Με συγχωρείτε για την αναστάτωση, έτσι ξεκινούσε το σημείωμα, που είναι φοβερή ατάκα για άνοιγμα. Εμπρός, εμπρός! Αναστατώστε με! Μια ζωή περίμενα να αναστατωθώ από ένα τέτοιο σημείωμα.
Με συγχωρείτε για την αναστάτωση αλλά μου φάνηκε ότι κάποιος στον δρόμο κοίταζε προς την τζαμαρία σας και έβγαζε φωτογραφίες με τηλεφακό. Αν είναι κάποιος που γνωρίζετε, τότε συγγνώμη για την παρεξήγηση, αν πάλι όχι, έχω σημειώσει μάρκα/μοντέλο/πινακίδα οχήματος.
Μπράιαν (από δίπλα)
και το τηλέφωνό του
Ο τηλεφακός δεν είναι και τόσο απαραίτητος, γιατί η τζαμαρία στην πρόσοψη είναι τεράστια και δεν έχουμε κουρτίνες. Κάποιες φορές, προτού μπω σπίτι, στέκομαι λιγάκι και τους χαζεύω, Χάρις και Σαμ, να κάνουν ανενόχλητοι τα δικά τους. Τον Χάρις να εξηγεί κάτι στα βουβά, ή να κάνουν αεροπλανάκια στον αέρα. Τους βλέπω και αισθάνομαι φοβερή στοργή. Μην το ξεχάσεις αυτό το συναίσθημα, λέω στον εαυτό μου. Κι από κοντά οι ίδιοι άνθρωποι είναι.
Καταλάβαμε κατευθείαν ποιος από τους δίπλα ήταν ο Μπράιαν. Ο τύπος από το FBI. Αν υπάρχει ένα πράγμα που μας έχει μάθει ο Μπράιαν, είναι ότι το να δουλεύεις για το FBI δεν είναι κάτι κρυφό σαν τη CIA. Ο τύπος κυκλοφορεί φορώντας το (αλεξίσφαιρο;) γιλέκο τού FBI, με τα γράμματα FBI τυπωμένα επάνω, σε περιστάσεις που δεν νομίζω πως είναι και τόσο απαραίτητο. Σαν να ’βγαινε κάποιος από τους Dodgers να κουρέψει το γρασίδι ντυμένος με τη στολή της ομάδας. Οι γείτονες θα ήταν σε φάση, Το πιάσαμε, φίλε, παίζεις στους Dodgers.
Οπότε το πρώτο πράγμα που έκανε ο Χάρις μόλις διάβασα μεγαλόφωνα το σημείωμα, ήταν να το γυρίσει στην πλάκα, ότι εννοείται πως ο τύπος από το FBI είχε «τσακώσει» κάποιον με «τηλεφακό». Και το δεύτερο πράγμα που έκανε ο Χάρις ήταν να μην κάνει τίποτα. Είχε τα δικά του και θεώρησε πως δεν υπήρχε λόγος να ασχοληθεί περαιτέρω.
«Κάπως τρομακτικό, όμως, δεν νομίζεις;»
«Ο κόσμος σήμερα φωτογραφίζει τα πάντα», είπε βγαίνοντας απ’ το δωμάτιο.
«Μήπως όμως να του έκανα ένα τηλέφωνο;» Ο Χάρις δεν με άκουσε.
«Ποιανού;» ήταν η απορία του Σαμ.*
Έμεινα με το σημείωμα στο χέρι και μ’ αυτό το περίεργο αίσθημα εγκατάλειψης που μας πιάνει ένα εκατομμύριο φορές τη μέρα στην οικογενειακή μας στέγη. Θα μπορούσα να βάλω τα κλάματα, αλλά για ποιον λόγο; Δεν χρειάζεται να συζητάω τα πάντα με τον άντρα μου· έχω τους φίλους μου γι’ αυτήν τη δουλειά. Με τον Χάρις είμαστε πιο τυπικοί, σαν διπλωμάτες που είναι διαρκώς σε επιφυλακή μην τυχόν ο ένας ρίξει υπνωτικό στο ποτό του άλλου. Διψάμε σαν τρελοί, αλλά κανείς δεν τολμάει να πιει την πρώτη γουλιά.
Ξεκίνα.
Εσύ πρώτα! Μα όχι, επιμένω.
Μπορεί ν’ ακούγεται κάπως αγχωτική η τόση σχολαστικότητα, αλλά ήμουν βέβαιη ότι στο τέλος θα βγαίναμε κερδισμένοι. Όταν τα υπόλοιπα ζευγάρια θα είχαν πια μπουχτίσει, εμείς θα ήμασταν στην καλύτερη φάση μας, μες στα μέλια. Λογικά κάπου στα εξήντα.
Η φίλη μου η Κάσι, κάθε φορά που μιλάει στο τηλέφωνο με τον άντρα της, λέει Σ’ αγαπώ! προτού το κλείσει. Όποτε την ακούω, ντρέπομαι για λογαριασμό της.
Μα αφού τον αγαπάω, μου λέει.
Τώρα δεν έλεγες πόσο δυστυχισμένη κι εγκλωβισμένη αισθάνεσαι;
Και μου σκάει ένα χαμόγελο, σαν να λέει πως δεν μπορεί να κάνει και πολλά. Δεν περιμένω να είναι ειλικρινής με τον άντρα της, αλλά να μην κοροϊδευόμαστε και μεταξύ μας! Ποτέ δεν βγάζεις άκρη με τις σχέσεις των άλλων. Μια φορά έπεισα τον καλύτερό μου φίλο, τον Τζόρντι, να ηχογραφήσει μια καθημερινή συνομιλία με τη γυναίκα του. Ο Τζόρντι είναι φοβερός γλύπτης και έχει το χάρισμα να θεωρητικολογεί για τα πάντα, αλλά εκεί, στο παραλήρημα της συζύγου του για την ηλιθιότητα μιας δημοφιλούς τηλεοπτικής εκπομπής, δεν έβγαλε άχνα. Μπορεί πού και πού να ψέλλιζε κάποια ερώτηση, αλλά την περισσότερη ώρα απλώς χαχάνιζε με τη Μελ και τα σχόλιά της. Υπέθεσα ότι θα ένιωθε άσχημα, αλλά τίποτα.
«Λατρεύω που η Μελ έχει τόση αυτοπεποίθηση. Λατρεύω τους ανθρώπους με άποψη. Σαν εσένα».
Ένιωσα τόσο κολακευμένη, που αναθεώρησα πάραυτα. «Η εκπομπή είναι όντως χάλια», είπα. «Καλά τα λέει η Μελ».
Οι φίλοι μου φροντίζουν διαρκώς να με εφοδιάζουν με τέτοια μικροπράγματα —σκρίνσοτ από σεξομηνύματα, μέιλ που ανταλλάσσουν με τη μητέρα τους— επειδή πάντα θέλω να ξέρω πώς είναι να είσαι οι άλλοι. Τι είχαμε έρθει να κάνουμε εδώ; Τι στο καλό συνέβαινε σ’ αυτόν τον πλανήτη; Βέβαια αυτού του είδους τα ψιλολόγια δεν ωφελούσαν και πολύ· ήταν σαν να προσπαθείς να πιάσεις τον άνεμο απ’ τα μαλλιά. Έχει μαλλιά;
_____________
*Στη συνέχεια του μυθιστορήματος, η συγγραφέας επιλέγει να αναφέρεται στο παιδί με την ουδέτερη αντωνυμία they/them.
Εδώ η αγγλική σύνταξη δεν φανερώνει φύλο (“Call who?” said Sam).