικιούρ.
(Γραμμένο για την Patricia Routledge )
Ανώνυμο σαλόνι στα προάστεια. Κατά τη διάρκεια του μονολόγου της, η Δις Φόζαρντ κάθεται σε διάφορες καρέκλες η στέκεται δίπλα στο τζάκι. Το σκηνικό όμως παραμένει το ίδιο.
Κεραυνός εν αιθρία, απόψε. Όπως σηκώνω το καλσόν μου, μου λέει ο κύριος Σάνταμπι, ‘Φοβούμαι, Δις Φόζαρντ, ότι αυτό το ραντεβού μας θα είναι και το τελευταίο.’ Φαίνεται πως μετά την πρόσφατη διάρρηξη σπίτι τους και αφού η μητέρα του θα μπει τελικά σε γηροκομείο, άσε που η τηλεόρασή τους δεν έχει εκεί καλό σήμα, αποφάσισαν να δραπετεύσουν και να μετακομίσουν στο Σκάρμπρο. Πιστεύει μάλιστα, ότι η παραλία θα κάνει καλό και στο σκυλάκι τους την Τίνα, που έχει λίγη αρθρίτιδα, γι αυτό και αγόρασαν ένα σπιτάκι κοντά στο πάρκο του Πίσολμ.
‘Μη σκοτίζεστε μ’ όλα αυτά όμως’, λέει ο κ. Σάνταμπι, ‘το πιό σημαντικό είναι να λύσουμε το θέμα των ποδιών σας. Είστε τόσο καιρό πελάτισσά μου, που δεν θα ήθελα να τ’αφήσω σε λάθος χέρια.’
Του λέω, ‘Πράγματι, κ. Σάνταμπι, θα ήμουν πολύ τυχερή αν ξανάβρισκα κάποιον τόσο ικανό όσο εσείς- κι αν μου επιτρέπετε, με τόσο χιούμορ.’ Γιατί σπάνια περνάει μιά επίσκεψη χωρίς τις εύθυμες στιγμές της.
Μου λέει, ‘Ο κόσμος της ποδιατρικής είναι μικρός, γι αυτό πήρα την πρωτοβουλία να κάνω μερικά τηλέφωνα και κατέληξα σε δύο υποψήφιους αντικαταστάτες. Η πρώτη είναι μιά νεαρή κυρία στο Ράουντχεϊ, που απ’ ότι κατάλαβα είναι κι αρκετά οικονομική.’
‘Γυναίκα’, ρωτάω; ‘Ποδίατρος, δεν είναι ασυνήθιστο;’ ‘Όχι πλέον’, απαντάει, ‘όπως και σε πολλά άλλα οι φραγμοί έχουν ξεπεραστεί, Δ. Φόζαρντ, είναι η επέλαση της προόδου και η Σίντι Μπίκερτον έχει στήσει το δικό της ιατρείο!’ ‘Σίντι’, του κάνω, ‘δεν σου εμπνέει εμπιστοσύνη. Με τέτοιο όνομα θα ’πρεπε να βάφει νύχια αντί να τα κόβει.’
‘Τότε’, μου λέει, ‘η εναλλακτική λύση μάλλον θα είναι πιό πολύ του γούστου σας. Δεν τον ξέρω προσωπικά, αλλά ο κύριος Ντάντερντεϊλ έχει όλα τα απαραίτητα προσόντα. Βασικά είναι συνταξιούχος, αλλά του αρέσει να κρατάει λίγους εκλεκτούς πελάτες, για να μην ξεχνάει την τέχνη του. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι μένει στο Λόνζγουντ κι αν δεν κάνω λάθος, εσείς δεν οδηγείτε.’ ‘Κανένα πρόβλημα’, απαντάω, ‘με βολεύει και το 17, απ’ τις αγαπημένες μου διαδρομές. Λοιπόν αν δε σας πειράζει εσάς και τους υπέρμαχους της ισότητας, θα διαλέξω τον κ. Ντάντερντεϊλ.’ ‘Σοφή απόφαση’, μου λέει και κλείνοντας μου το μάτι, ‘Επιτρέψτε μου να σας σφίξω το πόδι με το χέρι μου!’
Πήγαινα συχνά στον κ. Σάνταμπι, για χρόνια, νομίζω είναι απαραίτητο. Ειδικά αν σ’ αρέσουν τα λεπτά γοβάκια, στενά-στενά όπως είναι. Ο κ. Σάνταμπι μου τα ψέλνει φυσικά, αλλά όπως λέει, ‘Ζούμε σε μιά ελεύθερη χώρα, Δ. Φόζαρντ, αν θέλετε να υποφέρετε μιά ζωή από ξηροδερμία, δεν μπορώ να σας το απαγορεύσω.’ Για να δούμε τι θα πει κι ο κ. Ντάντερντεϊλ.
‘Οταν επέστρεψα, η κ. Μπίβερς με περίμενε φορώντας ήδη το παλτό της και δεν έβλεπε την ώρα να φύγει. Μου λέει, ο Μπέρναρντ την έβγαλε όλο το βράδυ στην πολυθρόνα, κοιτώντας την τηλεόραση. Με βοηθάει να τον πάω επάνω και μετά κάθομαι δίπλα του στο κρεβάτι κι όπως συμβουλεύει το πρόγραμμα ανάρρωσης, του λέω πως πέρασα τη μέρα μου.
Ο κ. Κλάρξον-Χολ στο νοσοκομείο λέει, ‘ Όταν κάποιος έχει πάθει εγκεφαλικό επεισόδιο, Δ. Φόζαρντ, πρέπει να προσέξουμε να μην τον αντιμετωπίζουμε σαν παιδί. Εάν ο αδερφός σας έχει κάποιες πιθανότητες να επανακτήσει τις ικανότητες του, αγαπητή μου, όσο πιό πολύ του απευθύνετε τον λόγο, τόσο καλύτερα.’
Του έλεγα για την επίσκεψη μου στου κ. Σάνταμπι κι ότι μετακομίζουν στο Σκάρμπρο, μέχρι που ο Μπέρναρντ έγειρε πίσω το κεφάλι κι άρχισε να χασμουριέται.
Το πρωί πήρα τηλέφωνο τον κ. Κλάρκσον-Χπλ. ‘Αυτό δείχνει πρόοδο’, με διαβεβαίωσε. (Παύση)
Πόσο μου λείπει η δουλειά. (Σκοτάδι)
Ετοιμαζόμουν να πάω στου κ. Ντάντερντεϊλ απόψε, όταν ο Μπέρναρντ άδειασε τη φούσκα του σ’ όλη την εσωτερική σκάλα. Η κ. Μπίβερς αργούσε να φανεί και είχα ήδη καθαρίσει, αφού τον τοποθέτησα στο ‘θρόνο’, όταν χτύπησε το κουδούνι. Μόνο που δεν ήταν αυτή, αλλά ένα ζευγάρι, απ’ τον έρανο της εκκλησίας για τη Ρουάντα. Τους λέω, ‘η Ρουάντα μπορεί να περιμένει, προς το παρόν μπορείτε να μου δώσετε ένα χεράκι να σηκώσουμε έναν μεσόκοπο κύριο απ’ την τουαλέτα;’ Έτσι τον κατεβάσαμε στο σαλόνι και τον αφήσαμε στην αγαπημένη του πολυθρόνα, κολλημένο μπροστά στην οθόνη της τηλεόρασης.
Όταν έφυγαν του λέω, ‘Το κοντρόλ ξέρεις να το χρησιμοποιείς, μήπως είναι πιά καιρός να θυμηθείς και πως να σκουπίζεις τον πισινό σου;’ Καμία αντίδραση, φυσικά. Έτσι στη φέρνουν με το εγκεφαλικό ― ποτέ δεν ξέρεις τι καταλαβαίνουν και τι όχι.
Όταν τελικά καταφτάνει η κ. Μπίβερς, μία ώρα αργοπορημένη, έχω ήδη χάσει το λεωφορείο των και δέκα και τραβάω όλη την ανηφόρα, τρέχοντας μέχρι τη στάση για το επόμενο κι όταν επιτέλους χτυπάω το κουδούνι του κ. Ντάντερντεϊλ, έχω αναψοκοκκινήσει και φοβάμαι ότι τα πόδια μου θα είναι ιδρωμένα. Εκείνος με καθησύχασε, ‘Αν αυτό είναι που σας ανησυχεί, Δ. Φόζαρντ, σας διαβεβαιώ ότι το πρόβλημα θα λυθεί με μία λοσιόν, που έτσι κι αλλιώς, πάντα χρησιμοποιώ στην αρχή κάθε επίσκεψης.’
Ραφινάτος τύπος, γύρω στα 65, αλλά έχει κρατήσει όλα τα μαλλιά του. Το σπίτι, απ’ αυτά τα μεγάλα με τη διπλή πρόσοψη, βλέπει προς το γήπεδο του κρίκετ. Τοποθετεί το πόδι μου αναπαυτικά πάνω σε ένα μεταξένιο μαντήλι, που ομολογώ μου φάνηκε μιά πολιτισμένη πινελιά. Ο κ. Σάνταμπι χρησιμοποιούσε απλά τη χτεσινή εφημερίδα.
Μου λέει, ‘Δ. Φόζαρντ, με την πρώτη ματιά είναι προφανές ότι το παρακάνετε στην ορθοστασία. Έχω δίκιο;’ ‘Το βρήκατε! Είμαι υπεύθυνη πωλήσεων στο τμήμα ‘Επίπλων/Καλυμμάτων’ στους ‘Ρόμπινσον’ , η μάλλον ήμουν, μέχρι που αρρώστησε ο αδερφός μου. Αν χρειαστείτε οτιδήποτε σε κρετόν, ξέρετε τώρα που να απευθυνθείτε.’ Μου κάνει, ‘Σας το υπόσχομαι, κι επί τη ευκαιρία, θα ήθελα να σας συγχαρώ για τα παπούτσια που επιλέξατε.’ Απαντάω, ‘Συνήθως αποφεύγω τα καστόρινα, γιατί δύσκολα συντηρούνται, αν και πιστεύω με λίγο βερνίκι όλα διορθώνονται.’ ‘Βλέπω ότι έχουμε κοινή οπτική στα πράγματα’, μου λέει. ‘Επιτρέψτε μου να αρχίσω, κόβοντας τα νύχια σας.’
Και συνεχίζει, ‘Φυσικά με το που μπήκατε, κατάλαβα ότι έχω να κάνω με μια κυρία με καριέρα.’ Ρωτάω, ‘Μα πώς;’ ‘Απ’ τα διακριτικά και καλόγουστα αξεσουάρ σας’, μου κάνει. ‘Ομολογώ ότι προτιμώ να ακολουθώ τη μόδα με κάποια συντηρητικότητα, ζωηρά χρώματα αλλά κλασική γραμμή, αν γίνομαι αντιληπτή.’ ‘Και βέβαια’, μου λέει, ...’εδώ υπήρξε κάποιος κάλος, αλλά μάλλον πέρασε. Ξέρετε γιατί επέλεξα αυτό το επάγγελμα;’ ‘ Όχι’, του λέω. ‘Για να μπορώ να γονατίζω μπροστά σε χιλιάδες γυναίκες, χωρίς να διαμαρτύρεται η δική μου.’ ‘Μάλιστα’, λέω, ‘είστε παντρεμένος...’ ‘ Ήμουν. Η σύζυγος μου πέθανε.’
Όταν τελείωσε μου έκανε μασάζ με λάδι, άρωμα Μεντόλ, απ’ το Μαρόκο, είπε και με προειδοποίησε ότι τσούζει λίγο, αλλά όχι δυσάρεστα. Κι ότι τα πόδια μου ήταν σε καλή κατάσταση, εκτός από ένα σημείο, ανάμεσα σε δύο δάχτυλα, που ίσως εμφανίσει μύκητες και θέλει προσοχή στο μέλλον.
Φορούσε μιά πολύ κομψή ζακέτα. Τον ρωτάω, ‘Συγνώμη για την αδιακρισία, αλλά είναι από κασμίρ;’ ‘Κόβει το μάτι σας, δ. Φόζαρντ! Μάλλον θα βαρεθείτε όμως να την βλέπετε- να σας προσφέρω ένα σέρυ;’
Επίτροπος του ναού του Σεντ Ουίλφρεντ, πρόεδρος σε φιλανθρωπική οργάνωση, φαίνεται ευκατάστατος, σωστός στυλοβάτης της κοινωνίας. Στην εξώπορτα μου λέει, ‘Την επόμενη φορά, αν είστε καλό κορίτσι, θα σας μυήσω στα μυστήρια του μεταταρσίου.’
Το σκεφτόμουν στο λεωφορείο για το σπίτι κι όταν πλήρωσα την κ. Μπίβερς, της είπα ότι δεν χρειάζεται να έρχεται πια, καθώς θα γυρίσω στη δουλειά και θα ψάξω για κάποιον μόνιμο. Ο Μπέρναρντ φαινόταν κατσούφης, σίγουρα θα’ ταν στις κακές του.
Έβλεπε ακόμα τηλεόραση, οπότε την έσβησα κι άρχισα να του αφηγούμαι πως πέρασα το απόγευμά μου, όπως με συμβούλεψε ο γιατρός. Μου κρατούσε μούτρα, οπότε του λέω, ‘Μπέρναρντ, κανείς δεν επανέκτησε την ομιλία του, παρακολουθώντας το μπιλιάρδο!’ Του μίλησα για τον κ. Ντάντερντεϊλ, την κασμίρινη ζακέτα του, την μυκητίαση στο πόδι μου κι όλα αυτά.
Όπως λέει κι ο κ. Κλάρξον-Χολ, ‘Δ. Φόζαρντ, δεν έχει σημασία τι λέτε ― η γλώσσα είναι σα σφαίρες, απ’ όπου κι αν έρχονται, πετυχαίνουν το στόχο τους.’ Κι έχει δίκιο. Τον έβαλα στο κρεβάτι κι όπως έκλεινα την πόρτα, τον άκουσα να λέει την πρώτη του λέξη. Είπε, ‘Σκύλα’.
Όταν τηλεφώνησα στο γιατρό το πρωί, με ρώτησε, ‘Γιατί “σκύλα”;’ ‘Μάλλον από κάτι που είδε στην τηλεόραση’, του λέω. Τέλος πάντων, συμφώνησε μαζί μου, ότι ήταν σημαντική εξέλιξη.
Σήμερα έφτιαξε λίγο ο καιρός κι αποφάσισα να φορέσω την μουσταρδί μου καμπαρντίνα σε συνδιασμό με τ’ ανοιχτά μου σανδάλια, είχα να τα ξεθάψω από πέρσι το καλοκαίρι που ‘χαμε πεταχτεί με την Τζόι Πόιζερ στο Ουίτμπι.
Ο δε κ. Ντάντερντεϊλ ξετρελάθηκε μαζί τους. Μου είπε, ότι είχε να δει τέτοια εδώ και 15 χρόνια κι ότι, όπως στηρίζουν γερά τη φτέρνα κι αφήνουν τα δάχτυλα να παίρνουν αέρα, είναι το καλύτερο σχέδιο παπουτσιού, κατά την άποψή του. Μ’ έβαλε να παρελάσω πάνω κάτω στο δωμάτιο και θα τα ‘ παιρνε και φωτογραφία, αλλά δεν μπορούσε να βρει την μηχανή του. Τέλος πάντων, θα τα φέρω την επόμενη φορά, μέχρι τότε θα την έχει βρει.
Θέλει να πηγαίνω δύο φορές το μήνα, ώσπου να θεραπευθεί η μυκητίαση, αλλά δεν μου παίρνει παραπάνω λεφτά. Εξάλλου τώρα που γύρισα στη δουλειά κι έχουμε τη δεσποινίδα Μολόι να προσέχει τον Μπέρναρντ, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα.
Μου λέει, ‘Να με λες Μάλορι.’ ‘Μάλορι; Τι σόι όνομα είναι αυτό.’ Δεν μπορείς να καταλάβεις αν είναι γι αγόρι η για κορίτσι. ‘Είμαι από Αυστραλία, μου κάνει.’ Γερό κορίτσι, καπάτσο. Κι έχει και τα προσόντα της, με δίπλωμα φυσιοθεραπευτή. Αυστραλέζικο δίπλωμα, βέβαια, αλλά η φυσιοθεραπεία ίδια είναι παντού, μόνο που αυτοί δεν υποφέρουν από υποθερμία.
Θα προτιμούσα κάποιαν μεγαλύτερη, η τέλος πάντων όχι τόσο νέα, αλλά δεν μας κατέκλυσαν κι οι υποψήφιοι – που το βρίσκω περίεργο, γιατί θα ήταν ιδανική απασχόληση για κάποιον συνταξιούχο, μόνο που θα’ πρεπε να μπορεί να τον κουμαντάρει. Αυτή πάντως τον κουβαλάει άνετα παντού, λες κι είναι αχυρένιος. Απ’ το Χόμπαρντ στην Τασμανία, μας είπε. Προφανώς στην Αγγλία υπάρχει μεγαλύτερη ζήτηση για αποκλειστικές, απ΄ότι εκεί στην έρημο. Και φαίνεται να τα πηγαίνουν μιά χαρά με τον Μπέρναρντ, μου λέει της αρέσει το χιούμορ του. Λέω στην Τζόι, ‘Αυτό κι αν ήταν έκπληξη, δεν είχα καταλάβει ποτέ ότι είχε και χιούμορ!’
Πάντως φαίνεται ότι του κάνει καλό, γιατί και κινείται πιο άνετα, ανεβοκατεβαίνει τη σκάλα σχεδόν μόνος του πιά, αλλά και στην ομιλία. Έχοντας συντροφιά όλη τη μέρα, βλέπεις, κάνει εξάσκηση.
Άρχισα να διηγούμαι όλη την υπόθεση του εγκεφαλικού στον κ. Ντάντερντέιλ, καθώς μου λείαινε τις φτέρνες, μέχρι που με ρώτησε, ‘Τι δουλειά έκανε ο Μπέρναρντ, δ. Φόζαρντ;’ ‘Θα μπορούσε κανείς να τον πει και δολοφόνο’, του κάνω. Μου λέει, ‘Ασυνήθιστο επάγγελμα!’ ‘Πουλούσε καπνά, που κάνει το ίδιο’, απαντάω. ‘Τσιγάρα και σοκολάτες, σ΄ένα μικρό περίπτερο στο Χέντινγκλι.’ ‘Α, μάλιστα, κατάλαβα’, λέει. ‘Τσιγάρα και γλυκά, μοιραίος συνδυασμός.’ Συνεχίζω, ‘Κι όχι μόνο κάπνιζε κι αυτός, αλλά ήταν και υπέρβαρος, άσε που τα έπινε κιόλας τα ποτηράκια του. Καμιά φορά φταίνε και οι έγνοιες, αλλά, όπως είπα και στον γιατρό, απ’ αυτό δεν έπασχε ποτέ. Και τώρα την πληρώνει. Μόνο που είναι άδικο, γιατί την πληρώνω κι εγώ.’
Ο κ. Ντάντερντεϊλ σήκωσε τα μάτια του και μου λέει, ‘ Έχετε δίκιο, δ. Φόζαρντ, ―κρατώντας ταυτόχρονα το πόδι μου στα χέρια του― έχετε δίκιο, αν οι Απόστολοι ήταν δεκατρείς, αντί για δώδεκα, θα ήσασταν μαζί τους.’
Πράσινο μεταξωτό μαντήλι αυτή τη φορά. Την περασμένη βδομάδα ήταν κόκκινο.
Η ομιλία του Μπέρναρντ πάντως βελτιώθηκε, δεν χωράει καμία αμφιβολία κι όταν του διαφεύγει κάποια λέξη, τον βάζω να κάνει αυτό που πρότεινε ο γιατρός, να την παρακάμπτει, περιγράφοντάς την. Η δ. Μολόι τον ενθαρρύνει κι αυτή στην προσπάθεια του και με τον ένα η τον άλλον τρόπο, τα πάνε μια χαρά οι δυό τους. Τον κάνει μπάνιο κάθε βράδυ, τον αλείφει με λάδι, είναι καλύτερο να προλάβουμε πριν εμφανιστούν πληγές κατάκλησης, πιστεύει, παρά να τρέχουμε μετά.
Παρ’ όλα αυτά, εγώ ακόμα του διηγούμαι όλα μου τα νέα κάθε βράδυ. Ο κ. Ντάντερντεϊλ μου συζητούσε ότι είναι κρίμα που η εξέλιξη του ανθρώπινου είδους δεν έγινε διαφορετικά, γιατί μπορεί να χρησιμοποιούσαμε τα πόδια, όσο τώρα τα χέρια μας, που στην σημερινή οικονομική κατάσταση, ίσως να έκανε τη διαφορά. ‘Πολύ ενδιαφέρον’, σχολίασε κι η δ. Μολόι, μόνο που ο Μπέρναρντ απλά έβγαλε ένα μουγκρητό.
Προσωπικά μ΄εκπλήσσει το πώς μπορεί και τον ανέχεται, αλλά εκείνη μου λέει ότι για τα δεδομένα της Αυστραλίας, ο Μπέρναρντ της φαίνεται τζέντλεμαν. Τους ακούω που γελάνε μεταξύ τους.
Δεν έχουμε πολλή δουλειά στα έπιπλα νωρίς το πρωί, οπότε συνήθως περνάω για λίγο απ τα ‘Πατώματα’, να πω καμιά κουβέντα με την Εστέλ Μέτκαφ. Θα προτιμούσα να είμαστε δίπλα στα ‘Οικιακά’, που θα είχα την Τζόι, πιό κοντά, γιατί η Εστέλ δεν είναι κακή, αλλά παραείναι μικρή. Μεγάλα γυαλιά, ο φίλος της είναι απ’ αυτούς που ντύνονται ιππότες τα Σαββατοκύριακα και τρέχουν ν’ αναπαραστήσουν ιστορικές μάχες.
Τη ρωτάω σήμερα το πρωί, ‘Σιάτσου.’ Μου λέει, ‘Πώς το ‘πες;’ ‘Σιάτσου, τι είναι;’ ‘Τροπικό ψάρι’, μου λέει. ‘ Όχι.’ ‘Μήπως μανιτάρι;’ ‘ Όχι’, ξαναλέω. ‘Ο κ. Ντάντερντεϊλ’, μου πετάει. Της λέω, ‘Γιατι πρέπει να έχει να κάνει με τον κ. Ντάντερντεϊλ;’ Μου κάνει, ‘Γιατί τώρα τελευταία όλο μ’ αυτόν ασχολείσαι.’ ‘Ας κάνω ότι δεν το άκουσα αυτό, Εστέλ’, απαντάω, ‘Τέλος πάντων, πρόκειται για ένα είδος μασάζ, όπου ασκείται πίεση σε διάφορα μέρη του σώματος κι επινοήθηκε απ’ τους Ιάπωνες.’ ‘Καλοί είν’ κι αυτοί’, μου κάνει, ‘αυτό όμως δεν τους εμπόδισε να βομβαρδίσουν το Περλ Χάρμπορ.’ Ο Νέβιλ πολιορκεί το Γιορκ την Κυριακή και θα βάλει την καινούργια του πανοπλία. Η Εστέλ θα συμμετάσχει σαν πυργοκυρά, που βγαίνει να τους ικετεύσει, κρατώντας λευκή σημαία.
Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή μπαίνει ένας πελάτης, οπότε γυρίζω στο πόστο μου. Δεν μιλάω πια και συνέχεια για τον κ. Ντάντερντεϊλ. Ακόμα κι αν είναι έτσι κι αυτή δεν σταματάει ποτέ για τον Όλιβερ Κρόμγουελ.
Πηγαίνω τώρα κάθε βδομάδα, αλλά δε με χρεώνει επιπλέον. Καθόμουν ακόμα στον καναπέ, όπως μάζευε τα εργαλεία του, όταν μου είπε, ‘Έχω καλά νέα, δ. Φόζαρντ, πιστεύω ότι γιατρέψαμε την μυκητίαση, δεν υπάρχει ούτε ίχνος. Νομίζω ότι αξίζει να πιούμε κι άλλο ένα σέρυ να το γιορτάσουμε. Μήπως βιάζεστε;’ Λέω, ‘ Όχι γιατί;’ Μου λέει, ‘ Έχουμε ακόμα λίγο χρόνο κι αναρωτιέμαι αν θα σας πείραζε να δοκιμάσετε ένα ζευγάρι μποτάκια.’ ‘Μποτάκια;’ ρωτάω.
‘ Όχι ακριβώς, είναι απλά αρκετά ψηλά, με επένδυση από γούνα, οπότε χρησιμοποιώ τον όρο καταχρηστικά. Ορίστε, η απόχρωση λέγεται μπρούτζο της Βεγγάλης.’ ‘ Όμορφο παπούτσι’, λέω τότε. Αυτός συμφώνησε, ‘Σίγουρα, αγκαλιάζουν τον αστράγαλο και τελειώνουν τη γραμμή του ποδιού πολύ κομψά. Φυσικά θα σας τα χαρίσω μετά.’ ‘Κύριε Ντάντερντεϊλ’, διαμαρτύρομαι, ‘πώς να δεχτώ’- με διακόπτει, ‘Δ. Φόζαρντ, σας παρακαλώ πολύ. Οι γνωριμίες μου, τόσα χρόνια στο επάγγελμα, μου εγγυώνται εξαιρετικές εκπτώσεις. Αν επιμένετε όμως, θα μπορούσατε κι εσείς να κάνετε κάτι σαν αντάλλαγμα.’ ‘Αλήθεια’, ρωτάω. Συνεχίζει, ‘Τα χρόνια που πέρασα σκυμμένος στη δουλειά, μου άφησαν μια επώδυνη πάθηση στην μέση μου κι αν είχατε την καλοσύνη, θα μπορούσατε να με ανακουφίσετε.’ ‘Με ποιο τρόπο κ. Ντάντερντεϊλ;’ ― ‘Είναι απλό, θα βάλω ένα μαξιλάρι εδώ στο χαλί, δίπλα στο τζάκι για το κεφάλι μου κι άλλο ένα για τη μέση μου και θα ξαπλώσω μπρούμυτα. Εσείς, το μόνο που θέλω να κάνετε, είναι να πατήσετε πάνω της.’ Τον ρώτησα, ‘Να βγάλω τα μποτάκια πρώτα;’ ‘ Όχι, όχι’, μου λέει, ‘δε χρειάζεται, η υφή τους τα κάνει ιδανικά για το σκοπό αυτό. Έτσι μπράβο. Αν θέλετε, μπορείτε να στηριχτείτε στο τζάκι.’
Μετά είπε και κάτι άλλο, αλλά δεν κατάλαβα, γιατί είχε το πρόσωπό του χωμένο στο μαξιλάρι. ‘Τι είπατε;’, τον ρωτάω. ‘Περίφημα, δ. Φόζαρντ, μπορείτε να κάνετε μερικά βήματα, αν θέλετε!’ ‘Φοβάμαι μην σας πονέσω, κ. Ντάντερντεϊλ!’ –‘ Όσο γι αυτό, μη φοβάστε καθόλου. Πατήστε με την ησυχία σας!’ ‘Νιώθω σαν αυτούς τους Γάλλους χωρικούς που πατάνε τα σταφύλια’, αστειεύτηκα, μου λέει, ‘Ναι...ναι...ναιιι.’ ‘Νιώσατε κάποια ανακούφιση’, ρωτάω. ‘Ναι, πώς, ευχαριστώ. Αν δεν σας πειράζει, δ. Φόζαρντ, θα μείνω εδώ ξαπλωμένος για λίγο, απόψε δε θα σας συνοδεύσω μέχρι την έξοδο.’
Τον άφησα κι εγώ στο χαλί.
‘Όταν γύρισα σπίτι, ο Μπέρναντ καθόταν στον καναπέ με την δ. Μολόι και μου φάνηκαν λίγο αναψοκοκκινισμένοι. ‘Μας έπιασαν τα γέλια’, μου λέει αυτή, ‘γιατί ο Μπέρναρντ δε μπορούσε να θυμηθεί μια λέξη.’ ‘Πρέπει να μάθει να την παρακάμπτει, περιγράφοντας την’, της υπενθυμίζω, κι αυτή: ‘Αυτό έκανε, είναι μανούλα στην περιγραφή’ ― κι έσκασαν πάλι στα γέλια.
Ο κύριος Κλάρξον-Χολ είναι πολύ ικανοποιημένος με την περίπτωσή του. Παραδέχτηκε μάλιστα, ότι ποτέ δεν έχει ξαναδεί τόσο ταχύτατη ανάρρωση. ‘Δεν είχα την ευχαρίστηση’, μου είπε, ‘να γνωρίζω τον αδερφό σας πριν το επεισόδιο, αλλά φαντάζομαι ότι τώρα πια, έχει επανέλθει στον παλιό του εαυτό.’ Του λέω: ‘Ναι, έτσι ακριβώς...’
Όταν έφυγε η δ. Μολόι, μπαίνει στο δωμάτιο, που έπινα το τσάι μου και μου ανακοινώνει ότι σκοπεύει να ξανανοίξει το περίπτερο με τη βοήθεια της Μάλορι. ‘Κι έχει πείρα η δ. Μολόι από τσιγάρα και ψλικά’, ρωτάω εγώ.’ Όχι, μου πετάει, ‘αλλά είναι εύθυμο κορίτσι με πολύ ευχάριστη ...πωστολένε κι αυτό φτάνει και περισσεύει!’
Γράμμα απ’ τον κύριο Ντάντερντεϊλ σήμερα το πρωί, αναφέρει ότι η μέση του είναι πολύ καλύτερα κι ότι ανυπομονεί μέχρι το επόμενο ραντεβού μας την άλλη βδομάδα.
Κι η Εστέλ υποφέρει απ’ τη μέση της, κουσούρι απ’ τη μάχη του Νέιζμπι, που έπρεπε να κουβαλάει όλη μέρα ένα ακόντιο για ρεζέρβα. γι αυτό κι εγώ της μίλησα για το πώς βοήθησα τον κ. Ντάντερντεϊλ με το πρόβλημά του. Μόνο που αντί να πει ευχαριστώ, χασκογέλασε και μου κάνει, ‘Είσαι τελικά κρυφό ποταμάκι.’ Και την έβαλαν και στα Πατώματα. Εκεί χρειάζεται κάποιος πιό ώριμος. Αυτή θα ταίριαζε καλύτερα στα ‘Καλλυντικά’.
(Σκοτάδι)
Δεν ξέρω τι τους έπιασε στη δουλειά. Φτάνω στην είσοδο κι ο ανάπηρος θυρωρός με το μουστάκι μου κάνει, ‘Καλή σου μέρα περιστέρα μου!’ Γυρνάω κι εγώ: ‘Μπορεί να έχετε μόνο ένα χέρι κ. Κάψτικ, αλλά αυτό δε σας δίνει το δικαίωμα να το ακουμπάτε στον πισινό μου.’ Κι όταν αργότερα περνάω απ’ τις ‘Αποστολές’ με τις αποδείξεις από κάτι καλύμματα, ο νεαρός που πήραν εκεί για την εμπειρία – και που δεν δείχνει πάνω από 16 - μου κλείνει πονηρά το μάτι.
Είπα στην Εστέλ, ‘Πρώτη φορά το μάλλινο μου ταγεράκι προκαλεί τόση ταραχή.’ Κι αυτή: ‘ Έλα τώρα, απλά είναι φιλικοί.’ ‘Φιλικοί;’ λέω. ‘Εστέλ, μπορεί να μην είμαι φεμινίστρια ― αν και πρωτοστάτησα στο αιτημά μας να αρωματίζονται οι γυναικείες τουαλέτες – αλλά δεν θ’ αφήσω τον καθένα εδώ μέσα, να μου βάζει χέρι ατιμωρητί.’ ‘ Όχι, ίσως προτιμάς πόδι’, μου κάνει κι αρχίζει να χαχανίζει. Πώς μπορεί αυτή η χριστιανή να ανταπεξέλθει σ’ ένα τόσο υπεύθυνο τμήμα, όπως τα ‘Πατώματα/Πλακάκια’, μου είναι πραγματικά αδιανόητο.
Σκοτεινά, όταν γύρισα σπίτι. Είπα, θα ’ναι κι οι δυο τους στο σαλόνι, μόνο που όταν φώναξα, δεν απάντησε κανείς. Έφτιαξα το τσάι μου και διάβασα την απογευματινή εφημερίδα με την ησυχία μου, πράγμα που σπάνια καταφέρνω εδώ μέσα.
Μετά που μπήκα στο σαλόνι, βρήκα τον Μπέρναρντ να κάθεται στο σκοτάδι. Ανάβω το φως και βλέπω ότι έχει ανοιχτό ένα χάρτη μπροστά του. Τον ρωτάω, ‘Τι κάνεις μεσ’ στο σκοτάδι;’ ‘Ψάχνω τις Μαλδίβες’, μου απαντάει. ― ‘Γιατί σκέφτεσαι να πας διακοπές;’ Μου κάνει, ‘ Όχι πώς να πάω, με τι λεφτά;’ Και μου πετάει το βιβλιάριο τραπέζης του.
Έχω την εντύπωση ότι έχει κλάψει κι από αμηχανία πιό πολύ, πάω ν’ ανάψω το βραστήρα, κρατώντας το εκκαθαριστικό. Δεν έχει μείνει και τίποτα στον λογαριασμό. Σχεδόν καθημερινά και μιά ανάληψη. ‘Τι συμβαίνει’, τον ρωτάω πάλι. ‘Αυτή η βρώμα απ’ το Χάμπαρντ φταίει’, μου λέει. –‘Η δ. Μολόι; Ολόκληρη φυσιοθεραπεύτρια και με πτυχίο μάλιστα!’ Μου λέει, ‘Ναι και μην σου πω και τι άλλο είναι, μιά-‘
‘Υπέγραψες εσύ όλες αυτές τις επιταγές’, τον διακόπτω. ‘Φυσικά και τις υπέφραψα’, παραδέχεται. ‘Μα για ποιό λόγο, έκανες εξάσκηση στο γράψιμο; Πού είναι τώρα;’ Μου λέει, ‘Πού νομίζεις, στις Μαλδίβες, που ήτανε να πάω κι εγώ.’ Του λέω αμέσως, ‘Πρέπει να ειδοποιήσουμε την Αστυνομία, αυτό είναι απάτη’. ‘ Όχι, δεν είναι’, μου πετάει. –‘Μα γιατί πίστευες ότι έδινες τα λεφτά;’ Μου κάνει, ‘Ξέρω γιατί τα έδινα. Για προσωπικές υπηρεσίες. Και δεν εννοώ που με σήκωνε απ’ το πωστολένε. Είναι για κάτι πράγματα που έκανε για μένα.’ ‘Τι πράγματα’, απορώ. ‘Ξέρεις εσύ’, μου λέει.
‘Θυμήσου τι λέει ο γιατρός, Μπέρναρντ’, του λέω. ‘Να παρακάμπτεις τη λέξη, περιγράφοντας την.’ ‘Δε χρειάζεται να παρακάμψω καμιά γαμημένη λέξη’, μου φωνάζει. ‘Την ξέρω πολύ καλά. Εσύ δεν ξέρεις. Δεν ξέρεις την τύφλα σου.’ ‘ Ένα πράγμα είναι πάντως σαφές, Μπέρναρντ’, του λέω κι εγώ, ‘το εγκεφαλικό δε μείωσε καθόλου τις επιδόσεις σου στο βρισίδι.’ ‘Και σ’ αυτό δίκιο έχεις, γαμώτι σου.’
Του ‘φτιαξα ένα τσάι.― ‘Σ’ έπιασε κορόϊδο, Μπέρναρντ’...κι εκείνος: ‘Μπορείς και μιλάς;’ Τον διορθώνω, ‘Μιλάς και σύ, εννοείς, έτσι είναι η έκφραση. Ξέρω ότι μπορώ να μιλήσω. Τέλος πάντων, γιατί το λες αυτό;’ Μου κάνει: ‘Τα κόλπα σου, μ’αυτόν τον τύπο με ...τα ποδάρια.’ Ρωτάω, ‘Τον κ. Ντάντερντεηλ; Τι σχέση έχει αυτός;’ ‘ Όλο παιχνιδάκια και τέτοια,’ απαντάει, ‘Προφανώς είναι... είναι...’ ―‘Τι;’ ‘Απ’αυτό’, μου λέει. ‘Μπέρναρντ’, τον μαλώνω, ‘πρέπει να παρακάμψεις την λέξη.’ – ‘Να την παρακάμψεις εσύ, ηλίθια...εεε...γαβγίζει και δαγκώνει... Του λέω, ‘‘Σκύλα’’, αυτό συνήθως το θυμάσαι.’
Τα ‘λεγα στην Τζόι και με ρωτάει, ‘Μα κι εσύ γιατί του είπες για τον ποδίατρο;’ Της λέω,’ Ο γιατρός με συμβούλεψε να του μιλάω, είναι μέρος της θεραπείας.’ ‘Τα ’πες όμως και στην Εστέλ Μέτκαφ, που δεν πέρασε εγκεφαλικό κι ούτε χρειάζεται θεραπεία κι απ’ ότι φαινεται, τα πρόλαβε σ’ όλο το μαγαζί.’
Τέλος πάντων, τον άφησα να κλαίει πάνω απ’ το χάρτη κι ανέβηκα στην κάμαρά μου, μέχρι που άκουσα ένα χτύπο. Φώναξα, ‘Μπέρναρντ! Μπέρναρντ!!’
(Παύση)
Αχ, Μπέρναντ...’ (Σκοτάδι)
Πέρασε η Εστέλ σήμερα απ’ το τμήμα μου, πρώτη φορά μετά από μέρες. Δοκίμαζε αν την παίρνει, μάλλον. Ο Νέβιλ παίρνει μέρος στην μάχη του βάλτου του Μάρστον την Κυριακή. Θα πάει κι αυτή σαν ακόλουθος στο στρατόπεδο και τους λείπουν καναδυό ταλαίπωρες, αιχμάλωτες κυράδες, μήπως με ενδιαφέρει; Της λέω, ‘Ευχαριστώ, Εστέλ μου, για την πρόσκληση, αλλά νομίζω καλύτερα από ‘δω και πέρα να κρατηθώ σε πιό χαμηλούς τόνους.’
Ο κόσμος αντιδρά όταν μαθαίνει ότι και συ μπορεί να έχεις μιά γεμάτη ζωή, αυτό κατάλαβα εγώ. Η τουλάχιστον, πιό γεμάτη απ’ ότι φαντάζονταν. Κι όταν το ανακαλύπτουν, σοκάρονται. Η τους φαίνεται αστείο. Ποτέ δεν πίστευα ότι θα ζούσα κι εγώ τη ζωή μου. Ο Μπέρναρντ ήταν πάντα αυτός που ζούσε.
Είναι χειρότερα αυτή τη φορά. Τουλάχιστον τα μάτια του σε ακολουθούσαν πριν. Τώρα ούτε καν αυτό. Κούτσουρο. Η ίδια ιστορία όμως: Μίλα του, να του φέρεσαι σαν άνθρωπο. Λες κι αυτός μου φέρθηκε ποτέ σαν άνθρωπος. Εντωμεταξύ η μαντάμ είναι ξάπλα κάπου σε μιά παραλία στις Μαλδίβες. Ήταν πεσμένος στο χαλί, όταν τον βρήκα. Δυό εκατοστά πιό πέρα και θα είχε βρει πάνω στη σιδεριά απ’ το τζάκι. Τη γλίτωσε, ήταν τυχερός.
Έγραψα στον κ. Ντάντερντεϊλ, ακυρώνοντας όλα μας τα ραντεβού. Δεν είπα για ποιό λόγο, μόνο για τον Μπέρναρντ, που τώρα είναι χειρότερα και δεν είναι πιά εύκολο. Δεν είπα και ψέμματα δηλαδή.
Οπότε γυρίσαμε στην παλιά ρουτίνα, να κάνω δουλίτσες στο σπίτι, προσέχοντας τον Μπέρναρντ. Είχα ξεχάσει πόσο βαρετά ήταν αυτά τα βράδια.
Τέλος πάντων, έβγαινα απ’ τη δουλειά ένα απόγευμα κι ένα καφετί αυτοκίνητο σταματάει δίπλα μου, ανοίγει το τζάμι και ―ποιος θα το πίστευε― ήταν ο κ. Ντάντερντεϊλ
‘Καλησπέρα, δ. Φόζαρντ, θα μπορούσαμε να κάνουμε μια κουβεντούλα; Τι θα λέγατε να πηγαίναμε σπίτι μου;’ Ρωτάω, ‘Δεν μπορούμε να τα πούμε εδώ;’ ‘ Όχι, όπως θα ’ θελα, απαντάει. Κι έχω σταματήσει σε κίτρινη γραμμή.’ Οπότε μπαίνω μέσα και ξεκινάμε για το σπίτι κι ότι και να πεις γι αυτόν, είναι πάντως εξαίρετος οδηγός.
Στο σπίτι με καθίζει στο γραφείο του, μου δίνει ένα ποτό και με ρωτάει γιατι δεν θέλω να τον επισκέπτομαι πια. Και δεν ήξερα τι να πω: ‘Δεν είναι ότι δεν ανυπομονώ για τα ραντεβού μας’ ― με διακόπτει, ‘Αγαπητή μου κυρία, κι εγώ ανυπομονώ κάθε φορά’- αλλά τώρα που πρέπει να προσλάβω βοηθό πάλι για τον Μπέρναρντ, δεν έχω την οικονομική άνεση.
Μου λέει, ‘Τότε να σας προτείνω κάτι άλλο: γιατί να μην αντιστρέψουμε τη συμφωνία μας.’ Απορώ, ‘Πώς δηλαδή;’ Κι αυτός: ‘να κάνουμε ακριβώς το αντίθετο. Θα σας πληρώνω εγώ’. ‘Δεν είναι η συνήθης διαδικασία’, του λέω. ‘Κι εσείς δεν είστε μία συνηθισμένη γυναίκα’, μου κάνει. ‘Εγώ, γιατί;’ ‘Γιατί είσαστε ένα ελεύθερο πνεύμα, δ. Φόζαρντ. Ακολουθείτε τους δικούς σας κανόνες’, μου απαντάει. ‘Πιστεύω πως ναι, ελπίζω τουλάχιστον’, του λέω κι αυτός συνεχίζει, ‘Κι εγώ το ίδιο, είμαστε ίδιοι εμείς οι δυό. Αντισυμβατικοί. Σας αρέσει η σαμπάνια;’ ‘Δεν έχω πιεί ποτέ’, ομολογώ, ‘αλλά έχω δει που την ανοίγουν στο τέλος του αγώνα με τις κούρσες.’ ― ‘Επιτρέψτε μου τότε...ας πιούμε ...στο μέλλον!!’
Όλα τώρα γίνονται με την απαιτούμενη ευπρέπεια. Συχνά φτιάχνει κάτι ζεστό και καθόμαστε να φυλλομετρήσουμε κάποιο βιβλίο ή περιοδικό, συζητώντας πάνω στο θέμα. Έκανα μια παρατήρηση προχτές, ότι είχα διαβάσει κάπου, πως η Ιμέλντα Μάρκος είχε πολά ζευγάρια παπούτσια. Μου λέει, ‘Ακριβώς και πόσο ―κατά τη γνώμη μου άδικα ― την σχολίασε αρνητικά όλη η ανθρωπότητα γι αυτό.’
Στην έξοδο με περιμένει ένα φακελάκι κάθε φορά, πάνω στο τραπέζι, χωρίς ποτέ ν’ αναφερθεί σ’ αυτό. Κι αν έχει γίνει κάτι έξω απ’ τα συνηθισμένα, πάντα αφήνει κάτι παραπάνω. Μου αγοράζει ένα σωρό παπούτσια, όλων των ειδών. Αναρωτιέμαι πού θα καταλήξει όλο αυτό, αλλά ακόμα έχω δρόμο μπροστά μου.
Ποτέ δεν είχα την ικανότητα να κυνηγήσω κάτι. Πίστευα ότι όλα συμβαίνουν από μόνα τους η δεν συμβαίνουν καθόλου. Και στη δική μου περίπτωση, μάλλον καθόλου. Μόνο που τώρα συμβαίνουν. Κατά κάποιο τρόπο...
Ο Μπέρναρντ δικαιούται τώρα κι ένα επίδομα και μαζί μ’ αυτό και τα φακελάκια του κ. Ντάντερντεϊλ, μπορώ να γυρίσω στη δουλειά και να προσλάβω κάποιον να τον προσέχει. Άντρα, αυτή τη φορά. Ο κύριος Όλμπραϊτ. Συνταξιούχος, οπότε χρειάζεται κάτι έξτρα. Πολύ αξιοπρεπής, το χόμπυ του είναι ότι έχει σχέση με σιδηρόδρομους και πιστεύει ότι τα κατάφερε να μυήσει τον Μπέρναρντ στο σκάκι. Μόνο που ο κ. Όλμπραϊτ παίζει βέβαια όλες τις κινήσεις.
Κάποια στιγμή είπα στον κ. Ντάντερντεϊλ: ‘Ο κόσμος ίσως μας κρίνει σαν κάτι αξιοπερίεργο, ειδικά στη γειτονιά.’ Μου λέει, ‘Ο κόσμος κάνει λάθος. Μοιραζόμαστε απλά ένα ενδιαφέρον. Και τόσο λίγοι άνθρωποι έχουν ενδιαφέροντα πιά. Λοιπόν, αν φορέσατε τις γαλότσες σας, θα ήθελα, όποτε είστε έτοιμη, να μου πατήσετε απαλά τον πισινό μου, στο ρυθμό.’ Συχνά βλέπετε βάζει μουσική, μάλιστα μιά φορά του είπα, ‘ Έτσι μοιάζει λίγο σαν αερόμπιξ!’ ‘Αν το προτιμάτε’, μου απάντησε.
Είναι αστείο, αλλά το μόνο κακό σ’ όλο αυτό, είναι ότι υποφέρουν τα πόδια μου, γιατί τελευταία η ποδιατρική παραμελείται. Και πρέπει να επιμείνω λίγο, αν το ’χω ανάγκη.
Ακόμα τον αποκαλώ κύριο Ντάντερντεϊλ και κείνος Δεσποινίς Φόζαρντ και στη δουλειά δεν είπα τίποτα σε κανένα. Πήρα το μάθημα μου. Πάντως όλοι μου λένε πόσο καλά φαίνομαι.
(Παύση)
Υποθέτω ότι υπάρχει μια λέξη γι αυτό που κάνω, αλλά ... την παρακάμπτω.