Νύχτες στους κήπους της Ισπανίας

Μετάφραση: Κώστας Μαντζάκος
Εντουάρντ Καμπερνέ: «Βρετανικός κήπος» (1903)
Εντουάρντ Καμπερνέ: «Βρετανικός κήπος» (1903)




    Απλό προαστειακό σαλόνι. Η Ρόζμαρυ, μια μεσόκοπη, μέση αστή κάθεται.

Κανείς δεν δολοφονείται, συνήθως, εδώ γύρω. Οι περισσότεροι ζουν σε μονοκατοικίες, ούτε καν φωνές δεν ακούς. Γι αυτό μου πήρε λίγα λεπτά να μαντέψω τι εννοούσε.
Τη ρωτάω, «Νεκρός; Έπαθε καρδιακή προσβολή;« Μου κάνει, «Όχι, καμία σχέση. Δε με βλέπεις; Είμαι ξυπόλητη».
Δεν την ξέρω, μόνο γνέφουμε η μια στην άλλη κι επειδή έχουν μια υπέροχη μαγνόλια στον κήπο τους, της είπα μια φορά που την είδα έξω, «Zηλεύω τη Magnolia Grandiflora σας.» Αυτή χαμογέλασε κι είπε μόνο, «Ναι, είναι όμορφη.» Κι αφού δεν είχα σκεφτεί τίποτ’ άλλο να πω, αυτό ήταν όλο. Το κάνω συνέχεια, αρχίζω μια συζήτηση, αλλά δεν μπορώ να τη συνεχίσω.
Ξανθωπή, κάπως χλομή. Όμορφο πρόσωπο, μα κουρασμένο. Τέλος πάντων, βγαίνω στο δρόμο και με περιμένει να φτάσω στην αυλή της και μου λέει, «Ξέρω ότι δε γνωριζόμαστε, αλλά κάτι έπαθε ο άντρας μου.» 
Βασικά βιαζόμουνα, γιατί είχα προγραμματίσει να πάω στο σούπερ-μάρκετ με το 9 παρά τέταρτο, αλλά μπήκα μέσα. Τη ρωτάω, «Ήταν άρρωστος ο κύριος Μακόρκοντεϊλ;» Μου λέει, «Όχι, νομίζω είναι νεκρός. Περάστε, κυρία Χόροξ, μόνο που δε φοράει παντελόνι». Της απαντάω, «Μη με ντρέπεστε εμένα, έχω συνηθίσει απ’ το άσυλο ανιάτων, εργάζομαι εθελοντικά δύο φορές τη βδομάδα». Η αλήθεια είναι ότι απλά μεταφέρω τους δίσκους με το καροτσάκι, δεν έχω δει κανέναν να πεθαίνει ακόμα, δε με θεωρούν έτοιμη.
Φορούσε ένα λινό φόρεμα, πολύ απλό, μα όμορφο. Κάτι μου λέει ότι ήταν πιωμένη. Ο άντρας της πεσμένος ανάσκελα, πάνω σε μια φλοκάτη και το αίμα κυλούσε απ’ το κεφάλι του. Και ξέρω ότι είναι φρικτό, αλλά το πρώτο που σκέφτηκα ήταν ότι αποκλείεται τώρα να μπορέσει να την καθαρίσει.
Φορούσε ένα απ’ αυτά τα στενά σλιπάκια, κατά τη γνώμη μου, πολύ νεανικό για κάποιον που βγήκε στη σύνταξη, αλλά κι ο Χένρι τα ίδια κάνει, ξαφνικά αποφασίζει να παραστήσει τον μοντέρνο. Κοντές τεριλέν κάλτσες. Ρωτάω, «Μπρορώ να τον αγγίξω;» «Αν θες», μου λέει, «αλλά είναι σίγουρα νεκρός. Κάθομαι εδώ και μια ώρα και τον κοιτάω». Της λέω, «Το σωβρακό του είναι τα μπρος-πίσω». «Εγώ φταίω», μου κάνει. «Είπα να του το φορέσω, πριν φωνάξω για βοήθεια».
Είχε ένα μικρό τατουάζ, λίγο πιο κάτω απ’ τον αφαλό. Θυμάμαι όταν μετακόμισαν στη γειτονιά, ο Χένρι είχε ακούσει ότι ασχολείται με αυτόματους πωλητές. «Χτύπησε το κεφάλι του, πέφτοντας;», τη ρωτάω. Κι αυτή: «Όχι, τον πυροβόλησα. Έκρυψα το πιστόλι». Κι ανοίγει ένα συρτάρι και μου το δείχνει, δίπλα στα σουβέρ και την τράπουλα. Ήταν δικό του, το ΄χε απ’ τη Μαλαισία, που έμενε ένα φεγγάρι».
Το πρώτο που σκέφτηκα ήταν να τηλεφωνήσω στον Χένρι, για να μου πει τι να κάνω, αλλά δεν είχα όρεξη για τη γκρίνια του. Και απέφυγα να καλέσω αμέσως το 100, γιατί δεν ήμουν σίγουρη αν θα το ‘λεγες κι επείγον. Αφού περίμενε ήδη μια ώρα, σκέφτηκα, ας της φτιάξω πρώτα ένα τσάι. Κι όπως ανοίγω τη βρύση, της λέω, «Σίγουρα δεν ήρθε ακόμα η αστυνομία;» «Όχι, γιατί;», με ρωτάει. «Τίποτα», της κάνω.
Μόνο που δίπλα στο νεροχύτη ήταν ένα ζευγάρι χειροπέδες.

    (Σκοτάδι. Αλλαγή)

Ο αστυνομικός έγραφε με δυσκολία. Δυο μέτρα, πεταχτά αυτιά, γλυκό παιδί αλλά από ορθογραφία...
Όταν τον ρώτησα αν εκείνος τουλάχιστον κατάλαβε τι ακριβώς συνέβη, μ’ απαντάει, «Όλα του γάμου δύσκολα, που λέει κι η παροιμία. Έτσι είναι αυτά. Αν και δεν το περιμένει κανείς από συνταξιούχους έτσι εύκολα, οι πιο πολλοί έχουν συμβιβαστεί πια. Κι είναι και νωρίς. Ο κόσμος συνήθως περιμένει να φάει πρωινό, πριν αρχίσει τους πυροβολισμούς». 
Πάνω που υπογράφω την κατάθεσή μου, γυρνάει κι ο Χένρι και φυσικά καθυστερεί την όλη διαδικασία: «Δε νομίζω ότι η κυρία Χόροξ εννοούσε αυτό. Στο τηλέφωνο, γλυκιά μου, μου είπες―», Τον κόβω, «Χένρι, δεν ήσουνα εδώ να το δεις». Ο αστυφύλακας μου κλείνει το μάτι και μας λέει, «Εντάξει, παιδιά, ελπίζω να μην έχουμε και δω κανένα πιστολίδι».
Ο Χένρι δεν ήξερε στην αρχή καλά-καλά ποιους εννοούσα. Με ρώτησε, «Αυτοί με το σκύλο;» Του λέω, «Όχι, αυτοί είναι οι Μπρόουντμπεντ».  Τελικά κάθησε εκεί δίπλα, σφυρίζοντας υπόκωφα, μετά ανέβηκε πάνω και στρώθηκε κατευθείαν στο κομπιούτερ του με τις ώρες.
Όταν έφυγε η αστυνομία, ανέβηκα να του ζητήσω συγγνώμη και τον ρώτησα αν, κατά τη γνώμη του, έτρεχε τίποτ’ άλλο. «Σαν τι», μου κάνει. «Μα δε φορούσε τίποτα κάτω απ’ το φουστάνι» του λέω κι εγώ. Φυσικά και μόνο που το ανέφερα ο Χένρι κοκκίνησε. Είναι τόσο αθώος. Μου λέει, «Ρόζμαρι, δεν ξέρω σε τι κόσμο πιστεύεις ότι ζούμε εδώ, αλλά είμαι σίγουρος ότι κάποια λογική εξήγηση θα υπάρχει. Προς το παρόν, ας μην ξεχνάμε ότι κάποιος έχασε τη ζωή του. Και δυστυχώς έτυχε να περάσεις εσύ, γιατί θα προτιμούσα να μην είχες μπλεχτεί».
Πετάχτηκα λίγο αργότερα, να πάρω γάλα απ’ το μαγαζάκι κι είδα ένα-δύο δημοσιογράφους να στέκονται ακόμα έξω απ’ το 17, ολόκληρο κλαδί της μαγνόλιας δίπλα τους σπασμένο. Με ρώτησε ένας, «Είστε γειτόνισσα; Ξέρατε τους Μακόρκοντεϊλ;»  Τους κοίταξα με μισό μάτι και προχώρησα, οπότε μου φωνάζουν, «Θα μας μιλήσετε; ‘Εχετε υποχρέωση στην κοινότητα!» Γυρνάω κι εγώ και τους πετάω, «Ναι, κι εσείς έχετε υποχρέωση στην κοινότητα να μην καταστρέφετε τα δέντρα των αλλωνών!» Οπότε έδωσα στον φωτογράφο την ευκαιρία να με τραβήξει εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Ήταν σήμερα στην εφημερίδα μ' εμένα να ‘χω βγει σαν τρελή και από κάτω το σχόλιο: «Το αληθινό πρόσωπο των προαστίων». Μόνο που το αληθινό πρόσωπο των προαστίων ήταν η φάτσα του Χένρι, όταν το είδε.
Ξύπνησα τη νύχτα και άκουσα την αναπνοή του να σφυρίζει. «Σκέφτεσαι την κυρία Μακόρκοντεϊλ», ρωτάω. «Όχι, το σπίτι», μου λέει. ‘Οι τιμές έχουν πέσει για τα καλά κι ένας φόνος στη γειτονιά μας έλειπε. Τεντώθηκε απ’ το κρεβάτι του και μου ‘πιασε το χέρι. «Δε θέλω να σε ανησυχήσω, αλλά αν δεν πιάσουμε τουλάχιστον 175 χιλιάρικα, τ’ όνειρο της Ισπανίας θα κάνει φτερά».
Ίσως θα ‘πρεπε να είχα πει σε κάποιον για τις χειροπέδες.

        (Σκοτάδι)
        Η Ρόζμαρι στο θερμοκήπιο.

Είχα βάλει το πρασινωπό μου ταγεράκι, που το ‘χα ξαναφορέσει σε κάτι ανάλογο, αλλά μόλις κατέβηκα τις σκάλες και με είδε ο Χένρι, «Αυτό θα βάλεις;»  Οπότε γύρισα και έβαλα το μαύρο. Δεν χρειάζονταν επισημότητες τελικά. Ο αστυνόμος ήταν με το πουκάμισο κι ο δικηγόρος, που σχολίασε την κατάθεσή μου, έδειχνε εντελώς αδιάφορος. Της έσκασα ένα χαμόγελο, την άφησαν καθιστή, έμοιαζε πολύ χλομή.
Δήλωσε αθώα, αυτό κάνουν, λέει, ακόμα κι αν ξέρουν ότι το έκανες εσύ κι αμέσως μετά ο δικηγόρος της διάβασε έναν κατάλογο με ότι της βρήκαν, όταν συνελήφθη, παλιά κατάγματα, πρόσφατα καψίματα από τσιγάρο κι ένα κουνημένο δόντι. Ένας άλλος δικηγόρος παρενέβη και ρώτησε, «Ήταν μπλεγμένοι κι άλλοι;» Εκείνη είπε όχι, οπότε κι αυτός δήλωσε ότι προς το παρόν δε θα συνεχιστούν οι έρευνες προς τα κει. Στο τέλος ορίσανε την ημερομηνία της δίκης. 
Ρωτάω τον Χένρι, «Δηλαδή θα ξαναπεράσουμε όλη την διαδικασία;» «Αυτό είναι σίγουρο», μου κάνει. «Ακόμα είμαστε στην αρχή. Τώρα αρχίζει το νταβαντούρι».
Μια αστυνομικίνα πέρασε σήμερα το μεσημέρι, ρώτησε αν χρειάζομαι ψυχολογική υποστήριξη. Δωρεάν, λέει, γιατί ήρθα σ’ επαφή μ’ ένα πτώμα και κανονικά θα ‘πρεπε να το ‘χαν φροντίσει νωρίτερα, αλλά τους έτυχε ένα αυτοκινητιστικό μ’ ένα λεωφορείο που ντελαπάρισε κι ήταν ήδη λίγο πνιγμένοι.
Γλυκιά κοπέλα, αν και μιλούσε συνέχεια για όλα τα φριχτά πράγματα που έχει δει στη δουλειά της, βία και δυστυχήματα, που εγώ σε σύγκριση φαίνομαι τυχερή με το ένα μου πτώμα. Ίσως να ‘ναι κι αυτό μέρος της θεραπείας. Καθίσαμε στον κήπο να πιούμε το τσάι μας. Τάραξε τα μπισκότα που της έβγαλα, ολόκληρο μπολάκι με γεμιστά. Μου λέει, «Είστε πολύ φιλόξενη, έχετε ξαναδεί γυμνό πτώμα;»
Καθώς έφευγε, γυρνάει και μου λέει, «Κυρία Χόροξ, όταν γράφτηκα στο σεμινάριο ψυχολογικής υποστήριξης, ένα απ’ τα πρώτα πράγματα που μας έμαθαν, ήταν να μπορείς να δεις τα πράγματα καταπρόσωπο απ’ την αρχή». Της λέω κι εγώ, «Μα το κοίταξα το πτώμα. Μάλιστα, το άγγιξα κιόλας». Μου απαντάει, «Εννοώ, όταν η αστυνομία αρχίσει να τα σκαλίζει, υπάρχουν πιθανότητες να συμβούν διάφορα δυσάρεστα». «Να σκαλίζει;» λέω. «Μεταφορικά», μου κάνει. «Τι σχέση έχω εγώ μ’ αυτά;» τη ρωτάω. «Κατά πως φαίνεται καμιά», με καθησυχάζει, «Αλλά υπάρχει πάντα η πιθανότητα. Σ’ αυτή την περίπτωση, να ξέρετε, ότι είμαι στη διάθεσή σας. Απλά στείλτε μήνυμα».
Λέω του Χένρι, «Πολύ ευγενικό εκ μέρους της, που ενδιαφέρθηκε τόσο». Μου λέει, «Τη δουλειά της κάνει...δυστυχώς».
Άρθρο στην Καθημερινή, που πάντα πίστευα ήταν κάπως πιο αξιοπρεπής, αλλά γεμάτο με κουτσομπολίστικες λεπτομέρεις για την υπόθεση, του τύπου «Η κρυφή ζωή πίσω απ’ τους καλοκουρεμένους φράχτες με τις αγγελικές». Είπα στον Χένρι, «Είναι και ανίδεοι. Δεν υπάρχει ούτε μια αγγελική σε όλη τη γειτονιά. Οι περισσότερες είναι οξιές και μερικά κωνοφόρα». Με διορθώνει, λέγοντας ότι δεν το εννοούν κυριολεκτικά κι ότι ο φράχτης γι' αυτούς είναι απλά κάτι που θα παραμερίσουν για να κατασκοπεύσουν.
Και μια και μιλάμε για κήπους, ο δικός της, που συνήθως είναι άψεγάδιαστος, έχει αρχίοει να δείχνει κάπως παραμελημένος. Στα παρτέρια με τα βότανα που είχε φυτέψει στην πίσω πόρτα, η μποράντζα έχει εξαπλωθεί επικίνδυνα, πνίγοντας όλα τα υπόλοιπα. Μου ‘ρχεται να πεταχτώ και να την ταχτοποιήσω.
Δεν ήθελα να ρωτήσω το Χένρυ, γιατί ήμουν σίγουρη πως θ’ αντιδρούσε: «Δε θα το συμβούλευα Ρόζμαρι, για να ‘μαι ειλικρινής», αλλά τελικά, το αντίθετο, συμφώνησε, μάλιστα, το είχε σκεφτεί κι αυτός, αν και, ομολογουμένως, κρίνοντας από άλλη οπτική. «Αν είναι να πιάσουμε την τιμή που ζητάμε για το σπίτι, καλό είναι να μην υπάρχει ένας ξεραμένος κήπος παραδίπλα!»
Με αποτέλεσμα να έχω ήδη αρχίσει τις επισκέψεις, παρέα με τα πιστά μου ψαλίδια. Λέω να κόψω τις παπαρούνες, τώρα που πέρασε η εποχή τους, για να δώσω λίγο χώρο στο μυριόφυλλο ν’ απλωθεί. Φυσικά πριν καλά καλά γονατίσω στο χώμα, να σου κι η κυρία Λάμζντεν, κρατώντας ένα όχι και πολύ πειστικό μπουκάλι από λεμονάδα, τάχα μου για την ανακύκλωση. Ήθελε να μάθει αν περίσσευαν τίποτε μοσχομπίζελα. Της απαντάω, «Ναι, σκέφτηκα να κόψω μερικά για το άσυλο που δουλεύω». Μου κάνει, «Ωραία ιδέα! Κανονικά κάποιοι μπορεί να είχαν επιφυλάξεις, αλλά αυτοί οι καημένοι είναι πια πολύ άρρωστοι για να τους νοιάζει».
Και τα γνωστά αστειάκια. Ίδιο στυλ με του κυρίου Πέμπερτον, «Ποιόν πρέπει να πυροβολήσω για να ‘ρθεις να φτιάξεις και τον δικό μου κήπο;» Το χαμόγελο κάπως βεβιασμένο μετά από λίγο. Παρ’ όλα αυτά η Σίλα Μπλάνσαρντ ήρθε και με βοήθησε να καθαρίσω απ’ τα ζιζάνια. Μου λέει, «Καλά του έκανε! Αντρες. Ποιος τους έχει ανάγκη, ε Ρόζμαρι;» «Ξέρω γω», της απαντάω, «Είναι κι αυτοί μια παρηγοριά». «Οι άντρες;», μου κάνει, «Ο δικός μου καθόλου, εγώ πρέπει να τον παρηγορώ όλη την ώρα! Κι Ο Χένρι, πώς είναι;» – «Είναι πολύ», κι είπα μια τόσο σαχλή λέξη, «Πολύ ...διακριτικός». Την είδα να χαμογελάει και μπορεί να’ναι καλή γυναίκα, αλλά ξέρω ότι μέχρι αύριο θα’χει κυκλοφορήσει σ’ όλη τη γειτονιά.
Πάντως είναι διακριτικός. Λίγο συνεσταλμένος, ίσως. Πάντα του ήταν. Μακάρι να ’ταν αλλιώς.
Αυτό που δεν είπα στον Χένρι, είναι ότι έστειλα ένα γράμμα στη φυλακή, να την ενημερώσω για τις προόδους μου. Το κάνω κάθε μέρα πια, της έστειλα μέχρι και φωτογραφίες. Σήμερα της έγραφα ότι η αλχημίλλη θέλει λίγη προσοχή, πανέμορφο φυτό, αλλά καμιά φορά χρειάζεται γερό κλάδεμα.
Με πήρε τηλέφωνο το απόγευμα να μ’ ευχαριστήσει. Δεν ήξερα ότι μπορούν να τηλεφωνούν. Απ’ τη φυλακή εννοώ. Τη λένε Φραν.

        «Αγαπητή Φραν...»

        (Σκοτάδι)
        Στο θερμοκήπιο.

Τον είχα παρεξηγήσει τον Χένρι, έκανα λάθος. Τριάντα χρόνια παντρεμένοι και πιστεύεις ότι ξέρεις κάποιον καλά, αλλά φαίνεται πως όχι. Έχασε τέσσερα κιλά όσο διαρκεί η υπόθεση κι ούτε έχει πατήσει στο γραφείο. Σκέφτηκα, είσαι τελικά πιο καλός χαρακτήρας απ’ ό,τι νόμιζα. Λέω στη Φραν, «Ανησυχεί πιο πολύ για σένα,παρά για μένα. Όταν έπρεπε να κάνω τότε την μαγνητική, είχε πάει για γκολφ. Οπότε είπα κι εγώ να τον ευχαριστήσω κι έβγαλα να δούμε τα προσπέκτους για τη ζωή στην Ισπανία κι αμέσως του ‘φτιαξε τη διάθεση».
Πολλές αποκαλύψεις όμως στη δίκη. Περνούσε σκυλίσια ζωή με τον τύπο. Κυριολεκτικά. Η υπεράσπιση έφερε το κολάρο και το λουρί σαν αποδείξεις. Την εκφόβιζε, τη χτυπούσε. «Μια υπόθεση παρατεταμένης και νοσηρής βίας», είπε ο συνήγορος.
Ο κατήγορος φυσικά το αμφισβητεί και θεωρεί ότι όλα ήταν μέρος ενός σεξουαλικού παιχνιδιού κι ότι η βία ήταν συμφωνημένη κι ότι το ήθελε. Εκείνη απάντησε ότι αν το ήθελε κι εκείνη, αυτός δεν θα ενδιαφερόταν πια. Τέλος πάντων, πώς μπορείς να συμφωνήσεις να σου σπάσουν το χέρι;
Πολλές ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, πως μερικές φορές της έβαζε μια κουκούλα, για να μη βλέπει και καλούσε κι άλλους άντρες για κοινό. Γνωστούς απ΄τη δουλειά του, φαντάζομαι.
Ο Χένρι λέει ότι είναι τυχερή, γιατί στο Λίβερπουλ τρέχει κι άλλη μία υπόθεση, κάποιος που σκότωσε ένα παιδάκι, οπότε τα φώτα της δημοσιότητας έπεσαν εκεί.
Όπως ήταν αναμενόμενο, οι «τριχωτές τρελο-φεμινίστριες» όπως τις αποκαλεί ο Χένρι, είχαν κατακλύσει το ακροατήριο, φωνάζοντας μάλιστα καθ’ όλη τη διάρκεια. «Κάπως ανεύθυνα», όπως σχολίασε ο Χένρυ, «Παρόλα τα ελαφρυντικά, αποκλείεται να γλιτώσει τη φυλακή». Κι όταν ο δικαστής της έριξε μόνο δύο χρόνια, τα άκουσε απ’ τους οπαδούς τού «Τάξη και Ηθική». Αλλά όπως είπε κι η Σίλα Μπλάνσαρντ, «Αξίζει κάθε λεπτό, καλή μου, δυό χρονάκια στα σίδερα και μετά το κρεβάτι είναι δικό σου. Αξία ανεκτίμητη! Φτηνά της ήρθε, πιστεύω. Μακάρι να΄χα κι εγ'ω πιστόλι. Προς το παρόν έχω εναποθέσει όλες μου τις ελπίδες μου στον προστάτη, που παρουσίασε τελευταία».
Δεν μπορώ να την επισκέπτομαι τόσο συχνά, τώρα που καταδικάστηκε. Κι ο Χένρι δεν έχει ιδέα. Βλέπεις ποτέ μου δεν είχα μια φίλη, κολλητή που λένε. Που να της λέω τα πάντα. Ούτε είχα, ούτε ήμουνα ποτέ για κάποιαν, από μικρό κορίτσι. Δεν ήταν στον τύπο μου, πιστεύω. Άσε που δεν ειχα και μυστικά για να πω. Κι όπως δεν έκανα και παιδιά, έμεινα απέξω κι απ’ αυτή την παρέα.
Την έχουν στο Ρίσινγκτον, απ΄την άλλη μεριά του Γιορκ. Είναι απ’ αυτές τις μοντέρνες φυλακές, μοιάζει σαν εμπορικό κέντρο έξω απ’ την πόλη. Έχει κυριολεκτικά μεταμορφώσει τον κήπο εκεί, που μέχρι πρόσφατα ήταν απλά χρηστικός, με λάχανα, μαρούλια και τα παρόμοια. Αλλά τώρα τους έβαλε ν’ αναμίξουν τα παρτέρια με βότανα και λουλούδια. Όσο γίνεται. Δεν θα γίνουν και οι κρεμαστοί κήποι της Βαβυλώνας, εξάλλου έχει πολύ αέρα εκεί πάνω, αλλά δεν συγκρίνεται μ’ αυτό που ήταν πριν. Ονειρεύεται να μπορέσουν να το ανοίξουν και στο κοινό, αλλά βέβαια είναι κάπως δύσκολο, μια κι είναι μέρος της φυλακής.
Πάμε και καθόμαστε σ’ ένα παγκάκι του κήπου κι άρχισε να μου περιγράφει όλα αυτά που την ανάγκαζε να κάνει. Ήθελε να μου τα πει, λέει, σε περίπτωση που μ’ έκαναν να μη θέλω να την ξαναδώ. «Μην λες ανοησίες», της απάντησα. Φριχτά πράγματα όμως, ούτε καν ήξερα ότι υπάρχουν άνθρωποι ικανοί για κάτι τέτοιο. Και με την κουκούλα στο κεφάλι κιόλας και άντρες γύρω να την κοιτάνε. Κι όχι μόνο να κοιτάνε...
Ένας απ’ αυτούς είχε μια περίεργη συνήθεια... και ήξερα αμέσως τι ήθελε να πει, μόλις τ’ άκουσα... μια περίεργη συνήθεια να σφυρίζει σιγανά και υπόκωφα.
Φυσικά, είναι αρκετοί που το κάνουν αυτό.

        (Σκοτάδι)
        
Κουζίνα.

«Βλέπω πουλάνε το σπίτι του φόνου», μου πετάει η Σίλα σήμερα το πρωί. «Βάλανε ταμπέλα. Ζητάνε λέει 160». Δεν της είπα ότι το ήξερα, ούτε ότι στην πραγματικότητα έχει ήδη πουληθεί. Η Φραν μου ‘πε το πήρε μια οικογένεια Ινδών, αρκετά εύποροι, έχουν μια αλυσίδα με ηλεκτρικά. Σκέφτηκα, ότι δεν είναι κι ό,τι καλύτερο για τα σχέδια της Ισπανίας. Καημένε Χένρι, μάλλον πάει το γκολφ με τους διάσημους συνταξιούχους.
Τον παρατηρώ συχνά τελευταία, αυτόν τον πάλαι ποτέ θεατή, η και νυν ― ποιος τον ξέρει, κάπου. Και μου ‘ρχεται... μερικές φορές σκέφτομαι «Τελικά είσαι σιγανό ποταμάκι». Άλλες φορές σκέφτομαι τη Φραν και θυμώνω. Με τσάκωσε να τον κοιτάω τις προάλλες και με ρώτησε, «Γιατί με κοιτάς έτσι, κυρά μου;» «Τίποτα», έδωσα γι' άλλη μια φορά την προβλέψιμη απάντηση. «Τελευταία είναι σα να κρατάς μούτρα», μου κάνει. Και μου χάιδεψε το γόνατο. (Κάνει έναν μορφασμό)
Αυτό που πραγματικά σκέφτομαι είναι αν όλα αυτά τα χρόνια ήθελε να δει κι εμένα γυμνή στα τέσσερα, να μπουσουλάω από δωμάτιο σε δωμάτιο. Δε θα ‘ναι και πολύ πιο δύσκολο απ’ όταν φυτεύω τα παρτέρια, αν και τελευταία για να γονατίσω, φοράω περικνημίδες.
Μετά όμως σκέφτομαι το λουρί και το κολάρο ― πιστεύω ότι κι ο γάμος μου έτσι ήταν, παρόμοιος, να με σέρνουν συνέχεια. Τι άλλο είναι κι αυτή η μανία με την Μαρμπέγια και την Ισπανία;
Ποτέ δε συμφωνήσαμε πώς να το λέμε. Αυτό ήταν ένα απ’ τα προβλήματα. Φροντίζοντας τον κήπο είμαι συνηθισμένη κάθε τι να έχει το κοινό και το λατινικό του όνομα. Μόνο που όσον αφορά το σεξ, κανένα απ’ τα δύο δεν έκανε για τον Χένρι. Ειδικά αν έπαιρνα εγώ την πρωτοβουλία. Τον έπιαναν οι ντροπές.
Ακόμα δεν ξέρει ότι πάω και τη βλέπω. Του λέω πάω στο άσυλο. Η φάρμα έχει πάρει τα πάνω της, έχει στείλει τα κρεμμύδια σε διαγωνισμούς και μάλιστα άρχισε να πουλάει τις τομάτες. Αφιερώνει εκεί όλο της τον ελεύθερο χρόνο. «Ελεύθερο».. Τέλος πάντων. Μόνο που όταν την αποχαιρετάω στην πύλη, είμαι εγώ που νιώθω σα να γυρνάω στη φυλακή.
Μια φορά το μήνα την αφήνουν να βγει για μισή μέρα και γυρνάμε όλο το μεσημέρι, κάνοντας διάφορα. Επισκέψεις σε κήπους, δημοπρασίες με αντίκες και σε παλιές εκκλησίες. Που ποτέ δεν με συγκινούσαν μέχρι τώρα, αλλλά η Φράν γνωρίζει τόσα γι αυτές. Σε μια εκκλησία, για παράδειγμα, στη μέση ενός λιβαδιού, που κάποτε είχε γίνει εκεί μια μάχη, καθόμασταν στα στασίδια κι εκείνη μου εξηγούσε την αρχιτεκτονική της. Και μερικές φορές νομίζω ότι δεν έχω υπάρξει ποτέ περισσότερο ευτυχισμένη, σ’ όλη μου τη ζωή.
Μ’ έπιασε απ’ το μπράτσο την τελευταία φορά, όπως κατεβαίναμε στα σκαλοπάτια ενός μοναστηριού κι όταν φτάσαμε κάτω, δεν το άφησε. Συνέχισε να το κρατάει. Μου θύμισε όταν ήμουνα κοριτσάκι και το έκανε κάποιο αγόρι. Έτσι θαρραλέα. Kαι με νόημα.
Σκέφτηκα, να ’μαι εδώ, βολτάροντας αγκαζέ με κάποια που σκότωσε τον άντρα της. Είπα... δυνατά... «Ξέρω τι ‘ναι αυτό». Μου κάνει, «Τι είναι;» «Ζωή», της λέω. «Είναι ζωή».
Δε αισθανόταν τόσο καλά σήμερα κι απλά καθίσαμε στην αυλή και μου ‘πιασε πάλι το χέρι. Θα πάει για τσεκ-απ στο Γιορκ την άλλη βδομάδα. Σκέφτηκα να πάω κι εγώ, να περιμένω έξω απ’ το νοσοκομείο, μην τύχει και τη δω λίγο, αλλά θα τη συνοδεύει φύλακας, λέει, οπότε δε θα πάω. Μου ‘δωσε αυτό. (Κρατάει μιά μεγάλη ντομάτα και την ακουμπάει στο μάγουλό της.)

        (Σκοτάδι)
        Τοίχος σε μιά αυλή. Τροπική νύχτα. Τριζόνια κτλ.

Ποτέ δε χρειάστηκε να φτιάξω έναν κήπο απ’ το μηδέν. Δεν έχει και τίποτα να σ’ εμπνεύσει. Επίπεδος, τετράγωνος, μεσ’ στην πέτρα. Είναι σαν το «πριν» σ’ αυτές τις φωτογραφίες στα περιοδικά κηπουρικής, που δείχνουν το πριν και το μετά. Η σαν χώρος για προαύλισμα.
Για γκαζόν δεν το συζητώ καν σ’ αυτή την κάψα, άσε που το νερό, συχνά, το κόβουν. Αν κι ο Χένρι επιμένει ότι στο γήπεδο του γκολφ όλα είναι καταπράσινα. Έπεσε, λέει, πάνω στον Σον Κόνερι πριν μια βδομάδα. Κάθομαι και κοιτάζω την αυλή και προσπαθώ να κάνω κάποια σχέδια. «Δες το σαν πρόκληση, μικρή μου», μου κάνει. «Σε ξέρω καλά, θα κάνεις θαύματα εσύ, είμαι σίγουρος».

        (Μέχρι το τέλος ο λόγος γίνεται όλο και πιό ασύνδετος.)

Πέθανε. Η Φραν. Ένα σωρό εξετάσεις, μέχρι να βρουν τι φταίει. Εμείς το περιμέναμε. Γιατροί, σου λέει μετά. Συνήθως είναι το τελευταίο που σκέφτονται εκείνοι, και το πρώτο που φοβόμαστε εμείς. Και μέχρι τότε, είναι πολύ αργά. «Αχ, κυρία Χόροξ, ήταν πάντα πολύ αργά».
Την είχαν στο άσυλο, στα τελευταία της, οπότε ήξερα τη συνέχεια. Της κρατούσα το χέρι, το φιλούσα. Κι εκείνη το δικό μου. Είχαμε κάνει σχέδια για ένα μικρό φυτώριο.
«Το καλύτερο που θα μπορούσε να της συμβεί», σχολίασε ο Χένρι. Κι ήταν τότε ακριβώς που θα ‘πρεπε να είχα μαζέψει τα πράγματά μου και να ’χα φύγει. Εγώ απλά πήγα και κάθισα για λίγο στο θερμοκήπιο. Όπως πάντα.
Τελευταία φοράει συνέχεια ένα κασκέτο με μεγάλο γείσο, απ’ αυτά που βάζουν οι πιτσιρικάδες. Τάχα μου για τον ήλιο. Τον τσάκωσα προχτές να το φοράει τα μπρος πίσω. Προφανώς έχει ξανανιώσει.
Λένε ότι εδώ γύρω μένουν πολλοί παράνομοι. Ληστές τραπέζης και τέτοια. Που δεν μπορούν να γυρίσουν. Κάθονται εδώ και παίζουν γκολφ όλη μέρα.
Κάτι τέτοιο συμβαίνει μόνο στα έργα. Η Φραν τον σκότωσε, οπότε έπρεπε να πληρώσει. Μόνο που εδώ πέρα, ο τόπος είναι γεμάτος από ανθρώπους που δεν πλήρωσαν. Εκτός και το που βρίσκονται εδώ, μετράει σαν τιμωρία.
Τα βιβλία κηπουρικής μιλάνε για φυτά που τους αρέσει η σκιά. Μάλιστα λένε την προτιμούν. Δεν το πιστεύω. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει κάτι που να ζητάει τη σκιά. Μπορεί να την ανέχονται ίσως, αλλά… (Παύση) δώσε τους λίγο ήλιο και ξαφνικά ξεπετάγονται.
Κάθομαι εδώ τη νύχτα, ακούγοντας τα βατράχια, τα τριζόνια. Και τον Χένρι. Να σφυρίζει υπόκωφα.