Ως πότε θα σε ξενυχτάμε, ρε κωλόπαιδο


«Το Χριστό σου, για παιδί, τίποτα δε σέβεσαι; Έλα δω, ρε. Τι ώρα είναι, ξέρεις; Ότι σε δυο ώρες θα γλείφω τ’ αρχίδια τού Παπαδόπουλου για ένα μεροκάματο, το ξέρεις; Ότι η μάνα σου θα ξεσκατώνει την κωλόγρια τη μάνα του όλη μέρα για 20 ευρώ; Τι με κοιτάς; Ως πότε θα σε ξενυχτάμε ρε κωλόπαιδο; Ως πότε θα μετράμε μπάστακες πίσω απ' τους τοίχους τα λεπτά, πότε θα μαζευτείς; Τι σου ‘λεγα χθες, ρε; Χθες, προχθές, τα ίδια δε σου ‘λεγα; Άλλη δουλειά δεν έχουμε εγώ κι η μάνα σου, καραούλι κάθε βράδυ; Τι στο διάολο έχει το κεφάλι σου εκεί μέσα και δε μένει τίποτα, μου λες; Αλλά τι να περιμένω. Δεκαεφτά χρονώ, σκατά θα ‘χει, τι θα ‘χει. Μίλα καθαρά, ρε, τι λες εκεί που μου στραβώνεις και το στόμα. Τι έπαθες; Κοίτα δω, ξανά τα λόγια του μπερδεύει. Γυρίζουν όλα έτσι; Λέγε ρε, τον κώλο σου ήπιες πάλι; Μίλα, γαμώ το κεφάλι σου, πες κάτι. Έννοια σου όμως και μέχρι εδώ το παραμύθι. Τελευταία φορά που ξαγρυπνάμε για χάρη σου, τελευταία, τέρμα. Μ' ακούς; Αν υπάρχει Θεός, τη Μπαναγία του μέσα κι αυτουνού, ξανά απ’ το σπίτι μόνος σου δε βγαίνεις. Εδώ κοίτα, γυναίκα, καμάρωσε το μοναχοπαίδι σου. Δες τον, παραπατάει. Τι έγινε ρε»;

Αυτός αφέθηκε πρόθυμα στα χέρια τους. Οι μεγάλοι γνωρίζουν απ' αυτά έτσι κι αλλιώς. Ψέμα τούς φαίνεται. Δε χάνουν όμως καιρό. Πρώτα φυλάσσουν και οι δύο την ντροπή τους, ο καθένας μέσα του βαθιά, τόσο που και η ίδια τους η μνήμη να μην μπορεί να βρει και ύστερα μπαίνουν για τα καλά στο ρόλο. Για να μην καταρρεύσουν, παρασύρονται. Για να το πετύχουν, σχεδόν το ζουν. 

Εκείνη ανέλαβε τις αγορές, ετοιμασίες στο πόδι, να προλάβουν. Από την βιτρίνα τής γειτονιάς ξεκρεμάστηκε στα γρήγορα το φτηνό γαμπριάτικο και αφόρετο όπως ήταν διπλώθηκε χωρίς κορδέλα σε χαρτόκουτο. Ούτε που πρόσεξε την αμηχανία στα μάτια τής πωλήτριας και όταν στην πόρτα άρπαξε και ευχές «βίο ανθόσπαρτο, να ζήσει», καθόλου δε δίστασε. «Στις χαρές σας», είπε. Σιδερωμένο το ρούχο τώρα πάνω στα σκεπάσματα μαζί με τις μπογιές της. Πούδρες να σαρκώσουν κάμποσο τα αναιμικά του κόκαλα, κοκκινάδια για τα μάγουλα. Γυναικείες δουλειές. 

Εκείνος επέμεινε με τον καλλωπισμό τού κεφαλιού. Εμμονικά το πήρε πάνω του. Σα να πατούσε δρόμο στην κορφή, χάραξε πρώτα ίσα το μαλλί στα δύο. Όταν όμως είδε ότι άφηνε εκτεθειμένο τον φαγωμένο κρόταφο, δοκίμασε άλλο σχήμα. Γέμισε με περισσότερο μαλλί τη μια μεριά, αφήνοντας μια πλούσια φράντζα να λοξεύει. Ν' αποκτά άλλοθι σε σημάδια και ουλές. Ύστερα έκοψε όποια τρίχα περίσσευε απ' το σβέρκο, ενώ το φιγουράτο χνούδι που καμάρωνε για γένι, κόντρα τού το ξυράφιασε κι αυτό. 

Έτσι ριγμένος τώρα μέσα στο λευκό του ολοκαίνουργιο κοστούμι, πανέτοιμος, βγαίνει ξανά απ' το σπίτι, πράγματι όχι μόνος. Αναχωρεί παρέα με άλλους τέσσερεις μαυροντυμένους άντρες. Ξένα στόματα στοιχηματίζουν πάνω του. Ποντάρουν σε βελόνες πιστεύουν σε αδύναμες καρδιές, πατούν σε χάπια σε άσπρες σκόνες. Πουλάνε γνώση αφιλοκερδώς και κάνουν μαντεψιές στον αέρα. Κάποιοι μιλούν για ανεύρυσμα στο κεφάλι αδιάγνωστο που έσπασε χωρίς προμήνυμα. Ξαφνικά. Εκεί μέσα.

Εκείνοι πάει καιρός που κύφωσαν πίσω απ' τους τοίχους. Στήνουν αυτί. Περιμένουν. Μιλιά δε βγάζουν όμως τούς ακούς. Κανιβαλίζουν και οι δύο τα σωθικά τους και ένα δύο μετράνε τα λεπτά μπάστακες στην εξώπορτα.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: