Οι μινιατούρες της Λάουρας Γκουερίν

Μετάφραση: Ασπασία Καμπύλη

«Μανουέλ, αγαπημένε μου, πόσο χαίρομαι που σε βλέπω! Σου άρεσε η ομιλία; Μανουέλ, αγαπημένε μου Μανουέλ, δεν αισθάνεσαι καλά; Γιατί σκύβεις; Μανουέλ!

1 Ένα λεπτό πριν προσπαθούσα να μπω στη θέση της. Ήταν έτοιμη να ζωγραφίσει μια μινιατούρα. Οι μινιατούρες της Λάουρας Γκουερίν είναι πλέον διάσημες: μια κουζινίτσα, ένα κουκλόσπιτο, ένα μπουκετάκι λουλούδια, ένα τελαράκι κεντήματος, ένα κουταλάκι, ένα μουνάκι, ένα σπουργίτι. Σήμερα, σε τούτη τη διάλεξη, κουνώντας υπερβολικά τα φορτωμένα με δαχτυλίδια χέρια της, μας διαφώτιζε σχετικά με τη χρήση του πινέλου από τρίχωμα νυφίτσας και τις δεξαμενές στις οποίες το εμβάπτιζε. «Πιβί ντε Σαβάν, Φρίντα Κάλο, Λεονόρα Κάριγκτον. Συμβολιστές και σουρεαλιστές». Η Λάουρα μοιάζει με τη Λεονόρα Κάριγκτον όσο ένα αυγό μ’ ένα κάστανο –μια παρομοίωση αρκούντως σουρεαλιστική, παρεμπιπτόντως. Εν συνεχεία, η Λάουρα μας εκμυστηρεύτηκε τις πηγές της έμπνευσής της. «Εμπνέομαι απ’ τα καλύτερα όνειρά μου», μας ανοίχτηκε η Λάουρα. Κι αναρωτιόμουν εγώ αν αναφερόταν στα όνειρά της ως γυναίκας κοιμισμένης ή ως γυναίκας ξύπνιας. «Τα όνειρά μου». Τα λόγια της Λάουρας με κάνουν να ντρέπομαι, διαπιστώνω ωστόσο, και δίχως μεγάλη έκπληξη, ότι το κοινό κρέμεται απ’ τα χείλη της. Τα υπνωτιστικά της χέρια, τα βραχιόλια της που κουδουνίζουν. Η Λάουρα έχει ανακαλύψει τη μέση οδό της αρετής ανάμεσα στις υψηλές απαιτήσεις και σ’ έναν τόπο θαλπωρής για τους ακροατές της. Είναι πιο πονηρή κι από αλεπού. Κανονική δημαγωγός. Ή μπορεί η φυσικότητα με την οποία εκφράζεται –τόσο προσφιλής, τόσο γεμάτη ενσυναίσθηση– να ήταν όντως ειλικρινής και απλώς εμένα να με ξεγελούσαν οι σιωπές εκείνης της επιμελούς μαθήτριας που υπήρξε. Όποιος σιωπά συναινεί. Ίσως η Λάουρα να μη μου έδινε ακριβώς δίκιο όταν σιωπούσε και με κοιτούσε με τα επιδοκιμαστικά της ματάκια. Ποτέ δεν κατάλαβα τι καταλάβαινε η Λάουρα απ’ όσα της έλεγα. Μπορεί μέσα της να με μισούσε· ή να με κορόιδευε. Και προσωπικά, θα ανεχόμουν μόνο με μισεί.

2 Ήρθα να τη δω κρυφά, επειδή αν ήξερε ότι είμαι μια απ’ τις μινιατουρίστικες φατσούλες στις πολυθρόνες του ακροατηρίου, θα αγχωνόταν. Όπως τότε που ήταν μια απλή μαθητευόμενη: «Όχι, Λάουρα, μη ζωγραφίζεις όμορφους πίνακες, μη ζωγραφίζεις ευχάριστους πίνακες. Ονειρέψου άσχημα όνειρα». Χρησιμοποιούσα το λεξιλόγιο του πεφωτισμένου. Στη φαντασία μου με βλέπω με τήβεννο, μολονότι ποτέ δεν τη φορούσα. Σήμερα αισθάνομαι μια χαιρέκακη περηφάνια στη σκέψη ότι ήμουν ο δάσκαλος της Λάουρας στο ξεκίνημά της και κάποιες φορές μου φάνηκε ότι την αναγνώρισα ανάμεσα στις γυναίκες που έρχονταν στις εκθέσεις μου ή στις μυστικές μου διαλέξεις. Όχι, όμως. Η Λάουρα λέει: «Εμπνέομαι». Παρότι εγώ επέμενα πάντα ότι σημασία έχει η δουλειά, όχι ο Θεός, ούτε οι Μούσες, ούτε η Παναγία της Γουαδελούπης. Ούτε ο αιθέρας, ούτε κάποιος φωτεινός ομφάλιος λώρος που συνδέει τον αφαλό του καλλιτέχνη με το κεφάλι των αγγέλων. «Να ονειρευτείς αρχαγγελάκια», της ευχήθηκα μια φορά που βγήκα λιγάκι μεθυσμένος από ένα μπαρ. Πόσο επινοητικός! Πόσο κρετίνος! Έκτοτε μπόρεσαν να περάσουν άνετα τριάντα χρόνια.



3 Ουδέποτε υπήρξα καλός μινιατουρίστας. Δε μ’ ενδιαφέρουν οι μικροί χώροι ούτε τα στριφογυρίσματα. Οι σκέψεις μου είναι μεγαλειώδεις, οι πινελιές μου επικές, βαρυφορτωμένες ζωγραφική. Μεταδίδουν ενέργεια. Είναι ανοιχτές, ποτέ δεν κλείνονται στον εαυτό τους. Τη Λάουρα, παρ’ όλα αυτά, τη θέλγουν οι κυκλικές συνθέσεις. Τα τριανταφυλλένια μπουμπουκάκια. Τα ψαράκια. Τα περιστύλια. «Η ζεστασιά», μου αποκάλυψε ένα βράδυ, ακουμπώντας το σαν πλύστρας χέρι της πάνω στη μήτρα της. Αναδιπλώνομαι, σκοπεύοντας να συνεχίσω με την ακρίβεια ενός μινιατουρίστα προκειμένου να μπω στο πετσί της Λάουρας. Θυμάμαι ότι την πρώτη φορά που την είδα, παρότι μπορεί να μην ήταν ακριβώς η πρώτη φορά, σκέφτηκα: Ασήμαντη. Ασήμαντη και παρ’ όλα αυτά... Εκείνο το «παρ’ όλα αυτά» με ανάγκασε να την τσιγκλήσω για να δω την αντίδρασή της. Μεταχειρίστηκα τη μαθήτριά μου σαν ινδικό χοιρίδιο: «Είσαι ασήμαντος άνθρωπος». Κοκκίνισε και μου αφιέρωσε ένα ανόητο γέλιο. Έπιασε κουβέντα με μια φίλη της. Τα έφτιαξε μ’ ένα συμφοιτητή της. Παράστησε ότι δε μου έδινε σημασία κι εγώ τελειοποίησα τα πλανευτικά μου τεχνάσματα με άλλες γυναίκες, λιγότερο ασήμαντες, επικείμενες γυναίκες, κορίτσια φλύαρα, που μύριζαν μικρούς αστερίες, ιππόκαμπους και ήταν υπάκουα με έναν τρόπο διαφορετικό απ’ της Λάουρας. Διότι, εντέλει, αποδείχτηκε ότι εκείνη, μέσα απ’ τον αυτισμό της, κάθε Δευτέρα, και την ανταρσία της, κάθε Πέμπτη, υπήρξε η πιο υπάκουη μαθήτρια απ’ όλες.

4 Ασήμαντη. Δέρμα γαλακτερό, άσχημο χαμόγελο. Μάτια καστανά, ίσια μαλλιά, όμορφα χέρια. Το «όμορφα» είναι απαγορευμένο επίθετο, γι’ αυτό θα ήταν καλύτερα να πω ότι τα χέρια της Λάουρας ήταν πνευματικά και χειρωνακτικά συγχρόνως. Χέρια γυναίκας που κατεργάζεται το δέρμα και τρυπιέται με το τριβέλι. Μου άρεσε να κοιτάζω εκείνα τα χέρια, τα χέρια πλύστρας, σχεδόν πάντοτε πληγιασμένα, καθώς εναπόθεταν μικροσκοπικές πινελιές με τις οποίες η Λάουρα αναπαρήγαγε τον Γάμο των Αρνολφίνι πάνω στη λεία επιφάνεια ενός βότσαλου. Όχι πάνω στο κεφάλι μιας καρφίτσας, διότι η μαθήτριά μου δεν ήταν καλλιτέχνις του τσίρκου. Ασήμαντη. Μονάχα εκείνα τα χέρια και η παιδιάστικη εμφάνισή της, που ωστόσο δε θύμιζε Λολίτα, παρά κοριτσάκι που διαβάζει ανελλιπώς τα μαθήματά του και μυρίζει γομολάστιχα. Κοριτσάκι με μαύρους κύκλους κάτω απ’ τα μάτια. Κοριτσάκι που δεν ήταν ούτε κατά διάνοια κοριτσάκι. Ούτε νυμφίδιο, ούτε νεράιδα, παρότι εγώ την κοιτούσα σαν πίθηκος, με μάτια ολοστρόγγυλα από θαυμασμό. Η Λάουρα είχε κλείσει από καιρό τα είκοσι. Εγώ έβγαινα με φοιτήτριες που επίσης ήταν είκοσι χρονών, έμοιαζαν όμως περπατημένες στα κόλπα. Την κοιτούσα και δεν την κοιτούσα. Είχα πλαγιάσει και δεν είχα πλαγιάσει μαζί της. Ήμουν ό,τι πιο κοντινό σε αιμομίκτη πατέρα. Τώρα νομίζω ότι συγκρατιόμουν επειδή η Λάουρα με φόβιζε. Την προστάτευα και την πέταγα βορά στα λιοντάρια. Μια μέρα έβαλε τα κλάματα όταν της είπα τη γνώμη μου για ένα απ’ τα πινακάκια της. «Δεν είναι αντάξιό σου». Δραματική παύση. «Α, όχι, με συγχωρείς, λάθος έκανα: είναι το πινακάκι που αποδίδει περισσότερο ό,τι καλύτερο θα κατορθώσεις να κάνεις ποτέ». Έκτοτε δεν την ξαναείδα να κλαίει.

5 Με τις ομιλίες της η Λάουρα ανακουφίζει την ενοχή που νιώθει. Υποκρίνεται ειλικρίνεια, αυθεντικότητα, ικανότητα ή ό,τι στο καλό μεταδίδεται μέσα από ένα πινακάκι –δε χρησιμοποιώ το υποκοριστικό μειωτικά, αναφέρομαι κυριολεκτικά στο μέγεθος των έργων της. Ένα δευτερόλεπτο πριν η Λάουρα είπε: «Σας εκλιπαρώ να με συγχωρέσετε αν δε σας τα εξηγώ σωστά. Εμείς οι γυναίκες ζωγράφοι δεν έχουμε συνήθως μεγάλη ευχέρεια με τις λέξεις...» Παράστησε δίχως αιδώ πως κοιτούσε κατευθείαν στο κέντρο των ματιών του κοινού της. Η Λάουρα ψεύδεται, διότι υπήρξε μαθήτριά μου και αναγκαστικά προσέχει τις ελλείψεις, τα σημεία στα οποία η καλή της πρόθεση έχει ακρωτηριαστεί σε ρουτινιάρικη παραίτηση. Και, φυσικά, νιώθω υπεύθυνος που έβαλα μέσα της εκείνον τον μικρό σπόρο, μολονότι μου περνάει επίσης απ’ το μυαλό ότι εντέλει η υπακοή της ήταν μια μάσκα και η ίδια μια υποκρίτρια. Με τους οργασμούς θα έκανε μάλλον το ίδιο. Πριν από μια στιγμή συνειδητοποίησα ότι είναι πολύ καλύτερα που δεν το έζησα σε πρώτο πρόσωπο. Ούτε από πάνω ούτε από κάτω απ’ τη Λάουρα. Η καρδιά της έχει μετατραπεί σε άνθρακα. Τι φτωχός ο φούρνος του στήθους της. Από κει δε βγαίνουν πια ωραία, μυρωδάτα, ψωμιά. Πριν από μια στιγμή η Λάουρα έκρυψε το πρόσωπό της με το χέρι της: «Θα σας πείραζε, συγγνώμη, θα σας πείραζε να σας μιλάω στον ενικό... Για μένα θα ήταν πολύ πιο εύκολο. Ευχαριστώ πολύ». Το στομάχι μου ανακατεύεται. Είμαι έτοιμος να ξεράσω.

6 Τα λόγια της Λάουρας μού αφήνουν μια πικρίλα στο στόμα: «Δε σκέφτομαι πολύ τι είδους γραμμή θα τραβήξω. Αφήνω ελεύθερο το χέρι και τον καρπό. Απ’ τον ώμο και το λαιμό. Απ’ το νευραλγικό σημείο πίσω απ’ τα αυτιά. Εκεί όπου πιέζεις και πονάει». Η Λάουρα ακουμπά το δάχτυλο στo σημείο της ένωσης της γνάθου με τον γλωσσοϋπερώιο μυ. Γνωρίζω απέξω κι ανακατωτά την ανατομία της Λάουρας Νεκροκεφαλής. Ψεύδεται ασύστολα, προκειμένου να γίνει συμπαθής, παριστάνοντας ότι η ζωγραφική της είναι αυθόρμητη και φυσική, σε μια εποχή που το αυθόρμητο και το φυσικό εκτιμώνται δεόντως. Αλλά πώς να είναι φυσική μια μινιατούρα; Μια μινιατούρα είναι ένας μικρόκοσμος. Και εγκλωβισμός, χαλιναγώγηση, φόβος ν’ ανοίξεις τα φτερά σου και να πετάξεις. Μια υπερβολή απ’ την ανάποδη. Η Λάουρα ποτέ δεν ήταν ταλαντούχα. Μάλλον ένα μυρμηγκάκι. Θα ’πρεπε να καμαρώνει γι’ αυτό: «Είμαι ένα μυρμηγκάκι». Αυτού του είδους οι αλήθειες όμως δεν της αρέσουν. Τίποτα δεν έμαθε. Ή τα έμαθε όλα υπερβολικά καλά. Πουλάει τον εαυτό της ως καλλιτέχνιδα μοναδική και ταυτόχρονα οικεία, σαν ρούχο καθημερινό. Η Λάουρα Γκουερίν δεν ενοχλεί. Θέλγει. «Εκεί όπου πιέζεις και πονάει», λέει. Ούτε η ίδια δεν το πιστεύει. Η γλυκιά Λάουρα Γκουερίν.

7 Εγώ δε δίνω πια διαλέξεις. Δεν εξηγώ τη δουλειά μου. Ούτε εκθέσεις κάνω. Άξιζα και αξίζω πολύ. Θα μείνω για πάντα στο χρόνο και το χώρο, δίχως την ανάγκη να ντυθώ με στολή αστροναύτη. Η απόσυρσή μου ήταν υποχρεωτική. Αλλά είμαι ήρεμος και συγχρόνως θυμώνω όταν όσοι με εκτιμούν προσπαθούν να με παρηγορήσουν: «Είσαι μεγάλος δάσκαλος». Τότε πίνω και οι φακοί των γυαλιών μου βάφονται από μια πρασινωπή ουσία. Η Λάουρα κουνάει τα βαρυφορτωμένα με δαχτυλίδια χέρια της. Πιθανόν, όταν σταματήσει να λέει μαλακίες, να με ανακαλύψει ανάμεσα στο αξιαγάπητο κοινό της. Εγώ θα της απευθύνω μια και μόνη ερώτηση: «Αγαπητή Λάουρα Γκουερίν, γνωρίζετε ότι είστε μια απατεώνισσα;» Εκείνη τότε θα μου απαντήσει: «Παρακαλώ, μίλα μου στον ενικό, δάσκαλε. Τόσα και τόσα περάσαμε μαζί». Κατόπιν, θα στραφεί προς το ακροατήριο: «Όλα, όλα όσα έμαθα, τα έμαθα απ’ αυτόν τον άντρα». Η Λάουρα θα με τσιμπήσει κάτω απ’ το μανικέτι του πουκαμίσου. «Ένα χειροκρότημα γι’ αυτόν». Θα λάβει χώρα μια μεγαλοφυοκτονία. Καλύτερα να το βουλώσω. Δε μ’ αρέσει η προβλέψιμη έκβαση ετούτης της σκηνής. Ακόμα δεν έχει συμβεί τίποτα. Έπειτα από τόσες απευθείας παραστάσεις, η Λάουρα λαμποκοπά μ’ ένα αξιέραστο φως, γεμάτη κατανόηση και μεγαλοσύνη. Εγώ ξαναχώνομαι στο εσωτερικό μου, το φοδραρισμένο από αυθεντικό δέρμα ενυδρίδας. Δεν αντέχω το κουδούνισμα των βραχιολιών της, ούτε τη φαινομενική ταπεινοφροσύνη με την οποία μοιράζεται την επιτυχία της. Τα βαρυφορτωμένα με δαχτυλίδια χέρια της.

8 Στην αρχή χαιρόμουν διαπιστώνοντας ότι τα δικά μου λόγια έβγαιναν απ’ το στόμα της μαθητευόμενής μου. Μου άρεσε ο ρόλος του εγγαστρίμυθου ή του μάγου της ύπνωσης. Εκπαιδευτής νεοσσών προικισμένων με φωνητικό σύστημα που τους επέτρεπε να προφέρουν συγκεκριμένες συλλαβές, συγκεκριμένα χαχανητά. Λάουρα Κοράκι. Λάουρα Παπαγάλος. Λάουρα Κακατούα της Αργεντινής. Σιγά σιγά όμως εκείνη φύλαξε όλες μου τις σκέψεις σ’ ένα κουτί. Τις έκανε δικές της κι άρχισαν να βγαίνουν απ’ το στόμα της με μια υφή που μου ήταν αναγνωρίσιμη και συγχρόνως εντελώς ξένη. Δεν έβλεπα τον αντικατοπτρισμό μου στους καθρέφτες. Έμεινα άφωνος.

9 Σεβασμός. Όταν η Λάουρα τα έφτιαξε μ’ ένα συμφοιτητή της, εκείνος ήρθε να μου μιλήσει. «Μπορώ, κύριε καθηγητά;» Δεν καταλάβαινα τι είδους άδεια ζητούσε να του δώσω. «Θα σας πείραζε;» Αγνοούσα τι θα μπορούσε να με πειράξει. «Η Λάουρα». Κάγχασα. «Αθώο μου παιδί, πώς είναι δυνατό να με ρωτάς τέτοια πράγματα;» Στην αρχή ένιωσα πολύ κολακευμένος απ’ το σεβασμό που μου έδειχνε ο μαθητής μου, ύστερα αγανάκτησα, διότι δε θεωρούσα τη Λάουρα κάτι για το οποίο εκείνος κι εγώ θα μπορούσαμε να διαπραγματευτούμε –είχα στ’ αλήθεια προσέξει ότι η Λάουρα άγγιζε ένα σημείο πίσω απ’ τα αυτιά; Είχα προσέξει ότι μερικές φορές έβαφε τα χείλη της με βαζελίνη; Το είχα προσέξει;–, ύστερα οι λυκανθρωπίσιες μου τρίχες σηκώθηκαν, συνειδητοποιώντας ότι μπορεί να μου φαινόταν. Μα, τι στον κόρακα να μου φανεί; O υπερβολικός ζήλος ενός στοργικού πατέρα; Ενός δασκάλου παθιασμένου με τις επιδόσεις της μαθήτριάς του; ενός άντρα ανήσυχου, επειδή στις προσθαφαιρέσεις των κατακτήσεών του εκείνη ήταν το μοναδικό δέρμα που δεν άγγιζε, καθότι ήταν «σεβαστό;» Σεβόμουν, άραγε, τη Λάουρα επειδή δε δάγκωνα τους λοβούς των αυτιών της ή την απαξίωνα για τον ίδιο ακριβώς λόγο; Σεβόμουν περισσότερο εκείνες τις γυναίκες των οποίων τη σφαγίτιδα φλέβα έγλειφα, ώστε να τις δαγκώσω μετά καλύτερα; Η κατάσταση άγγιζε τα όρια του παράλογου. Πήρα τηλέφωνο μια απ’ τις μοιραίες γυναίκες της τάξης και καθώς την πηδούσα τα πάντα κατέρρευσαν. «Ω, μην ανησυχείς, στον καθένα μπορεί να συμβεί αυτό. Θες να ξαναπροσπαθήσουμε;» Τι χαρμόσυνα πρόθυμη γυναίκα! Το παλικάρι ήταν ηλίθιο. Σύντομα παράτησε τη Λάουρα. Eγώ, απ’ την άλλη, προκειμένου να εξιλεωθώ για την αφλογιστία μου και ν’ ανταμείψω με κίβδηλο νόμισμα την κατανόηση και τις συσπάσεις της μοιραίας μου γυναίκας, την παντρεύτηκα. Άδωρο δώρο τής έκανα. Ήταν μια γυναίκα αξιαγάπητη και διάφανη με την οποία έζησα βαθιά δυστυχής.

10 Άρχιζα να συνειδητοποιώ τον τρόμο με τον οποίο εγώ έβλεπα τη Λάουρα επειδή, μεταξύ άλλων, με ανησυχούσε το πώς μπορούσε να με βλέπει εκείνη. Της ζήτησα τη γνώμη της για κάποια έργα μου. «Εξαιρετικά». «Καλύτερα δε γίνεται». «Θα έπρεπε να σε καλέσουν στην Ντοκουμέντα». Ήθελα να πιστεύω ότι η γνώμη της ήταν ειλικρινής, διότι δε θα το άντεχα να μην ήταν. Ούτε καταλάβαινα γιατί ήταν τόσο θεμελιώδης για μένα η άποψη μιας μαθήτριας. Μιας μαθήτριας που είχε ακόμα να μάθει πολλά, παρότι τα μάθαινε τόσο γρήγορα. «Αυτό το κορίτσι κάνει σπουδαία πράγματα», αποφαίνονταν ακαδημαϊκοί καθηγητές και διδάκτορες. «Φαίνεται ότι το χέρι σου βρίσκεται από πίσω της». Τα εγκώμια εκείνα, ακριβώς όπως και σήμερα, όσο κοιτάζω τη Λάουρα να κάνει τα βραχιόλια της να κουδουνίζουν, μ’ έκαναν να μπερδεύω την ικανοποίηση με τη λεηλασία. Θαρρείς και η μαθήτριά μου μου είχε αφαιρέσει ένα προστατευτικό περίβλημα. Έκανα αστεία με τους άλλους άντρες. «Εγώ είμαι που τη σχεδίασα έτσι». Γενικά και αόριστα γέλια. Μαύρο πλάνο.

11 Στη δική μου μινιατούρα λεκιάζω τη σελίδα με την μπογιατισμένη ακίδα μιας καρφίτσας, πάω στη λεπτομέρεια που πονάει περισσότερο και πιέζω σαν να καρφώνω το δείκτη του χεριού μου στην τρύπα πίσω απ’ τα αυτιά της Λάουρας. Θυμάμαι ότι άρχισα ν’ ανησυχώ για το πώς μ’ έβλεπε η Λάουρα ως άντρα. Όχι ως δάσκαλο ή ως καλλιτέχνη, αλλά ως άντρα. Ως άντρα ποθητό. Θα της φαινόμουν γέρος, σαλιάρης, με προστάτη, μελάτος και πορώδης, ένα άφυλο πλάσμα. Στη μαθητευόμενή μου μάλλον θα προκαλούσε αηδία η ιδέα να πλαγιάσει μαζί μου. Εκείνη η υποψία, που ήταν περισσότερο πεποίθηση, με μπλόκαρε και με πλήγωσε. Παρότι η αλήθεια ήταν πως ούτε κι εκείνη μ’ άρεσε. Γαλακτερό δέρμα, κίτρινο χαμόγελο. Ζυγωματικά υπερβολικά τονισμένα. Σαν άρρωστη από ρευματοειδείς πυρετούς. Ίσως, ως φοιτητής, αντέγραψα υπερβολικά πολλά σκίτσα γυναικείας ανατομίας. Ζωγράφισα υπερβολικά πολλά τέλεια μοντέλα. Πριν από κάθε συνάντηση με τη Λάουρα –ένα μάθημα, ένα σεμινάριο, μια έκθεση– απέκτησα τη συνήθεια να τσεκάρω την ανάσα μου, φυσώντας στη χούφτα του χεριού μου. Δια παν ενδεχόμενο.

12 Όταν η Λάουρα άνθησε, παρά τα ευνοϊκά προγνωστικά, οι συνάδελφοί μου δεν έθεσαν υπό αμφισβήτηση την ανθοφορία της όχι μόνο επειδή ήταν μαθήτριά μου αλλά, επίσης, παλλακίδα μου. Η χαϊδεμένη μου πιτσιρίκα. Η ερωμένη μου. Η βυσματούχος μου. Λησμόνησαν τις εκτιμήσεις τους: «Αυτό το κορίτσι κάνει σπουδαία πράγματα». Αρχικά αποφάσισα ότι έπρεπε να την προστατέψω απ’ τις κακογλωσσιές· ύστερα εφησύχασα επικαλούμενος δυο λόγους: απ’ τη μια η Λάουρα Γκουερίν δεν είχε ανάγκη τον πατερναλισμό μου· απ’ την άλλη τα σχόλια των συναδέλφων μου ήταν αθώα και ιλαρά. «Εγώ ήμουν αυτός που τη σχεδίασα έτσι». Εκείνη συνέχισε το δρόμο της δίχως ποτέ να πει λέξη για το φαντασμαγορικό Κάμα Σούτρα μας. Στο κάτω κάτω, σήμερα τη βλέπω να κουνάει τα χρυσοστολισμένα χέρια της και να μιλάει με μια σιγουριά που δεν αντικατοπτρίζει καμία οδύνη ή δεινοπάθημα. Κανένα τραύμα που θα την έκανε να ξοδέψει τερατώδη ποσά σε ψυχολόγους, συμπεριφοριστές ή χάπια για να κοιμηθεί.

13 Μ’ ενδιέφερε η προσέγγισή της στην τέχνη. Στην αρχή, μετριοπαθής. Κατόπιν, πού να ξέρω; Στο ξεκίνημά της, ωστόσο, δούλευε με εικόνες που εμένα δε μου είχαν περάσει ποτέ απ’ το μυαλό, αλλά οι οποίες, με κάποιον τρόπο, ταίριαζαν στα αισθητικά μου πρότυπα. Διαισθανόμουν ότι η Λάουρα είχε έρθει διαβασμένη απ’ το σπίτι. Ο πηλός του κεφαλιού της δεν ήταν εντελώς άπλαστος ή κάποιος είχε λερώσει τα χέρια του μ’ εκείνο το τόσο τρυφερό ζυμάρι. Ωστόσο, την υιοθέτησα ούτως ή άλλως και περάσαμε κάμποσα χρόνια κρυφοκοιτάζοντας ο ένας τον άλλο. Εκείνη συνέλεγε και αφομοίωνε τις παρατηρήσεις μου. Δίχως σκεπτικισμό, αλλά χωρίς παρθενικότητα. Εγώ πάσχιζα διαρκώς να βρω κάτι ενδιαφέρον να πω. Κοιτούσα συγκεντρωμένος ένα κενό που βρισκόταν ακριβώς πάνω απ’ τον δεξή ώμο της μαθήτριάς μου. Ένιωθα κάτι σαν ματαιοδοξία όταν η Λάουρα εισέπραττε κάποια αναγνώριση. Έπειτα εκείνη έριξε τα πούπουλά της. Εξαφανίστηκα, σπανίως απαντούσα στις προσκλήσεις της ή στις επιδείξεις της στοργής της, αλλά βρήκα χαραμάδες ποντικιού για να μπαινοβγαίνω στα γρήγορα. Ούτως ώστε εκείνη να μη με ξεχνά. Ένα μήνυμα με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: «Δεν είναι κακό». «Καλό». Ουδέποτε τόλμησε να με ρωτήσει τι πίστευα στ’ αλήθεια. Σήμερα, κοιτώντας τη να κουνάει το βραχιόλια της, φτάνω να φοβάμαι ότι ποσώς την ενδιέφερε. Εγώ της έστελνα μια αράδα για να νιώθει ότι δεν μπορεί ν’ αδιαφορεί. Ο δάσκαλός της την κοιτούσε. Την έκρινα μέσ’ απ’ την κλειδαρότρυπα, από μια τρυπούλα. Με βλέπεις και δε με βλέπεις. Μπορεί να βρίσκομαι πίσω απ’ το παραβάν, μπορεί και όχι. Αλλά εσύ δεν πρέπει να ξεχνιέσαι. Επιτηρώ. «Μη με προδώσεις», την προειδοποιώ όταν γλιστρώ ανάμεσα στους υμένες της REM φάσης του ύπνου της. Ποτέ δεν το λέω με δυνατή φωνή. Εκείνη όμως έχει επίγνωση ότι η ελευθερία των κινήσεών της είναι περιορισμένη. Στο μεταξύ, περπατάω στις μύτες των ποδιών μου κι εμφανίζομαι σ’ ένα νάιτ κλαμπ, πίνω σαμπάνια και χορεύω κλακέτες. Συναντώ όσους δεν την αγαπούν. Της το κάνω δύσκολο.


14 Γαμώτο, Λάουρα, πριν από ένα λεπτό σε άκουγα να λες όλο βλακείες. Εγώ ξέρω ότι είσαι καλύτερη απ’ αυτό. Ότι μπορείς να το κάνεις καλύτερα. Αλλά ποιος είμαι εγώ για να σου δίνω συμβουλές; Θριαμβεύεις. Έμαθες να βαράς το ντέφι και τώρα, όση ώρα μιλάς, μου έρχεται να γελάσω έτσι όπως υπολογίζεις τις αναπνοές σου, τ’ ανέκδοτα που θα πεις, τ’ ανεβοκατεβάσματα στη φωνή σου. Αυτό δε μαθαίνεται απ’ τη μια μέρα στην άλλη. Έχεις παχύνει λίγο και χρησιμοποιείς ένα στοργικούλη τόνο, σαν τις ηθοποιούς που υπήρξαν ωραίες στα νιάτα τους και τώρα το παίζουν απλώς έξυπνες. Έχεις λευκάνει τα δόντια σου, φοράς γυαλιά που απαλύνουν το οβάλ του προσώπου σου και κρύβουν τους μαύρους κύκλους. Το χυδαίο καστανό των ματιών σου. Πουλιέσαι καλά. Σε παρατηρώ με την ίδια σχολαστικότητα που εσύ σχεδιάζεις τις ανάξιες λόγου μινιατούρες σου και αναρωτιέμαι ως ποιο σημείο εγώ, ως δάσκαλος, είμαι υπεύθυνος για τούτη την τόσο όμορφη διαφθορά. Για το ότι έχεις μετατραπεί σε μια καπάτσα μαντάμ που ζωγραφίζει ακουαρέλες για να διακοσμεί τα μπουρζουάδικα σπίτια. Μια γυναίκα που μιλάει αναλόγως των περιστάσεων. Σήμερα πατάω το κουμπί της φόρμας και του χρώματος. Σήμερα χτυπάω το πλήκτρο των εκθέσεων των βικτοριανών σπιτιών. Σήμερα επισκέπτομαι ξανά τις επιδράσεις και τους κλασικούς μου. Σήμερα συνδέω έργο και βιογραφία. Σήμερα εξερευνώ τη συνθήκη μου ως γυναίκα στο χώρο της τέχνης. Ο εγκέφαλος σου σου φυσάει μέσα από ένα ακουστικό τα σκαμπανεβάσματα και τους άθλους του Ηρακλή που έχεις περάσει, όντας γυναίκα που ζωγραφίζει. Μια δευτεράντζα, Λάουρα. Κάποια που με ξεγέλασε και μ’ εκμεταλλεύτηκε. Δεν το παίρνεις χαμπάρι; Μην παραθέσεις τα λόγια μου και μην τολμήσεις να μου ξαναφερθείς συγκαταβατικά. «Ένα χειροκρότημα για τον Μανουέλ». Ούτε στα όνειρά σου! Δεν έχω ανάγκη τις αναφορές σου. Είμαι το πουλί φοίνικας! «Ασήμαντη». Μερικές φορές η πρώτη εντύπωση είναι αυτή που μετράει.
Ελπίζω τουλάχιστον να έχεις το φιλότιμο να χαρακώνεις τα μπούτια σου με το ψαλίδι. Να επιβάλλεις μια τιμωρία στον εαυτό σου. Εγώ δεν πρόκειται να το κάνω άλλο πια, ούτε μένοντας στο πλευρό σου ούτε φεύγοντας. «Όχι, Λάουρα, δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι». Εσύ η ίδια είσαι πλέον η αιτία της χειραφέτησής σου. Λόγω της αποτρόπαιης υποταγής σου στην αρχή και, πιο μετά, επειδή δε μου έδωσες την προσοχή που όφειλες. Βγήκες απ’ το καλούπι που με τόση αγάπη άδειασα για σένα, δίχως να υπολογίσεις ότι στη φυγή σου δεν υπήρχε απελευθέρωση. Μόνο υπεροψία. Ύστερα κούραση, υπερπροσπάθεια, μύχιες αποδομήσεις που σήμερα κρύβεις πίσω απ’ τις φανφάρες της πετυχημένης γυναικούλας: «Από τότε που ήμουν μικρή ήξερα ότι ο δικός μου τρόπος για να επικοινωνώ με τους άλλους ήταν η ζωγραφική...» Τι χαριτωμένη! Μου προκαλείς οίκτο, Λάουρα. Δεν μπορώ ν’ αντέξω τους διεσταλμένους σου όγκους, ετούτα τα τερατώδη βυζιά μέσα στη μικροσκοπική γραμμή του μικροσκοπικού σου στιλ. Το ομόψυχο χειροκρότημα –αυτό που αφήνει τόσο ικανοποιημένες τις ηλίθιες σαν και σένα– με βγάζει απ’ την ονειροπόλησή μου. Απ’ την ανακούφιση που ένιωθα μιλώντας σου σαν να σε κατσάδιαζα για μια ακόμα φορά. «Ευχαριστώ για τη συντροφιά σας», είπες, κάνοντας μια μικρή υπόκλιση, κι έφερες κοντά στο στήθος σου αυτά τα χέρια της εργάτριας που δουλεύει το πετσί και τρυπιέται απ’ το τριβέλι. Τελικά με κοιτάζεις. Μ’ αναγνωρίζεις. Πλησιάζεις να μ’ αγκαλιάσεις κι εγώ θέλω να φύγω τρέχοντας. Να σε ταπεινώσω. «Μανουέλ, αγαπημένε μου, πόσο χαίρομαι που σε βλέπω! Σου άρεσε η ομιλία;» Δεν μπορώ να κουνηθώ. Τα μάτια μου γυρίζουν προς τα μέσα, είναι δυο λευκές πέτρες που δεν μπορούν να σε δουν. «Μανουέλ, αγαπημένε Μανουέλ, δεν αισθάνεσαι καλά;» Σκύβω, δεν αντέχω το διαπεραστικό κουδούνισμα των βραχιολιών σου. «Γιατί σκύβεις;» Το μόνο που μου ’λειπε είναι να μου σώσεις τη ζωή. Με φωνάζεις «Μανουέλ». «Μανουέλ!» επιμένεις. Με τραντάζεις. Δεν ξέρω αν πρέπει να σου το επιτρέψω.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: