Η Σεχραζάτ στο μπούνκερ

Μετάφραση: Ασπασία Καμπύλη

Στην αρχή σκέφτηκα ότι η ζωή μας στο μπούνκερ θα ήταν ειδυλλιακή. Ήμασταν καλά προετοιμασμένοι: ρολά χαρτί υγείας, κονσέρβες με λαχανικά και ψάρι, ο καταψύκτης τιγκαρισμένος με άσπρο κρέας και παγάκια για το τζιν τόνικ. Για το γατούλη μας, τον Ροβίρα, είχαμε αγοράσει σακιά ολόκληρα με ξηρά τροφή. Η καραντίνα ούτε που θα μας φαινόταν, με τα κανάλια της τηλεόρασης συντονισμένα στην εντέλεια, τη σύνδεση στο Ίντερνετ, τη στοίβα με τα βιβλία που ποτέ δεν είχαμε χρόνο να διαβάσουμε και τώρα φυλλομετρούσαμε κάθε απόγευμα, λιγάκι βαριεστημένοι και αρκετά ευτυχισμένοι. Μπορεί ακόμα και να μας ξανάπιανε η μανία να παίζουμε επιτραπέζια και να νευριάζουμε. Ώσπου σήμερα, σκάρτα δεκαπέντε λεπτά μετα την κατατονία του σούρουπου, ο Φεδερίκο φέρνει το χέρι στο στήθος, με κοιτάζει με βλέμμα ροφού και μου λέει: «Δεν αντέχω άλλο». Κάνω ότι δεν καταλαβαίνω, αλλά δυο λεπτά αργότερα πετάγεται από την μπερζερούλα του, με τη φάτσα κατακόκκινη από οργή: «Εσύ φταις για όλα». Σίγουρα, σκέφτομαι, κατανοώ, ωστόσο, ότι ο εγκλεισμός δεν του κάθεται καλά του Φεδερίκο, οπότε ή εγώ θα πάρω μπρος, ή το πράγμα μάλλον θα τελειώσει άσχημα. Αναλαμβάνω δράση λες και κάποια μακρινή φωνή αρχίζει να μου υπαγορεύει, λες και έχω ενσωματωμένο ένα τσιπάκι…

«Ήταν μια φορά κι έναν καιρό, Φεδερίκο, ένας μουσικός που πέθανε σε μια επιδημία χολέρας. Τον έλεγαν Τσαϊκόφσκι και οι συνθέσεις του σε κάνουν να χέζεσαι από φόβο. Και τον ίδιο, άλλωστε, μια μορφή διάρροιας τον εξόντωσε».

Τον Φεδερίκο τον φρενάρει απότομα το σκατολογικό μου αφήγημα. Εγώ, τόσο φίνα, τόσο κομψή, τόσο κυρία. Μια φορά χρειάστηκε να με πάει στα «Επείγοντα» με υποψία εμφράγματος, ωστόσο η διάγνωση αποδείχτηκε λιγότερο πομπώδης τελικά: οξύς ενδοπλεύριος πόνος και έλλειψη αέρα λόγω της συσσώρευσης εκατομμυρίων πορδών τις οποίες είχα αποφύγει να μοιραστώ με τον σύζυγό μου κατά τη διάρκεια της παρατεταμένης κοινής μας ζωής. Εύχομαι να με ευγνωμονεί γι’ αυτό. Όσον αφορά εμένα, είμαι της γνώμης ότι, εξαιρώντας την περίπτωση Αποκάλυψης, παγκόσμιου πολέμου και καταστροφικής επιδημίας, η δυσκοιλιότητα και η νεύρωση είναι τα δυο μεγαλύτερα δεινά του σύγχρονου κόσμου. Ο Φέδε κι εγώ μακαρίζαμε διαρκώς την τύχη μας που δεν ζήσαμε κάποιο πόλεμο. Τώρα, όμως… εδώ σε θέλω, κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα. Δεν με παραξενεύει που με χρειάζεται. Με ποιον θα περπατήσει στα κάρβουνα; Μαζί μου, φυσικά. Εγώ είμαι το άτομο που εμπιστεύεται περισσότερο στον κόσμο. Ακίνητος, Φεδερίκο, ακίνητος. Σε καταλαβαίνω απολύτως, αλλά μη μου σηκώνεις το χέρι εμένα.

«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς…»

Οι άντρες αντέχουν τους εγκλεισμούς δυσκολότερα από τις γυναίκες. Εμένα με έμαθαν να κάθομαι στο σπιτάκι μου, αν είχε καταιγίδα, επειδή η μάνα μου φοβόταν τις θύελλες και τις ηλεκτροπληξίες. Τώρα, όλο αυτό το ονομάζουν εκρηκτική κυκλογένεση. Ακούγεται ακόμα πιο ανατριχιαστικό. Όλο αυτό. Όταν ήμουν μικρή, κλείναμε την τηλεόραση για να μην κάψουν οι κεραυνοί το σαλονάκι μέσα από την κεραία. Επίσης, βγάζαμε το ψυγείο από την πρίζα, πράγμα που ποτέ δεν κατάλαβα. Επιπλέον, ράβω, κεντάω ψιλοβελονιά, τρυπούλα την τρυπούλα, μέχρι που στον ζωγραφιστό καμβά να αναδυθεί η ανάγλυφη μορφή του Σεβάχ του Θαλασσινού. Ενώ ο Φέδε ήταν από τα παιδιά που παίζανε στους δρόμους μέχρι αργά το βράδυ. Αρχηγός της μυξοσυμμορίας. Αγροίκος, όπως μου αρέσουν εν γένει οι γκόμενοι, χωρίς όμως να φτάνουμε σε υπερβολές σαν αυτές που είναι έτοιμες να συμβούν. Βλέπω ότι ο Φέδε μου έχει όρεξη να βγάλει το χέρι του βόλτα.

«Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένας έμπορος που αγόρασε προμήθειες για ολόκληρο το χειμώνα…»

Η μουσική ημερεύει το θηρίο μου και μπορώ να αφιερώσω μια στιγμή στην αναπόληση του μικρού Φέδε που γυρνούσε σπίτι με γόνατα γδαρμένα και τρομερή δίψα. Η μαμάκα τότε του έχωνε στο στόμα ένα αναψυκτικό με καλαμάκι και του απολύμαινε τις γρατζουνιές με μερκουροχρώμ. Το εντελώς αντίθετο από αυτό που έπρεπε να κάνει: Το μερκουροχρώμ σταθεροποιεί τα βακτήρια. Εγώ τώρα απολυμαίνω κάθε πρωί τα πληκτρολόγια και τραγουδώ τραλαρί τραλαλό, σαν την Ακατάδεχτη Ποντικίνα. Για να κάνω τα πάντα πιο υποφερτά για τον Φεδερίκο. Δεν παραξενεύομαι που βαρυγκωμά –είναι ένας τόσο ελεύθερος άντρας– και που τώρα δα συγκρατείται για να μη με καταπιεί. Ευχαριστώ, Φεδερίκο! Όση ώρα ο μικρός έτρωγε, η μαμάκα τού χάιδευε τα μαλλιά. Του έδινε μαρέγκες για επιδόρπιο. Όταν μεγάλωσε, του άρεσαν πολύ το τρέκινγκ και η ζωή στον καθαρό αέρα. Με την καραντίνα δεν μπορώ να τον βγάλω βόλτα. Έτσι, λοιπόν, για να ξεφουντώσει και να καλμάρει την εύλογη επιθετικότητά του απέναντί μου, πρέπει να κάνω κάτι με την άκρη της γλώσσας μου.

Μου το υπαγορεύει μια μυστήρια πτυχή της καρδιάς μου.

«Ήταν μια φορά κι έναν καιρό, Φεδερίκο, μια συνομοσπονδία μοχθηρών όντων, που συνωμοτούσε εναντίον της παγκόσμιας τάξης και των παιδικών σταθμών…»

Αυτό το ξεκίνημα, όχι, όχι, δεν δουλεύει. Φρενάρω με τα χέρια μου, που είναι χωμένα σε γάντια λάτεξ, το εύρωστο στήθος του Φεδερίκο. Κρατάω κόντρα. Τραμπαλιζόμαστε. Ο χρόνος διαστέλλεται εξουθενωτικά. Με την ωμή βία δεν μπορώ να τον καταστείλω. Είναι τόσο παλαβωμένος…

Κατανοώ ότι τούτος ο εγκλεισμός καταντάει ασφυκτικός ακόμα και για γυναίκες σαν κι εμένα, που δεν είμαστε συνηθισμένες να βγάζουμε βόλτα τα τακούνια μας κάθε μέρα. Για να περισώσω την υγεία και τη λογική μου, παριστάνω λοιπόν –καθότι φαντασιόπληκτη και παραμυθού από τις λίγες– ότι είμαι καταδικασμένη σε πέντε χρόνια κάθειρξης, επειδή έκανα το βαποράκι για το καρτέλ του Μεντεγίν. Αγνοώ, βέβαια, αν συνεχίζει να υφίσταται το καρτέλ του Μεντεγίν ή αν το όλο πράγμα επικεντρώνεται πια στη Σιναλόα. Παρ’ όλα αυτά, εγώ είμαι εδώ κλεισμένη, επειδή παραγέμισα τα κακά μου με πάστα υδροχλωρικής κοκαΐνης. Φυσικά, δεν ξέρω αν το ορθό μπορεί να μπουκωθεί με πάστα υδροχλωρικής κοκαΐνης ή αν μια τέτοια εισβολή στον πρωκτικό αγωγό θα ήταν μη συμβατή με τη ζωή, ωστόσο, στο φανταστικό μου κιτ επιβίωσης το κάνω ποιητική αδεία. Επιπλέον, αποφασίζω ότι είμαι φυλακισμένη λόγω ενός φιλανθρωπικού σκοπού: Το έκανα για να θρέψω την οικογένειά μου. Τα έχω περάσει πολύ χάλια εδώ μέσα. Αλλά τώρα είμαι η γριά κότα στο κοτέτσι και οι φυλακισμένες με σέβονται λόγω της ηλικίας μου, του παλιοχαραχτήρα μου και της εφευρετικότητάς μου, άμα είναι να σκαρφιστώ τιμωρίες και βασανιστήρια για λογαριασμό τους.

Δεν θα μπορέσω να συγκρατήσω για πολλή ώρα ακόμα το βάρος του Φεδερίκο, που είναι έτοιμος να με βάλει κάτω, γι’ αυτό αρχίζω να μιλάω κάπως μπουρδουκλωμένα.

«Ήταν μια φορά κι έναν καιρό, Φεδερίκο, ένας σύζυγος και μια σύζυγος, που ζούσαν ευτυχισμένοι σπίτι τους. Μια μέρα ο σύζυγος έπαθε μια κρίση που τον οδήγησε στη λανθασμένη εντύπωση ότι το άσπρο ήταν μαύρο και το μαύρο άσπρο. Τα αυτιά του βούιζαν και φωνές στο κεφάλι του τον πρόσταζαν, με μεγάλη μοχθηρία, να σκοτώσει τη γυναίκα του.
»“Αυτή είναι υπεύθυνη για όλα, Φεδερίκο. Αυτή σού κόβει τα φτερά. Αυτή σού λέει ψέματα. Αυτή σού βάζει πολύ αλάτι στη σούπα για να σου ανέβει η πίεση στο δεκαοχτώ και να σε ξεκάνει μια κι έξω από αποπληξία. Αυτή, αυτή, αυτή…”
»Οι φωνές, όμως, Φεδερίκο, ήταν οι παράπλευρες συνέπειες των υπερμαγνητικών κυμάτων με τα οποία οι μέγιστοι μεγιστάνες, οι Μάγιστροι του σύμπαντος, Φεδερίκο, διαπερνούν τη σκληρή μήνιγγα-μητρική μας κάρτα για να μας εξολοθρεύσουν. Βγες από αυτή τη συχνότητα, βάλε να ακούσεις Μπετόβεν. Ο Ύμνος της χαράς  θα σε βοηθήσει. Ο Ύμνος της χαράς πάντα βοηθάει. Είναι αλάνθαστος». Ο Φεδερίκο υποχωρεί κι εγώ συνεχίζω το παραμύθι, επειδή, όταν μουντάρισε πάνω μου με την ιαχή «Εσύ φταις για όλα» –ο Φεδερίκο έχει λίγο δίκιο στην προκειμένη περίπτωση, όπως και πάντα σχεδόν–, κατάλαβα αμέσως ότι έπρεπε να σκεφτώ γρήγορα. Για μένα, αλλά πάνω απ’ όλα για κείνον.

Ο Φέδε δεν είναι ο ίδιος από τότε που τον εγχείρισαν για να του βγάλουν ένα μακροαδένωμα που, για να το ζυγίσουν, χρειάστηκαν την πλάστιγγα του ψαράδικου. «Σου έβγαλαν ένα χταπόδι από το κεφάλι, Φεδερίκο», του έλεγα εγώ, καθώς του χάιδευα τα μαλλιά, όπως έκανε άλλοτε η μακαρίτισσα η μάνα του. Κατά τη μετεγχειρητική περίοδο, ο Φέδε μού χαμογελούσε, όχι πολύ καιρό αργότερα, όμως, οι βίδες άρχισαν να του στρίβουν και τον έπιασα να με κοιτά αλλόκοτα: Η οπή της κόρης εκτεινόταν σε όλη την περιφέρεια της ίριδος, όπως όταν ο γάτος παραμονεύει ένα έντομο το οποίο μπορεί να θεωρήσει τον εαυτό του νεκρό αφ’ ης στιγμής τολμήσει να εισβάλει στον ζωτικό χώρο του Ροβίρα. Νυχτοπεταλούδες και μύγες δεν είναι εξοικειωμένες με την αίσθηση περί επικράτειας των αιλουροειδών. Η έννοια της εδαφικής επικράτειας κάνει τον Ροβίρα να νιώθει όμορφα στο σπίτι. Παρ’ όλα αυτά, τη μέρα που τα μάτια του Φέδε γέμισαν σκοτάδι και έρεβος, ο Ροβίρα πήδηξε από τα γόνατά μου και κρύφτηκε κάτω από το κρεβάτι. Ο Φεδερίκο άρχισε να βλέπει τα πράγματα καθαρά επειδή του έβγαλαν ένα κομμάτι του –σπογγώδους– εγκεφάλου του. Τότε κατάλαβα ότι ήθελε να δραπετεύσει από τη ζωή μου, να μετοικήσει από το κλουβί μας, να εγκαταλείψει –σε αντίθεση με το γάτο– τούτη την επικράτεια, η οποία, επιπλέον, έχει ελαχιστοποιηθεί τώρα εξαιτίας του εγκλεισμού. Δεν γινόταν να δέσω τον Φεδερίκο: Είναι ένα κι ενενήντα και ζυγίζει εκατόν δέκα κιλά. Για να παρηγοριέμαι, έλεγα μέσα μου ότι ο καημενούλης ο Φεδερίκο δεν έφταιγε, αν είχαν ξεχάσει μέσα στο κεφάλι του τίποτα ψαλίδια ή καμιά αποστειρωμένη γάζα που του ξίνιζε το χαρακτήρα και δεν τον άφηνε να εκτιμήσει το πραγματικό νόημα της αληθινής μας αγάπης. Ήταν άρρωστος και τώρα, με την καραντίνα, ο Φέδε μου έχει χτυπήσει ταβάνι. Γι’ αυτό σκέφτομαι γρήγορα, πολύ γρήγορα, και του λέω ένα παραμύθι, λες και είναι παιδί, αφού σε τελική ανάλυση αυτό είναι.

«Ήταν μια φορά κι έναν καιρό, Φεδερίκο, ένα ζευγάρι που ζούσε ευτυχισμένο σε ένα διαμέρισμα του πέμπτου ορόφου χωρίς ασανσέρ. Περιστέρος και περιστέρα. Δυο ορόφους πιο πάνω, στο πλυσταριό, φώλιαζαν νυχτερίδες, φορείς μολυσματικών ασθενειών, σαν αυτή που μας κρατάει τώρα εσένα κι εμένα, αγαπημένους πολύ, μες στο σπιτάκι μας. Οι νυχτερίδες ήταν επικίνδυνες υπό διπλή έννοια: ως πηγή μετάδοσης παθογόνων νοσημάτων –σε συνεργασία με τους διεστραμμένους παγκολίνους– και ως όντα με τάση να μεταμορφώνονται σε βαμπίρ, τα οποία, τα μεσάνυχτα, τρυπώνουν μέσα από τις γρίλιες των παραθύρων και φωλιάζουν στις πουπουλένιες μαξιλάρες μας, για να ρουφάνε σιγά σιγά το αίμα μας. Είμαστε τα πρώτα θύματα μιας άγνωστης νόσου, σαν τη λευχαιμία ή την κακοήθη αναιμία, η οποία έρχεται να προστεθεί στη λίστα των σπάνιων ασθενειών. Ιατρικό και ερευνητικό προσωπικό των φαρμακευτικών εταιρειών επελαύνει στο σπιτικό μας. Τα αρρενωπά μέλη του υγειονομικού staff, χωμένα στα σκάφανδρά τους, μας υποβάλλουν σε επιθετικές εξετάσεις, παρόμοιες με εκείνες που δολοφόνησαν τους τελευταίους εξωγήινους οι οποίοι είχαν το θάρρος να μας επισκεφτούν, εκεί γύρω στο ’70, όταν προσγειώθηκαν στην έρημο των Ηνωμένων Πολιτειών και απήχθηκαν κατευθείαν. Τα πτώματά τους διασκορπίστηκαν στους ξερότοπους, αφού προηγουμένως έπεσαν θύματα βασανιστηρίων και επιστημονικών διαμελισμών. Σου το έχω πει, Φεδερίκο, πρέπει να ψεκάζεις το πλυσταριό με ισχυρά εντομοκτόνα».

Ο Ροβίρα βγάζει το μακρουλό του κορμί, κομμάτι κομμάτι, κάτω από το κρεβάτι, όπου είχε σπεύσει να χωθεί με το άκουσμα της ιαχής «Εσύ φταις για όλα». Κουνάει τα αυτιά του προς τα μπρος και προς τα πίσω σαν σκύλος. Η φωνή μου ηρεμεί τον Ροβίρα και έχει πάνω του επίδραση αναισθητικού, διότι τη συσχετίζει με καθετί εξαίσιο στη γατίσια του ύπαρξη: το φαγάκι, τον ύπνο, την ευτυχία ενός σταθερά επαναλαμβανόμενου παιχνιδιού, κατά το οποίο εγώ φωνάζω τον Ροβίρα («Ροβίρα, Ροβίρα») κι αυτός, ευτυχισμένος και ευνουχισμένος, έρχεται χοροπηδώντας δίπλα μου και περιμένει μέχρι να του πετάξω εγώ μια μπαλίτσα που εκείνος καταδιώκει κατά μήκος του διαδρόμου. Μερικές φορές, σκέφτομαι άσπλαχνα ότι τρέχει για να σώσει τα χαμένα του μπαλάκια, τα γατίσια του αρχιδάκια, που, ξάφνου, μια μέρα… κοιμάται και, μόλις ξυπνά, νιώθει μια κρεμάμενη ελαφρότητα ανάμεσα στα πίσω πόδια. Η φωνή μου κάνει τον Ροβίρα να αναπολεί γατοειδώς πράγματα ευχάριστα, όπως τον ήλιο πάνω στο γκρίζο του τρίχωμα, όταν ανοίγω το μπλακονάκι του μπούνκερ· στην πραγματικότητα, το σπίτι μας είναι ένα νορμάλ διαμέρισμα, το αποκαλούμε όμως μπούνκερ, από τότε που ήρθε ο εγκλεισμός, ο οποίος έπαψε να είναι μια έκφραση άθλιου δυστοπικού μυθιστορήματος και μετατράπηκε σε κομμάτι της καθημερινότητας. Ο Ροβίρα μυρίζει στη φωνή μου σαρδελίτσες με λάδι, φως, χαλάρωση και φρέσκο νεράκι. Ωστόσο, όσο κι αν ετοιμάζω εκπληκτικά μεζεδάκια για τον Φέδε, μερικές φορές, όταν του μιλάω, ζαρώνει τη μούρη του, σαν μουτρωμένος Ροβίρα. Ο Ροβίρα, όμως, δεν είναι σκύλος, ούτε ο Φεδερίκο γάτος, και σε τούτο τον γαμημένο κόσμο άλλο δεν κάνουν παρά να μπερδεύουν τα σώβρακα με τις γραβάτες. Έχουμε τρελαθεί. Η φωνή μου κάνει τόσο κακό στα τύμπανα του Φέδε, ώστε ίσως να έπρεπε να υποβληθώ σε εκείνη την εγχείριση που κάνουν στα σκυλιά, για να τους κόψουν τις φωνητικές χορδές και να μη γαβγίζουν. Το ύφος μου τότε θα συνόδευε αρμονικά τη λάγνα πλευρά των ιστοριών μου.

Ο Φεδερίκο είναι όρθιος μπροστά μου. Έχει χάσει εν μέρει το πορφυρό χρώμα που του είχε ανέβει από το λαιμό στα μάγουλα. Τον βλέπω πιο χλομό τώρα, τόσο χλομό, όσο όταν βγήκε από το νοσοκομείο και με ρωτούσε: «Είναι καλό το χρώμα μου;» «Καλύτερο δεν γίνεται», του απαντούσα, πιστή σε όσα περίμενε από εμένα. Είχαμε υιοθετήσει απολύτως καθησυχαστικές συμπεριφορές. Ώσπου ήρθε η πανδημία, μας έκλεισαν μέσα κι εγώ σκέφτηκα πως είτε τούτη η φυλακή θα ήταν η τέλεια δικαιολογία για να πηδιόμαστε σαν τα κουνέλια και να ξαναφτιάξουμε τη συζυγική μας ζωή, είτε θα μπορούσε να σημάνει την αρχή του τέλους, που ξεκίνησε όταν έβγαλαν το χταπόδι από την υπόφυση του Φέδε κι εκείνος άρχισε να με βλέπει παραμορφωμένη. Σήμερα, εμπιστεύομαι τα λάγνα λόγια μου και την αποδοτικότητα του όχι αμελητέου ακόμα ερωτικού κεφαλαίου μου.

«Ήταν μια φορά κι έναν καιρό, Φεδερίκο, μια Αιγύπτια εταίρα, που την έλεγαν Νεφερνεφερνεφέρ, τρεις φορές όμορφη ή τρεις φορές πιπίνι, που ψιθύριζε στον καλό μας Σινουχέ: “Εγώ δεν είμαι καμιά του σωρού”, κι ύστερα χάιδευε το ξυρισμένο κρανίο του κι ο Σινουχέ τής έδινε ό,τι είχε, αλλά και ό,τι δεν είχε: λεφτά, υπόληψη, αιώνια ανάπαυση στους γονείς του… Αχ, και να ’ξερες τι σκάρτες είναι οι πουτάνες, Φεδερίκο!»

Κάθομαι να πλέξω και να ξεπλέξω, όπως η Πηνελόπη. Πάντα μου άρεσαν οι ιστορίες. Κάπου κάπου, πετάω το κουβάρι στον Ροβίρα που κάνει σαν τρελός. Ο Φεδερίκο δεν μου φωνάζει πια: «Εσύ φταις για όλα». Τώρα τα μάτια του είναι θολά. Θα προσπαθήσω να επαναφέρω το όμορφο, φυσικό τους χρώμα. Τον τραβάω από το μανίκι για να κάτσει κι αυτός στον καναπέ.

«Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένας Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών που θέλησε να αγοράσει τη Γροιλανδία. Του άρεσε πολύ το αλισβερίσι και το νταραβέρι, όπως αρέσει σε όλους τους Προέδρους των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς επίσης σε όλους τους προέδρους δημοκρατιών και βασιλείς κοινοβουλευτικών μοναρχιών. Αυτός, λοιπόν, ο Πρόεδρος, Φεδερίκο, συνωμότησε με τις φαρμακευτικές εταιρείες για να εφεύρει ένα τζίνι του λυχναριού, το οποίο δεν ήταν ανάγκη να του το τρίβεις –το λυχνάρι–, γέλα, γαμώ το, Φεδερίκο, είναι πρόστυχο το αστείο, σαν αυτά που σ’ αρέσουν, σου έλεγα, λοιπόν, Φεδερίκο, ότι σ’ αυτό το τζίνι δεν ήταν ανάγκη να του τρίβεις το λυχνάρι για να βγει από το ορειχάλκινο κελί του και να μολύνει με την ανάσα του τα ανθρώπινα όντα της Γης. Το σχέδιο κορυφωνόταν με την ανακάλυψη ενός χαπιού το οποίο θα μας κόστιζε εξήντα ευρώ κατά κεφαλήν και κατά κούτελο. Εξήντα εφτά δολάρια αμερικάνικα, ένα σεντ πάνω, ένα σεντ κάτω. Το μοχθηρό τζίνι θα ξεμπέρδευε επί τη ευκαιρία και με την ανθηρή οικονομία των Κινέζων μαοϊκών και μανδαρίνων, οι οποίοι τη σήμερον τρώνε εξίσου χάμπουργκερ και τσοπ σούι και το ’χουν παρακάνει με τη μεικτή οικονομία τους, εσένα σου φαίνεται εφικτό αυτό, Φεδερίκο; Διότι “business is business” και, που λες, εμένα δεν μου φαίνεται και τόσο κακό».

Ο Φεδερίκο κουνάει το κεφάλι του, δεν ξέρω αν θέλει να πει «ναι» ή «όχι», αίφνης, όμως, μου φαίνεται κομματάκι ζοχαδιασμένος πάλι. Μάλλον επειδή ουδέποτε του άρεσε να μιλάω για πολιτική – και με το δίκιο του, διότι τι σκαμπάζω εγώ από ολιγαρχίες και μεικτά γκρουπ; «Το ξέρεις ότι η σχέση σας είναι τοξική, έτσι δεν είναι, μαμάκα;» διαπιστώνει κάθε τόσο η κόρη μου η Εσμεράλδα. Λες κι ο πατέρας της κι εγώ πάσχουμε από κάποια μολυσματική αρρώστια. Κι εγώ της αποκρίνομαι: «Αγάπη είναι μόνο, κόρη μου». Άλλες φορές της λέω να πά’ να γαμηθεί. Άλλο που δε θες, Έσμε, άλλο που δε θες. Ο Φέδε έχει το λαιμό άκαμπτο και βγάζει αφρούς από το στόμα. Δεν θα ζοριζόταν τόσο, αν έκανε οχτώ χιλιάδες βήματα μπρος πίσω στο διάδρομο, όπως κάνω εγώ κάθε πρωί. Αν μετρούσε και ξαναμετρούσε τα σπυριά στο βάζο με το ρύζι. Αν περνούσε τα πληκτρολόγια των υπολογιστών με οινόπνευμα ενενήντα βαθμών. Αν ετοίμαζε ένα πλάνο με τα γεύματα όλου του μήνα. Αν διάλεγε ταινίες. Αν έπλεκε. Ο Φεδερίκο ασφυκτιά. Δεν ευχαριστιέται με τίποτα. Ούτε και να βαριέται ωραία ξέρει. Ο Ροβίρα με περιεργάζεται και αφήνει ένα χασμουρητό συνενοχής τεραστίων διαστάσεων. Εγώ θα έπρεπε να συνεχίσω με τα παιδαγωγικά μου καθήκοντα, όχι πλέον προκειμένου να περισώσω τη φυσική μου ακεραιότητα, αλλά για να δω μπας κι ο Φεδερίκο ξεμπλοκάρει, επιτέλους.

«Ήταν μια φορά κι έναν καιρό, Φεδερίκο, ένα τρένο με προορισμό την Μπουσάν. Ένας ιός που ‒κοίτα να δεις πόσο προφητικά!‒ ονομαζόταν “κορόνα-ιός” και χωνόταν στις μύτες των εφήβων και των ωραίων κρετίνων, οι οποίοι είχαν τις καλύτερες επιδόσεις, όταν μεταμορφώνονταν σε ζόμπι. Μια πιτσιρίκα τραγουδίστρια εξουδετέρωνε τον ιό με τις γλυκές οκτάβες της εξελισσόμενης ακόμα φωνίτσας της. Ήταν μια πολύ ωραία ταινία, Φεδερίκο».

Ο Φεδερίκο κι εγώ παντρευτήκαμε στις αρχές του ’90. Η σχέση μας μεταμορφώθηκε με τον καιρό. Αν όμως κάποιος μάς έβλεπε από μια χαραμάδα, θα καταλάβαινε ότι αγαπιόμαστε πολύ. Δεν θα επιτρέψω στον γαμωεγκλεισμό να φθείρει την πνευματική υγεία του Φεδερίκο. Ξέρω ότι είναι μια συμπεριφορά συντηρητική, αλλά θα παλέψω λυσσαλέα –κυλιέμαι στη λάσπη με κάθε απόπειρα– για να γίνουν όλα όπως πριν. Ο Φεδερίκο θα ξανάρθει στα συγκαλά του σαν αυτούς που πνίγονται από ένα κομμάτι βοδινού φιλέτου και αποβλακώνονται λόγω ελλιπούς οξυγόνου στον εγκέφαλο. Τα λόγια μου είναι η δική μου λαβή Χάιμλιχ που θα τον σώσει από τον πνιγμό. Άκου, Φεδερίκο, τώρα έρχεται το θεραπευτικό μου χτύπημα. Ευθύς αμέσως οι βοϊδίσιες ίνες θα πάψουν να πνίγουν τον δύστυχο οισοφάγο σου.

«Ήταν μια φορά κι έναν καιρό, Φεδερίκο, μια πολιτεία με πολύ σπουδαίο λιμάνι και ένα ασύλληπτο Θέατρο της Όπερας. Τα καράβια που έδεναν στο σημαντικότατο εκείνο λιμάνι έφταναν φορτωμένα ποντίκια που πήγαιναν τρέχοντας ίσαμε το ασύλληπτο Θέατρο της Όπερας και τρύπωναν κάτω από τις φούστες των ξιπασμένων κυριών. Τα ποντίκια φώλιαζαν στα θερμά κορμιά, σαν έμβρυα που έχουν ανάγκη από αγάπη και αμνιοτικά υγρά, και μόλις ξυπνούσαν, γιγαντωμένα σαν κουνέλια και άλογα, δάγκωναν τις σφαγίτιδες φλέβες στο λαιμό των μεγαλοκυριών που αποσυντονίζονταν και δεν πετύχαιναν την αναγκαία ποιότητα του ψηλού ντο. Ο άντρας που έγραψε την Πανούκλα έγραψε επίσης ότι γνωρίζεις μια πόλη όταν μαθαίνεις όχι μόνο πώς ζει κανείς, αλλά και πώς πεθαίνει σε δαύτη. Εμείς καλά είμαστε, Φεδερίκο, η μητέρα της Ματίλδε πέθανε χτες και κανείς δεν μπόρεσε να τη συνοδέψει στην κηδεία».

Ο Φέδε μοιάζει ήρεμος, αλλά δεν ξέρω μέχρι ποίου σημείου είναι αρκετή η δόση των αναισθητικών διηγήσεων. Μερικές φορές, είναι καλύτερα οι διηγήσεις να μη ρονρονίζουν. Αυτό το κάνει ο Ροβίρα, ξαπλωμένος πάνω στα μικρούτσικα πόδια μου. Ετοιμάζω νέα ένεση για τον Φεδερίκο. Να δούμε αν θα βγει νοκ άουτ μέχρι αύριο.

«Ήταν μια φορά κι έναν καιρό μια παρέα γυναικών που δραπέτευσαν από την πανούκλα της Φλωρεντίας και κλείστηκαν σε ένα σπίτι, σε έναν κήπο, όπου περνούσαν την ώρα τους λέγοντας ιστορίες. Αναγνώριζαν και οι ίδιες ότι τα παραμύθια τους είχαν ανάγκη από τα λόγια των πατεράδων, των συζύγων, ακόμα και των μικρών τους γιων, των μικρών πετεινών. Όπως κι εγώ έχω ανάγκη από εσένα, Φεδερίκο, εγώ, το ξέρεις καλά, δίχως εσένα δεν είμαι τίποτα. Και ευχαριστημένη. Μια από τις ιστορίες εκείνων των γυναικών μιλούσε για έναν άντρα που, από έρωτα, καταδίωξε τη γυμνή αγαπημένη του με τα σκυλιά του, την τσάκωσε, της άνοιξε το στήθος, της ξερίζωσε την καρδιά και την πέταξε στα κυνηγάρικα σκυλιά του… Η ιστορία επαναλαμβανόταν κάθε Παρασκευή και ήταν παράδειγμα για τις συζύγους που επαναστατούσαν ενάντια στο γάμο τους. Ένα εποικοδομητικό επεισόδιο, αφηγημένο από Φιλομένες και Φιαμέτας. Πίσω από τα λόγια τους μιλάει ένας άντρας. Φεδερίκο, λες να βρίσκεσαι εσύ πίσω από τα λόγια μου; Να μανουβράρεις, άραγε, τηλεπαθητικά τις φωνητικές μου χορδές, έτσι που να λέω εγώ αυτό που εσύ θες να ακούσεις για να αλαφραίνεις τον εγκλεισμό; Χωρίς να το παίρνω είδηση, με κουνάς με κάποιο ασύρματο μαραφέτι. Τι έξυπνος που είσαι, Φεδερίκο!»

Ο Ροβίρα ρονρονίζει. Φαίνεται πως του Φεδερίκο μου του πέρασε, επιτέλους, η κρίση. Ζούμε και οι δυο την πανέμορφη χρόνια αρρώστια μας. Ο εγκλεισμός γίνεται πάλι βολικός και ζεστός. Ο Φεδερίκο με σφίγγει στην αγκαλιά του.

«Αγαπημένη μου, ξέρεις πάντα πώς να με κάνεις να νιώθω καλά».

Έτσι είναι ο Φέδε: σαν διαφήμιση. Η φαντασία μου όλη είναι στην υπηρεσία του. Πάντα θα τον φροντίζω.

«Να φέρω το επιτραπέζιο; Να σου φτιάξω ένα σάντουιτς;» προσφέρω, πρόθυμη.

Τότε, μου χαμογελά. Εγώ του δίνω το ποτήρι με το κονιάκ και του ανάβω το πούρο, ρουφώντας καλά με το φραουλένιο μου στόμα και τη φανταστική μου γλώσσα. Ακόμα κι αν το μπούνκερ μας γεμίσει καπνό, στο στήθος μας δεν χωρά περισσότερη ευτυχία.

Η Σεχραζάτ στο μπούνκερ

Η Μάρτα Σανθ (Marta Sanz, Μαδρίτη 1967) είναι διδάκτωρ της Ισπανικής Φιλολογίας. Μεταξύ άλλων, έχει δημοσιεύσει τα μυθιστορήματα: Los mejores tiempos (Βραβείο Ojo Crítico 2001), Susana y los viejos (shortlist για το βραβείο Nadal 2006), Lección de anatomía (2008), Farándula (βραβείο Herralde 2015)· τις ποιητικές συλλογές Perra mentirosa και Hardcore (2010)· το 2007 δημοσίευσε την ανθολογία ισπανικής ποίησης Metalingüísticos y sentimentales και την ίδια χρονιά τιμήθηκε με το βραβείο διηγήματος Vargas Llosa ΝΗ. Το 2009, με το νουάρ μυθιστόρημα Black, Black, Black (shortlist για το βραβείο Herralde) δημιουργεί τον χαρακτήρα του ομοφυλόφιλου ντεντέκτιβ Αρτούρο Θάρκο, ο οποίος πρωταγωνιστεί επίσης στο μυθιστόρημα Un buen detective no se casa jamás (2012) και επανεμφανίζεται στο μυθιστόρημα Pequeñas mujeres rojas (Μικρές Κόκκινες Γυναίκες) 2020, το οποίο κλείνει την τριλογία και το οποίο πρόκειται να εκδοθεί από τις Εκδόσεις Carnívora.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: