Απόγευμα. Στην κουζίνα. Μονόχρωμη ταπετσαρία στον τοίχο. Μια καρέκλα. Ίσως μερικά λουλούδια. Πλαστικά. Παρόμοιο σκηνικό στη συνέχεια.
Θα ‘χα την ίδια αντίδραση, αν ήταν γάτα. Γιατί βρομίζουν τον τόπο, όσο κι ένα σκυλί. Βέβαια πολλοί είναι αλλεργικοί στις γάτες κι έτσι τη γλιτώνουν. Και στα λουλούδια, φυσικά. Μόνο που εμείς δεν έχουμε λουλούδια- ψέμματα! Έχουμε... αλλά τουλάχιστον πλένονται. Έχω την εντύπωση ότι με κατασκοπεύει, μ’ αυτή τη γλώσσα να κρέμεται συνέχεια έξω.
Πήγε με το φορτηγό στο Ρόντον χτες βράδυ. Αυτό μου είπε τουλάχιστον. Είχαν δουλειά, μάλλον στην παράνομη χωματερή. Πήρε και την Τίνα μαζί, ευτυχώς και κατάφερα να πάρω μια ανάσα απ’ το ατέλειωτο γάβγισμα και να ρίξω κι ένα σφουγγάρισμα.
Είχα και την κυρία Κάτσποουλ από απέναντι να μου βαράει την πόρτα μεσημεριάτικα. Μου είπε θα πάει στο Δήμο, να παραπονεθεί για να της κάνουμε ευθανασία. Της λέω, «Συμφωνώ!» «Θα μαζέψω υπογραφές», μου λέει. Της κάνω, «Σ’ αυτήν την περίπτωση θα ‘μαι η πρώτη που θα υπογράψω!» Το σιχαίνομαι το παλιόσκυλο. Φυσικά όταν είναι εδώ ο άλλος, δε τολμά να πει τίποτα. Κιχ δεν κάνει.
Γυρνάει περασμένα μεσάνυχτα και βάζει τα ρούχα του στο πλυντήριο. Του είπα τις προάλλες, «Γιατί δεν μπορείς να το βάλεις μια πιο κατάλληλη ώρα;» Μου απαντάει: «Να 'σαι ευχαριστημένη που τα πλένω μόνος μου.» Τουλάχιστον το πλυντήριο είναι στην αποθήκη. Του φώναξα απ’ την κρεβατοκάμαρα, «Ελπίζω να μην άφησες το σκυλί να μπει μέσα!» «Όχι», μου λέει, «Κοιμήσου!» Αυτό κι έκανα, μέχρι που ανέβηκε πάνω, όπως τον γέννησε η μάνα του. Περίμενε λίγο, μετά άρχισε να γλιστράει προς τη μεριά μου και ν’ απλώνει τα ξερά του.
Βρήκα κανα-δυό τρίχες απ’ το σκυλί πάνω στο χαλί σήμερα. που σημαίνει ότι έπρπε να το ξαναπλύνω. Ούτε μιά βδομάδα δεν πέρασε. Το σαμπουάν έχει αποσμητικό μέσα, αλλά και απολυμαντικό, απ’ ό,τι λέει.
Δεν έχουν σταματήσει τη δουλειά, από τότε που άρχισαν να σφάζουν τις αγελάδες, οπότε με το που γυρνάει, θέλει αμέσως να φάει. Ξεπλένει τις μπότες του στη βρύση της αυλής και πάει να μπει έτσι. Του φωνάζω, «Στιούαρτ, ξέχασες τι είπαμε; Βγάλ’ τις αμέσως!» «Δεν προλαβαίνω», γκρινιάζει, οπότε του λέω κι εγώ, «Ωραία, αφού δεν προλαβαίνεις, κάτσε να φας στο σκαλοπάτι.» Κάθεται εκεί και τρώει, ταϊζοντας ταυτόχρονα και την Τίνα. Που του γλείφει τις μπότες. Στην κυριολεξία. Υποθέτω γιατί ήρθε κατευθείαν απ’ το σφαγείο.
Έχασε κι άλλο μπουφάν πάλι, αυτό με τη γούνα.
(Σκοτάδι)
Αριβάρει η μάνα του το απόγευμα, ντυμένη στην τρίχα. Μου κάνει: «Κρατάς το σπίτι πεντακάθαρο! Απορώ πώς τα καταφέρνεις, γιατί ξέρω καλά τον Στιούαρτ μας». Της λέω κι εγώ: «Τον έχω εκπαιδεύσει.» «Δεν το δείχνει πάντως, όταν μας έρχεται επίσκεψη», μου απαντάει. «Ίσως δεν τον ενθαρρύνετε κι εσείς όσο πρέπει», της λέω κι εγώ. «Δε μ’ αρέσει να παραείναι καθαροί», μου πετάει, «είναι αφύσικο.»
Αφύσικα είναι σπίτι τους Δεν έχουν την παραμικρή καλλιέργεια. Την πρώτη φορά που με κάλεσαν για φαγητο, η άλλη απίθωσε την κατσαρόλα στη μέση του τραπεζιού. Η εξέλιξή τους έχει μείνει στο επίπεδο των γουρουνιών. Σωστό χοιροστάσιο. Και παρόλο που έχει πατήσει πια τα εξήντα, βάφει ακόμα τα μαλλιά της, τσιγάρο στο στόμα, τεράστιοι κρίκοι στ’ αυτιά. Ρωτάει: «Δε σε πειράζει που καπνίζω, ε; Μήπως θες να καθήσω έξω στο σκαλοπάτι καλύτερα;»
Της έδωσα τασάκι, αν και τζάμπα κόπος, γέμισε τον τόπο στάχτες. Το κάνει επίτηδες. Ήταν περασμένες πέντε και με ρωτάει, «Τι κάνει και δε γύρισε ακόμα», της λέω κι εγώ, «Ό,τι κάνει συνήθως αυτή την ώρα, σφάζει κάποιο αθώο κι ανυπεράσπιστο πλάσμα!» Έχουν υπερωρίες.
Έφυγε, πριν σκοτεινιάσει. Φοβόταν λέει να επιστρέψει στα σκοτεινά, όσο τριγυρνάει αυτός ο τύπος, που ακόμα δεν τον έχουν πιάσει. Κανάκεψε την Τίνα καμπόσο. Θυμήθηκε που έπαιζε σπίτι τους, κουτάβι ακόμα. Εγώ να δεις πως το θυμάμαι, να τρέχει πάνω-κάτω, να τα κάνει όπου βρει, το σπίτι έζεχνε. Εγώ ήμουν που εκπαίδευσα τον Στιούαρτ. Και τον σκύλο.
Εκτός απ’ το γάβγισμα. Αδύνατον να της το κόψω. Φυσικά σταματάει με το που γυρνάει ο άλλος. Γι' αυτό και δεν με πιστεύει κιόλας. Του λέω: «Θέλω να πάω στη βιβλιοθήκη, αλλά είναι αργά. Λες να’ναι επικίνδυνο;» «Γιατί», ρωτάει. – «Βρήκανε κι άλλο κορίτσι νεκρό, στο Γουέικφιλντ αυτή τη φορά.» «Να αποφεύγεις τις ερημιές», μου λέει. «Πάρε και την Τίνα.»
Τέλος πάντων, τελικά δεν πήγα κι αφού άλλαξε απ’ τα βρόμικα της δουλειάς και πλύθηκε, έβαλε το γαλάζιο του πουκάμισο και το σκούρο του παντελόνι, που το πήραμε στην Ισπανία... την αλυσιδίτσα του στο λαιμό. Του ’φερα μιά μπίρα στο ποτήρι, για μένα ένα σέρι. Κι όπως καθόμαστε δίπλα στο τζάκι, εγώ απ’ τη μια ― αυτός απ΄την άλλη, βλέποντας τηλεόραση, γυρνάω και του λέω: «Αυτή είναι πράγματι μία πολιτσμένη, όμορφη βραδιά.»
Μέχρι που η μαντάμ αποφάσισε ότι αρκετά μας άφησε στην ησυχία μας κι άρχισε να γρυλίζει και να πηδάει απ’ έξω απ’ το παράθυρο και δεν σταματούσε ώσπου να τη βγάλει βόλτα. Έλειψε κάνα δίωρο, οπότε είχα ήδη ξαπλώσει κι εγώ, οταν γύρισε.
Μπαίνει στην κρεβατοκάμαρα με τα εσώρουχα. «Του λέω τι έκανες το παντελόνι σου;» «Το λέρωσε το σκυλί», μου λέει, «γυρνούσε στη λάσπη και μετά πήδησε πάνω μου ― δεν πειράζει καλύτερα!» «Γιατί καλύτερα», ρωτάω. «Γιατί νομίζεις», μου κάνει, «κάτσε όπως είσαι...»
Με τάραξε στο μουγκρητό. Όλη την ώρα σκεφτόμουν ευτυχώς που είμαστε μονοκατοικία. «Συγγνώμη», μου λέει μετά, «το παρακάνω καμιά φορά.»
Πέρασε ένα φορτηγάκι με μεγάφωνα το μεσημέρι, ν’ ανακοινώσει ότι η αστυνομία θα περάσει κι από μας. Από σπίτι σε σπίτι. Είπα να μαζέψω ότι υπήρχε για το καθαριστήριο, πριν σκοτεινιάσει. Δεν μπορούσα να βρω το παντελόνι του.
(Σκοτάδι)
Με ρωτάει, «Υποπτεύεστε κάποιον απ’ τον οικογειακό σας περίγυρο»; Της λέω, «Τι περίγυρο; Είμαστε μόνοι μας, ο άντρας μου κι εγώ.» Με διακόπτει: «Δε μπορούμε να συνενοηθούμε έτσι, μ’ αυτό το σκυλί να γαβγίζει συνέχεια, μήπως μπορούμε να περάσουμε μέσα;» «Εσείς είπατε να μην ανοίγουμε σε κανένα», του λέω κι εγώ. «Εμείς είμαστε αστυνομία», προσθέτει η άλλη. «Τέλος πάντων», υποχωρώ, «αλλά να βγάλετε τα παπούτσια σας!»
Αυτή φοράει στολή, αυτός μια καμπαρντίνα. «Εδώ βλέπω ότι λάβαμε παράπονα για το σκυλί», μου λέει αυτή, κρατώντας ένα χαρτί. «Για το σκυλί ήρθατε», της κάνω, «ή για τον δολοφόνο;» ― «Ο σύζυγός σας μας είπε ότι δεν γαβγίζει ποτέ.» Της λέω, «πότε του μιλήσατε;» «Στο χώρο της εργασίας του», μου απαντάει. «Εδώ είναι οι ημερομηνίες των φόνων. Κοιτάξτε τις προσεκτικά. Μπορείτε να μου πείτε πού βρισκόταν ο άντρας σας στην καθεμία;» «Σπίτι», της λέω, «πάντα σπίτι». «Οι πληροφορίες μας λένε ότι συχνά βγαίνει έξω», επιμένει αυτή. «Ναι, με το σκυλί. Ξέρετε από σκυλιά», τη ρωτάω. «Καμιά φορά πρέπει να τα πας για την ανάγκη τους, με το συμπάθιο.» ― «Κι η χωματερή; Είδαν το φορτηγάκι του.» ― «Δεν ανακατεύομαι με το φορτηγό, δικό του θέμα. Αν και συχνά αναγκάζομαι να μοιραστώ το πίσω κάθισμα με το ζωντανό.»
Εντωμεταξύ ο άλλος με την καμπαρντίνα δε λέει λέξη, μόνο κοιτάει γύρω μ’ ερευνητικό βλέμμα. Ξαφνικά σηκώνεται: «Μπορώ να πάω στην τουαλέτα;» «Τώρα;» του κάνω, «Να περιμένεις να βάλω πρώτα ένα κάλυμα.»
Τον πήγα πάνω και περίμενα απέξω. Μου φωνάζει: «Δεν μου ‘ρχονται όταν με ακούνε, σας πειράζει να...», οπότε κατεβαίνω κι εγώ στο σαλόνι. Αυτή μου ψιθυρίζει, «Έχει ένα πρόβλημα με τα νεφρά του...»
Μια τελευταία ερώτηση. «Παρατηρήσατε κάποια αλλαγή στον σύζυγο, παύλα σύντροφο, παύλα γιο σας, στην περίπτωσή σας σύζυγο, τους τελευταίους έξι μήνες;» ― ‘Κάτι ύποπτο;» «Σαν τι δηλαδή;» ― «Αίμα στα ρούχα του, για παράδειγμα». Της λέω, «Πάντα έχει αίμα στα ρούχα του, χασάπης είναι. Αλλά δε θα βρείτε ίχνος εδώ μέσα! Ούτε στην αυλή· τον βάζω και καθαρίζει. Ο συνάδερφος δε λέει να βγει απ’ την τουαλέτα!» Κι αυτή: «Άντρες. Όπως είπα, έχει ένα θεματάκι.»
Όταν αποφάσισε κάποια στιγμή να κατέβει ο άλλος, μου λέει, «Το ’χετε κι αστράφτει εδώ μέσα.» «Ήμουν δασκάλα», απαντάω. «Τι διδάσκατε», ρωτάει. «Παιδιά», του λέω κι εγώ. «Έχετε δικά σας;», επιμένει. Κι εγώ: «Βλέπετε να έχω;»
Καθώς βγαίνουν η κυρία Κάτσποουλ τους φωνάζει, «Θέλω να σας πω.» Οπότε η αστυνομικίνα πάει να της μιλήσει. Γυρνώντας, μου λέει, «Τίποτα, για το σκύλο πάλι.» Η άλλη εντωμεταξύ να ωρύεται από απέναντι, «Αυτό το σκυλί μ’ εχει κάνει καταθλιπτική!»
Κλείνω την πόρτα. Πάω στο μπάνιο να σκουπίσω την τουαλέτα. Είχε μετακινήσει ένα-δυό διακοσμητικά. Τίποτ’ άλλο νομίζω.
Όταν η αφεντιά του γύρισε επιτέλους, του πετάω, «Δε μου ’πες ότι ήρθαν και στη δουλειά σου.» Μουρμουρίζει: «Τυπική επίσκεψη, απλά. Ένα απ’ τα πτώματα βρέθηκε σ΄ αυτή τη χωματερή που πάμε.» Τον ρωτάω, «Βρήκες την απόδειξη;» «Ποια απόδειξη», μου λέει. «Απ’ το καθαριστήριο, για το σκούρο σου το παντελόνι.» «Α, το πήρα», απαντάει, «το ’χω στη δουλειά.» «Ελπίζω να μη φοράς στο χασάπικο το καλό σου το παντελόνι.» «Χρώμα σκατί», φωνάζει, «τι να το κάνω με τέτοιο χρώμα. Σκατί.»
Ήταν έξω ακόμα, ξέπλενε τις μπότες του. Στην αυλή. Τελευταία είναι πιο προσεκτικός πάντως. Πώς το ’παθε.
(Σκοτάδι)
Ντελίβερι απέναντι. Στο 17. Φέρανε 4 πίτσες. Χήρα, μόνη, ο γιος της στη Νέα Ζηλανδία, και καρδιακή. Τι τις θέλει 4 πίτσες; Βάζω στοίχημα ότι δεν θα΄χει φάει ποτέ πίτσα στη ζωή της. Νομίζουν ότι είμαι ηλίθια. Με ρωτάει ο γιατρός, Γιατί έχετε αϋπνίες; Του κάνω, Η αστυνομία παρακολουθεί το σπίτι μας. Και σε μας έρχονται, με καθησυχάζει. Ακόμα και Ινδοί. Πάντως είναι κάπως πιο ευγενικοί.
Βγήκαμε με το φορτηγό τις προάλλες, σταματάει κάπου και με ρωτάει, «Νομίζεις ότι είμαι ένοχος;» «Όχι», του λέω. «Η μάνα μου αυτό νομίζει. Εκείνη πήγε στην αστυνομία.» «Και τι της είπαν», απορώ. «Ότι δεν ήταν κι η μόνη, κάναν ουρά οι μανάδες», λέει. «Ίσως να τη θεωρούσαν πιο αξιόπιστη, αν δε φορούσε αυτό το λεοπαρδαλέ φουστάνι», του πετάω. «Της έχει μείνει απ’ την καριέρα της.» «Ποιά καριέρα», με ρωτάει. «Στο κουρμπέτι», του κάνω. ― «Ποιος στα ’πε αυτά.» «Εσύ ο ίδιος», του λέω, «μου ’πες ότι δεν τα ’βγαζε πέρα αλλιώς.» Μου απαντάει: «Ποιος τα θυμάται τώρα. Ήμουν ακόμα σχολείο.»
Έβγαλε την Τίνα βόλτα αργότερα και γύρισε με ορέξεις. Κατευθείαν στο κρεβάτι, νόμιζα θα το σπάσει. Άσε αυτά που έλεγε ... φωναχτά! Σκέφτηκα αυτούς απέναντι, να κρυφακούν και με το χέρι του ’κλεισα το στόμα, που μάλλον του άρεσε.
Περίμενα να δω αν θα γράψουν τίποτα οι εφημερίδες. Αλλά τίποτα. Είναι μιά βδομάδα τώρα. Τίποτα απολύτως. Μερικές φορές, απλά πανικοβάλλεσαι, πιστεύω.
Βρήκα που είχαν χώσει τον κοριό. Σε μιά τρυπούλα στο σοβατεπί. Θα το’ βαλε όταν έκανε ότι πάει προς νερού του. Πρέπει να ’ταν αρκετά γρήγορος, γιατί πρόλαβε και το ’βαψε άσπρο, για να μη φαίνεται. Μόνο που η μπογιά μάζεψε σκόνη πάνω κι έτσι το ξετρύπωσα.
(Πίσω απ’ την εξώπορτα, σηκώνει την εφημερίδα που είχε ρίξει ο διανομέας. Διαβάζει)
Βρήκαν κι άλλη μία, απ’ ότι φαίνεται. Σ’ ένα χαντάκι. Θα ‘ταν εκεί, λέει, καμιά βδομάδα.
(Σκοτάδι)
Ένας από δαύτους πηδάει πάνω απ’ το φράχτη! Τελείως περιττό κατά τη γνώμη μου, η αυλόπορτα ήταν ορθάνοιχτη. Τα ξεσηκώνουν απ’ την τηλεόραση. Πέντε περιπολικά. Κόντεψαν να γκρεμίσουν την πόρτα κι όταν τους άνοιξε τον μπαγλαρώνουν, του ’βαλαν χειροπέδες, μιά ζακέτα στο κεφάλι και τον πήραν.
Η Τίνα φυσικά λύσσαξε στο γάβγισμα. Είχαν μαζί τους κι ένα λαγωνικό κι αυτό τα ’κανε χειρότερα. Τους λέω, «Δε θα φέρετε αυτό το κτήνος εδώ μέσα.» «Έχουμε ένταλμα», λέει. «Ούτε καν το δικό του σκυλί δε μπαίνει στο σπίτι», επιμένω,«δε βλέπω το λόγο γιατί να βάλω το δικό σας». Μου κάνει: «Είναι όργανο του νόμου!» «Ναι», του λέω, «όργανο που κατουράει τις κολόνες κι αφήνει δωράκια στα πεζοδρόμια. Όχι, ευχαριστώ, δεν το θέλω εδώ μέσα να μου μαγαρίσει τα πράγματα.» «Δεν έχεις επιλογή», μου πετάει, και με σπρώχνει απ’ τη μέση.
Ο ένας απ’ αυτούς άρχισε να ψάχνει το ντουλάπι με τα ασιδέρωτα. Ρωτάω κι εγώ, «Τι ψάχνετε; Μήπως μπορώ να βοηθήσω.» «Το όργανο του φόνου, αφού θέλεις τόσο πολύ να μάθεις», γυρνάει αυτός. «Θες να το δεις», του λέω. «Θα στο δείξω. Αυτό είναι. Αυτό είναι πάντα το όργανο του φόνου.» (Δείχνοντας τη γλώσσα της) «Πάντα τα λάθος μέρη ψάχνετε».
Μου λέει, «Φαίνεσαι πιο άρρωστη κι απ’ αυτόν. Δε νομίζω ότι συνειδητοποιείς τη σοβαρότητα της κατάστασης. Αν ανακαλύψουμε ότι γνώριζες τι συνέβαινε, θα του κάνεις παρέα στο εδώλιο.» «Μη βάζεις πίσω τα σεντόνια, απαντάω, τώρα που τα πιάσατε, πρέπει να τα ξαναπλύνω.» Μου ζητάει μετά όλα του τα ρούχα και μου δίνει ένα μάτσο σακούλες σκουπιδιών να τα βάλω. «Είναι όλα εδώ», ρωτάει, «Δεν έχει τίποτ’ άλλο στο καθαριστήριο;» «Όχι», λέω, «και πού ξέρω αν θα τα φέρετε πίσω;» «Αχ, καημένη κι εσύ», μου κάνει, «αυτό είναι το λιγότερο.»
‘Οταν φεύγαν, αυτός με το λαγωνικό παινευόταν πως θ’ αναλάβει ο ίδιος την Τίνα, αλλά δεν μπορούσε να τη βάλει στο περιπολικό μαζί τους. Κι όταν την έσπρωξαν μετά με τη βία, πετάχτηκαν όλοι τους πάλι έξω, γιατί τους λέρωσε αμέσως το αμάξι. Μ’ έπιασαν τα γέλια.
Ξαφνική ησυχία αφού έφυγαν, μόνο η κυρά-Κάτσποουλ απέναντι να τσιρίζει απ’ την αυλή, «Έχω συστατική επιστολή απ’ το γιατρό. Υποφέρω από κατάθλιψη, για ευθανασία να το πάτε!»
Η αστυνομία είπε να μην αγγίξω τίποτα, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να τα αφήσω έτσι, άνω-κάτω, οπότε καθάρισα κι έβαλα μιά τάξη. Ένα-δυό τύποι έξω απ’ το σπίτι. Κοιτάζουν και το τηλέφωνο χτύπησε δυο-τρεις φορές, αλλά δεν το σήκωσα.
Είχε σκοτεινιάσει όταν τέλειωσα, αλλά δεν άναψα τα φώτα. Κάθησα έτσι. Πρέπει να διέρρευσε το όνομα κατά τις 6, γιατί ξαφνικά άρχισαν να καταφτάνουν αυτοκίνητα και το τηλέφωνο να χτυπάει σα τρελό, οι δημοσιογράφοι στην πόρτα να φωνάζουν.
Κι εγώ να κάθομαι στο σκοτάδι και να μην αντιδρώ.
(Σκοτάδι)
Κι άλλος ένας φάκελος με κόπρανα, που πέταξαν απ τη θυρίδα για τα γράμματα. Η σφραγίδα απ’ το Σέλμπι. Όμορφο μέρος. Είχαμε πάει εκδρομούλα με το φορτηγό μια φορά. Είδαμε τον καθεδρικό, το αββαείο μάλλον, ό,τι είναι εκεί, τέλος πάντων. Μαγαζί δίπλα, με βιβλιαράκια και σουβενίρ, όπως το συνηθίζουν πια παντού. Μετά για καφέ, σε μια τσαγερία πιο κάτω. Με τη φόρα που το πέταξε ο ταχυδρόμος, άνοιξε στα δύο, πάνω στο χαλάκι της εξώπορτας.
Μάλλον επίτηδες. Είχα βέβαια βάλει πλαστικό κάτω, συνηθισμένη απ’ την προηγούμενη φορά, αλλά έπρεπε να καθαρίσω πάλι. Μου ’φυγε ήδη μιά περιουσία σε απολυμαντικά.
Η δίκη θα γίνει στο Μάντσεστερ, αποφάσισαν. Μακριά από δω. Δεν μπορούν να με καλέσουν για μάρτυρα, εκτός κι αν πάω εθελοντικά. Που δεν πρόκειται. Μια γυναίκα μ’ έφτυσε καταπρόσωπο τις προάλλες στο σούπερ-μάρκετ, οπότε κι εγώ ψωνίζω στα ινδικά τώρα πια. Παντού αλλού γίνομαι θέαμα... Χρειάστηκε να πάω 30 μίλια μακριά για μια περμανάντ. Πήρα ταξί. Κι αυτοί Ινδοί. Παλιά δεν τους είχα σε μεγάλη υπόληψη. Δεν κάνουν όμως ερωτήσεις. Θεόσταλτοι.
Άλλος δημοσιογράφος μου χτυπάει το κουδούνι το μεσημέρι. Παίρνουν σειρά, απ’ ό,τι κατάλαβα. Σηκώνει τη θυρίδα και με φωνάζει. Του φωνάζω κι εγώ, «Πρόσεξε που βάζεις το στόμα σου! Δεν ξέρεις τι έχει περάσει από κει μέσα.» Με πληροφορεί ότι κάθομαι πάνω σε χρυσάφι. Δέκα χιλιάρικα λέει. Να πω τα πράγματα απ’ τη δική μου σκοπιά.
Τελειώνει η δίκη σήμερα. Όλα εξαρτώνται απ’ το σκυλί, είπανε, γιατί οι υπόλοιπες αποδείξεις είναι ατελείς, περιστασιακές. Κάποιοι μάρτυρες είδαν το φορτηγό παρκαρισμένο στο μέρος που έγινε ο ένας φόνος, αλλά μέχρι εκεί. Τίποτα στα εργαλεία του. 'Η στα ρούχα. Μόνο λίγο αίμα απ’ το τελευταίο θύμα πάνω στο σκύλο. Η υπεράσπιση υποστηρίζει ότι απλά το σκυλί κυλιόταν κάπου μόνο του, γιατί καθώς είναι δεμένη όλη μέρα, όταν τη βγάζει βόλτα, την αφήνει ελεύθερη και αλωνίζει. Αφού της βγάζει το λουρί, δε σημαίνει ότι αναγκαστικά ήταν και μαζί της συνέχεια.
Ο δικαστής αγαπάει τα σκυλιά. Λένε, έχει κι αυτός ένα. Δεν ξέρω αν αυτό θα επηρεάσει καθόλου.
Τον είδα λίγο πριν αρχίσει η δίκη. Είχε αδυνατίσει. Απογοητεύτηκα που δεν τον άφησαν να φορέσει γραβάτα. Πιστεύω ότι έτσι θα έκανε καλύτερη εντύπωση, αλλά δεν επιτρέπεται, για να αποφύγουν, λέει, τις αυτοκτονίες.
Μακάρι να ’χα κάποια άλλη δουλειά να κάνω. Ήδη σφουγγάρισα δύο φορές. Η αυλή είναι βρόμικη, αλλά δε μπορώ να βγω έξω με τόσο κόσμο, άσε τους δημοσιογράφους.
(Παύση)
Λέει ψέμματα βέβαια. Δεν έχουμε στειρώσει την Τίνα και για αυτό, όταν τη βγάζει, φοράει πάντα το λουρί της. Πάντα.
(Σκοτάδι)
«Μάρτζορι! Μάρτζορι!» Ακόμα φωνάζουν καμιά φορά απ’ το δρόμο, ένας σήμερα πρωί-πρωί. Οι περισσότεροι έφυγαν, άφησαν μόνο λίγους αρχάριους στο πόδι τους, σε περίπτωση που βγω για τα ψώνια. Οι ένορκοι συνεδριάζουν δύο μέρες και πιστεύουν μπορεί να τραβήξει και βδομάδα ακόμα.
Οπότε σκέφτηκα τώρα που έχει λίγη κάλμα να ξεμυτίσω στην αυλή, να καθαρίσω και το σπιτάκι του σκύλου, επιτέλους. Οι εγκληματολόγοι πήραν μέχρι και την κουβέρτα της ― πάλι καλά. Του λέω του τύπου: «Μη βιαστείς να τη φέρεις πίσω, θα την είχα ξεφορτωθεί προ πολλού, αν με άφηνε.»
Έριξα προσεκτικά ένα βλέμμα απ’ την αυλόπορτα, να δω αν θα μπορέσω να καθαρίσω με την ησυχία μου και μόνο ένα-δυο νεαροί δημοσιογράφοι κάθονταν στης απέναντι τα σκαλιά. Τους είχε βγάλει καφέ. Τι θα κάνει αυτή η γυναίκα, όταν όλα τελειώσουν, πραγματικά δεν ξέρω ― της γεμίζει κυριολεκτικά τη ζωή.
Τέλος πάντων, έριξα έναν κουβά νερό κάτω απ’ το σπιτάκι, κι άλλο ένα μετά γιατί δεν περνούσε απ’ την άλλη. Λέω θα ’χει μπλοκάρει κι έφερα ένα γάτζο απ’ το σπίτι για να σκάψω από κάτω. Και βρήκα κάτι.
Ήταν το σκούρο του το παντελόνι, τυλιγμένο και μέσα στη λάσπη. Γλίστρησα προσεκτικά πάλι στην κουζίνα να φέρω μια πλαστική σακούλα να το βάλω. Και το ’φερα μέσα.
Σκέφτηκα ότι η αστυνομία αμόλησε το λαγωνικό, αλλά αυτό μύριζε μόνο την Τίνα και τίποτ’ άλλο. Κάθησα έτσι να κοιτάω τη σακούλα, να σκέφτομαι ποιόν να πάρω τηλέφωνο. Ξαφνικά χτυπήματα στην εξώπορτα και μιά φωνή, «Μάρτζορι, Μάρτζορι!»
Δεν πρόσεξα τι έλεγε ― έτρεξα να βάλω τη σακούλα κάτω απ’ το νεροχύτη. Ξανά φωνές απ’ την πόρτα.
«Μάρτζορι! Βγήκε η απόφαση. Αθωώθηκε. Θα τον αφήσουν ελεύθερο.»
(Σκοτάδι)
Η νεαρή με ρωτάει, «Θέλετα κάποια βοήθεια με τα ρούχα ή τα μαλλιά σας;» Την κοιτάω, «Δε σ’ αρέσουν αυτά που φοράω;» Επιμένει, «Μπορώ να κανονίσω να περάσει κάποιος, να σας φτιάξει τα μαλλιά τουλάχιστον». «Κι εγώ μπορώ να κανονίσω να περάσει κάποιος να σε περιλάβει στο ξύλο», της το κόβω.
Όχι ότι ξέρω κανέναν βέβαια. Μου λέει μετά, «Η εφημερίδα έχει επενδύσει πολλά πάνω σας.» «Κακό του κεφαλιού σας», της απαντάω.
Πρωτοσέλιδη φωτογραφία του να ποζάρει με το σκυλί, σήμερα το πρωί. Τα πόδια της στους ώμους του, να του γλείφει τη μούρη και να καμαρώνει. Πέρασε τη νύχτα στο ξενοδοχείο, πέντε αστέρων, όλα πληρωμένα απ’ την εφημερίδα... Ο τίτλος του άρθρου: «Οι μήνες του εφιάλτη μου». Του συμπαραστάθηκα, λέει μέσα. Αναφέρει οτι η πολυπόθητη επανένωση με τη σύζυγο θα γίνει αργότερα το απόγευμα.
Η Αστυνομία έξαλλη. Ο υπεύθυνος της έρευνας ανακοίνωσε: «Ας το θέσω έτσι, δεν ψάχνουμε για κάποιον άλλον.»
Κάθησα να περιμένω όλο το μεσημέρι. Οι φωτογράφοι παραταγμένοι στον τοίχο απέναντι. Ή πάνω σε καρέκλες. Δυό πάνω σ’ ένα αυτοκίνητο κι ένας είχε σκαρφαλώσει στο δέντρο. Η αστυνόμοι να κρατάνε τον κόσμο πίσω. Σκοτείνιαζε, οταν πλησίασε το αυτοκίνητο. Πανδαιμόνιο.
Ο αστυφύλακας χτύπησε την πόρτα, ο Στιούαρτ να στέκεται στο κεφαλόσκαλο κι όλες οι κάμερες τριγύρω κι αυτοί να φωνάζουν, «Στιούαρτ, Μάρτζορι, από δω, από δω...» Θέλαν να μας βγάλουν φωτογραφία με το σκυλί, αλλά αυτός απ’ την εφημερίδα το απαγόρεψε. «Έχουν αποκλειστικότητα», λέει.
Του λέω, «έπλυνα το σπιτάκι της». Γυρνάει, «Δε θα τη βάλω εκεί.» Του λέω, «Μέσα δεν μπαίνει.» «Βάζεις στοίχημα;», μου κάνει. ― «Θα της βάλω χαρτί κάτω τουλάχιστον, να κάθεται.»
Αργότερα, πριν πάμε στο κρεβάτι, ήθελα να την κλείσω στην κουζίνα, αλλά δε μ’ άφησε, συνέχιζε να τη φιλάει και μου ’πε θα ’ρθει επάνω, μαζί μας. Στο κρεβάτι άρχισε αμέσως τα δικά του και ρωτούσε και το σκυλί συνέχεια αν μας βλέπει...
Μου λέει μετά, «Δεν το περίμενες ότι ήμουν αθώος;» Του λέω, ‘Δεν το περίμενα ότι θα τη γλιτώσεις.» ― «Δεν πιστεύεις ότι είμαι αθώος;» «Πού να ξέρω εγώ», απαντάω. «Ξέρεις», μου λέει, «πώς δεν ξέρεις. Είσαι κι εσύ σαν τη μάνα μου.» «Δεν είμαι η μάνα σου», του πετάω. «Όχι», συμφωνεί, «Δεν της μοιάζεις καθόλου κι αρχίζει να γελάει.»
Πρέπει να αποκοιμήθηκα, γιατί όταν ξύπνησα, κοιμότανε. Το σκυλί είχε φύγει απ’ το κάλυμμα του και στεκόταν δίπλα, να τον κοιτάει. Σηκώνομαι και πάω στην κουζίνα. Βγάζω έξω τη σακούλα, χωρίς ν’ ανάψω τα φώτα. Παίρνω το δαυλί απ’ το τζάκι, βγαίνω στην αυλή και χώνω πάλι τη σακούλα κάτω απ’ το σπιτάκι.
Έχει λίγο φεγγαρόφωτο κι όταν κοιτάω απ’ την αυλόπορτα, όλοι έχουν φύγει, μόνο μια καρέκλα σπασμένη στο πεζοδρόμιο. Γυρνάω στο κρεβάτι και μετά από λίγο ξυπνάει και ξαναρχίζει.
(Σκοτάδι)