Οικόσιτα & άλλα ποιήματα

Το μάτι


Έπεσ’ ένα φτερό∙
ο ουρανός προαίσθημα
των ξαφνικών πουλιών του
πως το γαλάζιο θα πετρώσει σε χαλάζι
Ύστερα βγήκε μια πνοή·
το θρόισμα σαν ίαμβος
θρίαμβος φως ανοίγοντας
με κεραυνού οιακισμό
του δάσους το πυκνό
Τα ζώα κατάλαβαν και φεύγαν
έξω από το σχήμα τους
και τα νερά πιο γρήγορα
τρέχαν απ’ τη ροή τους
οι πέτρες κατρακυλούσαν
στην κλίση της μέρας
προς το άφατο συμβάν
ενώ τα δέντρα έκλειναν
ομπρέλες τα κλαδιά τους
σα να κατάλαβαν
όλα κατάλαβαν καλά
το κοίταγμα επάνω τους
Πως ένας αναγνώστης
πλησίαζε το ποίημα

Οικόσιτα


Τα ζώα μπορούν να μένουν σιωπηλά
για ώρες
Αυτό οφείλεται στο ότι
μες στη σιωπή τους διανύουν τις φράσεις μας
μες από δάση και αγρούς
βουνά και πεδιάδες
καταλήγοντας πάντα
στο ίδιο ποτάμι
αποσιωπήσεων
που δεν μπορούν να περάσουν
Πίνουν τ’ αμίλητο νερό
κι απ’ τις λέξεις κρατάνε τις έλξεις
ζωντανές στην ανάμνηση
που κοπάζουν στο κοπάδι το σκόρπισμα
Και είναι ο ίδιος λόγος
που ποτέ δεν πεθαίνουν
έξω απ’ το θάνατο

Σχήματα και προσχήματα


Στις λεωφόρους της πόλης
που δυναμώνει ο χρόνος
κλείνω τ’ αυτιά μου ν’ ακούσω γραμμές
της παιδικής σου ζωγραφιάς
Τότε γινόμαστε και πάλι παιδιά
στο κλειστό μεσημέρι που οι μεγάλοι κοιμούνται
βασανίζοντας ζώα της προηγούμενης νύχτας
που ανέλπιστα έπεσαν στη ζωγραφιά σου
Μετά δυναμώνει και πάλι ο χρόνος
και μας βρίσκει μαζί Κυριακή στο τραπέζι
τη στιγμή που μου σερβίρεις στο πιάτο
το αρνάκι της άρνησης
να πειράξουμε ζώα στις ζωγραφιές σου
—τελειότητας πρόσχημα σε ό,τι τελείωσε
μες στις γραμμές μας—
παρά μόνο στο βλέμμα σου
το πόδι της χήνας
που σε γερνάει
καλλιτέχνις πια δόκιμη
μα οι γραμμές δεν ακούγονται
στο κλειστό μεσημέρι από παντού
κι οι μεγάλοι κοιμούνται ξανά
που ανέλπιστα έπεσαν στη ζωγραφιά σου

Ανθρωπολογία ενός προαναγγελθέντος εγκλεισμού


Σήμερα το πρωί ξύπνησα στις εφτά
και σηκώθηκα όρθιος στα δύο μου πόδια
Ύστερα έκατσα στην ουρά
των πράξεων που ηγούνται
της αρχής κάθε μέρας
Το «ήδη» που ακούγεται
μόλις εκλεπτυσμένο
στα είδη υγιεινής
το σκέπασα με χαρτί
δυνητικής γραφής
και το αίμα στα δόντια
με μια επίφαση ουλίτιδας
καθώς της πείνας ποινή
με ωθούσε να βγω για τροφή
έξω απ’ το σώμα
με το κεφάλι να εξέχει στην άκρη
της τεντωμένης μου ανάγκης
και στράφηκα στις φωνές
πού κουλουριασμένες περίμεναν
κάτω απ’ το τηλέφωνο
μέχρι να το σηκώσω
Δαγκωμένος από μια «φίδη» παλιά
απ’ το λύκειο
έγειρα λαβωμένος στο πλάι
στην πολυθρόνα στο τζάμι
να κοιτώ το γαλάζιο επίμονα
ως να κοπεί το λουρί τ’ ουρανού
απ’ το άνοιγμα στην πόρπη της λέξης του
σε ουρά ρουφηγμένη και νου
λόγου δ΄ υποθετικού
αν η γλώσσα ουρά μαζεμένη
στη φωνή του αν-θρώπου
το λουρί κάθε «όπου»
να βγει στη χαρά του
τεντώνει

Μέρες


Οι μέρες δεν έχουν τρόπο
να τις ανοίξεις
Έζησα τις μέρες κλειστές
Ποτέ δεν έμαθα τι είχαν
από μέσα
Στο τέλος μαζεύτηκαν
στοίβες πακέτα
κλειστών ημερών
πού τα ονόμασα
ημερολόγια
και τώρα τα ξεφυλλίζω
αγγίζοντας το άψυχο
κάτω από τις γραμμές
σώμα αυτού που ερήμην μου
μεγάλωσε σπρώχνοντας
κλαίγοντας
γδέρνοντας
από μέσα τις μέρες

Πλαφόν


Ταβάνι σύννεφο
πλαφόν δυνατοτήτων
φυσάει λίγο
αντικρίζω ουρανό•
ουρά, κοιτώ το υπόλοιπο
σώμα έως το στόμα
δαγκώνοντας το γαλάζιο
κι αλλάζω αρνί σε λύκο
πρόβατα σύννεφα
φυλάω απ’ την αιθρία
ενός αμέριμνου μυαλού
που θρέφει γαλάζιου γάλα
όσο τεντώνει τη γραμμή
του ορίζοντα η πλάνη
ανάμεσα σε δυο σπασμούς
χιμαιρικούς του μπλάβου
πριν του ανέμου τη φυγή
μπροστά στα «θα» μιας θάλασσας
θολής από τα «θέλω»
πίσω ξανά στην πόλη
πως μόνο νησί η άρνηση
μόνο πλαφόν
του μπλε η μπλόφα

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: