Αδέσποτοι όταν βρέχει

Αδέσποτοι όταν βρέχει
( Μονόλογος )



Σου μιλούσα συνέχεια.
Πάντα.
Δεν μ’ άκουσες ποτέ. Δεν με κατάλαβες. Δεν με πρόσεξες.
Δεν μ’ ακούς.
Δεν με καταλαβαίνεις.
Δεν με προσέχεις.
Ποτέ!

Όσο σου μιλούσα δε μ’ άκουγες. Και σου μιλούσα πάντα. Κι εσύ δεν μ’ άκουγες ποτέ. Είχες, σίγουρα, τους λόγους σου. Κάποιο σχέδιο μέσα στο κεφάλι σου. Σε μένα το μόνο που άφηνες να εννοηθεί είναι ότι δεν έκανες την παραμικρή προσπάθεια να μ’ ακούσεις. Ποτέ!
Δεν προσπάθησες στιγμή για κάτι τέτοιο κι αυτό μου προκαλεί σύγχυση, με παγώνει, με κερνάει αδιέξοδο και κάνω πράξη το αδιανόητο και λειτουργώ παράδοξα, έκφυλα και βρωμάω όπως η ανάσα του άρρωστου. Εσύ φταις! Εσύ φταις που εγώ με εγκαταλείπω στα παιχνίδια του μυαλού. Δεν νοιάζομαι καθόλου. Ούτε λίγο απ’ όσο θα έπρεπε. Ούτε στο ελάχιστο. Και η αδιαφορία σου μυρίζει από μακριά. Μυρίζει παντού. Ακόμη κι εδώ, μέσα σ’ αυτό το ξύλινο κατασκεύασμα, πάνω στα νοτισμένα ρούχα μου, στα μαλλιά που έχω μέρες να λούσω, στα απεριποίητα νύχια μου, στις πυορροούσες σκέψεις μου. Ναι! Η αδιαφορία σου φωλιάζει στις σκέψεις μου. Διόλου δεν ικανοποιείται καθισμένη στη γωνιά της, στο δικό σου μυαλό, στον κόρφο σου. Πλημμυρίζει τα πάντα. Ποτίζει με την υγρασία της τα σεντόνια, τα εσώρουχα. Δακρύζει τα μάτια. Μ’ ακούς; Δεν περιμένω τίποτα πλέον. Δεν ανυπομονώ να με προσέξεις. Δεν αγωνιώ να μ’ ακούσεις.

                    Παύση

Ποτέ δεν κάναμε καλή παρέα οι δύο μας. Το ξέρεις αυτό. Όλοι το ξέρουν. Μα περισσότερο το ξέρουμε εμείς. Ίσως κι εκείνα τα χαλασμένα βιολιά της όπερας το ’99. Και όλα τα μέλη της ορχήστρας με όλα τα κατεστραμμένα όργανα που κρατούσαν. Κάποιοι τα είχαν ακουμπισμένα στο πάτωμα, στο πλάι των ποδιών τους. Κάποιοι πατούσαν πάνω σ’ αυτά ακόμη και την ώρα της παράστασης. Τι παταγώδης αποτυχία! Εμείς με δανεικό φράκο και στενά λουστρίνια που έκοβαν την κυκλοφορία του αίματος. Έκοβαν τις αρτηρίες στα δύο, στα χίλια. Είχαμε κουραστεί τόσο απ’ την ορθοστασία. Όμως επιμείναμε. Μπήκαμε με το ζόρι, σχεδόν στα κλεφτά. Εσύ με τα μαλλιά ανακατεμένα, ατίθασα, απροσάρμοστα κι εγώ… Εγώ! Εγώ μπήκα με τον τσαμπουκά του γενναίου, του αγέρωχου. Στην όπερα! Σ’ εκείνο το σάπιο κτήριο που, ο Θεός να φυλάει, χρειαζόταν να φοράς κράνος για να αισθάνεσαι κάποια ασφάλεια. Κι όμως μπήκα σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Δεν σταμάτησα πουθενά και για κανέναν λόγο. Δεν με σταμάτησε τίποτα. Ούτε ο ελεγκτής των εισιτηρίων, ούτε η ταξιθέτρια, ούτε η ραγισμένη οροφή. Έψαξα στον χώρο. Έπειτα σε αντίκρισα. Με τη μούρη κατεβασμένη ως το πάτωμα και τις σόλες των παπουτσιών σου φαγωμένες, λερωμένες από τα περιττώματα σκύλων που κόλλησαν επάνω μέχρι να φτάσεις στην περίφημη οδό. «Κοίτα πως είναι τα παπούτσια σου», σου είπα μιλώντας αυστηρά. Τα κοίταξες και σηκώνοντας το κεφάλι με χάιδεψες μ’ εκείνο το παρθένο βλέμμα που δεν έχω καταφέρει ποτέ να κρατήσω κακία. Σε συγχώρησα αμέσως κι έσκυψα να καθαρίσω με το μαντήλι του πέτου μου τη σόλα του δεξιού σου παπουτσιού, ίσως και να την έγλειφα αν είχα λίγο χρόνο παραπάνω, λίγα λεπτά πριν αρχίσει η παράσταση. Σε συγχώρεσα κι εκεί, νομίζω, ήταν που τελείωσαν όλα. Ήταν το τελευταίο κοινό μας ταξίδι. Μία καταστροφή! Χειρότερα ακόμη κι από τη χρονιά που, καλοκαίρι πρέπει να ήταν, αγγίξαμε τη θάλασσα και στις ρυτίδες της διέκρινα το μέτωπό σου και όλα τα μέτωπα των αρχαίων ναυτικών, νεκρών εδώ και αιώνες. Νεκρός κι εσύ, μαζί κι εγώ. Νεκροί εις τους αιώνες, νεκροί στων αιώνων τη μνήμη.
Το κτήριο της όπερας γκρέμισε αμέσως μόλις στρίψαμε στην πρώτη γωνία. Κατέρρευσε με πάταγο. Θυμάμαι ότι γελάσαμε. Ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Κι αρχίσαμε να τρέχουμε κυνηγημένοι από τη σκόνη των μυθικών δοκαριών και των σκορπισμένων μαρμάρων. Τρέξαμε ως το ξενοδοχείο ιδρώνοντας, χάνοντας ό,τι στυλ μας είχε απομείνει. Στο δωμάτιο έβγαλες τα ρούχα σου πετώντας τα στο χαλί. Έπεσες αμέσως για ύπνο. Ιδρωμένος, πεινασμένος, αδιάφορος. Είναι δυνατόν να κοιμάσαι τέτοια νύχτα; σε ρώτησα. Τι έχει η νύχτα, μου είπες. Η νύχτα έχει μισό φεγγάρι κι ένα άστρο κολλημένο στα δεξιά να περιμένει ανυπόμονα την επόμενη καταιγίδα. Ποια καταιγίδα; απόρησες σχεδόν ανυποψίαστα. Την επόμενη καταιγίδα αγάπης, σου είπα, και το σημείωσα σ’ ένα τσαλακωμένο χαρτί που βρήκα στο συρτάρι του κομοδίνου. Το σημείωσα για να μην το ξεχάσω και το παράτησα εκεί. Έπειτα, το ξέχασα. Μαζί και το ταξίδι. Τα ξέχασα όλα. Είναι μια τέχνη κι αυτή. Μια σπάνια τέχνη που χρησιμεύει σε τύπους σαν κι εμένα. Μια τέχνη που μου την έμαθες εσύ. Άθελα; Ηθελημένα; Ποιος ξέρει; Μάλλον το δεύτερο αλλά και πάλι δεν παίρνω κι όρκο.

                        Παύση

Απόψε θα φύγω. Τέρμα τα κοινά μας ταξίδια. Τέρμα η κοινή μας ζωή. Τέρμα η συγκατοίκηση. Τέρμα οι κοινές επισκέψεις σε φίλους που δεν μας δίνουν την παραμικρή σημασία. Ούτε καν μας κοιτάζουν. Λες και είμαστε αόρατοι. Τέρμα όλα αυτά. Το μόνο που έχω να επιλέξω είναι το μέσο. Και η χαρά μου είναι απερίγραπτη. Η χαρά της επιλογής. Εγώ κι ο εαυτός μου. Κανείς άλλος. Να επιλέξω. Να του χαρίσω αυτήν την πολυτέλεια. Να μου χαρίσω. Σε μένα! Στον έναν και μοναδικό εαυτό που κουβαλώ τα χρόνια που υπάρχω. Τι ευτυχία και μόνο στη σκέψη της ανακοίνωσης μιας τέτοιας επιλογής, μιας τέτοιας απόφασης. Σου ανακοινώνω, λοιπόν, ότι πίσω απ’ αυτούς τους τοίχους ένα τρένο ζεσταίνει τις μηχανές του. Έξω απ’ το παράθυρο ένας φάρος λούζει με φως κάποιο γέρικο φορτηγό. Στην πλατεία, όχι πολύ μακριά απ’ το κοινό μας σπίτι, ένα αμάξι με 200 λυσσασμένα άλογα περιμένει την απόφασή μου. Μόνο αυτό μένει. Να αποφασίσω ποιο θα είναι το μέσο.Δεν θα ακούσω τη φωνή σου να ικετεύει, να παρακαλά, να γλείφει. Δεν θα νοιαστώ για τον πανικό σου. Δεν υπάρχει πλέον καμιά οικογένεια. Όλοι έχουν πεθάνει. Ο ένας μετά τον άλλον. Μόνο εμείς μείναμε. Εγώ κι εσύ. Εγώ να αποχωρώ, μόνος. Εσύ να ικετεύεις με αδύναμη φωνή:

«Γύρισε πίσω. Έλα! Σε θέλω πίσω, τυλιγμένο σε γαλάζιους καπνούς. Έλα! Σε χρειάζομαι εδώ να φτύνεις στα μούτρα μου παιδικά παραμύθια. Πάνω στην γκρίζα μοκέτα. Σε θέλω εδώ. Να οργώνεις τα αθώα μου μάτια. Να σοδομίζεις τις αγνές μου ανάσες. Εδώ! Σε θέλω. Σε αποζητώ. Εδώ απ’ όπου με απειλείς ότι θα φύγεις. Θέλω να σε δω να επιστρέφεις. Να μην φεύγεις καν. Να σέρνεις το ματωμένο σου Εγώ. Να με πλησιάζεις. Να πληγιάζεις την ψυχή σου με συγγνώμες. Οι λέξεις σου να χτυπούν σε απροσπέλαστους τοίχους αδύναμων ακοών. Τα μάτια σου να αντικρύζουν το αίμα που έχυσες. Το αίμα σου. Που έχασες. Που πρόδωσες. Εκείνο το υγρό και φθαρμένο μεσημέρι. Όλα τα υγρά και φθαρμένα μεσημέρια της ανημποριάς σου. Μείνε εδώ. Μείνε γυμνός. Μείνε αειθαλής. Μείνε τιποτένιος. Μείνε ξεπεσμένος. Το παράδοξο της λύπης είναι ότι λυπάσαι μέχρι τη στιγμή που θα ξαναγελάσεις και μακριά μου δεν θα γελάσεις ποτέ. Το παράδοξο θα πάψει να ισχύει».

                        Παύση

Θα βγω έξω αναζητώντας την τελευταία λάμπα του δρόμου. Στο τέλος της πόλης. Στην άκρη της. Θα καθίσω εκεί. Κάτω από τη λάμπα. Εκεί θα αποφασίσω με ποιο μέσο θα απαλλαγώ επιτέλους από την βδελυρή σου παρουσία. Εκεί θα αναλογιστώ για λίγο μόνο, για λίγα λεπτά της ώρας, όλη την αηδία που με τάισες τα χρόνια που ζήσαμε μαζί. Όλον τον βούρκο, τα ψέματα, τις γαλιφιές σου με σκοπό να με κρατάς κοντά σου, δεμένο πισθάγκωνα, τρομοκρατημένο, παροπλισμένο. Με το ανελέητο στιλ σου, το ακαταμάχητο. Με τον μοναδικό σου τρόπο να ομορφαίνεις την ασχήμια του μυαλού σου, την πονηριά, το έρεβος της κολασμένης ψυχής σου και να μου τα προσφέρεις έτοιμα και στολισμένα, μπροστά μου, στα μάτια μου, στ’ αυτιά μου, στο στόμα, να με μπουκώνεις, να με μεθάς, να μην με λυπάσαι… να μην με λυπάσαι. Κι εγώ να τα καταπίνω αμάσητα. Δίχως δεύτερη σκέψη. Υποχρεωμένος και, κυρίως, υπερχρεωμένος χωρίς να γνωρίζω το γιατί, ούτε το πως, ούτε τίποτε άλλο. Απολύτως.

                        Παύση

Αν βγω αυτή τη στιγμή έξω θα αρρωστήσω. Είναι το μόνο σίγουρο. Το ψιλόβροχο κουβαλά ασθένειες. Δεν είναι κρύο. Καθόλου κρύο θα έλεγα. Χρειάζεται πάγος για να σκοτωθούν τα μικρόβια, να εξαλειφθούν όλες οι ασθένειες και το ψιλόβροχο δεν είναι κατάλληλο. Μόνο σε μουσκεύει, αργά, χωρίς να το καταλαβαίνεις ή μάλλον μέχρι να το πάρεις χαμπάρι έχεις γίνει ήδη μούσκεμα, μέχρι το κόκαλο και άρρωστος, πολύ άρρωστος κι όλα αυτά όσο καλά κι αν είσαι ντυμένος, έστω κι αν κρατάς ομπρέλα ή φοράς καπέλο με γείσο μεγάλο σαν υπόστεγο. Τα υπόστεγα δεν προφυλάσσουν. Σ’ αυτή την πόλη βρέχει ακόμη και κάτω από τα υπόστεγα οπότε θα μείνω εδώ μέχρι να κόψει τελείως. Μέχρι η τελευταία σταγόνα που θα πέσει να στεγνώσει απελπισμένη και μόνη στην άσφαλτο. Κάποιοι είπαν ότι τα μεσάνυχτα ο ουρανός θα είναι καθαρός. Θα φανούν τ’ αστέρια. Απόψε η σελήνη θα γεμίσει. Θα στείλει τον πάγο της. Θα διαλύσει το ψιλόβροχο, θα σκοτώσει τα μικρόβια, όλα τα μικρόβια και ο καθένας θα είναι ελεύθερος να κάνει τις βόλτες του κάτω απ’ τον ασυννέφιαστο ουρανό της νύχτας. Μέχρι τότε όμως θα μείνω εδώ. Είναι στεγνά όσο πρέπει. Είναι στεγανά όσο χρειάζομαι. Είναι μακριά από σένα και λίγο πιο κοντά στο πρώτο μου ταξίδι. Στο πρώτο ταξίδι της μοναξιάς που θέλησα να κατακτήσω. Στο πρώτο μοναχικό ταξίδι. Στο μοναδικό μου ταξίδι.

                        Παύση

Δεν θυμάμαι πώς ήρθα ως εδώ. Καθόμουν στο σπίτι, μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου. Το τσάι έβραζε ξεφυσώντας ατμό. Κοίταξα το ρολόι – οχτώ και τέσσερα πρώτα λεπτά, απόγευμα – ναι, αυτό το θυμάμαι καλά – έπειτα έριξα μια κλεφτή ματιά απ’ το παράθυρο. Ο κύριος Μακλίφ σκάλιζε τον κάδο της απέναντι όχθης, φτιαγμένος από πεθαμένα φύλλα και μαραμένα βήματα, βαμμένος στο χρώμα του ίκτερου. Στις τσέπες του φύτρωναν οι κακοί σπόροι. Ο διάολος κρεμόταν απ’ τα χείλη του. Τα χέρια του λεπρά, δραπέτευαν από το νησί της μοναξιάς και έψαχναν με απόγνωση. Με τρόμαξε η όψη του. Τόσα χρόνια και δεν συνήθισα την παρουσία του. Στο άνοιγμα, πέρα στο βάθος, ο ορίζοντας βρεχόταν με το μωβ, το ροζ και το άπιαστο σταχτί της πρώην φωτιάς. Η ώρα της λήθης πλησίαζε κι ο αδέσποτος Μακλίφ σκάλιζε κι έψαχνε γνωρίζοντας ότι το σήμερα έχει πάντα το τέλος του χθες. Δεν θέλω να γίνω σαν τον Μακλίφ, σου είπα. Με τρομοκρατεί αυτό το ενδεχόμενο. Δεν είπες τίποτα. Ήσουν καθισμένος στην πολυθρόνα σου κι έγραφες στο κόκκινο τετράδιο με μια πρωτοφανή βιάση. Συνέχισα να κοιτάζω κλεφτά απ’ το παράθυρο. Το χώμα του κήπου ήταν σκεπασμένο με φύλλα, η ρίζα της καρυδιάς τρυπούσε το ντουβάρι του γειτονικού σπιτιού, κάτω, χαμηλά, εκεί που κόβεται το χώμα και ορθώνεται ο σοβάς και το τσιμέντο – θα ‘χουμε πρόβλημα με τους δίπλα, σου είπα, αυτό είναι το μόνο σίγουρο – ο ουρανός πάνω από τη στέγη μας ήταν καθαρός, το γαλάζιο του υποχωρούσε δίνοντας θέση στην επερχόμενη νύχτα, μα ήταν καθαρός. Το τσάι μού έκαψε τη γλώσσα. Δεν έδωσε σημασία κανείς. Ούτε εγώ μα ούτε κι εσύ. Συνέχισα να πίνω με αργές και μεγάλες γουλιές μέχρι που στράγγισα το φλιτζάνι. Ήρθε το φθινόπωρο, μουρμούρισα, μα τι σημασία έχουν οι εποχές όταν ο ουρανός είναι καθαρός; Εσύ γέλασες καθισμένος στην πολυθρόνα σου κι έπειτα κρύφτηκες πίσω απ’ τον καθρέφτη του μπάνιου. Είσαι φαιδρός όσο αυθόρμητος κι αν παρουσιάζεσαι. Μα τι λέω; Δεν νοιάζεται κανείς για σένα πλέον. Έσπασα τον καθρέφτη επί τόπου. Με μια αστραπιαία κίνηση. Με δύναμη που δεν ήξερα ότι έκρυβε το κορμί μου. Άφησα το κομμάτια να φράζουν το σιφόνι του νιπτήρα, να σκεπάζουν τα πλακάκια του πατώματος. Έδεσα πρόχειρα το χέρι μου πιέζοντας τον επίδεσμο ώστε να σταματήσει η ροή του αίματος. Πρόσεξα μην πατήσω τα σπασμένα κομμάτια σου περνώντας από πάνω τους με μεγάλα, ανοιχτά βήματα. Μπήκα στο καθιστικό και βούλιαξα ανακουφισμένος στην πολυθρόνα σου. Πήρα στα χέρια μου το κόκκινο τετράδιο. Ο αγκώνας μου πιέστηκε από το μπράτσο της πολυθρόνας. Τα γράμματά σου ήταν βιαστικά και άσχημα. Οι σκέψεις σου γρήγορες. Δεν τις προλάβαινες. Οι σκέψεις δεν σταματούν, δεν κόβουν ταχύτητα, δεν μας λυπούνται. Τα ορθογραφικά λάθη, οι μουτζούρες, οι παύσεις ήταν ανέκαθεν οι εχθροί σου.

                        Παύση

Δεν κατάλαβα πότε βάρυνε ο ουρανός, πότε γέμισε με σύννεφα, πότε μαύρισε ο ορίζοντας. Μου είναι αδύνατον να θυμηθώ ποια διαδρομή ακολούθησα μέχρι να ‘ρθω ως εδώ. Το μέρος αυτό είναι άγνωστο και γι’ αυτό τόσο φιλόξενο. Σπίτι περισσότερο από σπίτι. Αγκαλιά πιο ζεστή από αγκαλιά. Μήτρα που αγωνίζομαι να κρατηθώ μέσα της όσο πιο πολύ μπορώ γιατί μου αρέσει εδώ μέσα. Δεν είμαι φυλακισμένος. Θέλω να μείνω εδώ αθετώντας την υπόσχεση που έδωσα πριν στον εαυτό μου. Να μείνω κάτω από την ύπαρξη του αγνώστου βολεύοντας τη δική μου μη ύπαρξη. Εύθραυστη, τρεμοπαίζουσα, ιδρωμένη καθώς είναι. Πνιγμένη από τις τελευταίες σταγόνες που κυοφορούν μια ζωή καταδικασμένη σε πρόωρο θάνατο. Κάτω ακριβώς από τον ξένο θάνατο. Πάνω στο πολύβουο χώμα, τα έντομα, τα σκουλήκια που δεν χορταίνουν ποτέ ζώντας από τον θάνατο των άλλων, των άγνωστων επισκεπτών που κάθονται ανυποψίαστοι να στεγνώσουν τις στάλες του ιδρώτα τους πάνω στο αιώνια ζωντανό χώμα των σκουληκιών όπου ρεύματα ψυχών στροβιλίζονται μεταφέροντας τους επιβάτες του θανάτου, χωρίς εισιτήριο επιστροφής στον κόσμο των υποψήφιων θυμάτων, με την τελευταία διαδρομή κερασμένη, με πέλματα γυμνά, με δάχτυλα μαρασμού, με ρυτίδες, με αγκώνες δεμένους σφιχτά, χωρίς χρώμα, δίχως πνοή, με την τελευταία ανάσα σε χείλη που σφραγίζονται άμοιρα και μοιραία ανοίγουν διάπλατα ξεστομίζοντας επιθανάτιες ευχές, που τολμούν να κινητοποιήσουν την πρησμένη γλώσσα, να την αναγκάσουν να προφέρει λόγια που λίγοι κατάφεραν να πούνε εκείνες τις ύστατες στιγμές, τις στιγμές εκείνες κάτω από την πρώην ομορφιά, τη νεκρή ομορφιά του αποτυχημένου που με σοφία δημιουργήθηκε από έναν εντελώς παρανοϊκό δημιουργό, από έναν παράφρονα που ήθελε τα πάντα να πλέουν στον αφρό της τελειότητας, της ισορροπίας και που κατάφερε το αντίθετο, ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα και γι’ αυτό τόσο αποτελεσματικό, τόσο τέλειο. Μια μηχανή θανάτου με γρανάζια που μασούν την πρόωρη ζωή. Χωρίς ασθένειες και λιμούς, δίχως καθυστερήσεις. Με δυνατά σαγόνια καταπίνουν νεογνά, έμβρυα ασχημάτιστα, άβγαλτα, άφωνα, αθώα, με πνευμόνια πνιγμένα στο αίμα, σ’ έναν κόκκινο ωκεανό με βράχους που καρατομούν στα δύο, στα χίλια, τις καταδικασμένες σε θάνατο ζωές, πάνω στη ρόδα του βασανιστή· τη γυαλισμένη, απαστράπτουσα ρόδα του βασανιστή τους.

                        Παύση

Δεν έχω καταφέρει και πολλά ως τώρα. Συγκεκριμένα, δεν έχω καταφέρει τίποτα. Μένοντας εδώ ίσως να είναι το πολυτιμότερο των πραγμάτων που κατάφερα ως τώρα. Όμως έτσι θα είσαι κοντά μου. Θα μπορείς να με βρίσκεις εύκολα, καθημερινά, όποτε το θελήσεις κι αυτό είναι κάτι που δεν επιθυμώ, που θέλω να αποφύγω, να γλιτώσω επιτέλους από σένα και τους ομοίους σου.
Δεν έχω καταφέρει και πολλά ως τώρα. Τίποτα, σχεδόν τίποτα. Δεν ξέρω αν το να μείνω θα λειτουργήσει λυτρωτικά, αν με εξαγνίσει. Δεν γνωρίζω αν φεύγοντας θα αποφύγω τα τρωκτικά της σήψης, όλα τα μνημεία του πορνό, τα φρικιά των ανώδυνων στιγμών, όσους αναλώνονται σε πατάρια και γαμιούνται σε καθαρά σεντόνια και σουτάρουν πρέζα ανήθικων λέξεων και προκαλούν ανόητο τρόμο και συναντήσω, κάποτε, τους αγίους της χαράς κι όλους εκείνους τους αλήτες που είναι φτιαγμένοι από ασημένια γιατροσόφια, που έχουν όνειρα μεγάλα, μεγαλύτερα από την πιο μεγάλη νύχτα, μεγαλύτερα από τον πιο μεγάλο δρόμο, μεγαλύτερα από τον πιο μεγάλο εφιάλτη τους, μεγαλύτερα, ακόμη, κι από το πιο μεγάλο τρένο της μεγαλύτερης φυγής.

                        Παύση

Το ψιλόβροχο επιμένει. Με κρατά εδώ. Εσύ κάπου εκεί έξω, όχι πολύ μακριά από το σπίτι μας. Υποψιάζομαι ότι κρατάς μια διάφανη ομπρέλα. Μια ψεύτικη ομπρέλα από ζάχαρη. Ήδη κουβαλάς τα ψώνια της εβδομάδας για να ταΐσεις τα μέλη της νέας σου οικογένειας. Χαμογελάς με το αιώνιο χαμόγελο της σοφίας που διαθέτεις για να τα βγάζεις πέρα μένοντας αλώβητος, νικητής, ένας μπάσταρδος πρωταθλητής του ψεύδους. Κοιτάζεις μπροστά ρίχνοντας κλεφτές ματιές δεξιά κι αριστερά μήπως με δεις να κρύβομαι κάπου, σε κάποιο στενό δρομάκι. Κοιτάζεις τη νέα σου οικογένεια που δεν κόπιασες ιδιαίτερα να αποκτήσεις. Κοιτάζεις τα μέλη της, τα βλαστάρια που ένα προς ένα θα αφανίσεις. Κοιτάζεις τον νέο θεό. Φτωχέ διάβολε. Κοιτάζεις τους μελλοντικούς ευνούχους, τους αυλικούς σου, τα υποχείρια της δυναστείας σου. Κυοφορείς την άνοιξη των νεκρών σου. Μαθαίνεις, από τόσο νωρίς, στα πιόνια σου να κάνουν παρέα με τις σκιές τους. Τόσο νωρίς, τόσο απλά, τόσο αβίαστα.

                        Παύση

Λοιπόν, ετοιμάζομαι! Ναι! Ετοιμάζομαι όσο πιο γρήγορα μπορώ. Σταματώ να αναζητώ την αθωότητα. Εδώ η αθωότητα δεν υπάρχει. Δεν υπήρξε ποτέ. Σε κανένα φιλί. Σε κανένα χάδι. Ούτε στις λειψές επιστροφές. Υπήρξε ο πόνος που σπάρθηκε απερίσκεπτα. Υπήρξε ο εγκλεισμός, ο αποκλεισμός, ο πνιγμός. Η αθωότητα δεν υπάρχει. Δεν υπήρξε ποτέ στα τσιγάρα που λαίμαργα κατάπινα, στις σάρκες της ηδονής που μούδιαζαν το μυαλό μου, στους άγνωστους στίχους κάποιων δειλών ποιητών. Η αθωότητα δεν κατακτήθηκε ποτέ γιατί δεν υπήρξε ποτέ. Δεν την κατέκτησα ούτε κατακτήθηκα απ’ αυτήν. Τα πάντα ήταν και είναι μια προσποίηση. Μια ανεπιθύμητη όσο και καταναγκαστική προσποίηση. Ξέρω ένα μέρος που δεν γνωρίζει τον θάνατο. Έναν τόπο χωρίς μνήμες. Χωρίς συνθήματα σε λερωμένους τοίχους. Χωρίς αποφάγια στα σπλάχνα του. Εκεί τα ψεύτικα όνειρα δεν ζουν παρασιτικά. Τα κίβδηλα λόγια δεν ειπώθηκαν ποτέ από επιτήδειες γλώσσες. Δεν χρειάζομαι τίποτα. Εκεί θα βρω τα πάντα. Ακούγεται πολύ όμορφο. Δεν μου μένει παρά να πάω εκεί. Δεν μου μένει τίποτα άλλο απ’ το να βρεθώ εκεί. Ετοιμάζομαι. Το ψιλόβροχο θα πάψει. Σταματά. Τελειώνει. Ετοιμάζομαι. Οι σταγόνες βράζουν στις πλάτες των περαστικών. Λούζουν τις λάμπες του ηλεκτρικού. Μοιράζουν ευχές. Παριστάνουν τις θλιμμένες αλλά σε διαβεβαιώνω, δεν είναι καθόλου θλιμμένες. Είναι οι χαρούμενες τελευταίες σταγόνες της τελευταίας βροχής της ημέρας που μας εγκατέλειψε για πάντα.

                        Παύση

Όμως για στάσου μια στιγμή.
Είχα την εντύπωση, μέχρι πρόσφατα, σε κάποια γειτονική ζωή που σχεδόν άγγιζε τη δική μου, ότι ήμουν κάτι άλλο.
Ήμουν αυτός που δεν θα ήθελες ποτέ να συναντήσεις σε κάποιον σκοτεινό δρόμο, μια νύχτα δίχως αστέρια, δίχως αγγέλους να φυλάνε τα νώτα σου. Μια νύχτα χωρίς καθόλου χθες, με ελάχιστο αύριο. Μια νύχτα που δεν θα άγγιζε καμιά απ’ τις νύχτες των θνητών όπως τις είχες ορίσει απ’ την ώρα που άρχισες να λερώνεις τις ανάσες των κατοίκων αυτής της πολιτείας.
Όμως έσφαλα κι αυτό ξεπερνά κάθε σιγουριά εντός μου. Ήταν που για κάποιες μικρές κι ασήμαντες στιγμές δημιούργησα μία ψευδαίσθηση ξεπερνώντας απόλυτα κάθε έκρηξη συνειδητοποίησης λέγοντας: ναι εσύ είσαι, εγώ είμαι. Καταλαβαίνοντας αμέσως μετά, νιώθοντας την αμέσως επόμενη στιγμή ότι, όχι, δεν είμαι εγώ. Εσύ είσαι.

                        Παύση

Είμαι το γέρικο σκυλί σου. Τα δόντια μου δεν τρομοκρατούν. Δεν ξεσκίζουν. Είναι αδύνατον να προκαλέσω φόβο. Είναι αδύνατον να γίνω ο εφιάλτης σου. Δεν μπορώ ούτε καν να γρυλλίσω απειλητικά. Μόνο σέρνομαι πίσω σου. Πίσω από τα στέρεα βήματα των γυμνασμένων ποδιών σου. Βρίσκομαι κάτω από τα σκληρά σου πέλματα. Η όψη μου προκαλεί περισσότερο ειρωνικά χαμόγελα. Στην καλύτερη περίπτωση προκαλεί οίκτο. Αλλά φόβο σε καμία περίπτωση. Κάθε άλλο παρά φόβο.
Κατάντησα το τρόπαιο που περιφέρεις στην επαρχία ως κάτι αξιοπερίεργο, σκουριασμένο, παραγεμισμένο με νεκρά κύτταρα. Με στήνεις στις πλατείες, με κρεμάς έξω από τα θερινά σινεμά, με επιδεικνύεις. Φροντίζεις με επιμέλεια τον εξευτελισμό μου. «Έλα εδώ γλυκό μου κάθαρμα. Πλησίασε κοντά μου χνουδωτή μπαλίτσα», σ’ ακούω να φωνάζεις και σκούζω κοκκινίζοντας από ντροπή, ξεμπλέκοντας απ’ τη ζωή μια και καλή, βαδίζοντας προς εσένα, σέρνοντας τα δεσμά μου, χορεύοντας αγκαλιά με τον όλεθρο.

                        Παύση

Ένα μικρό παράθυρο στο κενό. Αυτό έψαχνα πάντα. Αυτό χρειάζομαι. Να χωρά μόνο εμένα κι αυτήν τη βαλίτσα. Να γλιστρήσω ανάμεσα σε χείλη αλουμινίου και να βρεθώ στην άλλη πλευρά. Να γεννηθώ εκ νέου. Αυτό είναι! Η αναπαράσταση μιας γέννας. Κι ό,τι αντικρίσω εκεί όπου θα βρεθώ να γίνει αυτόματα και μονομιάς δικό μου. Ας γίνει δικό μου! Αν υπάρχουν ατέλειες θα τις εξαλείψω. Αν υπάρχουν λάθη θα τα διορθώσω. Αν βρω παρίες, ενοχλητικούς ή δολοφόνους θα τους εξαφανίσω. Ίσως να μην λερώσω καν τα χέρια μου. Ίσως ορίσω κάποιον άλλον στη θέση μου για να κάνει τη βρώμικη δουλειά. Ίσως γίνω σαν κι εσένα. Δεν θα ‘ταν κι άσχημα. Ήδη, και μόνο με την απλή αυτή σκέψη, ταυτίζομαι με τον ρόλο. Ήδη ερεθίζομαι στην ιδέα ότι θα σου μοιάσω έστω και λίγο. Έστω και για λίγο.
Έπειτα θα καθίσω ήρεμα σ’ ένα ήσυχο μέρος περιμένοντας τη χαρά εκεί ακριβώς όπου η χαρά δεν έκανε ποτέ την εμφάνισή της. Εκεί όπου κανείς δεν διανοήθηκε ποτέ να προφέρει αυτήν τη λέξη. Εκεί όπου ακόμη δεν επινοήθηκε αυτή η λέξη. Εκεί ακριβώς, κάτω από τη σαπίλα της πρώην ζωής όπου ποτέ, κανείς, δεν θα επινοήσει μία λέξη που θα ακούει σε αυτά τα ασκόπως ενωμένα τέσσερα γράμματα. Στα ασκόπως μπλεγμένα και πλεγμένα με χάρη γράμματα κι ούτε θα ξεστομίσει ποτέ μία λέξη που δεν υπήρξε κι ούτε θα υπάρξει ποτέ. Θα περιμένω τη χαρά να έρθει γυμνή, με την αλήθεια της, τα σανδάλια της νιότης κρεμασμένα στους ώμους της, ξυπόλυτη, μεθυσμένη από ζωή.

                        Παύση

Οι πλάκες σπάζουν, δημιουργούνται ρωγμές, αλλάζουν όψη, ρήγματα παίρνουν τη θέση αυτών, αρμοί υποχωρούν αφήνοντας σκόνη στεγνή, ομίχλη, κρύο, έπειτα ζέστη, χωρίς ορατότητα, το σκοτάδι γελά σαρκαστικά, το λευκό της αναμονής γίνεται σκούρο της απελπισίας, μαύρο του αδιέξοδου δρόμου και η αναγκαστική κάθοδος μόλις έχει αρχίσει, χωρίς χάρτη, χωρίς μπούσουλα, τυφλά, με τη χορογραφία να τσακίζει κάθε ικμάδα, να λιώνει τα κόκαλα κι ό,τι μπόρεσε να επιβιώσει ως το τέλος, ως ένα τέλος στολισμένο με κορδέλες και νήματα τερματισμού. Βγάζω πρώτος το στήθος μπροστά και λυτρώνομαι από τα ύστατα βασανιστήρια των ψυχών, από τον στιγμιαίο κι όμως τόσο επώδυνο βασανισμό. Δεν πρόλαβα να σιχαθώ κανέναν, δεν βαρέθηκα ποτέ, δεν έμαθα να μιλώ. Μόνο να θρηνώ γνωρίζω, χωρίς συναίσθημα κι αυτό καλούμαι να κάνω τώρα: να θρηνήσω αφού αυτό είναι το μόνο που κατέκτησα. Ο θρήνος αρχηγός, ο θρήνος βασιλιάς, ο θρήνος χορογράφος, ο θρήνος εξουσιαστής υπέρ πάντων, όλων των πλασμάτων της ημέρας και της νύχτας, του χρόνου που προϋπήρξε και του χρόνου που απομένει, των αποσκευών που δεν χρειάζεται κανείς, των ρούχων που μετατρέπονται σε κουρέλια, των δοντιών που σχηματίζουν βραχιόλια άνθρακα και χωμάτινης βροχής, των ταξιδιών που τερματίστηκαν αφήνοντας την αναψυχή δίχως ψυχή, αφήνοντας τη θέση τους στο αέναο, στο τρεμάμενο, στο αμόλυντο, στο αστόλιστο τελευταίο ταξίδι που κανείς δεν μπορεί να υποψιαστεί ότι πρόκειται πράγματι για το τελευταίο ταξίδι όσο κι αν υποφέρει από απερίγραπτους πόνους, καινούς, πρωτόγνωρους, πόνους που δεν έχουν να κάνουν με ό,τι ήξερε μέχρι τη στιγμή του τέλους αμέσως μετά την εκκίνηση. Και η ομορφιά των χρόνων; Πού βρίσκεται; Όχι πάνω σε κάποιο νεκρό δέντρο, ούτε κάτω από αυτό.

                        Παύση

Σου μιλούσα συνέχεια.
Πάντα.
Δεν μ’ άκουσες ποτέ. Δεν με κατάλαβες. Δεν με πρόσεξες.
Δεν μ’ ακούς.
Δεν με καταλαβαίνεις.
Δεν με προσέχεις.
Ποτέ!
Όσο σου μιλούσα δε μ’ άκουγες. Και σου μιλούσα πάντα. Κι εσύ δεν μ’ άκουγες ποτέ. Σίγουρα είχες τους λόγους σου. Κάποιο σχέδιο μέσα στο κεφάλι σου. Σε μένα το μόνο που άφηνες να εννοηθεί είναι ότι δεν έκανες την παραμικρή προσπάθεια να μ’ ακούσεις. Ποτέ!
Χα! Και τώρα τι; Τώρα γνωρίζεις. Τώρα δεν υποψιάζεσαι μόνο αλλά ξέρεις τα πάντα. Ξέρεις την επόμενη κίνηση. Τη δική μου κίνηση. Όλα όσα σχεδίασες, κατέστρωσες κι εφάρμοσες στο πετσί μου καταργούνται. Ω, ναι! Καταργούνται. Κι εγώ φεύγω. Δραπετεύω. Μόλις πάψει το ψιλόβροχο. Μόλις αποφασίσει αυτή η πουτάνα βροχή να σταματήσει. Και δεν θα βρεθώ εδώ ποτέ ξανά. Υπό καμία συνθήκη ή με τη βοήθεια κάποιας τύχης. Οποιασδήποτε τύχης. Θα ξεχάσω μέχρι και την τύχη που με έφερε σήμερα ως εδώ. Θα ξεχάσω κι αυτό το αχούρι της στοργής που με περιβάλλει. Θα λησμονήσω όλες τις λεπτομέρειες που έκρυψαν μέσα τους την ουσία του επιθυμητού. Αντικρίζω ήδη το αποτέλεσμα με μάτια ορθάνοιχτα λες και τα ίδια αυτά μάτια ήταν ως τώρα σφαλισμένα καθ’ όλη τη διάρκεια της κοινής μας ζωής. Στέκω κάτω από την ίδια παρομοίωση, τέτοια περίπου ώρα, τρομαγμένος από την ομοιότητα των αντικειμένων, έχοντας ξεχάσει όλες τις προηγούμενες απόπειρες αποφυγής του γνωστού αποτελέσματος. Έχοντας διαγράψει μέσα μου το συμβόλαιο της εμμονικής επιστροφής στην ίδια στρογγυλή τελεία και της αδυναμίας για οποιαδήποτε συνέχεια παρά για μια συνεχιζόμενη οπισθοχώρηση και επάνοδο στο χιλιοειπωμένο.
Κάποτε υποψιάστηκα ότι όλα είναι προδιαγεγραμμένα. Ναι! Κάποιες στιγμές ήμουν εντελώς σίγουρος αλλά εσύ κινούσες με μαεστρία τα νήματα. Έπειτα το σκοτάδι της αμνησίας κατάπιε τα πάντα. Τα είδωλα στον καθρέφτη εξαφανίστηκαν μαζί και οι πεποιθήσεις, η σιγουριά της ύπαρξης, η γνώση, η κυριαρχία εαυτού και λοιπών πρωταγωνιστών.

                        Παύση

Ακόμη λίγο, φίλε, και την έκανα από δω. Πέταξα! Πάει, μ’ έχασες μια για πάντα. Ο ουρανός ανοίγει στον ανατολικό ορίζοντα. Η ίδια η πόλη με διώχνει δείχνοντάς μου τον πιο σύντομο δρόμο. Έναν δρόμο χωρίς πολλές στροφές, χωρίς πολλές σκοτούρες. Ο ουρανός καθαρίζει. Λίγα λεπτά της ώρας μένουν κι έφυγα. Δεν έχει σημασία πώς. Δεν έχει σημασία το μέσο. Το ξέρουμε και οι δυο καλά. Το ξέραμε από πριν. Το γνωρίζαμε όπως ο ένας τον άλλον. Όπως γνωρίζω τις τσέπες σου κι εσύ γνωρίζεις τις δικές μου.
Φοβάμαι τη βροχή. Όχι το νερό της ούτε το μπουγέλο της. Τη βροχή φοβάμαι. Αν βγω έξω αρχίζοντας την περιπλάνηση θα χαθώ. Αν μ’ αγγίξει θα χάσω τον δρόμο μου. Γι’ αυτό σου λέω και πάλι. Θα περιμένω να στεγνώσουν τα πάντα. Το είπε το δελτίο καιρού. Σε λίγο τα πάντα θα είναι στεγνά αναμένοντας το πρώτο μου βήμα. Περιμένοντας να αναλάβω δράση. Το άκουσα το μεσημέρι στην tv. Η τηλεόραση δεν λέει ποτέ ψέματα. Τουλάχιστον όχι στο δελτίο καιρού.

                        Παύση

Το τέλος της αναμονής πλησιάζει. Η καταιγίδα παύει. Είναι αδύνατον να συνεχίσει όλη τη νύχτα. Θα ‘ταν πρωτάκουστο. Θα ‘ταν εγκληματικό. Θα ‘ταν στημένο. Τώρα. Σε πολύ λίγο. Θα σε χαιρετήσω. 

                                Τ    Ε   Λ   Ο   Σ

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: