Ο Ερνέστο έψαχνε ανάμεσα στις σελίδες της εφημερίδας τον ψίθυρο κάποιας ξεστρατισμένης μούσας, αλλά το μόνο που βρήκε ήταν οι διπλωματικές περιπέτειες κάποιων εκπροσώπων και τα θύματα ενός πολέμου που κανένα έντυπο δεν τολμούσε να τα κατονομάσει ως τέτοια. Κυνηγούσε, χωρίς να έχει ίχνος κανένα, μια έμπνευση που ξεγλιστρούσε μακριά από τη δημιουργικότητά του.
Ήπιε μια γουλιά καφέ και συνέχισε να κοιτάει τους τίτλους μην τυχόν κι εντόπιζε κάποια πολλά υποσχόμενη ιδέα. Είχε πάνω από είκοσι χρόνια που δούλευε στο γραφείο κηδειών που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του. Εκείνος του είχε μάθει πώς ο ιδανικός εργασιακός κλάδος ήταν αυτός που θα βαστούσε περισσότερο και από την ίδια του τη ζωή. Πέρα από τις κηδείες, σκεφτόταν, η ιατρική και η πώληση αλκοόλ ήταν κάποιοι άλλοι τομείς που είχαν σίγουρο μέλλον. Καθώς ο Ερνέστο δεν είχε κάποια κλίση στην ιατρική ή την ψυχική δύναμη που απαιτεί η εξυπηρέτηση πελατών, γρήγορα αντελήφθη ότι η δουλειά στο γραφείο τελετών ήταν η καλύτερη εναλλακτική του.
Με τον θάνατο του πατέρα του, ο Ερνέστο ανέλαβε όλες τις υποχρεώσεις της επιχείρησης. Για να εγκαταλείψει την ανία του γραφείου, παρευρισκόταν στις θρησκευτικές τελετές για τους μακαρίτες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο απέτιε φόρο τιμής στον συχωρεμένο, εξέφραζε τα συλλυπητήριά του στους οικείους και διαφήμιζε την επιχείρησή του μ’ έναν αέρα ζεστασιάς και εγγύτητας, για να αποσπάσει την προσοχή από το γεγονός ότι κάποιος κέρδιζε από την απώλεια της κάθε ζωής.
Ένα απόγευμα, καθώς ασχολούνταν με την προετοιμασία ενός δολοφονημένου, τα γηρατειά τον βρήκαν από το πουθενά· ο κατά σειρά νεκρός ήταν ένα πιστό πορτρέτο του Ερνέστο: ένα μέτρο και εξήντα εκατοστά, εμφανώς υπέρβαρος και με σακούλες στα μάτια που τόνιζαν την κούραση του να έχεις ανασάνει περισσότερο χρόνο από τον απαραίτητο.
Το άκαμπτο πρόσωπο του πελάτη (διασκέδαζε με την ειρωνεία του να ονομάζει έτσι αυτούς που απολάμβαναν της εργασίας του χωρίς να το ξέρουν) τον οδήγησε να ανακαλέσει την πορεία της ζωής του. Αν και δεν μετάνιωνε για κάποια από τις αποφάσεις του, δεν ήταν και ικανοποιημένος. Στα πενήντα επτά του χρόνια ένιωθε νέος ακόμη για ν’ αφήσει τον κόσμο τούτου, αν και δεν ήταν μεγαλύτερος από εκείνον που ήταν ξαπλωμένος εμπρός του.
Αργότερα, στην κηδεία, οι σκέψεις που προκάλεσε αυτή η συνάντηση όξυναν την ανησυχία του. Το να βρεθεί κανείς θεατής της νεκρώσιμης ακολουθίας του εαυτού του πρέπει να ’ναι γεγονός αντάξιο διηγήματος. Αυτή η ιδέα ήρθε να προστεθεί σε άλλες που θα αποτελούσαν μέρος του συγγραφικού του ντεμπούτου.
Αλλά έπειτα από κάθε μεροκάματο, πάντα συνέβαινε κάτι πιο σημαντικό από το γράψιμο. Η κούραση της κάθε βδομάδας τον αποτελείωνε, κι έπειθε τον εαυτό του ότι από την επομένη θα εφάρμοζε αυστηρή λογοτεχνική πειθαρχία, η οποία θα τον οδηγούσε άμεσα στην αναγνώριση. Σύντομα θα έβλεπε τις στήλες των εφημερίδων όπου θα αναρωτιόντουσαν γιατί αυτή η διάνοια των γραμμάτων περίμενε τόσο καιρό για να δείξει το ταλέντο της στον κόσμο. Στα πανεπιστήμια θα έδιναν διαλέξεις για το βεληνεκές που θα μπορούσε να έχει το έργο του αν είχε ξεκινήσει να γράφει νεότερος, αλλά και για το βάθος των θεμάτων που άγγιζε. Ακόμη μεγαλύτερη προσοχή θα τραβούσε η απτή ευαισθησία των έργων του, ιδιαίτερα στην περίπτωση του θανάτου (χωρίς να περιαυτολογεί, είχε τεράστια επαγγελματική εμπειρία στον τομέα των αποθανόντων).
Παρ’ όλα αυτά, η αναβολή του γραψίματος μετατράπηκε σε μια επαναλαμβανόμενη πράξη μέχρι που κατέληξε σε καθημερινή συνήθεια. Αυτό που συνέβαινε, όταν επιτέλους είχε χώρο στην ατζέντα του για να γράψει ή να αναπτύξει κάποιες ιδέες, ήταν ότι δεν ήταν ικανός να υφάνει προτάσεις αντάξιες του μεγαλείου των ιστοριών που σχεδίαζε να γράψει. Ντρεπόταν για τον εαυτό του. Τι θα σκέφτονταν γι’ αυτόν οι λογοτεχνικοί κύκλοι και οι κριτικοί με εξειδίκευση στην αφήγηση; Πώς να πιστέψει κανείς ότι όντας τόσο στενά συνδεδεμένος με τον θάνατο ήταν ανίκανος να γράψει για αυτόν. Εκνευριζόταν στην ιδέα αυτών των ακόμη ανύπαρκτων μουρμουρητών.
Κι έτσι, μονολογούσε στους διαδρόμους: «Τι ξέρουν αυτοί οι καταραμένοι για τον Θάνατο, λες κι αυτός σου ψιθυρίζει τις ιστορίες». Και παρόλο που ήταν πλέον πεπεισμένος ότι μονάχα αφού βρεθεί μέσα στο φέρετρο θα μπορούσε να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στη συγγραφή, επιθυμούσε να καταφέρει να εκδώσει το έργο του, όσο σύντομο ή μέτριο κι αν ήταν.
Τώρα βρισκόταν πάλι στο γραφείο του και παρ' όλες τις επίμονες γουλιές καφέ, οι γνωστικές του ικανότητες δεν κατάφερναν να οξυνθούν. Για να πατάξει τη ματαίωση, προσπάθησε να ξεχαστεί τελειώνοντας τις συνηθισμένες του δραστηριότητες: ενημέρωσε τα κατάστιχά του, τακτοποίησε τα αρχεία με τα διαδικαστικά που εκκρεμούσαν, συνέταξε τις νεκρολογίες της ημέρας και έλεγξε την πρόσφατη αλληλογραφία αφήνοντας αδιάβαστα εκείνα τα μηνύματα που είχε στείλει ο γιατρός, τα οποία υπέθεσε ότι θα αφορούσαν την επικαιροποίηση των στοιχείων που είχαν να κάνουν με τους αποθανόντες, κάτι που συνήθιζαν να κάνουν οι κλινικές στα τέλη του μήνα.
Αφού τελείωσε, εστίασε την προσοχή του και πάλι στην αναζήτηση διαβάζοντας με μεγαλύτερη προσοχή· οι διαφορές μεταξύ τίτλων που εντοπίζονταν σε συγκεκριμένους κοινούς τόπους έθεταν υπό αμφισβήτηση τον εκδότη και την ακεραιότητα του συγκεκριμένου έντυπου. Αλλά μέχρι κι εκείνοι εκδίδονταν.
Εκτός από τη συνήθεια του καφέ, είχε κι ένα μικρό τετράδιο όπου σημείωνε τις φράσεις που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως βάση για κάποιο από τα μελλοντικά του διηγήματα. Ακόμη κι όταν γέμιζε απανωτά τα φύλλα με γοργό ρυθμό, καμιά ιδέα δεν καρποφορούσε τελικά: ούτε οι ανθρωποκτονίες, ούτε οι δολοφονίες για ξεκαθαρίσματα λογαριασμών, ούτε οι ομαδικές αυτοκτονίες τον εφοδίαζαν με λέξεις, αφού έμοιαζαν να εμφανίζονται αποκλειστικά στα δελτία του αστυνομικού ρεπορτάζ.
Πριν να διακόψει ακόμη μια άκαρπη αναζήτηση, τα μάτια του πέτυχαν στις αγγελίες ένα ορθογώνιο στη μέση της σελίδας. Η αγγελία δεν ήταν ιδιαίτερα ελκυστική ως προς στη δομή της, αλλά ο τίτλος ήταν τρομερά χτυπητός. Απομακρύνοντας την εφημερίδα κατάφερε να διαβάσει το ορθογώνιο με μεγαλύτερη λεπτομέρεια:
Κείμενα για αποτυχημένους συγγραφείς. Αναλαμβάνω διηγήματα, ποιήματα, δοκίμια και οποιοδήποτε παρεμφερές λογοτεχνικό προϊόν. Ανώτατη έκταση προϊόντος: 10 σελίδες. Επ’ ουδενί μυθιστορήματα, διαφημιστικές καμπάνιες ή οπτικοακουστικές παραγωγές. Απόλυτη εχεμύθεια. Εάν επιθυμείτε περαιτέρω πληροφορίες, παρακαλώ επικοινωνήστε τηλεφωνικώς στον αριθμό 442 619 (…).
Σημείωσε το τηλέφωνο κι έφυγε από το γραφείο χωρίς να προλάβει να ξελαμπικάρει από την έκπληξή του.
Αφού είχε φτάσει πλέον σπίτι του, η απουσία των νεκρών τον άφησε να χαθεί στους στοχασμούς του, μέχρι που ένα τηλεφώνημα διέλυσε τη βαριά ατμόσφαιρα. Ο συνομιλητής του τον ευχαριστούσε για τις υπηρεσίες που προσέφερε στην κηδεία αυτού που, όπως θυμόταν ο Ερνέστο, είχε ανησυχητικά παρόμοιο σουλούπι με το δικό του. Έπειτα από τη συνομιλία, αποφάσισε να επικοινωνήσει με το πρόσωπο της αγγελίας.
Πληκτρολογώντας τον αριθμό, μια παγωμάρα εισέβαλε από την άκρη των δαχτύλων του, αλλά η βαριά φωνή του άντρα τον ανακούφισε σχεδόν αμέσως. Για λόγους που αδυνατούσε να εξηγήσει, συνέδεε τις βαριές φωνές με τη σοβαρότητα με την όποια θα αναλάμβαναν τα όποια ζητήματα· συγκεκριμένα ο τόνος του συνομιλητή του κατέρριπτε —έτσι το ερμήνευσε— την πιθανότητα να μιλάει μ’ έναν οποιοδήποτε τσαρλατάνο. Η φωνή χαιρέτησε κάνα δυο φορές πριν πάρει απάντηση απ’ τον Ερνέστο.
«Με συγχωρείτε, διάβασα την αγγελία σας στην εφημερίδα και αναρωτιόμουν αν θα ήταν δυνατόν να συναντηθούμε για να μιλήσουμε για δουλειές». Μια σύντομη σιωπή παρεμβλήθηκε μεταξύ των συσκευών, ανοίγοντας τον δρόμο για μια άβολη ανταλλαγή αναπνοών.
«Αχά… Δεν συνηθίζεται αυτό, εννοώ που ζητάτε να με γνωρίσετε. Λόγω ντροπής, υποθέτω. Τι προτείνετε;»
«Μια συνάντηση, σήμερα κιόλας αν είναι δυνατόν. Στο καφέ της οδού Μπαγιεστέρος, στις οκτώ και μισή το βράδυ.»
«Από πλευράς μου, εντάξει, κύριε…»
«Ερνέστο, μπορείτε να με αποκαλείτε έτσι. Θα φοράω μπεζ σακάκι· έχω γκρίζα μαλλιά, αλλά δεν φοράω γυαλιά. Μου αρέσει να κάθομαι στα έξω τραπεζάκια, στη μέση. Έτσι θα με αναγνωρίσετε.»
«Τα λέμε εκεί, λοιπόν.»
Πέρασε το απόγευμα περπατώντας μέσα στο σπίτι του, ταλαντευόμενος μεταξύ της προσπάθειας να γράψει μερικές φράσεις, να εμβαθύνει σε κάποιες ιδέες και να δικαιολογήσει το αναληθές της συγγραφικής ιδιότητας. Αναρωτιόταν μέχρι ποιο σημείο θεωρείται κανείς κύριος των λέξεων που υπάρχουν στο σύμπαν. Ήξερε δίχως αμφιβολία ότι κανείς δεν ήταν κύριος της γλώσσας και ότι ο καθείς ταξιθετούσε το λεξιλόγιό του με τον τρόπο που του φαινόταν καταλληλότερος.
Ως εκ τούτου, συνέχισε, αν κάποιος είχε το χάρισμα να τακτοποιεί καλύτερα τις λέξεις, αλλά απέρριπτε τη χρήση τους ή προτιμούσε να την αγνοήσει, ποιο το έγκλημα να χρησιμοποιήσει ξένες προτάσεις; Συν το ότι, εφόσον διαμεσολαβούσε πληρωμή, το ζήτημα της ιδιοκτησίας θεωρούταν λήξαν, τουλάχιστον όσον αφορά το νομικό και εμπορικό κομμάτι, που ήταν οι μοναδικές βάσιμες ανησυχίες στην περίπτωση που το μυστικό παρέμενε κρυφό.
Η ονειροπόληση τον οδήγησε να πάρει τον ρόλο του ήρωα που δεχόταν τη θυσία: απελευθέρωνε έναν άνθρωπο από το βάρος που συσσωρευόταν στο κεφάλι του εξαιτίας των ιστοριών που έμεναν άγραφες. Έτσι, ο Ερνέστο ήταν αυτός που αναλάμβανε το ρίσκο κι όχι ο δημιουργός που μετατρεπόταν σε ενδιάμεσο μεταξύ αγοραστή και προϊόντος. Χάριν σ’ αυτό το περίτεχνο συμπέρασμα κατάφερε να ηρεμήσει και να κοιμηθεί μέχρι περασμένες οκτώ.
Όσο περίμενε στην καφετέρια, παρατηρούσε με ανυπομονησία τους περαστικούς. Αν και τίποτα δεν διαβεβαίωνε ότι θα κατέληγαν στο γραφείο κηδειών του, αναμφίβολα ήταν εν δυνάμει πελάτες του. «Η υπογραφή των νεκρών» θα έκανε για τίτλος ενός καλού διηγήματος. Με μια γουλιά ουίσκι γιόρτασε τη σκέψη αυτή. Συνέχισε να μελετά εξονυχιστικά τον περιβάλλοντα χώρο, προσπαθώντας να σχηματίσει μια πιο συγκεκριμένη μορφή για τη βαριά φωνή.
Φανταζόταν έναν στιβαρό άντρα, που ίσως να περπατούσε αργόσυρτα. Σίγουρα θα φορούσε κοστούμι. Θα ήταν κάποιος συνταξιούχος που είχε πολλά να διηγηθεί, αλλά χωρίς ενδιαφέρον να εξασκήσει επαγγελματικά τη λογοτεχνική τέχνη. Κάποιος σαν τον πατέρα του, σκέφτηκε.
Η ιδέα ενός ανθρώπου που θεωρούσε τον εαυτό του υπερβολικά καλό για να μοιραστεί το ταλέντο του τον ενόχλησε, αλλά στο κάτω-κάτω της γραφής εκείνος είχε προτείνει τη συνάντηση. Με τη βοήθεια ενός ουισκιού ακόμη, κατάπιε την περηφάνια του ενδίδοντας στην ντροπή του.
Μπροστά στο τραπέζι του ένας ψηλόλιγνος και ατημέλητος τύπος παρουσιάστηκε ως ο συντάκτης της αγγελίας.
«Καλησπέρα. Ερνέστο, σωστά;» ένα αίσθημα κατωτερότητας γιγαντώθηκε με το που είδε μπροστά του έναν άντρα στον οποίο θα ήταν υπόχρεος μια ζωή, ακόμη κι αν η συμφωνία που ήταν έτοιμος να κλείσει δεν ευδοκιμούσε.
«Δε θα ’θελα να φανώ αγενής» επικαλέστηκε ο Ερνέστο βάζοντας στην άκρη το ποτήρι με το ουίσκι για να ξεκουράσει τα χέρια του πάνω στο τραπέζι. Πριν προλάβει να συνεχίσει, ο άντρας άφησε κάποια τσαλακωμένα χαρτιά μπροστά στον Ερνέστο.
«Μην δικαιολογείστε, πάντα προκαλώ αυτήν την εντύπωση. Κρίνετε τη δουλειά μου μόνος σας, και αν έπειτα θέλετε να μου πείτε κάτι, σας ακούω. Όσο διαβάζετε, θα φάω κάτι εκμεταλλευόμενος το ότι εσείς πληρώνετε».
Ο Ερνέστο έκανε ότι δεν άκουσε το σχόλιο, ήπιε μια γουλιά ακόμη κι άρχισε να διαβάζει. Επιθυμούσε να λήξει τη συνάντηση όσο το δυνατόν συντομότερα, ελπίζοντας να νιώσει απογοήτευση με τις πρώτες γραμμές για να γλιτώσει από μια πιθανή συμφωνία που τώρα τον έκανε να ντρέπεται.
Το διήγημα αφηγούταν το ταξίδι ενός ανθρώπου σε μια αλλοτινή εποχή. Οι περιγραφές μιας κατεστραμμένης πόλης, εν μέσω Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου, απεικόνιζαν την πτώση της Βαρσοβίας. Κάθε λέξη βρισκόταν στην κατάλληλη θέση και επεδείκνυε ταυτόχρονα τη μηδενική πιθανότητα χρήσης κάποιου συνωνύμου με το οποίο θα μπορούσε να αντικατασταθεί. Η ανάγνωση ήταν ελαφριά, αφού ο ρυθμός επέβαλλε την ταχεία εξέλιξη.
Τελειώνοντας, άφησε τα χαρτιά πάνω στο τραπέζι και πήρε μια βαθιά ανάσα. Τα συναισθήματά του κινούνταν από την απελπισία στην έξαψη, εναλλαγές που εξέπλησσαν με την ταχύτητα που παρουσιάζονταν, μια δίνη σκέψεων που του προκάλεσε ναυτία, αν και ήξερε πώς να το κρύψει.
«Αυτό είναι το μοναδικό διήγημα που δεν πουλάω. Βγάζω λεφτά από τη λογοτεχνία, αλλά μέχρι κι εγώ έχω όρια. Υπάρχουν και αρχές, το ξέρετε εξάλλου. Αν ακόμη έχετε αμφιβολίες, σας διαβεβαιώνω ότι μπορείτε να μου ζητήσετε να γράψω κάτι σχετικά με οποιονδήποτε πελάτη εδώ και τώρα. Σας κάνω ένα δείγμα δωρεάν. Αλλά ένα καλογραμμένο διήγημα θέλει χρόνο και θα έπρεπε να μπούμε κατευθείαν στις διαπραγματεύσεις.»
«Δεν είναι ανάγκη», ο Ερνέστο ένιωθε ότι ο λαιμός του είχε ξεραθεί, το αλκοόλ εξαντλούταν, αλλά ήξερε ότι αν ζητούσε κι άλλο ποτό, αυτό ισοδυναμούσε με δείγμα αδυναμίας και δεν ήταν πρόθυμος να φανεί ακόμη πιο ευάλωτος. «Παρ’ όλα αυτά, θα ήθελα να σας ρωτήσω κάποια πράγματα. Δουλεύετε κι άλλα είδη πέρα από διήγημα; Πώς λειτουργεί η εργασία σας;»
«Κοιτάχτε, εγώ έχω ήδη κάποια διηγήματα», αν και δεν έμοιαζε με ψεύτικη μετριοφροσύνη, ο Ερνέστο ενοχλήθηκε με την απάντηση. «Αυτό μου δίνει ένα περιθώριο δουλειάς· οι συγγραφείς μού μιλούν για το θέμα που τους ενδιαφέρει και αν έχω, τους προτείνω κάποια διηγήματα προς αξιολόγηση. Όλα είναι περίπου οκτώ σελίδες».
«Και το ποσό;»
«Πέντε χιλιάδες πέσος για ένα ολοκληρωμένο διήγημα. Πάντα πληρώνομαι εκ των προτέρων, αφού λάβω την πληρωμή στέλνω το διήγημα. Αν δεν τους αρέσει, στέλνω το επόμενο διήγημα χωρίς επιπλέον κόστος· γνωρίζουν ότι αν έχουν πληρώσει για ένα μόνο διήγημα, αυτό που θα επιλέξουν θα είναι το μοναδικό που θα μπορέσουν να χρησιμοποιήσουν. Δεν μου αρέσουν τα μπλεξίματα, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι θα χαρίσω τη δουλειά μου. Αν τελικώς δεν τους πείθει καμία από τις επιλογές μου, γράφω ένα καινούριο διήγημα λαμβάνοντας υπόψη τις λεπτομέρειες που μου παρέχουν.»
«Σχετικά με τους περιορισμούς που αναφέρει η αγγελία…»
«Σιχαίνομαι να δουλεύω με πάνω από ένα άτομο. Η διαφήμιση πάντα έχει πολύ κόσμο, πολλούς ανθρώπους που πρέπει να μείνουν ικανοποιημένοι. Από την άλλη, οι παραγωγές είναι πολύ πιο χαοτικές. Μπουχτίζω γρήγορα.»
«Και κείμενα μεγαλύτερης έκτασης, καμιά δωδεκαριά σελίδες για παράδ―»
«Εντάξει, δεν είναι και τόσο αυστηρά τα πράγματα. Προτίμησα να βάλω μια κατά προσέγγιση έκταση. Το μοναδικό που δεν αλλάζει είναι αυτό με τα μυθιστορήματα. Μια ιστορία πιο πολύπλοκη απαιτεί χρόνο και τώρα δεν έχω. Δεν είμαι και τελείως φάντασμα, τουλάχιστον όχι ακόμη.»
Ο Ερνέστο ήθελε να ξαναμιλήσει, αλλά τον διέκοψε το κάψιμο που διέτρεχε τον λαιμό του, κατάπιε το σάλιο του με δυσκολία.
«Η ντροπή δεν έχει χώρο εδώ. Θα σας εξέπληττε αν γνωρίζατε ποιοι βρίσκονται ανάμεσα στους πιο πιστούς πελάτες μου. Είναι σημαντικό να αναφέρω ότι αν ένας πελάτης επιστρέφει, η τιμή ανεβαίνει. Σε αντίθεση με άλλες υπηρεσίες, σε αυτή την επιχείρηση δεν γίνονται εκπτώσεις στους συχνούς πελάτες, μάλλον το αντίθετο θα έλεγα. Οφείλω να δημιουργήσω το στυλ ενός συγγραφέα με περιοδική παρουσία, γιατί αν δεν γίνει έτσι, σύντομα η επιχείρησή μου θα σταματήσει να είναι επιτυχημένη. Φυσικά, δεν αποκαλύπτω ονόματα. Όπως σας είπα, έχω αρχές».
Ο Ερνέστο ήπιε τις τελευταίες σταγόνες ουίσκι για να ξαναβρεί τη φωνή του και προσπάθησε να κάνει αισθητή την παρουσία του στην κουβέντα. Ήταν λες κι εκείνος ο άνθρωπος θα του άρπαζε κάτι, λες και του είχε κλέψει την ουσία ή κάτι ζωτικό που έκανε την ενέργειά του να φθίνει.
«Βλέπω ότι έχετε εμπειρία στο θέμα», είπε αφού επανήλθε από τη ζάλη. «Έχετε ξαναδουλέψει με παραγγελίες, φαντάζομαι ότι είναι δουλειές που απαιτούν χρόνο. Ας υποθέσουμε ότι σας παρουσιάζω δέκα ιδέες — το θεωρώ αναγκαίο ούτως ώστε να υπάρχει κάτι κι από τη δική μου σοδειά στο κείμενο. Θα μπορούσατε να μου δώσετε μια πιθανή καταληκτική ημερομηνία για την παράδοση της εργασίας;»
Χωρίς να ταράζεται, έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα, ο ερωτώμενος επιτέλους απάντησε:
«Δέκα ιδέες. Δέκα διηγήματα. Προφανώς, για το σύνολο των κειμένων που ζητάτε το κόστος της παραγγελίας ανέρχεται στα πενήντα χιλιάδες πέσος. Εγγυώμαι την παράδοση σε λιγότερο από δύο μήνες. Ολοκληρωμένα διηγήματα, δηλαδή, με αρχή, μέση και τέλος, άψογα δομημένα χωρίς καμία αμφιβολία. Όταν με πληρώσετε τα μισά, θα ξεκινήσω τη συγγραφή της πρώτης ιστορίας· η δεύτερη πληρωμή θα γίνει πριν σας στείλω το τελικό αρχείο. Αν με πληρώσετε αύριο, την ίδια μέρα κιόλας θα ξεκινήσω να αναπτύσσω την πρώτη σας ιδέα για να τηρήσω την ορισμένη προθεσμία. Πώς σας φαίνεται;»
Ο Ερνέστο έμεινε βουβός για μερικά δευτερόλεπτα χωρίς να κοιτάζει απευθείας το πρόσωπο που είχε απέναντί του.
«Ερνέστο; Θυμηθείτε ότι δεν μπορώ να σας προσφέρω συστατικές επιστολές, αλλά…»
«Δεν χρειάζεται».
Μαζί με τη δεύτερη ζαλάδα, κι άλλη φευγαλέα σκέψη πέρασε από το κεφάλι του Ερνέστο: ένας πωλητής διηγημάτων θα πήγαινε κουτί σ’ ένα διήγημα. Αλλά όχι σ’ ένα που θα μπορούσε ο ίδιος να γράψει, πόσο μάλλον σε κάποιο που θα μοιραζόταν με τον νέο του συνέταιρο για να το δουλέψει στο σύντομο μέλλον.
Αμφιταλαντεύτηκε για το αν έπρεπε να σημειώσει την ιδέα. Δεν είχε τίποτα να προσφέρει —πολύ λιγότερα μπροστά στον «χοντροκομμένο ταξιθέτη λέξεων»—, ακριβώς όπως το είχε καταλάβει απ’ την αρχή της συνέντευξης, αφού αντί να κατευθύνει την πορεία των διαλόγων και τις πράξεις του πρωταγωνιστή, ένιωθε ότι είχε υποβιβαστεί στη θέση του δευτερεύοντος χαρακτήρα μέσα στην ίδια του την αφήγηση.
Ίσως οποιοσδήποτε άλλος που βρισκόταν εκτός της σκηνής να μπορούσε να την περιγράψει με μεγαλύτερη αληθοφάνεια και περισσότερη ακρίβεια από εκείνους τους δύο, παρόλο που είχαν γίνει ένα με εκείνη τη στιγμή. Ήταν εκείνη η σιγουριά, το ότι γνώριζε πως δε θα τον επέλεγαν ποτέ για να περιγράψει εκείνη τη συνάντηση, αυτό που κατάφερε να τον πείσει να κλείσει τη συμφωνία.
Αποφάσισαν ότι ο Ερνέστο θα έστελνε με μέιλ ένα αρχείο με δέκα ιδέες, συνοπτικά ανεπτυγμένες, κι ένα συνημμένο αρχείο με την απόδειξη κατάθεσης της προκαταβολής. Έπειτα απ’ αυτό, θα ξεκινούσε η δημιουργική διαδικασία. Με το που τελείωσε η συνάντηση, τόσο ξαφνικά όσο είχε εμφανιστεί η στοιχειώδης γνώση της ηλικίας του, ο Ερνέστο άρχισε να έχει την αίσθηση ότι εξαφανιζόταν, ότι γινόταν όλο και πιο αδύναμος με κάθε αναπνοή.
Τις επόμενες ημέρες, εκτός από κόπωση, αισθανόταν μια πικρή ευτυχία· η θλίψη ήταν ακόμη συχνότερη απ’ ό,τι σε προηγούμενες περιπτώσεις και τα νεύρα του φούντωναν απότομα την αναστάτωσή του. Αποφάσισε να λείψει από τη δουλειά κάποιες έξτρα ώρες και τελικά κατάφερε να μετριάσει την απογοήτευσή του. Η επιστροφή στη ρουτίνα τον έκανε να δεχθεί την πικρία ως κάτι το νέο που σύντομα θα γινόταν μια καθημερινή συνήθεια. Στο τέλος όλοι συνηθίζουμε τα πάντα, έλεγε στον εαυτό του, ειδικά όταν έχουμε συνηθίσει στην αποτυχία.
Ωστόσο, για κάποιον που καθημερινά συζούσε με τον θάνατο, τα σημάδια τού πέρασαν απαρατήρητα. Παρόλο που ήταν εμφανή στα κρύα ρεύματα της νύχτας, ο Ερνέστο ασχολούταν αποκλειστικά με το να σημειώνει τα σύντομα κελεύσματα που ελευθέρωνε ψηλά στον σβέρκο του η μούσα που τόσο λαχταρούσε. Ανάμεσα στους ασυνήθιστους ψιθύρους, ξεχώρισε την ιδέα ενός ανθρώπου που μπορούσε να προβλέψει το υπόλοιπο του χρόνου ζωής των άλλων μετά από μια σύντομη αλληλεπίδραση.
Μετά από εκείνη τη συνάντηση, η συχνότητα αυτών των φωνών αυξήθηκε σημαντικά, λες και η ίδια η έμπνευση είχε αποφασίσει να πραγματοποιήσει την τελευταία επιθυμία ενός ξεγραμμένου. Καθεμιά από τις ιδέες που είχε γράψει στο τετράδιο επισφράγιζαν το γνήσιο της ιδιότητας του συγγραφέα.
Μέσα σ’ έναν μήνα, είχε ήδη λάβει πέντε από τα δέκα διηγήματα που είχε ζητήσει. Αποφάσισε να μη διαβάσει κανένα μέχρι να έχει στα χέρια του το βιβλίο. Μερικές εβδομάδες αργότερα, βρήκε στην εφημερίδα μια είδηση σχετικά με την παρουσίαση μιας ανθολογίας που είχε γίνει την προηγούμενη ημέρα. Ο συγγραφέας εξηγούσε ότι το υλικό ήταν μια συλλογή διηγημάτων που είχαν γραφτεί τα τελευταία χρόνια, και ήταν πλέον αρκετά ώριμα για να βγουν στο φως. Με έναν αέρα σοβαρότητας ήπιε λίγο καφέ.
«Σύντομα θα καταφέρω αυτό που εκείνος έκανε σε είκοσι χρόνια και χωρίς να κουνήσω ούτε ένα δαχτυλάκι.»
Η προσοχή του παρέμεινε στη συνέντευξη. Ο συγγραφέας περιέγραφε κάποια κείμενα· ένα συγκεκριμένο είχε να κάνει με κάποιον που παρουσιαζόταν στο ίντερνετ ως πωλητής διηγημάτων. Θυμήθηκε την ιδέα μιας ιστορίας που περιλάμβανε τον ίδιο και τον τύπο της αγγελίας. Τώρα, το διήγημα έμοιαζε γελοίο, αφού πίστευε πως ό,τι συνέβαινε στη ζωή ήταν υπερβολικά κοινότοπο για να ανήκει στη λογοτεχνία.
Έκλεισε την εφημερίδα και βγήκε από την καφετέρια. Στο σπίτι του, ο υπολογιστής του θα είχε τα υπόλοιπα διηγήματα που θα ολοκλήρωναν το έργο του. Με την κατάθεση που είχε κάνει λεπτά πριν, θα είχε σίγουρη την είσοδό του στο Πάνθεον.
Παρά ταύτα, ανοίγοντας τα μέιλ του βρήκε ένα άλλο μήνυμα, με πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα. Η μοιραία διάγνωση περιείχε διάφορες τεχνικές ορολογίες που σχημάτιζαν τις χειρότερες δυνατές προτάσεις για να προσδιορίσουν έναν καρκίνο στον λάρυγγα, οι οποίες —σε αντίθεση με τις υπηρεσίες των γραφείων τελετών— δεν εξέφραζαν συλλυπητήρια ούτε απέτιαν τιμές για να αποκρύψουν τη βαρύτητα της είδησης. Η τέχνη της γλώσσας, κατάλαβε, μπορούσε να υπάρχει και στις συλλυπητήριες ευχές για μια απώλεια. Τώρα ποιος μπορούσε να του προσφέρει κάτι παρόμοιο;
Παραμέλησε τα τηλεφωνήματα για να συντάξει κάποιες επιστολές, τις οποίες επισύναψε στα μέιλ που θα έστελνε σε διάφορους εκδοτικούς οίκους, μαζί με τη συλλογή διηγημάτων που υπέγραφε με το όνομά του.
Το απόγευμα, αφού ήπιε έναν τελευταίο καφέ και πήρε τον δρόμο του γυρισμού, άφησε το τετράδιό του να πέσει κάτω. Με λίγη τύχη, κάποιος με άφθονες λέξεις αλλά με έλλειψη ιδεών θα το έβρισκε. Ανάμεσα σε όλα τα φύλλα, κράτησε μόνο ένα με τη φράση: «Για την επιγραφή του τάφου μου: Ενθάδε κείται ο συγγραφέας των ανέφικτων διηγημάτων».