Ο λεκές

Ο λεκές

Κι όμως ήξερα το πείσμα της. Ίδιο με το δικό μου. Και είναι μόλις δέκα χρονών σκατό. «Μάνα μην τυχόν και πάθει τίποτα ο Κούκλος». Δεν την πίστεψα. Κόρη μου είναι και δεν την πίστεψα. «Θα πέσω να πεθάνω», μου είχε πει. Διαφορετικά να ψάξω να βρω ίδιο σαν κι αυτόν. Σαν κι αυτόν που ήταν σαν κι αυτήν, με κείνη την στάμπα του λεκέ στα μούτρα τους.


Έφτασα την ώρα που η Φλύας περνούσε ανάκριση απ' τους μπάτσους. Η Φλύας αυτόπτης μάρτυρας. Οι αργόσχολοι είχαν φτάσει πριν από μένα. Άκουσαν τις σειρήνες και πετάχτηκαν στο δρόμο σα να 'γινε σεισμός. Οι αργόσχολοι είναι η Φλύας. Έχουν έφεση στην κοινωνική κοπτοραπτική όλων των δρόμων εδώ γύρω και μια μέρα σαν κι αυτή, η καλύτερή τους. Τους χορταίνει το νταβαντούρι πολύ περισσότερο από ένα πιάτο φαΐ. Ε, σήμερα θα φάνε μέχρι σκασμού.

«Να κι η μάνα τής μπάσταρδης», θα πουν. «Σσσσσς, μη σ’ ακούσει».

Όνομα η μικρή δεν είχε για κανέναν τους. Μπάσταρδη ναι - γούστο μου και καπέλο μου -, από την ημέρα που του ‘κλεισα την πόρτα και του ΄πα να πα’ να γαμηθεί. Δεν έχει παράπονο η γειτονιά από μένα. Και τότε έφαγαν καλά. Στην πλάτη μου φτύνουν ακόμα τ’ αποφάγια τους. Και σήμερα το ίδιο θα κάνουν. Τι να κρύψεις από πού να κρυφτείς. Μετρημένοι όλοι είμαστε εδώ γύρω. Καρφί δεν τους καίγεται για μένα και την μικρή, όμως μπροστά στην μπλε στολή, κατοστάρι η γλώσσα. Ξερνάει, ξέρει δεν ξέρει και κάνει ότι λυπάται.
Στα ψαράδικα, εκεί με βρήκαν. «Τρέξε», μου λένε, «είναι και κόσμος κάτω». Κόσμος κάτω, θα πει πάνω η μικρή. Ήταν σα να μπαστακώθηκε στο λαιμό μου το κόκκαλο πριν καλά βάλω την ψαρομπουκιά στο στόμα. Πέταξα όπως ήταν το χάρτινο χωνί με τους γωβιούς. Κάνα δυο χύθηκαν στον πάγκο, όταν ο ψαράς σβέλτα τους έχωσε στο δίχτυ και το πέρασε βραχιόλι στον καρπό μου.

«Κράτα τους», μου λέει. «Μην τους φοβάσαι. Αντέχουν ώρες έξω από το νερό. Κρίμα να παν χαμένοι».
«Ποιοι;», του λέω.
«Οι γωβιοί», μου λέει.
«Θα πάνε χαμένοι οι γωβιοί;»
«Ναι», μου λέει.

Δεν το ‘χα σε τίποτα να του ρίξω το γαμόσταυρο. Βιαζόμουν. Τους πήρα κι έφυγα.
Έξω από την είσοδο της πολυκατοικίας παίρνω βαθιά ανάσα μπαίνω στον πλαϊνό διάδρομο την κρατάω δεν αναπνέω δεν ξέρω τι θα δω και φτάνω πίσω στον ακάλυπτο. Του κώλου ακάλυπτος δηλαδή με το κλιμακοστάσιο και τα δέντρα να τον καλύπτουν όλο. Οι διασώστες χάζευαν πίσω από δυο πυκνόφυλλες μουριές, κάτι πλιθόχτιστες στο χώμα ζαρντινιέρες με τα γεράνια τους και τα τσιμεντωμένα μπένζαμιν. Το δίχτυ ασφαλείας κουβάρι στο πεζούλι και στους κατιφέδες πάνω τα συρματόσκοινα χυμένα.
Στέκομαι πλάτη στον μαντρότοιχο κρατώντας τους γωβιούς στο χέρι. Βολτάρουν ακόμα στο χαρτί. Πως ζούνε με τις ώρες έξω από το νερό. Χέστηκα εγώ αν ζουν δε ζουν. Δεκάρα δεν έδινα. Ας ψόφαγαν εδώ μπροστά μου.
Αφήνω την ανάσα μου τέσσερα πατώματα ψηλά. Είναι ακόμα εκεί. Είναι κι αυτό κάτι. Το παιδικό της στέρνο βαστούσε η σιδερένια κουπαστή τού μικρού μπαλκονιού και τα δάχτυλά της άρπαζαν γερά τα κάγκελα απ’ έξω. Δεν ήταν θέμα αναισθησίας όμως δεν είχε νόημα να ρωτήσω την μικρή, τι ήθελε γαντζωμένη εκεί πάνω. «Θα πέσω να πεθάνω», μου είχε πει, αν εγώ δεν βρω άλλο χρυσόψαρο να αντικαταστήσω τον Κούκλο της. Τον Κούκλο της που έμοιαζε στη μικρή μου. Ε, ποτέ δε βρήκα.
Και να πεις πως δεν έψαχνα; Έψαχνα κάθε μέρα για Κούκλους με σημαδεμένη μούρη. Έπαιρνα σβάρνα τα σοκάκια με τα petshop-ια και τα ψαρογατοσκυλομάγαζα και όλα τα φτηνά ενυδρειοπωλεία που γνώριζα. Πουθενά τέτοιος. Γι’ αυτό τώρα η δικιά μου κρεμάει ανάποδα εκεί πάνω σα βρεγμένο ρούχο με τη ζάρα να διπλώνει στο πρόσωπο και με τα πόδια της να κλοτσάει τον αέρα, έτοιμη να βουτήξει με τα μούτρα στον ακάλυπτο μπροστά μας. Μούτρα σκυλιού σαρ πέι, όλο αυλάκια και πτυχές που σκληραίνουν φουσκώνουν κοκκινίζουν με το κεφάλι έτσι κάτω, έτοιμα να σκάσουν και να βάψουν με αίμα το ξερόχορτο.

«Διάολε θα μου πει κανείς τι γίνεται εδώ πέρα; Άδεια από την πολεοδομία χρειάζεστε; Κόψτε. Γκρεμίστε. Τι σκατά περιμένετε; Μέχρι πότε νομίζετε πως θ’ αντέξει εκεί πάνω;»

Είχα μπλέξει με μαλάκες. Πού τους βρήκαν και μού τους έφεραν. Τα λεπτά περνούσαν κι αυτοί εδώ τρομπάριζαν κι είχε βγάλει κι ένα ψοφόκρυο να δαγκώνεις τ' απ’ αυτό σου. Έβλεπα από ψηλά να στραγγίζουν στις άκρες τους τα πανιά απ' τις τέντες. Το νερό από τα αναμμένα κλιματιστικά να βγαίνει από τους ανεμιστήρες να κυλάει μέσα από τα λούκια μουσκεύοντας τις μαύρες αρβύλες τους. Η υγρασία χτύπαγε ογδοντάρια. Τα φύλλα έσταζαν σαν κατουρημένα κι όπου να ‘ναι θα έπεφτε το φως. Είχαν μουσκέψει τα σκοινιά κι οι ζώνες προστασίας μαζί με όλο τον εξοπλισμό τους. Το δίχτυ διάσωσης περίμενε κουλουριασμένο να καρφωθεί κάποτε ανάμεσα στις δυο μουριές μπας και μαζέψει την μικρή. Τα κλαριά τους όμως ήταν τόσο πυκνά που μπλέκονταν σαν γυναικεία μαλλιά. Αν δεν τα ξεπαστρέψουν αν δεν τσεκουρώσουν τους κορμούς αν δεν γκρεμίσουν τα παρτέρια, χαμένος χρόνος χαμένη κι η μικρή. Τι δεν καταλαβαίνουν; Εκείνη να κρέμεται απ’ τα κάγκελα και από τα μπλεγμένα κλαριά τής αγριομουριάς, η τύχη της.
Άσχετοι, να χέσω κι αυτούς και τον συντονιστή τους. Προσπαθούν να ηρεμήσουν κι εμένα, πως είναι θέμα χρόνου να την πείσουν να κάνει το σάλτο πίσω στο μπαλκόνι. Αμ δε το βλέπω. Αν ήμουν κι εγώ στη θέση της, μ’ αυτά που ακούω δύσκολα να μ’ έπειθαν. Άνοιγαν το στόμα τους και οι λέξεις έπεφταν σαν κέρματα σε τρύπια μηχανή. Την μπούκωναν εκείνοι, τα μάσαγε η δικιά μου και τα ‘φτυνε μπροστά τους ολόκληρα σιδερένια γκλιν-γκλον, γκλιν-γκλον, να μου τρυπάει το μέταλλο τ’ αυτί.
Κοίταξα γύρω κι άρχισα να μετράω τις βεράντες απ’ τα σπίτια που ξαφνικά γέμισαν από θεατρόφιλους τσαμπατζήδες. Στημένοι πρώτη θέση κάνουν κρα για σπλατεριές. Κάτι μαλακισμένα με τα κινητά στα χέρια πάνω από τους ώμους αγωνιούν να πετύχουν μια καλή φωτώ. Δεν τους κάθεται. Το κορίτσι κουνιέται σαν τραμπάλα. Οι μανάδες τους καμπουριάζουν στα κάγκελα με το κεφάλι μια πάνω μια κάτω, σκηνή δε χάνουν. Για κατούρημα ούτε λόγος. Τα μάτια καρφωμένα πάνω της. Το βλέμμα τους πάλι ξερό και στεγνό σαν άδειο μπετόνι.

«Παιδιά είναι. Όταν κάτι τους τρομάζει το δείχνουν, τι θες να κάνουν;»

Κι εγώ τους έριχνα καντήλια και πέρναγα από κοσμητικά κι αυτές και τα παιδιά τους και όλα τους τα σόγια. Αν και δεν είχαν πολύ άδικο. Εδώ δάσκαλοι διευθυντές και δεν μπορούσαν να την δουν. Ο δείκτης της μικρής φώναζε απ’ τα πίσω θρανία «Κύριε, κύριε», στραμμένος στα μούτρα τους. «Πες μας εσύ», στον έναν, «πες μας εσύ», στον άλλον και η δική της ώρα δεν ερχόταν ποτέ και τότε εκείνη κατέβαζε τον δείκτη και σήκωνε κωλοδάχτυλο, τι να ‘κανε; Και ήταν μια καλή ευκαιρία να πετάνε αποβολές. Να μην την βλέπουν κιόλας.
Τους τρόμαζε το διαολεμένο το σημάδι. Ο κατάμαυρος λεκές άρχιζε από την αριστερή κόχη του ματιού της και βουτούσε για λίγο στο ασπράδι μπας και ξεθωριάσει, αλλά πού; Σαν σκουριά άπλωνε σε στοίβες το βαθύ μοβ της σαπίλας στα μούτρα της και στο μισό κορμί της. Κι έτσι γεννήθηκε. Και πως έφταιγα εγώ. Μέσα μου την κουβαλούσα όταν σιγουρεύτηκα πως τα ξενογαμήσια του είχαν κάνει μακροβούτι και είχαν βγει απέναντι. Γκαστρωμένη. Και δεν του ζήτησα λόγο. Τον διαολόστειλα. Ψέματα. Του ‘πα να πα' να γαμηθεί. Και πήγε. Ύστερα κατέβασα νυχιές στο αριστερό μου μάτι ως τα μάγουλα και τράβηξα και στην κοιλιά μου κάμποσες να με γδάρω σαν τομάρι. Να πάει στο διάολο μαζί μ’ εκείνον κι αυτό που άφησε μέσα μου. Αα, δεν έπρεπε μου είπαν. Για όσο κουβαλούσα το παιδί, δεν έπρεπε. Αμαρτία από τον Θεό, ήτανε γρουσουζιά. Σα να μπήγω, λέγανε, απευθείας τα νύχια στο αγέννητο και πως δεν θ’ αργούσε το κακό.
Και ποιος τους είπε ότι εγώ ήθελα το καλό. Δεν έσκαγα για το πώς θα βγει. Μη βγει. Αυτό μόνο μ’ ένοιαζε. Κι έμπηγα συχνά βελόνες στην κοιλιά μου. Πενήντα μέρες αιματάκι ακόμη ασχημάτιστο, να φύγει στη λεκάνη. Ε, δεν έφυγε. Πεισματάρικο, πριν ανοίξει μάτι. Εννιά μήνες μέσα μου πλατσούριζε σ’ έναν σάκο με νερό κι ούτε αυτό δεν μπόρεσε να σβήσει την φωτιά πάνω του. Πυρωμένη η μήτρα μου, το τράβηξε ο γιατρός μισοκαμμένο. Χριστέ μου, μάνα είμαι εγώ; Το σκυλομετάνιωσα όταν το πλάγιασαν στο βυζί μου, να μου σακατεύει ατάιστο τη ρώγα. Κι από κείνη την στιγμή, κάθε χρόνο που έπαιρνε η μικρή πάνω της, ένα χρόνο έχανα εγώ δικό μου. Πατούσε τα τρία όταν το κορίτσι με τον λεκέ στη μούρη και το σάπιο δέρμα έσκασε μύτη μέσα από τον καθρέφτη του σπιτιού.
Και την φοβόμουν πάντοτε αυτή την πρώτη φορά στον καθρέφτη. Δύσκολο να προσποιηθώ ότι δεν τρέχει τίποτα. Πώς να το έκανα δηλαδή; Τι να της έλεγα; Ότι θα περάσει; Δεν ήταν ιλαρά. Ότι θα φύγει, να μη στεναχωριέται;

«Άκου δω», της είπα, μόλις λίγο ξεπετάχτηκε και τα ‘πιανε τα λόγια μπρος και πίσω.
«Κούκλος ήταν κι εκείνος. Ε και; Δυο μάτια σπίθες —χρόνια στην πιάτσα — ήξεραν μόνο να βλεφαρίζουν. Βιτρίνα πρόσωπο. Λοιπόν; Έμπαινες, για πότε σου πουλούσε το σκατόπραμά του, έβγαινες κι ούτε που καταλάβαινες. Η ομορφιά είναι πουτάνα κάθεται όπου βρει. Τι να εμπιστευτείς απ' αυτήν; Και να γεράσει, δεν κάθεται στ’ αυγά της». Μπλα μπλα μπλα κι άλλα μπλα μπλα.

Το μυαλό της έπαιζε σε εβδομήντα οχτώ στροφές σαν τα παλιά τα σουξεδάκια. Και το σάπιο κορμί της, στους τοίχους μέσα κατακόρυφα, γέφυρες στα πατώματα, να σπάει μέση και λεκάνη σαν ψεύτικη κούκλα. Να τυλίγεται σαν καρούλι στον αέρα μαζί με το σκοινάκι της. Όμως έξω από τους τοίχους τού σπιτιού, τίποτα δεν άλλαξε. Σε δρόμους και σε τρένα με αγνώστους, στον δρόμο τής δικής μας γειτονιάς με τους γνωστούς, ήταν αυτή με την σημαδεμένη μούρη. Στο σχολείο ούτε γόμα από την μωλωπισμένη. Μαζευόταν τότε στη γωνιά της, όταν βέβαια δεν έκανε άλλο κέφι να βρίζει την μάνα τους και τον πατέρα τους.
Έτσι στη γωνιά του μαζεμένο κι εκείνο και το πρόσεξε. Με το που περάσαμε την πόρτα, το μάτι της έπεσε στο ράφι του ιδιοκτήτη. Σκυλιά από δω γατιά από κει σπάνιοι παπαγάλοι καναρίνια με δέκα διαφορετικές φωνές σε χειροποίητα κλουβιά. Τίποτα αυτή.
Ένα παλιοράφι με βίδες και κατσαβίδια και πίσω από το ξεσκονόπανο μέσα σε νερό, κάτι σκουρόμαυρο βουτούσε σε πρώτη ανάγνωση, ένα χρυσόψαρο αν είχες φαντασία. Πίσω από το ξεσκονόπανο. Κρυμμένο. Σα να ντρεπόταν κι αυτό για τη σάπια μούρη του. Σα να ντρεπόταν και ο μαγαζάτορας που το ‘χε εκεί για πούλημα. Μόνο για την γυάλα ζήτησε λεφτά. Ποια γυάλα δηλαδή; Ούτε καν. Μια γυάλινη νεροκανάτα. Να πάρει τα λεφτά να ξεκουμπιστεί κι εκείνο, χτικιάρικο όπως ήταν ν’ αδειάσει και το ράφι, έτσι ακριβώς τα λόγια του.
Ένα βρομόψαρο να το βλέπεις να το λυπάσαι. Όμως εκείνο που έκανε εντύπωση ήταν το σημάδι στη μούρη του. Μαύρο καρμπόν πάνω του, ο λεκές τής μικρής. Ήταν ν’ απορείς. Ν’ αρχίζει από το αριστερό του μάτι και να του κρύβει το μισό κορμί σα να ‘πεσε λεπίδι. Να μαυρίζει μέχρι κάτω την ουρά. Υπήρχε στη γη κι άλλο ζωντανό λοιπόν όμοιό της;
Το τάιζε το φρόντιζε από τότε κι αυτό την κοίταγε στα μάτια αποχαυνωμένο. Βρήκε ο γύφτος την γενιά του. Της έκανε ναζάκια στο νερό. Μια μέρα, μου είπε, «θα κάνεις τον παπά». Τον έκανα. Αυτή νονά. Το κρατούσα απ' την ουρά και το βουτούσα πλιτς-πλατς ολόκληρο στη γυάλα. Κούκλο τον έβγαλε μια Κυριακή, σε τελετή πριβέ με λάδι. Κούκλος το κακομούτσουνο. Εννιά μήνες άντεξε. Ούτε μέρα παραπάνω.

«Μάνα, τι θα κάνω αν πάθει κάτι ο Κούκλος μου;»
«Ό,τι έκανα κι εγώ όταν έφυγε ο δικός μου».
«Εγώ να ξέρεις, θα πέσω να πεθάνω. Αλλιώς ψάξε να βρεις ίδιο σαν κι αυτόν».

Τον έθαψε προχθές στη θυμαριά. Δεν το άντεξε. Την ίδια στιγμή τής γύρισε το μάτι και άρχισε μέρα νύχτα πότισμα, πως δήθεν θα τον φέρει στην ζωή. Από κοντά και η γυάλινη νεροκανάτα. Να τον κάνει σκάντζα στα γρήγορα εκεί μέσα. Εγώ τη μια πίσω της να σπρώχνω τα λασπόνερα στο λούκι, την άλλη στους δρόμους να ψάχνω για σημαδεμένα παλιόψαρα, μπας και. Ήταν φορές που από το πολύ νερό, ο Κούκλος γλίστραγε με ορμή έξω από τη γλάστρα και χανόταν στο χώμα με τ’ απόνερα. Έβαζε τότε κάτω τις παλάμες της και ψηλαφητά τον έψαχνε. Τον έβρισκε κάποτε στο σιφόνι όρθιο να κάνει κατακόρυφο. Ήταν να γελάει κανείς. Ήταν τόσο τραγικό που ήταν να γελάει κανείς.





Έκανα δυο βήματα μπροστά. Γύρισα την πλάτη στους άλλους. Φρόντισα να φαίνομαι στον τέταρτο κι έσκισα από το δίχτυ το χάρτινο χωνί. Ένας για την ώρα μού ήταν αρκετός. Με τόσο αγκάθι δεν ήξερα πώς να τον πιάσω. Αν όμως δεν τα καταφέρω μ’ αυτόν θα δοκιμάσω με άλλον και ύστερα άλλον. Τι στο διάολο; Κάποιος θα μου κάτσει.
Άρπαξα στην τύχη έναν —τον πιο ήσυχο— από την ουρά, τον κράτησα σφιχτά μη μου γλιστρήσει κι έλυσα το τσιμπιδάκι που μου κρατούσε τον κότσο. Κλατς λύγισε, να σου δυο μεταλλάκια φονικά. Αυτά, είπα μέσα μου, θα κάνουν τη δουλειά. Έψαξα για σπίρτα, καψάλισα τις άκρες τους να μοιάζουν με αποστειρωμένες βελόνες και έχωσα το ένα μεταλλάκι απαλά στην λευκή του κοιλιά. Η μικρή έβλεπε καλά καλά. Το άφησα μέσα για λίγο. Ζωντανό το θέλω ίσα να ροδίσει στο ψαχνό. Το άλλο το έσυρα στα μάτια του ανάμεσα.
Σταμάτησα και περίμενα. Εδώ κάτω δεν καταλάβαινε κανείς τους. Κι οι θεατές γύρω χαμπάρι. Του πέρασα άλλες δυο βελονιές στο δόξα πατρί. Τρεις να τον σταυρώσω. Άνοιξε ένα μικρό σκίσιμο σαν τρίχα, ο γωβιός κοκκίνησε καιγόταν, όμως δεν τον άφηνα. Μ’ έγδερναν τ’ αγκάθια του κι έσκαβαν μικρά λούκια στη χούφτα μου όσο έσπρωχνα τα μεταλλάκια να σκαλίσω τις δυο σχισμές να τις βαθύνω κι άλλο. Ζιγκ ζαγκ το αίμα στην παλάμη. Οι διασώστες είχαν μόλις ξετσιμεντώσει τα μπένζαμιν και είχαν πιάσει το τσεκούρι, δηλαδή καλά κρασιά.

«Κράτα τους. Αντέχουν ώρες έξω από το νερό. Μην τους φοβάσαι». Κράτα όσο μπορείς το ικετεύω. Η μικρή κρατάει κι αυτή. Εκπαιδευμένη. Έχει σανιδώσει το μάτι στην σάρκα του γωβιού κι ας μην μπορεί πολλά να δει από κει πάνω. Καταλαβαίνει.

Περίμενα λίγο και τράβηξα πρώτα το μεταλλάκι που ήταν σφηνωμένο στο μεσόφρυο και ύστερα έβγαλα το άλλο από την κοιλιά του. Και περίμενα και περίμενα, ώσπου άκουσα μέσα από το λαρύγγι του παράπονα στ’ αυτί μου. Η σάρκα του άρχισε να ζαρώνει σαν γινωμένου σύκου. Για λίγο πίστεψα πως το ‘χανα. Τώρα παρακαλούσα κι εγώ να είχα δίπλα μου την γυάλινη νεροκανάτα. Το δέρμα του ελαφρώς καψαλισμένο βρώμισε σαν καπνιστή ρέγκα. Πόσο ν’ αντέξει άραγε; Κι εκεί που έλεγα, το χάνω πάμε για το δεύτερο, σαν να του πέρασα νερομπογιά ένα χέρι πρόχειρα, η μούρη του άρχισε ν' αλλάζει χρώμα. Πώς δεν του ‘ριξα του ανθρώπου το γαμόσταυρο, άγιο είχα. Πάνω στο κορμάκι του ένας λεκές μαύρος σαν πίσσα κατράμι απλωνόταν από τα μάτια ως την ουρά. Αυτό ήταν. Ποιο χρυσόψαρο ποιος Κούκλος.
Σήκωσα με το ματωμένο χέρι σαν τρόπαιο τον γωβιό ψηλά.
Οι άντρες είχαν τσεκουρώσει τα κλαριά από τις μουριές και στους κορμούς τους ακόμα προβάρανε το δίχτυ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: