Συζήτηση μ’ έναν στίχο & άλλα καθέκαστα

 

Συζήτηση μ’ έναν στίχο


Χθες βράδυ μ’ επισκέφθηκε το χιόνι. Κάθισε στην πολυθρόνα δίπλα στο πιάνο, και όσο του σέρβιρα τσάι, αυτοσχεδίασε λιγάκι πάνω στο σόλο από το Κοντσέρτο για πιάνο σε Ρε μείζονα του Χάιντν.


Αφού καταβρόχθισε όλα τα μπισκότα που μόλις είχα βγάλει απ’ τον φούρνο, ξαναγέμισε το φλιτζάνι του κι άνοιξε μια συζήτηση περί αιωνιότητας. Το άκουσα προσεχτικά, χωρίς να φέρνω αντιρρήσεις. Λίγη ώρα αργότερα, σηκώθηκε και φόρεσε το παλτό του.

«Οι μέρες περνούν, εγώ μένω», μου είπε κλείνοντας το μάτι και προχώρησε προς την πόρτα. Το συνόδευσα μέχρι έξω και του έδωσα ένα φιλί.

Σήμερα ξύπνησα νωρίς. Βγαίνοντας για τις κυριακάτικες εφημερίδες, βρήκα νερά στις σκάλες. Σφουγγάρισα βιαστικά, άδειασα τον κουβά με τα νερά στην τριανταφυλλιά που σκαρφαλώνει στην αυλόπορτα και γύρισα σπίτι να μελετήσω Χάιντν και να φάω τα μπισκότα που είχα ψήσει από χθες.

Συζήτηση μ’ έναν στίχο & άλλα καθέκαστα

Πτήση εσωτερικού


«Πες αλήθεια. Το ήξερες ότι θα ‘ρθω».

Στρέφω το κεφάλι αριστερά, προς τη μεριά απ’ όπου έρχεται η φωνή. Στα μάτια πάνω από τη μάσκα αναγνωρίζω το μοναδικό βλέμμα με το οποίο είχα διασταυρωθεί όσο περιφερόμουν στο κέντρο της πόλης. Προτού προλάβω ν’ απαντήσω, το φανάρι ανάβει πράσινο και ξεκινάμε να διασχίζουμε την άσφαλτο, ο ένας πλάι στον άλλον. Χορογραφία για δύο μασκοφόρους στις ξεθωριασμένες λωρίδες της διάβασης. Τον ήχο από τη χαλασμένη εξάτμιση μιας μηχανής που αγνοεί το κόκκινο, καλύπτει η σιγουριά της ήρεμης φωνής:

«Όταν φτάσουμε απέναντι, δεν θα χωριστούμε. Θα πάρουμε καφέ από το γωνιακό μαγαζί και θα κατηφορίσουμε προς το λιμάνι. Σε δέκα λεπτά, θα έχουμε ερωτευτεί».
«Λυπάμαι που χαλάω το σενάριο», με ακούω ν’ αποκρίνομαι, «αλλά είμαι βιαστική».
«Κι εγώ έχω στήσει έναν φίλο μου», συνεχίζει, «αλλά δεν έχουν σημασία αυτά. Τώρα μιλάμε για εμάς. Το σύμπαν μπορεί να περιμένει».

Τα δευτερόλεπτα που μεσολαβούν μέχρι να φτάσουμε απέναντι, κυλούν λες κι είμαστε βυθισμένοι σε νερό. Ο πεπερασμένος χρόνος διογκώνεται, οι ήχοι της πόλης φτάνουν πνιχτοί. Περπατώ με το βλέμμα καρφωμένο στο πεζοδρόμιο εμπρός μου: μια σανίδα σωτηρίας που θα με γλιτώσει απ’ το άγνωστο. Τελευταία λωρίδα· σηκώνουμε κι οι δυο το αριστερό πόδι, σε απόλυτα συγχρονισμένο βηματισμό. Στρέφω τον κορμό στα δεξιά, ν’ απομονώσω την αύρα μου, ενώ γυρίζω το κεφάλι ελαφρώς προς το μέρος του. Ψελλίζω ένα «αντίο!», όμως προτού προσγειωθώ ασφαλής στο πεζοδρόμιο, η λωρίδα της διάβασης αυτονομείται κι αρχίζει να παίρνει ύψος.

Με το ένα πόδι σταθερό στην ατίθαση λωρίδα και το άλλο υψωμένο στον αέρα, σ’ ένα βήμα μετέωρο, κοιτάζω μια κάτω, μια αριστερά. Στον δρόμο, οι οδηγοί, σταματημένοι στο φανάρι για λίγες στιγμές ακόμη, κοιτάζουν έκπληκτοι προς το μέρος μας. Δίπλα μου, ο συνεπιβάτης μου ατάραχος, μου γνέφει «σου το ‘χα πει». Πάνω στη φλούδα που ίπταται, πλάι στα πόδια μας, δύο καφέδες αχνίζουν. Στα χάρτινα κυπελάκια του καφέ διακρίνω το λογότυπο του γωνιακού μαγαζιού που έχουμε αφήσει πίσω μας, καθώς πετάμε πάνω από τις πολυκατοικίες του παραλιακού μετώπου, με κατεύθυνση το λιμάνι.

Με τον φόβο να εξατμίζεται μπροστά στο ήδη τετελεσμένο, χαλαρώνω τη στάση μου, βολεύομαι στο αστικό ιπτάμενο χαλί κι αφήνομαι στο αναπάντεχο ταξίδι. Πλέον το ξέρω κι εγώ: Σε δέκα λεπτά ακριβώς, θα βγάλουμε τις μάσκες.

 

Τέλεια καύση


Είναι περασμένες τέσσερις. Δεν κοιτάζει το ρολόι, έχει μάθει να μαντεύει την ώρα από τη μυρωδιά. Ανακάθεται στο σκοτάδι, ψηλαφώντας το στρώμα· τα δάχτυλα βουλιάζουν σε λεπτούς κόκκους ύλης. Από μια στιγμιαία ανασφάλεια που καθιστά την όραση πιο πιστευτή απ' τις υπόλοιπες αισθήσεις, ξεκλειδώνει την οθόνη του κινητού και φέγγει πάνω στο σεντόνι: τέφρα.

Στον δρόμο για το μπάνιο, το νυχτικό αφήνεται να πέσει μονοκόμματο στο πάτωμα – το βάρος του αντηχεί στα σανίδια. Δίχως ν' ανάψει το φως, μπαίνει στην μπανιέρα, σηκώνει το τηλέφωνο του ντουζ, το πλησιάζει στην αριστερή μεριά τού στέρνου κι ανοίγει τη βρύση. Το νερό ξεπηδά ορμητικά, ξεπλένοντας το ρήγμα σάρκας που χάσκει. Στον πάτο της μπανιέρας, η σταχτιά λάσπη ίσα που διακρίνεται στο σκοτάδι.

Κοντεύει πέντε. Ρίχνοντας το παλτό στους ώμους, κατεβαίνει τα σκαλιά και βγαίνει στον δρόμο· ψιχαλίζει. Η αμφισημία της στιγμής, στο μεταίχμιο ανάμεσα στις μικρές ώρες και στο χάραμα, βάφει την ερημιά με χρώμα άγριας θάλασσας. Κλείνει τα μάτια και ακολουθεί τη γνωστή διαδρομή, περπατώντας στη μέση τού δρόμου. Στροφή δεξιά, κατηφόρα, στροφή αριστερά. Φτάνει στη γέφυρα δίπλα στο δάσος: χίλια δέντρα και, στο βάθος, η παλιά πόλη. Με τα μάτια διαρκώς κλειστά, αφουγκράζεται τις ανάσες των ανθρώπων απ' τα απέναντι σπίτια· ποτέ δεν ήταν πιο διαυγείς. Στέκεται έτσι, για μια στιγμή.

Στον δρόμο της επιστροφής, μυρίζει μπόρα. Ψηλαφεί μηχανικά το παλτό για να κουμπωθεί, όμως θυμάται μια φράση απ’ το βιβλίο οδηγιών για ευτυχισμένη ζωή που είχε ξεφυλλίσει προτού πέσει σε ανήσυχο ύπνο: «Δεν υπάρχει κακός καιρός, υπάρχουν λάθος ρούχα». Με τον πρώτο κεραυνό, σταματά στη μέση τού δρόμου και στρέφει το κεφάλι προς τα πάνω. Η απόλυτη μοναξιά φέρνει μαζί μια ψευδαίσθηση βεβαιότητας: χαμογελά, αφήνει το παλτό να πέσει στην άσφαλτο και χαρίζει το μισολιωμένο στέρνο της στο μένος της Φύσης.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: