Χιόνι που πέφτει κι ύστερα χάνεται

Σάιμον Βαν Μπόυ
Σάιμον Βαν Μπόυ

Η γυ­ναί­κα μου εί­ναι κου­φή. Κά­πο­τε με ρώ­τη­σε αν το χιό­νι ακού­γε­ται κα­θώς πέ­φτει και της εί­πα ψέ­μα­τα. Σή­με­ρα κλεί­νου­με δώ­δε­κα χρό­νια γά­μου, κι εγώ την εγκα­τα­λεί­πω.
Έχει πά­ει στον φούρ­νο της γω­νί­ας· εί­ναι ζε­στά εκεί, και την ξέ­ρουν. Θα επι­στρέ­ψει σε κα­μιά ώρα στο δια­μέ­ρι­σμά μας μ’ ένα κου­τί γε­μά­το γλυ­κί­σμα­τα, ει­δι­κή πα­ραγ­γε­λία λό­γω της ημέ­ρας. Θα γυ­ρί­σει σπί­τι και θα ρί­ξει τα κλει­διά στο κε­ρα­μι­κό τα­σά­κι. Θα βο­λέ­ψει τα γλυ­κί­σμα­τα στο ψυ­γείο, εκεί που της αρέ­σει να βά­ζει τις κον­σέρ­βες. Θα με δια­ο­λο­στεί­λει για την αρ­γο­πο­ρία μου. Ύστε­ρα από κά­μπο­σες ώρες απου­σί­ας μου, η ανα­πη­ρία της θα πά­ρει και­νούρ­για μορ­φή.
Στον κα­να­πέ υπάρ­χει ένα μι­κρό σκί­σι­μο που δεν εί­χα πα­ρα­τη­ρή­σει πο­τέ ως τώ­ρα· ένα κομ­μά­τι από δέρ­μα που κρέ­με­ται σαν γλώσ­σα. Πρό­κει­ται για ένα το­σο­δά σκί­σι­μο αλ­λά έχει χα­λά­σει ολό­κλη­ρο τον κα­να­πέ κι έχει απο­διορ­γα­νώ­σει το δια­μέ­ρι­σμα. Το τα­σά­κι εί­ναι άδειο και με βά­ζει στον πει­ρα­σμό να ξα­να­κα­πνί­σω. Τα πνευ­μό­νια μου εί­ναι κού­φια και λα­χτα­ρούν την επι­στρο­φή τού βά­ρους.
Η γυ­ναί­κα μου παί­ζει βιο­λί κα­θη­με­ρι­νά, κι εγώ σκο­πεύω να το πά­ρω μα­ζί μου. Εί­ναι φτιαγ­μέ­νο το 1783, στην Πρά­γα. Η τσά­ντα μου και το βιο­λί εί­ναι ακου­μπι­σμέ­να στο κρε­βά­τι, έτοι­μα για την εξο­ρία. Το βιο­λί ξε­κουρ­δί­ζε­ται όπο­τε αλ­λά­ζει πε­ρι­βάλ­λον, λες και χά­νει την αυ­το­πε­ποί­θη­σή του πριν από κά­θε πα­ρά­στα­ση. Η γυ­ναί­κα μου έχει πει ότι κά­που μέ­σα στο σκο­τει­νό εσω­τε­ρι­κό του, κο­λυ­μπώ­ντας ανά­με­σα στις αυ­λα­κιές από σφεν­δά­μι, ζει κρυ­φά ένα κομ­μά­τι τού εαυ­τού της που τρέ­φε­ται με κομ­μά­τια σκέρ­τσο και αλέ­γκρο. Αυ­τός εί­ναι ο λό­γος που θα το πά­ρω μα­ζί μου. Ακου­μπι­σμέ­νο στο κρε­βά­τι, το βιο­λί γέρ­νει στην τσά­ντα μου. Μέ­σα του, σαν σκό­νη, ένα κομ­μά­τι της γυ­ναί­κας μου ανυ­πο­μο­νεί αθό­ρυ­βα ν’ ανα­στη­θεί.
Τις νύ­χτες που δεν έχει κί­νη­ση και κά­νει κρύο, τό­σο κρύο που σχη­μα­τί­ζε­ται ένας λευ­κός φλοιός πά­νω στα σπί­τια και τ’ αυ­το­κί­νη­τα, έχω το συ­νή­θειο να ξα­γρυ­πνώ ξα­πλω­μέ­νος ανά­με­σα στα όνει­ρα. Κά­θο­μαι στο κρε­βά­τι δί­πλα της και φα­ντά­ζο­μαι τον παλ­μό του αί­μα­τος που σφύ­ζει ν’ αντη­χεί στα αυ­τιά της – αντί­στρο­φη μέ­τρη­ση για την ανί­α­τη κώ­φω­ση.
Πα­ρα­τη­ρεί τον χο­ντρό φούρ­να­ρη, κα­θώς εκεί­νος ζου­λά­ει το κορ­νέ με το γλά­σο για να στο­λί­σει με καρ­διές τα γλυ­κί­σμα­τα που υπο­τί­θε­ται ότι θα μοι­ρα­στού­με αύ­ριο βρά­δυ με τους ρη­χούς φί­λους μας. Η γυ­ναί­κα μου δεν εί­ναι ρη­χή, εί­ναι απλώς κου­φή κι ατί­θα­ση. Κά­πο­τε μου εί­πε ότι μ‘ αγα­πά­ει για­τί εί­μαι ο μό­νος ήχος που μπο­ρεί ν’ ακού­σει. Μπο­ρεί κι αι­σθά­νε­ται τις δο­νή­σεις των χορ­δών μέ­σα απ’ το σκα­λι­σμέ­νο σκά­φος τού βιο­λιού της, όμως εγώ βρί­σκο­μαι εντός της. Εί­μαι ένα τρα­γού­δι που έχει μου­λιά­σει κά­θε κόκ­κα­λο του κρυ­φού κορ­μιού της, εκεί που ο υπό­λοι­πος κό­σμος δεν μπό­ρε­σε να πε­ρι­πλα­νη­θεί.
Ο φούρ­να­ρης συ­σκευά­ζει τα γλυ­κί­σμα­τα σ’ ένα ροζ κου­τί το οποίο δια­κο­σμεί με ροζ κορ­δέ­λα. Γνω­ρί­ζει τη γυ­ναί­κα μου με το μι­κρό της όνο­μα και κρα­τά ένα μπλο­κά­κι κι ένα μο­λύ­βι για να ση­μειώ­σει την τι­μή τού πα­κέ­του και να της εκ­φρά­σει τις ευ­χα­ρι­στί­ες του. Θέ­λω να ‘χω φύ­γει προ­τού ξε­κι­νή­σει από τον φούρ­νο, αλ­λιώς θα με τσα­κώ­σει στα πρά­σα και θα πρέ­πει να πε­ρι­μέ­νω άλ­λον ένα χρό­νο. Πρέ­πει να βρί­σκο­μαι κα­θο­δόν για το αε­ρο­δρό­μιο, με το βιο­λί της και με τα ρού­χα μου, προ­τού τα κλει­διά εγκα­τα­λεί­ψουν τα χέ­ρια της κα­τευ­θυ­νό­με­να προς το τα­σά­κι.
Έχω ήδη κά­ψει όλες τις φω­το­γρα­φί­ες· κρο­τά­λι­σαν και έθε­σαν σε λει­τουρ­γία τον ανι­χνευ­τή κα­πνού, τον οποίο έσπα­σα πά­ραυ­τα. Δεν θα τον χρεια­στεί για­τί εί­ναι κου­φή και η δό­νη­σή του δεν κρα­τά­ει πα­ρά μό­νο ένα λε­πτό.
Παίρ­νω μα­ζί μου ένα απ’ τα αγα­πη­μέ­να της φο­ρέ­μα­τα – το ξέ­ρω, εί­ναι λά­θος. Θυ­μά­μαι να με παίρ­νει ο ύπνος κα­θώς εκεί­νη το ξε­δί­πλω­νε, απλώ­νο­ντας τις πτυ­χώ­σεις του στο μέλ­λον. Το φό­ρε­μα, μια γέ­φυ­ρα ανά­με­σα στο σή­με­ρα και το αύ­ριο. Ύστε­ρα βυ­θι­ζό­μα­σταν κι οι δυο στον ύπνο – πά­γος που λιώ­νει στο πά­τω­μα και περ­νά μέ­σα απ' τις χα­ρα­μά­δες.
Έχω κά­νει μια λί­στα με τους λό­γους για τους οποί­ους την εγκα­τα­λεί­πω, αν και μ’ έχει κυ­ριεύ­σει μια πί­κρα για τον κό­σμο αφού όλη μέ­ρα δεν έχω μι­λή­σει με άν­θρω­πο. Έχω πα­ραι­τη­θεί στη μο­να­ξιά επει­δή εί­ναι μια θά­λασ­σα μες στην οποία μπο­ρώ και ανα­πνέω.

Γνω­ρι­στή­κα­με στη Μι­νε­σό­τα, στο λό­μπι ενός ξε­νο­δο­χεί­ου γνω­στής αλυ­σί­δας, στο πλάι της εθνι­κής οδού. Κά­θι­σα απέ­να­ντί της. Όταν ο σερ­βι­τό­ρος τής έφε­ρε τον δί­σκο με τον κα­φέ, συ­νει­δη­το­ποί­η­σα ότι ήταν κου­φή και δεν μπο­ρού­σε ν’ ακού­σει το τρα­γού­δι­σμα των φλι­τζα­νιών. Ο ήχος μού έφε­ρε στο μυα­λό τη μη­τέ­ρα μου, που στρι­φο­γύ­ρι­ζε τσου­λώ­ντας στην κου­ζί­να, γλι­στρώ­ντας ανά­με­σα στους ατμούς από τα κα­τσα­ρό­λια που κό­χλα­ζαν. Χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, όταν πέ­θα­νε και πού­λη­σα το σπί­τι, πα­ρα­τή­ρη­σα τις αυ­λα­κιές από το κα­ρο­τσά­κι στο δά­πε­δο· μια γρα­φή Μπράιγ που μό­νο εγώ κα­τα­λά­βαι­να – η γε­ω­με­τρία μιας μη­τέ­ρας.
Έχω κλεί­σει θέ­ση σε μια πτή­ση για τη Μι­νε­σό­τα, θα νοι­κιά­σω αυ­το­κί­νη­το και θα πάω στο ξε­νο­δο­χείο όπου πρω­το­γνω­ρι­στή­κα­με. Θα κα­θί­σω στην ίδια θέ­ση και θα δια­βά­σω το ίδιο από­σπα­σμα απ’ το ίδιο βι­βλίο. Θα την πε­ρι­μέ­νω να με βρει απ’ την αρ­χή, να προ­χω­ρή­σου­με προς την κα­τεύ­θυν­ση που αφή­σα­με πί­σω μας, σβή­νο­ντάς τη μια για πά­ντα. Ένας καμ­βάς αζω­γρά­φι­στος από ανα­μνή­σεις.
Η μη­τέ­ρα μου ήταν ανά­πη­ρη από μια σφαί­ρα που της εί­χε ρί­ξει στα πό­δια ένας αξιω­μα­τι­κός των να­ζί στο Βε­ρο­λί­νο. Σαν απά­ντη­ση στο δά­πε­δο της κου­ζί­νας σα­ρά­ντα χρό­νια με­τά, έγρα­ψα ένα βι­βλίο για εκεί­νη και κα­τά τύ­χη ανα­κά­λυ­ψα μια φω­το­γρα­φία τού αξιω­μα­τι­κού που την πυ­ρο­βό­λη­σε. Τον έλε­γαν Χανς.
Πρό­σφα­τα κρέ­μα­σα μια κου­βέρ­τα στο πα­ρά­θυ­ρο του μπά­νιου και ξε­βί­δω­σα τον γλό­μπο. Ήταν μια αλ­λό­κο­τη επι­χεί­ρη­ση που οφεί­λε­ται στη θέα της οδο­ντό­βουρ­τσας της γυ­ναί­κας μου, έτσι όπως στε­κό­ταν ολόρ­θη στο με­ταλ­λι­κό στή­ριγ­μα. Όπο­τε έπλε­να τα χέ­ρια μου ή έκα­να μπά­νιο, η οδο­ντό­βουρ­τσα με κοί­τα­ζε επί­μο­να και σιω­πη­λά, προ­κα­λώ­ντας το χα­μέ­νο μου κου­ρά­γιο.

————

Σε ορισμένες περιστάσεις, κάποια ψέματα είναι η μόνη αλήθεια

————

Όταν κά­ποιος εξα­φα­νί­ζε­ται μια ωραία πρω­ία επι­στρέ­φο­ντας από τον φούρ­νο, η οδο­ντό­βουρ­τσα γί­νε­ται σύμ­βο­λο ελ­πί­δας.
Ση­κω­νό­μουν μες στη νύ­χτα να ψη­λα­φί­σω της τρί­χες της, να δια­πι­στώ­σω μια πι­θα­νή υγρα­σία. Αν αντι­κρί­σω την κί­τρι­νη ρά­χη της, θα χρεια­στεί να πε­ρι­μέ­νω άλ­λον έναν χρό­νο. Φα­ντά­ζο­μαι τον φούρ­νο και τα γλυ­κί­σμα­τα, νιώ­θω στα ρου­θού­νια μου τη μυ­ρω­διά του βου­τύ­ρου και στο στό­μα μου τη γεύ­ση κά­θε αχνι­στής μπου­κιάς.
O στρα­τιώ­της των να­ζί που άφη­σε ανά­πη­ρη τη μη­τέ­ρα μου λέ­γε­ται Χανς, ήταν πα­τέ­ρας μου και ερα­στής της. Να πώς εκεί­νη επέ­ζη­σε και κα­τά­φε­ρε να έρ­θει στην Αμε­ρι­κή – επει­δή με κου­βα­λού­σε μέ­σα της. Ήμουν ο προ­στά­της της, μια το­ση­δά απα­γο­ρευ­μέ­νη σύλ­λη­ψη. Έχω μια φω­το­γρα­φία του, δεν την έδει­ξα πο­τέ στη γυ­ναί­κα μου· ίσως να μην κα­τα­λά­βαι­νε τον λό­γο για τον οποίο νιώ­θω πε­ρή­φα­νος. Έχω κλη­ρο­νο­μή­σει τη στω­ι­κό­τη­τά του. Έχω κλη­ρο­νο­μή­σει την ικα­νό­τη­τά του ν’ αγα­πά. Μας συν­δέ­ει η απώ­λεια.
Ο κρό­τος από τον πυ­ρο­βο­λι­σμό αντή­χη­σε στην πλα­τεία. Κε­φά­λια έπε­σαν στο υγρό λι­θό­στρω­το. Άν­θρω­ποι χώ­ρια απ’ τα πα­πού­τσια τους.
Ο πα­τέ­ρας μου. Τα μά­τια του κλει­στά. Να ρί­χνει απα­νω­τά σε άντρες, γυ­ναί­κες και παι­διά. Κι εν τέ­λει να έρ­χε­ται στα λο­γι­κά του. Ν’ ανοί­γει γρή­γο­ρα τα μά­τια για να χα­μη­λώ­σει το όπλο.
Πα­ρό­λο που ο πα­τέ­ρας μου σφή­νω­σε τις σφαί­ρες στη μη­τέ­ρα μου, μ’ αρέ­σει να φα­ντά­ζο­μαι ότι ο έρω­τάς του για εκεί­νη ήταν που τον έκα­νε να τις στρέ­ψει εν­στι­κτω­δώς μα­κριά απ’ την καρ­διά της.
Κα­θώς οι άν­θρω­ποι γί­νο­νταν σώ­μα­τα αξε­χώ­ρι­στα με­τα­ξύ τους, ο πα­τέ­ρας μου πε­ρι­μά­ζε­ψε τη μη­τέ­ρα μου. Την πή­γε στην εβραϊ­κή συ­νοι­κία και βρή­κε έναν για­τρό από μια οι­κο­γέ­νεια που λι­μο­κτο­νού­σε. Ο για­τρός στα­μά­τη­σε την αι­μορ­ρα­γία κι αφαί­ρε­σε τις σφαί­ρες από το όπλο τού πα­τέ­ρα μου και γι’ αντάλ­λαγ­μα δεν ζή­τη­σε ού­τε μία μπου­κιά. Προ­τού αρ­χί­σω να φα­ντά­ζο­μαι πώς εί­ναι η κώ­φω­ση, συ­νή­θι­ζα να ξα­γρυ­πνώ πλά­θο­ντας την ει­κό­να τής μη­τέ­ρας μου σ’ ένα τρέ­νο που κι­νεί­ται ορ­μη­τι­κά δια­σχί­ζο­ντας την πα­γω­μέ­νη Γερ­μα­νία – τα βου­νά διά­στι­κτα από στρα­τιώ­τες που, τυ­λιγ­μέ­νοι στα χο­ντρά τους πα­νω­φό­ρια, κά­πνι­ζαν κι ονει­ρεύ­ο­νταν τις γυ­ναί­κες τους. Φα­ντα­ζό­μουν τους συ­νο­ριο­φύ­λα­κες να ελέγ­χουν εξο­νυ­χι­στι­κά τα χαρ­τιά της και να την σπρώ­χνουν με το κα­ρο­τσά­κι σε μια πα­γω­μέ­νη πλατ­φόρ­μα, εκεί που οι εμπο­ρι­κές αμα­ξο­στοι­χί­ες, κα­τά­φορ­τες με κρέ­ας, φρού­τα και κρα­σί, κυ­λού­σαν πέν­θι­μα μπρο­στά στα μά­τια αν­θρώ­πων που πέ­θαι­ναν της πεί­νας. Η μη­τέ­ρα μου εί­χε πά­νω της μια φω­το­γρα­φία με τον αν­θό­κη­πο της μά­νας της· την εί­χε πα­ρα­χώ­σει κά­τω από το φό­ρε­μά της και ήταν το μό­νο που με χώ­ρι­ζε από μια ισο­πε­δω­μέ­νη ήπει­ρο.
Ένα πρω­ι­νό με χιό­νι, απο­χαι­ρέ­τη­σε το Λί­βερ­πουλ για τη Νέα Υόρ­κη. Να πώς κα­τά­λα­βα ότι θα πα­ντρευό­μουν τη γυ­ναί­κα που έπι­νε κα­φέ – επει­δή με ρώ­τη­σε αν το χιό­νι ακού­γε­ται κα­θώς πέ­φτει. Έγρα­ψε την ερώ­τη­ση στην πα­λά­μη τού χε­ριού της.

Σε ορι­σμέ­νες πε­ρι­στά­σεις, κά­ποια ψέ­μα­τα εί­ναι η μό­νη αλή­θεια.

Εκεί­νη τη νύ­χτα στο ξε­νο­δο­χείο μάς πή­ρε ο ύπνος γυ­μνούς· ένας σω­ρός από μπλεγ­μέ­να μέ­λη, μια διά­τα­ξη από μύ­ες και κό­κα­λα ενω­μέ­να από φό­βο και μια αί­σθη­ση και­νούρ­γιου. Πα­ρό­λο που εί­μαι σί­γου­ρος ότι θα εί­χε ανε­βά­σει τον σερ­βι­τό­ρο στο δω­μά­τιό της, αν εκεί­νος κα­θό­ταν στη θέ­ση μου κι εάν την κοί­τα­ζε όπως έκα­να εγώ, δεν μ’ ένοια­ζε κα­θό­λου. Ήθε­λα να τε­ντω­θώ στο αυ­λά­κι τής ρα­χο­κο­κα­λιάς της, να γί­νω ένα με την πλά­τη της, με τον τρό­πο που το νε­ρό πα­γώ­νει στη σχι­σμή ενός βρά­χου. Την επό­με­νη μέ­ρα χιό­νι­ζε, και μου έκα­νε την ερώ­τη­ση. Σκέ­φτη­κα τη μη­τέ­ρα μου και απά­ντη­σα. «Ναι». Ήθε­λα να πά­ρω την κώ­φω­σή της μα­κριά απ’ το εστια­τό­ριο, να την ακου­μπή­σω σαν θαύ­μα στο χιό­νι. Εκεί­νο το βρά­δυ την άκου­σα να παί­ζει μου­σι­κή ζω­ντα­νά. Ερ­μή­νευ­σε τα Κον­τσέρ­τα για βιο­λί σε Λα Ελάσ­σο­να και Μι Μεί­ζο­να του Μπαχ και φα­ντά­στη­κα τη μη­τέ­ρα μου στο Έλις Άι­λαντ ν’ αλ­λά­ζει το όνο­μά της κι ύστε­ρα να κα­τευ­θύ­νε­ται προς το μέ­ρος όπου γεν­νή­θη­κα.
Έμα­θα τη νοη­μα­τι­κή γλώσ­σα της γυ­ναί­κας μου. «Μπα­λέ­το για δά­χτυ­λα», έτσι την απο­κα­λού­σα­με. Δεν πε­ρά­σα­με ού­τε μέ­ρα χω­ρι­στά, μέ­χρι που εξα­φα­νί­στη­κε επι­στρέ­φο­ντας σπί­τι μ’ ένα κου­τί γλυ­κί­σμα­τα στο χέ­ρι. Ανα­ρω­τιέ­μαι τι να έγι­ναν τα γλυ­κί­σμα­τα, τα έφα­γε πο­τέ κα­νείς; Και εάν ναι, ποιος; Με βα­σα­νί­ζουν αυ­τά τα γλυ­κί­σμα­τα. Κι ορί­στε τώ­ρα, ο φούρ­νος ξα­νά­νοι­ξε, το φως του δια­χέ­ε­ται στον κρύο δρό­μο κά­τω απ’ τα πα­ρά­θυ­ρα παι­δι­κών δω­μα­τί­ων.
Τον πα­τέ­ρα μου τον σκό­τω­σε ένας δε­κα­ε­φτά­χρο­νος αντάρ­της από την Πο­λω­νία το φθι­νό­πω­ρο του 1943. Ήταν πιο νέ­ος από μέ­να. Η μη­τέ­ρα μου δεν πο­λυ­μι­λού­σε για την Ευ­ρώ­πη αν και εγώ τη φα­ντα­ζό­μουν μέ­σα απ’ τις ιστο­ρί­ες που δι­η­γού­ταν για τον πα­τέ­ρα της, ο οποί­ος που­λού­σε πο­δή­λα­τα μέ­χρι που του έκλει­σαν το μα­γα­ζί. Μια φο­ρά έφε­ρα στο σπί­τι έναν φί­λο μου απ’ το σχο­λείο. Εί­χε γεν­νη­θεί στην Ελ­βε­τία και ήξε­ρε γερ­μα­νι­κά. Θυ­μά­μαι όταν τον σύ­στη­σα στη μη­τέ­ρα μου: μό­λις πή­γε να ψελ­λί­σει κά­τι στη μη­τρι­κή του γλώσ­σα, εκεί­νη έβα­λε τα κλά­μα­τα και το αγό­ρι έμει­νε στη μέ­ση.
Κά­ποιες φο­ρές, η γλώσ­σα εί­ναι ο ήχος τού πό­θου. Το μι­κρό Μπόινγκ θα εί­ναι το δι­κό μου κα­ρά­βι από το Λί­βερ­πουλ. Το βιο­λί θα ‘ναι το δια­βα­τή­ριό μου.
Κα­θώς το ασαν­σέρ επι­βρα­δύ­νει πλη­σιά­ζο­ντας το ισό­γειο, οι πόρ­τες ανοί­γουν απο­κα­λύ­πτο­ντας μια εύ­θραυ­στη Ρω­σί­δα – τη λέ­νε Έντα και μέ­νει στο κτή­ριο εδώ και κα­μιά εξη­ντα­ριά χρό­νια. Πλη­σιά­ζει το χέ­ρι της στο μα­νί­κι μου και δεί­χνει τα­ραγ­μέ­νη. Θέ­λει να μά­θει πώς τα πάω και για πού το ‘βα­λα με το βιο­λί. Θέ­λει να μά­θει εάν ύστε­ρα από τό­σο και­ρό εί­χα­με οποια­δή­πο­τε εξέ­λι­ξη. Της λέω ότι η γυ­ναί­κα μου έχει πά­ει στον φούρ­νο, ότι αγο­ρά­ζει γλυ­κί­σμα­τα στο­λι­σμέ­να με καρ­διές από γλά­σο, κι ότι εί­ναι ανά­γκη να βρί­σκο­μαι κα­θ' οδόν για το αε­ρο­δρό­μιο προ­τού επι­στρέ­ψει. Της λέω ότι εί­ναι η επέ­τειός μας κι ότι την εγκα­τα­λεί­πω. Βά­ζει τα κλά­μα­τα και μ’ αφή­νει να φύ­γω, δί­νο­ντάς μου δύ­να­μη – τη δύ­να­μη που εί­χε κι ο πα­τέ­ρας μου κα­θώς κου­βα­λού­σε τη μη­τέ­ρα μου στην πα­γω­μέ­νη βρο­χή, δια­σχί­ζο­ντας λι­θό­στρω­τα στε­νά, περ­νώ­ντας ανά­με­σα σε σπί­τια υγρά, ση­μα­δε­μέ­να με τρύ­πες από σφαί­ρες, ανοί­γο­ντας δρό­μο μέ­σα στον εφιάλ­τη, το πρό­σω­πό του λε­κια­σμέ­νο με αί­μα, η καρ­διά του να φλέ­γε­ται από ντρο­πή. Τους φα­ντά­ζο­μαι να κρα­τιού­νται σφι­χτά, αν και για πά­ντα χα­μέ­νοι ο ένας απ’ τον άλ­λον. Βλέ­πω το πρό­σω­πό του κα­θώς ο Εβραί­ος για­τρός ψά­χνει πυ­ρε­τω­δώς για τις σφαί­ρες. Φα­ντά­ζο­μαι τη νύ­χτα που η μη­τέ­ρα μου έφυ­γε, το κε­νό που του άφη­σε. Φα­ντά­ζο­μαι την ανά­μνη­ση που κρά­τη­σε από εκεί­νη – τον κορ­μό της γερ­μέ­νο, τη μυ­ρω­διά των βρεγ­μέ­νων μαλ­λιών, τα ίχνη από αί­μα στην εβραϊ­κή συ­νοι­κία, το χιό­νι να πέ­φτει.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: