Χιόνι που πέφτει κι ύστερα χάνεται

Σάιμον Βαν Μπόυ
Σάιμον Βαν Μπόυ

Η γυναίκα μου είναι κουφή. Κάποτε με ρώτησε αν το χιόνι ακούγεται καθώς πέφτει και της είπα ψέματα. Σήμερα κλείνουμε δώδεκα χρόνια γάμου, κι εγώ την εγκαταλείπω.
Έχει πάει στον φούρνο της γωνίας· είναι ζεστά εκεί, και την ξέρουν. Θα επιστρέψει σε καμιά ώρα στο διαμέρισμά μας μ’ ένα κουτί γεμάτο γλυκίσματα, ειδική παραγγελία λόγω της ημέρας. Θα γυρίσει σπίτι και θα ρίξει τα κλειδιά στο κεραμικό τασάκι. Θα βολέψει τα γλυκίσματα στο ψυγείο, εκεί που της αρέσει να βάζει τις κονσέρβες. Θα με διαολοστείλει για την αργοπορία μου. Ύστερα από κάμποσες ώρες απουσίας μου, η αναπηρία της θα πάρει καινούργια μορφή.
Στον καναπέ υπάρχει ένα μικρό σκίσιμο που δεν είχα παρατηρήσει ποτέ ως τώρα· ένα κομμάτι από δέρμα που κρέμεται σαν γλώσσα. Πρόκειται για ένα τοσοδά σκίσιμο αλλά έχει χαλάσει ολόκληρο τον καναπέ κι έχει αποδιοργανώσει το διαμέρισμα. Το τασάκι είναι άδειο και με βάζει στον πειρασμό να ξανακαπνίσω. Τα πνευμόνια μου είναι κούφια και λαχταρούν την επιστροφή τού βάρους.
Η γυναίκα μου παίζει βιολί καθημερινά, κι εγώ σκοπεύω να το πάρω μαζί μου. Είναι φτιαγμένο το 1783, στην Πράγα. Η τσάντα μου και το βιολί είναι ακουμπισμένα στο κρεβάτι, έτοιμα για την εξορία. Το βιολί ξεκουρδίζεται όποτε αλλάζει περιβάλλον, λες και χάνει την αυτοπεποίθησή του πριν από κάθε παράσταση. Η γυναίκα μου έχει πει ότι κάπου μέσα στο σκοτεινό εσωτερικό του, κολυμπώντας ανάμεσα στις αυλακιές από σφενδάμι, ζει κρυφά ένα κομμάτι τού εαυτού της που τρέφεται με κομμάτια σκέρτσο και αλέγκρο. Αυτός είναι ο λόγος που θα το πάρω μαζί μου. Ακουμπισμένο στο κρεβάτι, το βιολί γέρνει στην τσάντα μου. Μέσα του, σαν σκόνη, ένα κομμάτι της γυναίκας μου ανυπομονεί αθόρυβα ν’ αναστηθεί.
Τις νύχτες που δεν έχει κίνηση και κάνει κρύο, τόσο κρύο που σχηματίζεται ένας λευκός φλοιός πάνω στα σπίτια και τ’ αυτοκίνητα, έχω το συνήθειο να ξαγρυπνώ ξαπλωμένος ανάμεσα στα όνειρα. Κάθομαι στο κρεβάτι δίπλα της και φαντάζομαι τον παλμό του αίματος που σφύζει ν’ αντηχεί στα αυτιά της – αντίστροφη μέτρηση για την ανίατη κώφωση.
Παρατηρεί τον χοντρό φούρναρη, καθώς εκείνος ζουλάει το κορνέ με το γλάσο για να στολίσει με καρδιές τα γλυκίσματα που υποτίθεται ότι θα μοιραστούμε αύριο βράδυ με τους ρηχούς φίλους μας. Η γυναίκα μου δεν είναι ρηχή, είναι απλώς κουφή κι ατίθαση. Κάποτε μου είπε ότι μ‘ αγαπάει γιατί είμαι ο μόνος ήχος που μπορεί ν’ ακούσει. Μπορεί κι αισθάνεται τις δονήσεις των χορδών μέσα απ’ το σκαλισμένο σκάφος τού βιολιού της, όμως εγώ βρίσκομαι εντός της. Είμαι ένα τραγούδι που έχει μουλιάσει κάθε κόκκαλο του κρυφού κορμιού της, εκεί που ο υπόλοιπος κόσμος δεν μπόρεσε να περιπλανηθεί.
Ο φούρναρης συσκευάζει τα γλυκίσματα σ’ ένα ροζ κουτί το οποίο διακοσμεί με ροζ κορδέλα. Γνωρίζει τη γυναίκα μου με το μικρό της όνομα και κρατά ένα μπλοκάκι κι ένα μολύβι για να σημειώσει την τιμή τού πακέτου και να της εκφράσει τις ευχαριστίες του. Θέλω να ‘χω φύγει προτού ξεκινήσει από τον φούρνο, αλλιώς θα με τσακώσει στα πράσα και θα πρέπει να περιμένω άλλον ένα χρόνο. Πρέπει να βρίσκομαι καθοδόν για το αεροδρόμιο, με το βιολί της και με τα ρούχα μου, προτού τα κλειδιά εγκαταλείψουν τα χέρια της κατευθυνόμενα προς το τασάκι.
Έχω ήδη κάψει όλες τις φωτογραφίες· κροτάλισαν και έθεσαν σε λειτουργία τον ανιχνευτή καπνού, τον οποίο έσπασα πάραυτα. Δεν θα τον χρειαστεί γιατί είναι κουφή και η δόνησή του δεν κρατάει παρά μόνο ένα λεπτό.
Παίρνω μαζί μου ένα απ’ τα αγαπημένα της φορέματα – το ξέρω, είναι λάθος. Θυμάμαι να με παίρνει ο ύπνος καθώς εκείνη το ξεδίπλωνε, απλώνοντας τις πτυχώσεις του στο μέλλον. Το φόρεμα, μια γέφυρα ανάμεσα στο σήμερα και το αύριο. Ύστερα βυθιζόμασταν κι οι δυο στον ύπνο – πάγος που λιώνει στο πάτωμα και περνά μέσα απ' τις χαραμάδες.
Έχω κάνει μια λίστα με τους λόγους για τους οποίους την εγκαταλείπω, αν και μ’ έχει κυριεύσει μια πίκρα για τον κόσμο αφού όλη μέρα δεν έχω μιλήσει με άνθρωπο. Έχω παραιτηθεί στη μοναξιά επειδή είναι μια θάλασσα μες στην οποία μπορώ και αναπνέω.

Γνωριστήκαμε στη Μινεσότα, στο λόμπι ενός ξενοδοχείου γνωστής αλυσίδας, στο πλάι της εθνικής οδού. Κάθισα απέναντί της. Όταν ο σερβιτόρος τής έφερε τον δίσκο με τον καφέ, συνειδητοποίησα ότι ήταν κουφή και δεν μπορούσε ν’ ακούσει το τραγούδισμα των φλιτζανιών. Ο ήχος μού έφερε στο μυαλό τη μητέρα μου, που στριφογύριζε τσουλώντας στην κουζίνα, γλιστρώντας ανάμεσα στους ατμούς από τα κατσαρόλια που κόχλαζαν. Χρόνια αργότερα, όταν πέθανε και πούλησα το σπίτι, παρατήρησα τις αυλακιές από το καροτσάκι στο δάπεδο· μια γραφή Μπράιγ που μόνο εγώ καταλάβαινα – η γεωμετρία μιας μητέρας.
Έχω κλείσει θέση σε μια πτήση για τη Μινεσότα, θα νοικιάσω αυτοκίνητο και θα πάω στο ξενοδοχείο όπου πρωτογνωριστήκαμε. Θα καθίσω στην ίδια θέση και θα διαβάσω το ίδιο απόσπασμα απ’ το ίδιο βιβλίο. Θα την περιμένω να με βρει απ’ την αρχή, να προχωρήσουμε προς την κατεύθυνση που αφήσαμε πίσω μας, σβήνοντάς τη μια για πάντα. Ένας καμβάς αζωγράφιστος από αναμνήσεις.
Η μητέρα μου ήταν ανάπηρη από μια σφαίρα που της είχε ρίξει στα πόδια ένας αξιωματικός των ναζί στο Βερολίνο. Σαν απάντηση στο δάπεδο της κουζίνας σαράντα χρόνια μετά, έγραψα ένα βιβλίο για εκείνη και κατά τύχη ανακάλυψα μια φωτογραφία τού αξιωματικού που την πυροβόλησε. Τον έλεγαν Χανς.
Πρόσφατα κρέμασα μια κουβέρτα στο παράθυρο του μπάνιου και ξεβίδωσα τον γλόμπο. Ήταν μια αλλόκοτη επιχείρηση που οφείλεται στη θέα της οδοντόβουρτσας της γυναίκας μου, έτσι όπως στεκόταν ολόρθη στο μεταλλικό στήριγμα. Όποτε έπλενα τα χέρια μου ή έκανα μπάνιο, η οδοντόβουρτσα με κοίταζε επίμονα και σιωπηλά, προκαλώντας το χαμένο μου κουράγιο.

————

Σε ορισμένες περιστάσεις, κάποια ψέματα είναι η μόνη αλήθεια

————

Όταν κάποιος εξαφανίζεται μια ωραία πρωία επιστρέφοντας από τον φούρνο, η οδοντόβουρτσα γίνεται σύμβολο ελπίδας.
Σηκωνόμουν μες στη νύχτα να ψηλαφίσω της τρίχες της, να διαπιστώσω μια πιθανή υγρασία. Αν αντικρίσω την κίτρινη ράχη της, θα χρειαστεί να περιμένω άλλον έναν χρόνο. Φαντάζομαι τον φούρνο και τα γλυκίσματα, νιώθω στα ρουθούνια μου τη μυρωδιά του βουτύρου και στο στόμα μου τη γεύση κάθε αχνιστής μπουκιάς.
O στρατιώτης των ναζί που άφησε ανάπηρη τη μητέρα μου λέγεται Χανς, ήταν πατέρας μου και εραστής της. Να πώς εκείνη επέζησε και κατάφερε να έρθει στην Αμερική – επειδή με κουβαλούσε μέσα της. Ήμουν ο προστάτης της, μια τοσηδά απαγορευμένη σύλληψη. Έχω μια φωτογραφία του, δεν την έδειξα ποτέ στη γυναίκα μου· ίσως να μην καταλάβαινε τον λόγο για τον οποίο νιώθω περήφανος. Έχω κληρονομήσει τη στωικότητά του. Έχω κληρονομήσει την ικανότητά του ν’ αγαπά. Μας συνδέει η απώλεια.
Ο κρότος από τον πυροβολισμό αντήχησε στην πλατεία. Κεφάλια έπεσαν στο υγρό λιθόστρωτο. Άνθρωποι χώρια απ’ τα παπούτσια τους.
Ο πατέρας μου. Τα μάτια του κλειστά. Να ρίχνει απανωτά σε άντρες, γυναίκες και παιδιά. Κι εν τέλει να έρχεται στα λογικά του. Ν’ ανοίγει γρήγορα τα μάτια για να χαμηλώσει το όπλο.
Παρόλο που ο πατέρας μου σφήνωσε τις σφαίρες στη μητέρα μου, μ’ αρέσει να φαντάζομαι ότι ο έρωτάς του για εκείνη ήταν που τον έκανε να τις στρέψει ενστικτωδώς μακριά απ’ την καρδιά της.
Καθώς οι άνθρωποι γίνονταν σώματα αξεχώριστα μεταξύ τους, ο πατέρας μου περιμάζεψε τη μητέρα μου. Την πήγε στην εβραϊκή συνοικία και βρήκε έναν γιατρό από μια οικογένεια που λιμοκτονούσε. Ο γιατρός σταμάτησε την αιμορραγία κι αφαίρεσε τις σφαίρες από το όπλο τού πατέρα μου και γι’ αντάλλαγμα δεν ζήτησε ούτε μία μπουκιά. Προτού αρχίσω να φαντάζομαι πώς είναι η κώφωση, συνήθιζα να ξαγρυπνώ πλάθοντας την εικόνα τής μητέρας μου σ’ ένα τρένο που κινείται ορμητικά διασχίζοντας την παγωμένη Γερμανία – τα βουνά διάστικτα από στρατιώτες που, τυλιγμένοι στα χοντρά τους πανωφόρια, κάπνιζαν κι ονειρεύονταν τις γυναίκες τους. Φανταζόμουν τους συνοριοφύλακες να ελέγχουν εξονυχιστικά τα χαρτιά της και να την σπρώχνουν με το καροτσάκι σε μια παγωμένη πλατφόρμα, εκεί που οι εμπορικές αμαξοστοιχίες, κατάφορτες με κρέας, φρούτα και κρασί, κυλούσαν πένθιμα μπροστά στα μάτια ανθρώπων που πέθαιναν της πείνας. Η μητέρα μου είχε πάνω της μια φωτογραφία με τον ανθόκηπο της μάνας της· την είχε παραχώσει κάτω από το φόρεμά της και ήταν το μόνο που με χώριζε από μια ισοπεδωμένη ήπειρο.
Ένα πρωινό με χιόνι, αποχαιρέτησε το Λίβερπουλ για τη Νέα Υόρκη. Να πώς κατάλαβα ότι θα παντρευόμουν τη γυναίκα που έπινε καφέ – επειδή με ρώτησε αν το χιόνι ακούγεται καθώς πέφτει. Έγραψε την ερώτηση στην παλάμη τού χεριού της.

Σε ορισμένες περιστάσεις, κάποια ψέματα είναι η μόνη αλήθεια.

Εκείνη τη νύχτα στο ξενοδοχείο μάς πήρε ο ύπνος γυμνούς· ένας σωρός από μπλεγμένα μέλη, μια διάταξη από μύες και κόκαλα ενωμένα από φόβο και μια αίσθηση καινούργιου. Παρόλο που είμαι σίγουρος ότι θα είχε ανεβάσει τον σερβιτόρο στο δωμάτιό της, αν εκείνος καθόταν στη θέση μου κι εάν την κοίταζε όπως έκανα εγώ, δεν μ’ ένοιαζε καθόλου. Ήθελα να τεντωθώ στο αυλάκι τής ραχοκοκαλιάς της, να γίνω ένα με την πλάτη της, με τον τρόπο που το νερό παγώνει στη σχισμή ενός βράχου. Την επόμενη μέρα χιόνιζε, και μου έκανε την ερώτηση. Σκέφτηκα τη μητέρα μου και απάντησα. «Ναι». Ήθελα να πάρω την κώφωσή της μακριά απ’ το εστιατόριο, να την ακουμπήσω σαν θαύμα στο χιόνι. Εκείνο το βράδυ την άκουσα να παίζει μουσική ζωντανά. Ερμήνευσε τα Κοντσέρτα για βιολί σε Λα Ελάσσονα και Μι Μείζονα του Μπαχ και φαντάστηκα τη μητέρα μου στο Έλις Άιλαντ ν’ αλλάζει το όνομά της κι ύστερα να κατευθύνεται προς το μέρος όπου γεννήθηκα.
Έμαθα τη νοηματική γλώσσα της γυναίκας μου. «Μπαλέτο για δάχτυλα», έτσι την αποκαλούσαμε. Δεν περάσαμε ούτε μέρα χωριστά, μέχρι που εξαφανίστηκε επιστρέφοντας σπίτι μ’ ένα κουτί γλυκίσματα στο χέρι. Αναρωτιέμαι τι να έγιναν τα γλυκίσματα, τα έφαγε ποτέ κανείς; Και εάν ναι, ποιος; Με βασανίζουν αυτά τα γλυκίσματα. Κι ορίστε τώρα, ο φούρνος ξανάνοιξε, το φως του διαχέεται στον κρύο δρόμο κάτω απ’ τα παράθυρα παιδικών δωματίων.
Τον πατέρα μου τον σκότωσε ένας δεκαεφτάχρονος αντάρτης από την Πολωνία το φθινόπωρο του 1943. Ήταν πιο νέος από μένα. Η μητέρα μου δεν πολυμιλούσε για την Ευρώπη αν και εγώ τη φανταζόμουν μέσα απ’ τις ιστορίες που διηγούταν για τον πατέρα της, ο οποίος πουλούσε ποδήλατα μέχρι που του έκλεισαν το μαγαζί. Μια φορά έφερα στο σπίτι έναν φίλο μου απ’ το σχολείο. Είχε γεννηθεί στην Ελβετία και ήξερε γερμανικά. Θυμάμαι όταν τον σύστησα στη μητέρα μου: μόλις πήγε να ψελλίσει κάτι στη μητρική του γλώσσα, εκείνη έβαλε τα κλάματα και το αγόρι έμεινε στη μέση.
Κάποιες φορές, η γλώσσα είναι ο ήχος τού πόθου. Το μικρό Μπόινγκ θα είναι το δικό μου καράβι από το Λίβερπουλ. Το βιολί θα ‘ναι το διαβατήριό μου.
Καθώς το ασανσέρ επιβραδύνει πλησιάζοντας το ισόγειο, οι πόρτες ανοίγουν αποκαλύπτοντας μια εύθραυστη Ρωσίδα – τη λένε Έντα και μένει στο κτήριο εδώ και καμιά εξηνταριά χρόνια. Πλησιάζει το χέρι της στο μανίκι μου και δείχνει ταραγμένη. Θέλει να μάθει πώς τα πάω και για πού το ‘βαλα με το βιολί. Θέλει να μάθει εάν ύστερα από τόσο καιρό είχαμε οποιαδήποτε εξέλιξη. Της λέω ότι η γυναίκα μου έχει πάει στον φούρνο, ότι αγοράζει γλυκίσματα στολισμένα με καρδιές από γλάσο, κι ότι είναι ανάγκη να βρίσκομαι καθ' οδόν για το αεροδρόμιο προτού επιστρέψει. Της λέω ότι είναι η επέτειός μας κι ότι την εγκαταλείπω. Βάζει τα κλάματα και μ’ αφήνει να φύγω, δίνοντάς μου δύναμη – τη δύναμη που είχε κι ο πατέρας μου καθώς κουβαλούσε τη μητέρα μου στην παγωμένη βροχή, διασχίζοντας λιθόστρωτα στενά, περνώντας ανάμεσα σε σπίτια υγρά, σημαδεμένα με τρύπες από σφαίρες, ανοίγοντας δρόμο μέσα στον εφιάλτη, το πρόσωπό του λεκιασμένο με αίμα, η καρδιά του να φλέγεται από ντροπή. Τους φαντάζομαι να κρατιούνται σφιχτά, αν και για πάντα χαμένοι ο ένας απ’ τον άλλον. Βλέπω το πρόσωπό του καθώς ο Εβραίος γιατρός ψάχνει πυρετωδώς για τις σφαίρες. Φαντάζομαι τη νύχτα που η μητέρα μου έφυγε, το κενό που του άφησε. Φαντάζομαι την ανάμνηση που κράτησε από εκείνη – τον κορμό της γερμένο, τη μυρωδιά των βρεγμένων μαλλιών, τα ίχνη από αίμα στην εβραϊκή συνοικία, το χιόνι να πέφτει.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: