Οίκος ευγηρίας: Υπέργηρη με άνοια, ανακαλεί την πρώτη της αγάπη που σκοτώθηκε στον πόλεμο. Εξομολογητής ο αγαπημένος της νοσοκόμος, που πεθαίνει εξίσου νέος.
( Γραμμένο για την Thora Hird )
Είδα το απ’ αυτό ενός τύπου σήμερα. Μόνο που δεν μου επιτρέπουν να λέω απ’ αυτό. Η Βέριτι μου γκρινιάζει συνέχεια: “Βάιολετ”, μου λέει, “η φράση απ’ αυτό
απαγορεύεται. Όταν δεν μπορούμε να θυμηθούμε μια λέξη, την περιγράφουμε, δεν λέμε απ’ αυτό”. Αυτό μου ‘λειπε να της το περιγράψω κιόλας. Άσε που απ’ αυτό το λέω έτσι κι αλλιώς ...αυτό. Το απ’ αυτό κάποιου. Τέλος πάντων. Το είδα.
Δε μου ‘κανε και καμιά εντύπωση, αλλά μάλλον κάποιος θα ειδοποίησε τη διευθυνση, γιατί αμέσως μετά η χοντρο-Μπέτη κατέπλευσε και με ρωτάει,: “Βάιολετ, είμαι υποχρεωμένη να σε ρωτήσω κάτι, ήταν το πέος σε στύση;” Της λέω κι εγώ, “Αδερφή Μπάπτι, ποτέ δε θα χρησιμοποιούσα αυτή τη λέξη”. “Στύση;”, ρωτάει. Όχι, λέω, την άλλη. “Μα, Βάιολετ, έχουμε πει ότι έπαθες εγκεφαλικό επεισόδιο ―όπως λέμε― και καμιά φορά δυσκολεύεσαι με τις λέξεις”. Όχι μ’ αυτήν, λέω. “Τα πράγματα άλλαξαν, Βάιολετ, το ονομά του είναι πέος. Όλα τ’ άλλα απλά προσπαθούν να το κάνουν πιο αποδεκτό. Η γλώσσα είναι όπλο, ξέρεις, μου λέει, κι εμείς είμαστε σε πόλεμο!” Με ποιόν, ρωτάω. “Με τους άντρες”, μου κάνει.
Ήταν ένας αρκετά περιποιημένος τύπος, όχι πάνω από 70, κι ωραιότατο μπλε κοστούμι. Θα μπορούσε να ΄ναι διευθυντής τράπεζας, μόνο που δε φορούσε τις κάλτσες του. Του λέω: “Πάρ’ το από δω!” Μου απαντάει: “Έχω ολόκληρη μονοκατοικία στο Χάρογκεϊτ”. “Αυτό δε σου δίνει το δικαίωμα”, του κάνω κι εγώ, αλλ’ αυτός επιμένει: “Έχει πέντε μπάνια!”
Εγκαινιάσανε αυτό το πώς το λένε...(κόβεται) ...το ασανσέρ για τις πολυθρόνες. Αυτός πρέπει να μας ήρθε απ’ το ισόγειο. Κανα-δυό άλλοι προσπάθησαν να μετακομίσουν έτσι. Βαριούνται. Και δεν έχουν άδικο. Τελικά όταν είδε ότι δεν του έδωσα και πολλή σημασία, ‘το πάει’ δίπλα στη Χίλντα, αλλά αυτή ήταν τόσο απασχολημένη να κοπανάει το κουτάλι της στο δίσκο του φαγητού, που ούτε καν τον πρόσεξε. Η Μαίρη κοιμόταν κι όταν την ξύπνησε και της είπε: “Κοίτα εδώ”, τον ρώτησε: “Είναι η ώρα να φάμε”; Και ξανακοιμήθηκε αμέσως.
Στο φινάλε γυρνάει πάλι σε μένα και λέει: “Δεν θυμάμαι αν στο έδειξα, στο έδειξα”; Κι εκεί ακριβώς μπαίνει κι η Ρήνη με φούρια, βλέπει την αφεντιά του με κατεβασμένα παντελόνια και τον ρωτάει: “Είστε το ταξί μου; Είμαι έτοιμη!”
Λέω στον Φράνσις: “Και μετά λένε στους οίκους ευγηρίας έχει ηρεμία ”.
Δεν πρόκειται να μ’ αφήσουν ήσυχη. Κάναμε την άσκηση που πετάμε γύρω μια μπάλα...ένα τεράστιο πράγμα από τσόχα...Ποτέ δε μπορούσα να πιάσω τη μπάλα στο σχολείο, πόσο μάλλον τώρα. Τέλος πάντων, μπαίνει πάλι η αδερφή Μπάπτι με τσουλάει παράμερα μέχρι το παράθυρο και ρωτάει: “Βάιολετ, νιώθεις μήπως την ανάγκη να μιλήσεις σε κάποιον γι αυτό που είδες”; “Αδερφή”, της κάνω, “είμαι σχεδόν 95”. “Ναι, αλλά είσαι θύμα και όσο χρονών και να πας, είσαι μια ανυπεράσπιστη γυναίκα”. “Φέρτε μου ένα τσάι”, της απαντάω κι εγώ, “αυτό μου φτάνει, σας ευχαριστώ, αδερφή”. Όλες έτσι τις λέω, αν και δεν είναι όλες νοσοκόμες, αυτή είναι δηλαδή, οι πιο πολλές όμως απλά κοριτσάκια.
Ο Φράνσις είναι βέβαια κανονικός νοσοκόμος, με πτυχίο, πράγμα που φαίνεται, με ξεντύνει στο πι και φι. Του λέω: “Ήταν κι άλλος ένας που προσπάθησε έτσι, μια φορά, αλλά καμία σύγκριση με σένα. Έτσι καπάτσος είσαι και με τη φιλενάδα σου”; Μου λέει: “Εσύ είσαι η φιλενάδα μου”.
Έχει πολύ δυνατά μπράτσα.
Κάτι ονόματα δεν τα καταλαβαίνω. Μια καινούργια κοπελίτσα σήμερα, αδύνατη, σκέτο κόκκαλο, βοηθούσε τον Φράνσις να με ξαπλώσει για μεσημέρι. Τη ρωτάω: Πώς σε λένε, χρυσό μου”; Μου λέει: “Ντέβον”. Αποκλείεται, της κάνω, αυτό είναι μέρος, όχι όνομα. “Ναι”, μου λέει κι αυτή, “ένα πανέμορφο μέρος, οι δικοί μου πήγαιναν εκεί διακοπές, το λατρεύουν”. Της απαντάω: “Να ευχαριστείς το Θεό που δεν πήγαιναν στο Σκεγκνές”.
Μου φάνηκε ότι μούτρωσε, αλλά ο Φράνσις ξεκαρδίστηκε, οπότε γέλασε κι αυτή, τι να κάνει. Νομίζω ότι τον έχει βάλει στο μάτι.
Αποκοιμήθηκα κι όταν ξύπνησα, κάποιος καθόταν δίπλα στο κρεβάτι. “Γεια σου”, μου λέει. “Γεια σου κι εσένα”, λέω και γυρνάω απ’ τ’ άλλο πλευρό. Καμιά φορά τους στέλνουν για να σε εξετάσουν.
Όταν ξανάνοιξα τα μάτια μου, ήταν ακόμα εκεί. “Γεια σου”, πάλι. Χοντρούλης, καμιά εξηνταριά, κοκκινοτρίχης με μουστάκι. “Είμαι ο Ντόναλντ, μαμά”, μου λέει. “Ο γιος σου”.
Εμένα πάντως δε μου έμοιαζε για γιος. Πιο πολύ για πατέρας. Μεγάλο ρολόι στο χέρι, χαρτοφύλακας, πράσινη καμπαρντίνα, σαν κι αυτή που φοράνε στο κυνήγι. Εγώ συνεχίζω να μην του δίνω σημασία, οπότε ξαναρχίζει το παιχνίδι απ’ την αρχή: “Γεια σου. Γεια σου”. Μ’ έκανε και ‘νιωθα σαν παπαγάλος.Του κάνω: “Χέσε με”.
Περνάει η κυρία... η κυρία... με το σκούρο δέρμα... η κυρία Σα, σφουγγαρίζοντας. Της λέει, “Είναι τραγικό. Δεν αρρώστησε ποτέ στη ζωή της. Νομίζω ότι αυτό είναι η νόσος του δυτικού πολιτισμού. Στη χώρα σας συμβαίνει, για παράδειγμα”; “Είμαι απ’ το Χάντερσφιλντ”, του κάνει κι αυτή.
Να ’σου αριβάρει κι η Ρήνη, έτοιμη για φευγιό, ως συνήθως. “Είστε το ταξί μου, σας περίμενα όλο το πρωί”, τον ρωτάει. Αυτός θυμήθηκε ξαφνικά ότι τον περιμένουν στο Γουέικφιλντ, μου χώνει τη μουστάκα του στη μούρη και φεύγει. Η κυρία Σα με ρωτάει: “Ο γιός σου, ε”; “Έτσι νομίζει”, της λέω κι εγώ. “Ο δικός μου είναι ένα και ογδονταπέντε”, μου απαντάει, “μπήκε στο πανεπιστήμιο. Μηχανολόγος”.
Κάθομαι και το καλοσκέφτομαι. Αν όντως έχω γιο...θα πρέπει να ’χα και άντρα. Οπότε, καθώς ο Φράνσις με καθάριζε αργότερα, τον ρώτησα: “Ήμουνα παντρεμένη;” Ναι, μου λέει, “δεν το θυμάσαι;” “Θυμάμαι έναν νεαρό, αλλά δε νομίζω ποτέ να ‘βαλα την κουλούρα. Εσύ είσαι παντρεμένος;”, τον ρωτάω. Μου λέει: “Σε φροντίζουμε σα βασίλισσα εδώ. Και καλύτερα. Ούτε της βασίλισσας δεν της σκουπίζουνε τον πισινό”.
Σήμερα πέρασε κι η απ’ αυτή... πώς τη λένε... που με βοηθάει να μιλάω... (σκέφτεται)... που κάνουμε τις άγκυρες, στα πλοία... Βίρα. Είναι όμορφη κοπέλα, αλλά πάντα αφρόντιστη, φόραγε ένα χαχόλικο πουλόβερ, της λέω: “Βάζω στοίχημα έχεις όμορφο...” Μου λέει: “Αν δεν βρίσκεις τη λέξη, περίγραψε την”. Λέω: “Όμορφο... απ’ αυτά τα δύο φουσκωτά, π’ αρέσουν στους άντρες... Μπούστο”.
Μάλλον όμως πειράχτηκε! “Τα πράγματα άλλαξαν πια, Βάιολετ”, με μαλώνει, “τώρα οι γυναίκες έχουν έλεγχο πάνω στο σώμα τους”. Της απαντάω κι εγώ: “Α, γι αυτό δεν μπορώ να τις πείσω να με πάνε στην τουαλέτα, εδώ μέσα;”
Μετά αρχίζουμε τις ασκήσεις με τα ονόματα. Σ’ αυτά είμαι καλή. Η Ρήνη, η Μαίρη, η Χίλντα. Και μετά κόλλησα. Μου λέει: “Περίγραψέ την. Ας πούμε, πες η κυρία με το κίτρινο φουστάνι”. Λέω: “Η μαύρη κυρία”. “Όχι, Βάιολετ”, με ξαναμαλώνει, “είναι καλύτερο να πεις η κυρία με το κίτρινο φουστάνι”.
Λέω του Φράνσις: “Δύσκολο πράγμα να μιλάς. Παλιά δε χρειαζόταν ποτέ να το σκέφτομαι τόσο”. “Τι είπες;”, μου λέει.
Δε με άκουγε. Αφηρημένος. Και πολύ ήσυχος. Αυτός συνήθως....το κάνουν τα πουλιά στα δέντρα...κελαηδάει!
Πάντως είναι πολύ όμορφο παλικάρι.
Η Ρήνη καταβροχθίζει το φαϊ της. Σήμερα έκανε εμετό πάνω στη στολή του Φράνσις. Της λέω: “Γιατί τρως πάντα τόσο γρήγορα”; Κι αυτή: “Τι να κάνω, με περιμένει το ταξί”. “Και πού θα σε πάει, Ρήνη;”, τη ρωτάω. “Στο Άρμλι. Στη μάνα μου και στον πατέρα μου. Το 1947”, μου λέει. “Αν μπορεί να σε πάει εκεί”, της απαντάω κι εγώ, “θα ‘χει χεστεί στη δουλειά”.
Τέλος πάντων ξέρασε πάνω στον Φράνσις. Οπότε μας λέει: “Να με συγχωρείτε, κυρίες μου” και βγάζει το ... πάνω μέρος... που φοράνε. Και μα το Θεό, είναι σκέτο άγαλμα. Ούτε ένα σημαδάκι πάνω του κι έχει τόσο μεγάλους...(δείχνει ώμους)... εδώ. Σε κάνει να θες να... (δείχνει φιλί)... να κάνεις αυτό, όπως και να το λένε. Λεβέντης. Μπήκε κι η Ντέβον και την τσάκωσα να τον κοιτάει καλά-καλά.
Όταν τέλειωσε το καθάρισμα, γυρνάει σε μένα: “Λοιπόν Βάϊολετ, είδες κάτι και σήμερα”. Του κάνω: “Έχω ξαναδεί”. Έχει λίγες... λίγες... (δείχνει τα μαλλιά της)... εδώ, αρχίζουν να βγαίνουν... (δείχνει στο στήθος). Έτσι είναι σ’ αυτή την ηλικία. (Αρχίζει να κλαίει). Του φώναξα: “Μη πας να...” “Τι;”, με ρωτάει. “Όπως όταν δε γυρνάνε. Με το χακί...οι παπαρούνες.* ”Μου λέει: “Μπα, όλ’ αυτά τέλειωσαν πια. Δεν πεθαίνουν ετσι τώρα”. Και μου φάνηκε σα να...(δείχνει τα μάγουλά της της, περιγράφοντας δάκρυ)... σα να ...πώς το λένε;
Είδα τα πόδια μου απόψε. Δεν τα ορίζω πια. Ούτε καν τα αναγνωρίζω. Αυτή η Ντέβον μ’ έκανε μπάνιο. Τη ρωτάω λοιπόν: “Αυτά εκεί είναι τα πόδια μου; Αποκλείεται”. “Και ποιανού πιστεύεις ότι είναι”; μου λέει. “Ποτέ δεν ξέρεις εδώ μέσα”, της κάνω, “γιατί, δεν μπερδεύτηκαν τα δόντια μας τις προάλλες; Κι αυτό το φουστάνι δεν είναι δικό μου. Το μανταρινί δε μου πάει. Είχα ένα πρασινάκι, τι έγινε”; Απάντηση: “Δεν το θες πια, το φορούσε η Χίλντα και κατουριόταν συνέχεια”. Ο Φράνσις δε θα μ’ έντυνε μ’ αυτό το πράγμα. Αλλά έλειπε.
Με βάζει μετά στο κρεβάτι και της λέω: “Αυτό που κατάλαβα πάντως είναι ότι τελικά δεν είμαι κι η Μπέτη Γκρέιμπλ”. “Ποιά ‘ναι αυτή”; μου κάνει. Μετά πώς να μην έχω δυσκολία στην ομιλία; Ακόμα κι όταν το πετυχαίνω, νομίζουν ότι τα’χω χαμένα. Ο Φράνσις ξέρει όλες τις παλιές σταρ του σινεμά. Τη Μπέτη Γκρέιμπλ, την άλλη που... τραγουδάει κι αυτή με το τσιγάρο και το μαλλί ψηλά, που ΄ναι λίγο... ψηλομύτα... τη Μπέτη Ντέιβις.
Τέλος πάντων, κάθομαι στο κρεβάτι κι όλοι καταφτάνουν με μια τούρτα. Έχω, λέει, τα γενέθλιά μου. Είμαι 90 κάτι. Μου είπαν πόσο ακριβώς, αλλά δε ξέρω τώρα. Κεριά. Κι η τούρτα σαν κερί είχε γεύση. Έπρεπε να κάνω κι εγώ τη χαρούμενη (ψεύτικο χαμόγελο). Μου ‘λεγαν συνέχεια ότι λίγα χρονάκια ακόμα και θα λάβω το...όταν το παιδί έρχεται με το ποδήλατο...ο κόσμος στέκεται στην πόρτα και κλαίει...το τηλεγράφημα.**
Αυτή το στέλνει, εκεί που ‘ναι στη φωτογραφία, με τ’ άλογο... η βασίλισσα.
Αλλά πουθενά ο Φράνσις. Ρωτάω την αδερφή Μπάπτι. “Γιατί λείπει”; Μου λέει: “Πήγε για τσεκ-απ”. “Τσεκ-απ; Μα για ποιο πράγμα”; “Γενικά ― το συνηθίζουν τώρα”, μου λέει.
Σιχαίνομαι το μανταρινί.
Η Βίρα κουβάλησε έναν πιτσιρίκο το πρωί. Του λέει: “Έχεις την τιμή να μιλάς με την Βάιολετ, την γηραιότερη τρόφιμο”. Μετά γυρνάει σε μένα: “Ο Σπένσερ θα σου κάνει μερικές ερωτήσεις για το παρελθόν, είναι για μια εργασία που τους έβαλαν στο σχολείο”.
Φτωχό φαινόταν, χαριτωμένη φατσούλα. Τα ρούχα πέφταν άχαρα πάνω του, το πουκάμισο απέξω, του λέω κι εγώ: “Του μεγάλου σου αδερφού είναι το πουκάμισο”; “Όχι βέβαια”, απαντάει, “έτσι είναι της μόδας”. Βγάζει το τετράδιό του κι αρχίζει τις ερωτήσεις: Πώς ήταν τα πράγματα τότε; Ήταν καλύτερα η χειρότερα; “Τα πόδια μου πάντως ήταν καλύτερα”, του λέω κι εγώ. Δεν εννοεί αυτό, λέει, και φωνάζει τη Βίρα, της λέει ότι δεν καταλαβαίνω τίποτα. Η Βίρα του ψιθυρίζει: “Κοίτα, έχει πάθει εγκεφαλικό. Έλα, θα σου βρω μια άλλη”. (Η Βάιολετ ελαφρά ταραγμένη)
Λέω του Φράνσις: “Ξέρω τι εννοούσε. Τα τραμ κι όλα αυτά. Τις τσίγκινες σκάφες. Τον πόλεμο”. “Ποιόν πόλεμο;”, ρωτάει ο Φράνσις. “Τον μεγάλο πόλεμο, όταν πέθαναν όλ’ αυτά τα παληκάρια. ‘Ποτέ ξανά’. Αυτόν τον πόλεμο”. Φαινόταν πολύ λυπημένος και μου λέει: “Κράτα μου το χέρι”. Και το ‘κανα. “Είχες κάποιο νεαρό φίλο τότε”; Ναι, του λέω. “Και πώς ήταν”; “Τον λέγαν Έντουαρντ. Είχαν ένα μικρό ζαχαροπλαστείο, στον αποκάτω δρόμο. Έφερνε στη μάνα μου μιλφέιγ. Κάθε φορά που ερχόταν, μιλφέιγ”.
Συνέχισα να του κρατάω το χέρι και συνέχισα: “Όταν φλερτάραμε τότε, ήταν σαν ... ένα είδος... σα να παλεύεις”. “Αγώνας”, μου λέει. “Έτσι. Μια βραδιά κατάφερνε να σου ξεκουμπώσει ένα κουμπί και μια άλλη ένα δεύτερο. Και τα κορίτσια τότε δεν έπρεπε να δείχνουμε πρόθυμες, καθόμαστε ήσυχα, έτοιμες να σταματήσουμε τα πολλά-πολλά. Κι επειδή, όταν του ‘δειχνες που είναι το όριο τη μια βραδιά, την επόμενη έφτανε εκεί γρηγορότερα και μετά σε πίεζε για λίγο παραπάνω...κι άλλο κουμπί...ξέρεις...κατάλαβες. Ήταν όλα κάπως διστακτικά, αλλά έτσι πιστεύαμε ότι έπρεπε να φερθούμε.
Στο τέλος θα έφευγε για τη Γαλλία το πρωί. Είχαν στρατοπεδεύσει πίσω απ’ την εκκλησία και του δώσανε άδεια για το τελευταίο του βράδυ. Η μάνα μου... ―αχ, που ‘ταν τόσο καλός άνθρωπος― έβαλε μερικές ανεμώνες στο βάζο, λατρεύω τις ανεμώνες κι άναψε το τζάκι στο μπροστινό δωμάτιο και μετά έκανε πως τάχα μου πρέπει να μείνει το βράδυ στη θειά μου, τη Φλόρενς. Οι απλοί άνθρωποι τότε ήταν πολύ καλύτεροι απ’ ότι τους νομίζουν τώρα κι ας έμοιαζαν τόσο αυστηροί.
Τον τάισα και μετά καθήσαμε δίπλα στο τζάκι κι άρχισε να με φιλάει και να με ξεκουμπώνει...ξέρεις. Μόνο που εγώ, επειδή ήθελα να ΄μαι όμορφη, είχα βάλει το καλό μου φουστάνι κι αυτός δεν τα κατάφερνε με τα κουμπιά. Έπρεπε να το είχα βγάλει απλά, αλλά δεν το ‘κανα κι ο καψερός αποκαρδιώθηκε με ολ’ αυτά τα ευλογημένα κουμπιά και τα παράτησε στη μέση.
Είχε βγάλει τις περικνημίδες του, τον ζέσταιναν κι είχε μείνει με το πουκάμισο- κι ήταν τότε κάτι φτηνά, χακί πουκάμισα σκληρά και σε τρέλαιναν στη φαγούρα. Τελικά σηκώθηκε και μου λέει, Μπορείς να μου τα κρεμάσεις αυτά; Και βγάζει το πουκάμισό του κι όλα τα υπόλοιπα. Χωρίς να πει λέξη, απλά τα βγάζει όλα και στέκεται έτσι στο χαλάκι, μπροστά στο τζάκι. Κι ήταν όμορφος σα ζωγραφιά, έτσι δίπλα στις φλόγες που στεκόταν. Ούτε ένα σημαδάκι δεν είχε. Μετά μου λέει, Γδύσου κι εσύ.
Και δεν το ‘κανα. Δεν το ‘κανα. Κι ας τον ήθελα τόσο πολύ. Δεν ξέρω ήταν ο τρόπος που μας μεγάλωναν τότε. Και στεκόταν έτσι και με κοίταγε... και ξαφνικά αρπάζει τα ρούχα του και πάει στο διπλανό δωμάτιο. Μετά από λίγο άκουσα την εξώπορτα να κλείνει.
Φαίνονται μεγαλύτεροι σ’ αυτές τις παλιές φωτογραφίες, αν τους συγκρίνεις με τους σημερινούς. Αλλά δεν ήταν. Ήταν παλικάρια. Όπως και συ. Και το ίδιο όμορφοι.
Είδα αυτό το κίτρινο πράγμα που φέρνει το αγοράκι στο ποδήλατο***... μας το ‘φερε μετά η αδερφή του...το τηλεγράφημα. Και μια μιλφέιγ για τη μάνα μου. Λίγο αργότερα τους ήρθε και γράμμα απ’ το βασιλιά, υποτίθεται, το ίδιο που πήραν όλοι όσοι έχασαν κάποιον στον πόλεμο. Μου λένε ότι σύντομα θα πάρω κι εγώ τηλεγράφημα...για τα γενέθλιά μου”.
“Ξέρεις κάτι, Βάιολετ”, μου λέει ο Φράνσις. “Τόσην ώρα δεν είπες ούτε μια φορά ο απ’ αυτός η πως το λένε. Ούτε μια. Τα θυμήθηκες όλα”.
“Μόνο που δεν έπρεπε να τον αφήσω να φύγει έτσι. Δεν έπρεπε. Δε θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου, ποτέ”. “Πού να ‘ξερες και συ”, μου λέει κι ο Φράνσις. Κρατώντας με ακόμα απ’ το χέρι.
Το καημένο το παιδί. Φαίνεται εξαντλημένο.
Νόμιζα ότι η πνευμονία πια θεραπεύεται. Ένας τέτοιος λεβέντης σαν το Φράνσις. Η Ντέβον είπε ότι δεν υπέφερε τουλάχιστον κι ότι έτσι κι αλλιώς θα πέθαινε. Είπα: “Θα πέθαινε; Ένα νέο παιδί σαν κι αυτόν”;
Κι ήταν τόσο καλή ψυχή. Μου ‘δενε το πόδι με τ’ άγαρμπά της χέρια, ούτε συγκρίνεται με το Φράνσις. Της λέω: “θα ‘ταν τέλειος άντρας για ένα καλό κορίτσι”. Μου κάνει: “Δεν του άρεσαν τα κορίτσια. Τ’ αγόρια του άρεσαν”. Της λέω: “Το ξέρω, έτσι το ‘πα”. “Αφού το ‘ξερες, μακάρι να μου το ‘χες πει και μένα”, μου πετάει. Κακίστρω.
Δεν ήξερα για τ’ αγόρια, αλλά δε θα την άφηνα έτσι. Αγόρια η κορίτσια...ήταν ένας άγγελος.
Η Ρήνη έφυγε κι αυτή. (Κοιτάει το αδειανό κρεβάτι)
Χτες τη νύχτα. Νόμιζαν ότι κοιμόμουν και δε φρόντισαν να κλείσουν γύρω τα κουρτινάκια. Τα είδα όλα. Της βάλανε άσπρες κάλτσες. Τους κοίταζα που χαχανίζαν.
Ήταν μια χαρά όταν πήγε για ύπνο. Μ’ έβαλε να της υποσχεθώ ότι θα την ξυπνήσω όταν έρθει το ταξί. Ήρθε τελικά γι αυτήν. Είπα του Φράνσις...όχι, δεν είπα τίποτα.
Δεν ένιωθα το μπράτσο μου το πρωί, ούτε το χέρι μου. (Κοιτάει το χέρι της)
Έχω κι άλλο ένα κάπου μου φαίνεται. (Βρίσκει και τ’ άλλο χέρι, το φέρνει στο στήθος της και κάθεται με τα χέρια σταυρωμένα. Τραγουδάει)****
Αν τα τραγουδούσαμε όλα, δε θα ξεχνούσα ποτέ.
Κατοικίδια χρειάζονται εδώ. Ζωάκια. Η μωρά. Κάτι που να ...κάνεις (δείχνει χάδι). Να μη χρειάζεται να μιλήσεις.
Εδώ δεν είναι παίξε-γέλασε.
Εμείς είμαστε τα κατοικίδια. Μας ταϊζουν και μας πλένουν. Κάθε μέρα. Αυτό είναι... σκυλοτροφείο... είν΄ αυτό...
Σκυλοτροφείο.
______________
* Σύμβολο ανάμνησης των νεκρών του πολέμου.
** Αναφέρεται στο συγχαρητήριο τηλεγράφημα που στέλνει στους αιωνόβιους πολίτες η βασίλισσα, όταν γίνουν εκατό. Στο μυαλό της μπερδεύεται όμως με το τηλεγράφημα που ανήγγειλε θάνατο στρατιώτη στον Α΄ Παγκόσμιο.
*** Ένα αγόρι πάνω σε ποδήλατο έφερνε το τηλεγράφημα με τα νέα στις οικογένειες των στρατιωτών που σκοτώθηκαν.
**** I’ve got six pence – παλιό τραγούδι που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές στους φαντάρους τον 20ό αιώνα.