Σεμά

Σεμά

[   A   Π   O   Σ   Π   A   Σ   M   A   ]



Αν υπάρχει μετάνοια κι είναι η ασχήμια του ήλιου στις χιονισμένες βουνοκορφές,
κι είναι ο αέρας στο πρησμένο πρόσωπο του διαβάτη, ίσως η διάρκεια
μιας συναλλαγής, ένα τρυφερό κι άθελο συναπάντημα, αν υπάρχει μετάνοια
κι είναι ο μονόλογος ενός ανθρώπου –κάπως χαμένου– που εξελίσσεται σε τραγούδι,
ίσως το χαμόγελο ενός παλικαριού στο άκουσμα μιας μουσικής, ίσως
το ξάφνιασμα κι η αναβολή, η αμηχανία των ονομαστικών εορτών,
ένα αόριστο αίσθημα χρέους σαν φόβος πως κάτι έχει ξεχαστεί,
αν είναι ένα χέρι παιδιού που κρατά το τάσι για το βιδάνιο, αν είναι ένα χέρι μητέρας
με γδαρμένα ακροδάχτυλα απ’ το τραχύ πετσί των ψαριών, ένα χέρι που κρέμεται
απ’ τη γέφυρα των στεναγμών ή ένα χέρι που σπρώχνει το τείχος των δακρύων,
αν η μετάνοια είναι η ειρήνη της κόρης που ξυπνά ζεσταμένη μες στ’ αρνοτόμαρα
κι η απορημένη κραυγή του ελαφιού που γλιστρά απ’ τα σπλάχνα της μάνας του,
ένα πράμα μακρόστενο, που ολοένα ανοίγεται σαν βολβός –αν για φύλλα του
έχει τα πόδια– πριν αυτή μασήσει απάνω του το σακί της, μαβί σαν μολόχα,
αν είναι μετάνοια η όψη της κλήθρας με τον σύνοχο θάνατο
κι εκείνη η μακρά στιγμή που τ’ άνθη σχηματίζουνε την καρδιά τους,
αν είναι τα μικρά ζωντανά μες στο ήλεκτρο, τα ξεκουφισμένα αραχνάκια
πάνω στα ερείπια, τα πουλάρια τ’ απέταλα που θέλη δεν σέρνουν μήτε βρομιά,
ίσως η θέα ή τ’ άκουσμα αυτού που ανασαίνει, ένα στόμα γάλα γεμάτο
μέχρι τα χείλη, αν είναι ένα μάτι υγρό πίσω απ’ το κλισιοσκόπιο
κι η πίστη στο μέλλον για κείνον που ασπάζεται κάτι, αν είναι μετάνοια το κατώφλι,
αν είναι μετάνοια το δαχτυλίδι που βαστάει τη γλώσσα του κουδουνιού,
ίσως το βάρος του κεφαλιού, ένα πάγωμα γύρω απ’ τα χέρια στο νερό του πρωινού,
αν είναι ένας άνθρωπος που εκτελείται όπως εκτελείται μια πράξη,
αν είναι το φεγγάρι μέσα στου γέρου το μυαλό, που δύει κι η μνήμη του δύει μαζί του,
αν είναι το σφύριγμα της κίχλης, το ψωμί μουσκεμένο με κρασί, ίσως
ένας βώλος ζάχαρης στο στόμα ενός αλόγου, αν είναι μετάνοια
δυο γυναικείες κάλτσες στην άκρη του κρεβατιού
ή ο σίκλος για το πρώτο μπάνιο ενός βαφτισμένου μωρού,
η ησυχία του σιταριού που ξεραίνεται πριν ωριμάσει, και την κατάλληλη ώρα μια φράση
για τη «μία των ημερών», αν είναι οι γοργύρες που πιάνουν για σπίτια
οι απάτριδες, εκεί στους δρόμους της πόλης τούς πιο θλιβερούς,
κρεμώντας στις σιδεριές την πολύχρωμη μπουγάδα των παιδιών τους,
αν είναι η πλήξη των παιδιών το μεσημέρι και η πλήξη των γονιών τους τη νύχτα,
μετάνοια αν είναι ο ελιγμός του ορατού πάνω στα στάσιμα νερά,
στα πλάσματα ανάμεσα αν είναι ο πιο λίγος χρόνος,
του θραυόμενου ο κρότος, του αβαρούς η πτώση,
αν είναι εκεί όπου η απάρνηση γίνεται αποδεκτή,
αν είναι μια χειραψία, αν είναι η τέχνη να επιβιώνεις όπως το χιόνι
στη βροχή, τα πρόσωπα που υπάρχουν στα όνειρα κι ’ναι οικεία τους όλα
και τα πρόσωπα τ’ άγνωστα αποδώ κι αποκεί, πρόσωπα ανθρώπων
που μπορεί να ’χουν σκοτώσει ή να ’χουν κιόλας ελόγου τους σκοτωθεί,
κάπως, κάποτε, κάπου, για το πώς, το πότε, το πού, που συμμαζεύουν τον κόσμο
σε κάτι που άνθρωπος να μπορεί ν’ ανεχτεί,
τότε αυτό που πόθησα εγώ, πάνω απ’ όλα, ήταν η προκαθορισμένη ζωή,
μια ζωή ίδια με κάθε ζωή, κάπου κάπου λίγο διάφορη απ’ την τύχη
κι απ’ τη γεύση αυτού που αποκαλούμε μεγάλο,
ακόμα και ξέροντας πως συμβαίνουμε σαν μες στα σχέδια κάποιου περάτη
που ’χει τραβήξει νερό η πυξίδα του
και περπατάει αργά, καν ζυγίζοντας
αν το ψωμί του θε να τον φτάσει,
τέτοια είναι η ζωή που λαχτάρησα, μονάχα μαντεύοντας τι θα διαρκούσε
όταν δύναμη δεν θα ’χα πια ν’ απευθύνομαι
κι η ανάμνηση των ημερών που ’ταν όλα ένα αλφάβητο
θα εκτείνεται μέσα μου σ’ ένα ολόδικο βάθος
σαν ντροπιαστικό επεισόδιο της παιδικής ηλικίας
που κάποτε ο τρόμος του καταντά τρυφεράδα.
ας ήταν όλη μου η έγνοια οι επιθυμίες που εκπληρώθηκαν,
ας αγωνιούσα μηδενισμένος μπροστά τους, όπως μπροστά
στο παρακατιανό θέαμα του ανθού που δεν ανοίγει,
κι ας έψαυα στα τυφλά για το άλλο μισό των πραγμάτων, προσπαθώντας να μάθω
τι θα ’κανα, αν δεν έκανα όλα αυτά που ’χω κάνει. Τότε τουλάχιστον θα επέστρεφα κάπου
κι οι ώρες μου δεν θα μου ’φταναν για να μετανιώσω
αν και κάτι απέραντο θα τις όριζε πάλι.
Να υπήρξε κάποια θυσία; Δεν υπήρξε καμία θυσία. Ακόμα και τη θυσία σου
τη διαλέγεις, ίσως να είναι και το μόνο που μπορείς να διαλέξεις. Εμένα
ποια η θυσία μου; Μήτε θέλω μήτε έχω σε κάτι ν’ απαντήσω,
μα ας γνώριζα τη θυσία μου κι ας μη γνώριζα τίποτ’ άλλο
ανάμεσα σε γλώσσα, σε γη κι υψηλό,
ανάμεσα στην εκπλήρωση όλων όσα άνθρωπο κάνουν τον άνθρωπο
ανάμεσα στην κατάπληξη και στην αγωνία του.
Ας ήμουν λίγος
ένα πουλί πιασμένο στον ιξό των πραγμάτων
νέα ζωή ας ήταν η φυλακή μου
ας τραγούδαγα κι έτσι.



Στο τέλος το πιο μακρινό, δίχως θρησκεία, μπρος
στις σπασμένες τούτες μύλες –οι ψαλμοί μου–, μπρος στις κροκάλες
έννυχα στην πράξη του νερού –η προσευχή μου–, τούτες οι ρίζες τόρμοι,
τούτα τα ίχνη από ζωή, που ερείπια ονομάζουν τα ερείπια, αλλιώς θα ’ταν
ένα πραγματωμένο βάρος μες στου χρόνου το όλο τίποτα, εδώ,
σ’ αυτά πατώντας σαν να πλέω, ακόμη ανέχομαι ό,τι υπάρχει κι ό,τι
κράτησε όρθιο το σώμα, την ψυχή –αν έχω–, την πείνα και τη δίψα
και τον φόβο για όλα, έστω αν απ’ όλα μόνο αγάπη μού ζητήθηκε
κι αν σε αγάπη μόνο τ’ όραμά μου, ελεεινό, δεν μεταβλήθηκε,
έχοντας γίνει εν τη γενέσει όλα τ’ άλλα. Είναι ανοιχτή η θάλασσα,
γαλάζια η ξηρά μέσα στην όραση, ωρίμασε το εύρος κι είναι φάσμα,
τον ήχο έφερε ο αγέρας κάπου ενώπιο, όταν ακόμα και τα μέταλλα αποτίμησαν
τη σίγασή τους μπρος σ’ αόρατη αντάρα. Ορίστε τ’ άστρα: φως σωστό,
ακάματο στ’ αλάθητο της νύχτας –εδώ το πέρας το οικτρό που λένε γη
αντανακλά, και τώρα ακόμη, την ημέρα, που κάθεται στο άλλο του μισό–
και πίσω απ’ τ’ άστρα τ’ άπειρο, διάτρητο με όλες τις σαλάμβες του,
σαλάμβες μαύρες και λευκές, να μην μπορεί από μέσα τους τίποτα να βγει
ή να μην μπορεί μέσα τους τίποτα να μπει.
Μικρά τα χέρια μου σ’ αυτό για να προτείνονται,
για ν’ απευθύνεται σ’ αυτό μικρή η λαλιά μου, κι όμως
ποιος μόνος να αισθανθεί σε τόση κίνηση, στην απροσδόκητη σύσταση,
στην απροσδόκητη κατάλυση – σκιρτά μέσα μου μια συνομιλία
αφύσικη σαν χώρα, σαν νόμος άλλος απ’ τον νόμο
που τραβάει χρυσάφι απ’ τα κουφάρια των αστέρων,
στα δάχτυλά μου ανάμεσα γριλιάζουν οι υμένες
συλλογισμών αρχαίων για τα έργα που σκοπεύω,
ψελλίζει η θύελλα στ’ αυτιά μου τα τραγούδια της,
στα μάτια μου το σκότος τα δικά του.
Πώς γίνεται έτσι ο τόπος του θανάτου τόσο λίγος, λιθάρι μπρος στο πλάτος
των ηπείρων, και τόσο ξένη η εμπειρία της μοναξιάς,
σαν όνομα προγόνου σε μνημείο.
Ανθρώπινο είναι να νοούνται όλα αυτά ως ένα ερώτημα
που μια φορά μπορεί ν’ απαντηθεί, μα δεν θ’ ανταπαντήσει
γιατί ό,τι εδώ μας κρένει είναι συμβάν κι όχι φωνή,
στις αποστάσεις μόνο στέκει κάποια ιδμοσύνη
κι η άμυνα όσων από σύμπτωση κατέχουμε
ίσα βαστά να μας συμφιλιώσει μ’ όλα αυτά:
που δεν μπορούμε.
Γι’ αυτό κι εδώ, σ’ ετούτον τον κόσμο από πέτρα, η γλώσσα είν’ η πέτρα,
η πέτρα η κατεργασμένη, η ασήμαντη πέτρα και των τάφων η πέτρα,
γιατί είναι η πέτρα που δείχνει ό,τι κάποιος θα έβλεπε –αν είχε τη δύναμη–
στην πλάση από έτη φωτός μακριά, κι αυτό ίσως σημαίνει πως η μνήμη
την ανάγκη του βίου δεν έχει όσο τ’ όνειρο
κι αν τον άνθρωπο τον κάνει άνθρωπο η φαντασία,
στους νόμους πέρα απ’ τους νόμους που ξέρει η ιστορία είναι το μόνο που στέκεται,
ασφαλής στο σεμνό δεδομένο της, πως κάτι υπάρχει – τι υπάρχει,
τι υπάρχει ακριβώς, δεν θα ένοιαζε
κανέναν ποτέ, μια κι η τάξη είναι αυτό το σκοτάδι,
το μειδίαμα στο πρόσωπο του όλου, το πιο φειδωλό,
ούτε τον μυκηθμό μη αφήνοντας τον δρόμο του να βρει
προς την πρώτη λέξη του κόσμου. Και η μία και μόνη αιχμή
που το άπειρο δεν αμβλύνει –της συνύπαρξης–
ας είναι να σπάζει εδώ και να πέφτει, με τη στάχτη
των οικοδομημάτων μαζί, που σκορπίζει και κάθεται στης ξέρας το πέλος.
Η φωτιά δεν έχει σκιά και με χρόνο μετράται ο τόπος·
έτσι είμαστε κι έτσι υπάρχουμε
δεν είναι στη φύση μας ν’ απευθύνουμε μια συγγνώμη –
βρισκόμαστε κάποτε μπροστά στο λάθος το πιο δικό μας, κι επάνω του βλέπουμε
τ’ αντικαθρέφτισμα του καιρού οπότε κι ήταν σωστό.
Προσευχόμαστε, λέμε και λέμε, θεέ, φύλαξέ μας
απ’ τη γη όπου δεν χρειάζεται να ενωθούμε για τίποτα
άσε να φταίνε οι κορφές και τα ποτάμια
τα δέντρα και τ’ αδάπανα ζωντανά
άσε την πείνα να πηγαίνει και να ’ρχεται, τη φτώχεια μας
συγκεντρωμένη όλη κι όλη στον λειψό φωτισμό των νοσοκομείων
κι όσα ο καιρός ετοίμασε για μας
άσε να τα δεχτούμε ως έχουν
σαν επαίτες τα πάντα ως έχουν να δεχόμαστε –γιατί
να επιλέγεις είναι ξένο στη φύση του επαίτη–, να ξέρουμε
πως είμαστε στο έλεος αυτού που μπορεί να επιλέγει,
άσε να μας αξίζει αυτή η ελάχιστη γαλήνη
άσε να βρούμε τι μας αρμόζει ν’ αντέχουμε,
είτε πως ήρθαμε εδώ για να πάρουμε όσο περισσότερα μπορούμε
είτε πως ήρθαμε εδώ για να τα χάσουμε όλα, ένα προς ένα.
Άσε να είμαστε σε θέση να μιλούμε για παράλογο και για λογικό.
Άσε να μας αξίζει αυτή η ελάχιστη πληγή.
Αλλιώς, γιατί. Το τέλος γιατί, γιατί όλο τούτο το πλήθος,
γιατί η κίνηση, γιατί ό,τι υπάρχει να μην είναι λίγο και για πάντα,
έστω κι ακίνητο, κι αν δίχως κίνηση δεν υπάρχει τροπή και δίχως τροπή
δεν φτιάχνεται τίποτα, γιατί να μην μπορούσε να φτιαχτεί κάτι κι έτσι,
γιατί ο τρόπος πρέπει να είναι αυτός;
Μακάρι να υπάρχει θεός. Μακάρι
να υπάρχει θεός.
Τούτο το βάρος να μην βαραίνει εμάς, τούτο το βάρος να μην βαραίνει εμένα,
να υπάρχει ένα νόημα στο ν’ απέχεις απ’ το κακό, και στ’ αγαθό
νόημα να μην υπάρχει κανένα, μόνο να βρίσκεται, έτσι απλά, στην απλάδα του κόσμου,
χωρίς λόγο πρώτα να γίνεται, χωρίς λόγο μετά να συμβαίνει.
Ας υπήρχε κάθε θάνατος εκτός απ’ αυτόν που έρχεται μέσα στον τρόμο.
Και το σκοτάδι της ζωής –αυτή η βαθιά ανάγκη για πόνο– ας μην
με ξεκούραζε, ας μην μ’ ανακούφιζε τυφλό δίνοντάς με στο χρώμα της ώρας.
Αυτό που είναι να είσαι άνθρωπος ας μην υπήρχε.
Τι έζησα δεν θυμάμαι, τι θυμάμαι δεν θυμάμαι, μόνο τη φύση τόσο πλατιά,
μόνο ό,τι πρόβαλε και δεν πρόβαλε τόσο πλατύ
όπως οι άνθρωποι που κάποιος τους αγαπά τόσο πολύ
που είναι λες και τίποτα δεν τους αγγίζει.
Ξεκίνησα όπως κανείς ξεκινά·
άγγιγμα φοβερό στο μέτωπο του πρεσβύτη, στου βρέφους τα χείλια ανάμεσα
μια βούληση άσκοπη για δηγμό,
ως εξορία ξεκίνησα δίχως να έχω κουνηθεί μια στιγμή
κι ως αγνωμοσύνη αν κι ήμουν ο μόνος στον κόσμο.
Το τόσο ήμουν, ήμουν το εκεί, το τότε ήμουν και τ’ ούτως –
ήρθα εδώ – μια απάντηση που κανείς δεν πιστεύει.
Μα την άκουσα –ορκίζομαι– τη γεύση μου μέσα
στου ανέμου το πέρασμα απ’ όλους τους δρόμους,
η μυρωδιά μου ακούμπησε το ανάξιο λιθάρι,
το πολύπραγο χέρι μου βάφτισε εκεί
που τ’ ανομάτιστα πράγματα διπλά απαντούν
σ’ όποιον μια φορά τα καλέσει.
Άσπρο στημόνι που τρίζεις στον ύπνο,
αν ανοίξω το στόμα μου, τι θα ’χει υφανθεί;
Έλα, λέξη μικρότερη από μένα, στον θάνατο πιο κοντά και σ’ εμένα
απ’ τον θάνατο πιο πολλή.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: