Το υπόλοιπον

Δρομοκαϊτειο
Δρομοκαϊτειο

το υπό­λοι­πον
κα­θ' ὕπαρ
εις τον άγνω­στον πα­ρά­γο­ντα Ψ *

από θλί­ψης
και θλί­ψε­ως ενυ­πάρ­χω το δέ­μας και
ψύ­χει το ψύ­χει
ψυ­χής τε και βά­θος
in cielo το ψ
δε­δε­μέ­νος la luna
λί­γο λί­γο
γυ­ρί­ζει
το κά­νεις λί­γο λί­γο κι όπα γυρ­νάς
μι­κρές κι­νή­σεις με το πό­δι δε­μέ­νο
ιμά­ντες
στων χε­ριών των δα­κτύ­λων κι από το στό­μα πως κρέ­μει
αναμ­μέ­νο
τσι­γά­ρο ο κα­φές και μο­νά­δες
σκιές
ο για­τρός που βα­στού­σε τα ρού­χα
σα μά­ζευ­ες φω­λε­ές τις λα­σπώ­δεις
κου­κού­λια ξη­ρα­μέ­να των σκούρ­κων
σφρα­γί­δες ωών π' αγα­πού­σες
κι έφε­ρες πά­μπολ­λες δέ­ρα­τος εκ­δο­ρές
δε­δε­μέ­νος νυ­χά­κια
βλέμ­μα χα­μέ­νο και μώ­λω­πες
μαύ­ρα μά­τια ως γύ­ρω ή μέ­σα κοι­τού­νε
λα­λιά τη λα­λιά και λα­λού­σε
και πά­λι ου­ρώ και ου­ρού­νε
δε­μέ­νος
εντός του ιδρύ­μα­τος
κά­του­ρα ένα γύ­ρω με ζώ­νουν
και γύ­ρω­θε όζουν
στα κρε­βά­τια και πά­νω και κά­τω
στη σά­λα πα­ντού κά­τ' όλα ου­ρη­μέ­να
ως και τα ρού­χα που φο­ρά­με κα­θέ­κλες
τι σε έφε­ρε ίσα­μ' εδώ
σ' ένα τρί­γω­νο θλί­ψης κα­θό­λου
προ­ση­λω­μέ­νος
τι να το κά­νεις
εσύ την εγλί­τω­σες
μ' ένα μι­κρό το­σο­δά κου­τα­λά­κι
αφαί­ρε­σ' ιχώ­ρος
που λέ­γαν λο­βο
το­μή
εγλί­τω­σες και τα ηλε­κτρο­σόκ π' άλ­λο­τε κά­ναν
το 'σκα­σες γυ­μνό­πους εγύ­ρι­σες σπί­τι
κα­κά­κια στο δά­σος θε­ός
μ' ένα μπλου­ζά­κι μα­κό
ΓΥ­ΜΝΑ­ΣΙΟ 2ο ΠΕ­ΡΙ­ΣΤΕ­ΡΙΟΥ
κά­πως έτσι το λέ­γαν
σου 'δώ­σαν να κρύ­ψεις την γδύ­μνια
βα­δί­ζο­ντας
δρό­μο το δρό­μο και το 'σκα­σες
πο­ρευό­με­νος έσω
και άμα
και πά­λι σε πε­ρι­μά­ζε­ψαν
σ' εγύ­ρι­σαν πί­σω στα ίδια
κι ήλ­θε ο για­τρός με εν­δια­φέ­ρον
εκειός που βα­στού­σε τα ρού­χα
και σε 'δέ­σαν πιο σφι­χτά τώ­ρα
μη το σκά­σεις ξα­νά και τούς φύ­γεις
«για το κα­λό σου»!
τα χά­πια
και πά­λι τα ίδια
εί­ναι για το κα­λό σου
δεν θέ­λεις
τα ίδια και πά­λι φω­νές
«μη το φτύ­σεις»
«κα­τά­πιε»
φάρ­μα­κα χά­πια κα­τα­στο­λή
πε­ρι­πλά­νη­ση ανα­μέ­σω σκιών
κραυ­γών δι­κό μου δι­κό μου
        πη­γή
            ζω­ής
            κά­πο­τε**
επέ­στρε­φε και ήλ­θε και φεύ­γει και πά­ει
αφ' ύπνου εφ' ύπνου κα­θ' ὕπαρ
σε δυο φύ­σεις σά­μπως υπάρ­χω
εγώ και ο άλ­λος
διά­στα­ση γνώ­μης
αντί­λη­ψη δί­χως
προ­σώ­που κα­θρέ­φτης
και χά­ρη ποιά χά­ρη διά­στα­ση άμα
ως μό­να βι­βλία ζη­τάω
το μέ­λι και η στά­χτη
πι­κιός



________________________

* Γ. Βι­ζυ­η­νός, «Αι συ­νέ­πειαι της πα­λαιάς ιστο­ρί­ας». — Πρ­βλ. το πεν­τζί­κειον: «'Ο­ταν σκο­ντά­ψεις μια και κα­λή, τό­τε αντα­μώ­νεις το αρ­χι­κό Ψ στη λέ­ξη Ψυ­χή, που ξε­περ­νά το ιδιω­τι­κό σχή­μα και τον κό­σμο κα­τοι­κεί.»... — «ότι αλέ­θε­ται η αλή­θεια», που λέ­ει κι ο Β.Ν. Μπό­νος ο ποι­η­τής.
** Επώ­νυ­μος —τα νυν στε­ρε­μέ­νη (ή μή­πως όχι;)— πη­γή ύδα­τος εν Δρο­μο­καϊ­τείω.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: