Ο Θαλασσινός

Μετάφραση: Αγγελική Κορρέ
Moνοτυπία της Jila Peacock από την έκδ. Sylph (2010)
Moνοτυπία της Jila Peacock από την έκδ. Sylph (2010)


Ας πω λοιπόν ένα τραγούδι από καρδιάς: του εαυτού μου
Ας πω λοιπόν των ταξιδιών μου το τραγούδι, πώς άντεξα
Τα βάσανα που ήρθαν, τους δύσκολους καιρούς, πώς άντεξα
Τ’ ασήκωτα τα βάρη της καρδιάς μου, στα πλοία πώς δοκίμασα
Τις τόσες κακουχίες, μες στον δαρμό της θάλασσας, τη νύχτα
Που ’χα σκοπιά στ’ ακρόπλωρο και κόντεψα κει πάνω
Να γκρεμιστώ πολλές φορές, σαν ζύγωνε τα βράχια.
Αγιάζι μαύρο μ’ έδενε, τα δύστυχά μου πόδια
Η παγωνιά τούς κούμπωνε της παγωνιάς την πόρπη,
Μου ’καιγε την ψυχούλα μου η κάψα της σκοτούρας,
Τα σπλάχνα μου μού τα ’τρωγε η πείνα: ζωή θαλασσινού.
Νους στεριανού δε δύναται να νιώσει τη ζωή μου,
Πώς τόσα χρόνια πέρασα ο τάλας στα νερά,
Σαν τον εξόριστο στη βαρυχειμωνιά, δίχως φαμίλια,
Να με τρυπάνε οι πάγοι στα χαλάζια τα πυκνά.
Πράμα δεν άκουγα, της θάλασσας μονάχα την αντάρα,
Κύματα κρύα. Μόνο καμιά φορά να μ’ εύφραιναν
Τα άσματα των κύκνων, της σούλας η στριγκλιά,
Αντί γι’ ανθρώπου γέλωτας: το σήμα της τουρλίδας
Κι αντί για σούρα υδρόμελου: του γλάρου το τραγούδι.
Εκεί λαξεύαν θύελλες τις μάχαιρες των βράχων
Και το γλαρόνι απάνταγε, με πάγια φτερά,
Κι ο ωρυγμός τ’ αλιάετου, με χνούδι παχνισμένο.
Ξένοιαστοι οικείοι δεν βρίσκονται τον μαύρο να θαρσύνουν.
Κέρδος στ’ αλήθεια πενιχρό· όσοι τη ζήση χαίρονται
Βολεύονται στις πόλεις, τ’ αλαργεμού δεν γεύονται την πίκρα,
Γεύονται μόνο, αγέρωχοι, τον κάρο του πιοτού,
Ενώ εγώ, ο δύστυχος, σπάνια γεύομαι άλλο
Από μιαν ανυπόφορη δρομή θαλασσινού.
Μαύρισαν κι άλλο τώρα δα οι ίσκοι στο σκοτίδι
Χιόνισε από τα βόρεια, το χώμα έγινε πάγος,
Τη γης χαλάζι πέπλωσε, το πιο ψυχρό σπυρί.
Έγνοια μονάχα ομολογώ πως έχω στην καρδιά μου
Που άλλο να βάλω δεν μπορώ παρά τα δυνατά μου
Το ρεύμα ν’ ανταγωνιστώ, τη δίνη των αλάτων
Καθεμιάν ώρα και στιγμή τα μέσα μου ν’ αντέχουν,
Το πνεύμα μου να προχωρεί, καθώς μακριά απ’ τα πάντα
Πάτρια ψάχνω να ορκιστώ τα πάτρια των ξένων –
Γιατί άντρας πιο εύτολμος δεν βρίσκεται στην πλάση,
Πιο πλούσιος απ’ τις χάρες του, στυγνός από τη νιότη,
Πιο άφοβος στις πράξεις του, στον κύρη του αρεστός
Απ’ όποιον μες στα μπάρκα του κρατά πάντα μιαν έγνοια
Γι’ αυτό που του φυλάγει ο Θεός.
Της λύρας τα λυρίσματα για κείνονε δεν είναι,
Μήτε είναι το δόσιμο ενός δαχτυλιδιού
Μήτε γυναίκας σμίξιμο και δόξα των ανθρώπων,
Τίποτα κι άλλο τίποτα μα θαλασσοδαρμός –
Κι ας έχει ο θαλασσινός πάντα να καρτεράει.
Τα περιβόλια θέριεψαν, προόδεψαν οι πόλεις
Οι ανοιχτωσιές ομόρφυναν, καινός φαίνεται ο κόσμος:
Όλα τούτα ξανάβουνε το ξαναμμένο πνεύμα,
Γεμίζουν ταξιδέματα τους χώρους του μυαλού
Μέσα σ’ αυτόν που σκέφτεται την ατραπό της θάλασσας να πάρει.
Γι’ αυτό κι ο κούκος με φωνή θρηνητική ξορκίζει·
Γι’ αυτό ο θεροφύλακας δυσοίωνα τραγουδά
Τραγούδια που στο βάθος τους έχουν μονάχα θλίψη.
Υπάρχει κάτι που αυτός ακόμη δεν το ξέρει,
Αυτός ο οποίος ξέγνοιαστος τα στεριανά ευθετίζει –
Όσοι μισεύουν σ’ εσχατιές τάχατες τι υπομένουν.
Και κάπως έτσι μπόρεσε κι απόδρασε η ψυχή μου
Στα νεροδρόμια ορμώντας, στο ρηγάτο των κητών,
Και σάρωσε μετάρσια κάθε γωνιά του κόσμου –
Κι ύστερα μου ’ρθε πάλι εδώ, τι πεινασμένη, ακράσια·
Οιμώζει η μοναχόπετη, ορμάει στο ρηγάτο,
Απόλεμη στα κύματα ρίχνεται η καρδιά.
Ομολογώ του Ύψιστου τα άγνωστα πως έχω
Καλύτερα απ’ τη νέκρα στη στεριά.
Κάτι μου λέει δεν διαρκούν τα πλούτη αυτού του κόσμου.
Πάντα και απαρέγκλιτα κάτι απ’ όλα σβήνει
Προτού σε σβήσει η μοίρα σου: αρρώστια, γηρατειά,
Είτε σπαθιού εχθρότητα που κόβει τη ζωή
Του καθενός που του ’μελλε να το ’βρει από θανή.
Γι’ αυτό για κάθε άνθρωπο τούτη αρμόζει η φήμη·
Για κείνους που νεκρολογούν, ιδού ο πιο πλέριος λόγος,
Να πουν πως κάποιος δούλεψε σκληρά πριν το φευγιό του
Την ασπονδία πεισμώνοντας να πάψει των δαιμόνων,
Να πράξει κάθε πράξη του στα τέρατα ενάντια,
Να τον θυμούνται οι άνθρωποι για τούτο, μόνο τούτο,
Κι η φήμη του ώς τα έσχατα να ζει με τους αγγέλους,
Να ’χει ζωή αιώνια, να ευφραίνει τις Δυνάμεις.
Πάνε, χαθήκαν οι καιροί που θριάμβευε ο κόσμος·
Ρηγάδες δεν υπάρχουν πια, καίσαρες δεν υπάρχουν,
Καν μείνανε, πάλαι ποτέ, προστάτες των πατρίδων,
Τότε που άνδρες κάλλιστοι μετάξυ των ανδρών
Έπρατταν ν’ ανδρειότερο· και με των μεγαλύτερων
Ζούσαν το μεγαλείο. Χαθήκαν όλοι οι πάτρωνες,
Τελειώσαν οι χαρές – τώρα μονάχα ανάξιοι ζούνε και βασιλεύουν
Και χαίρονται τον ίδρωτα που στάζει ο λαός.
Αίγλη καμιά· η ευγένεια γριά σαφρακιασμένη
Κι απανταχού οι άνθρωποι σ’ αυτό την αμιλλεύουν:
Στα χρόνια που φορτώνονται, στην όψη π’ αζωεύει,
Όπως απαρηγόρητος μοιρολογά ο ψαρός –
Το ξέρει πως οι φίλοι του, οι γιοι παλιών αρχόντων,
Χάρισμα είναι πια της γης· το ξέρει πως το σώμα του
Όλο και τον αφήνει, πως φεύγουν από μέσα του τα ίχνη της ζωής·
Γλυκάδα δεν γλυκαίνεται και πόνο δεν πονάει,
Το χέρι του ασυνέργαστο και το μυαλό αδειανό.
Ολότελα κι αν έσπερνε το μνήμα με χρυσάφι,
Σαν αδελφός προς αδελφό, κι έθαβε τους νεκρούς του
Μαζί με όγκους λάφυρα, δεν θα ’χε επιτύχει
Το τίποτα για τίποτα: γιατί η ψυχή του αμαρτωλού
Σαν στέκει μπρος στο φόβο Του δε βρίσκει μερτικό
Κι ας ήξερε, απ’ τη ζήση του, καλά πού το ’χε θάψει.
Φόβος Θεού· απέραντος· παγώνει εμπρός του ο κόσμος·
Δικά Του τα θεμέλια του, δικά Του τ’ αγκωνάρια
Δική Του η στέγη τ’ ουρανού. Τρελός είναι ο άνθρωπος
Που φόβο δεν κατέχει – κι ο θάνατος απόρθητο τον παίρνει·
Ευλογημένος ο άνθρωπος που υπάρχει ταπεινά –
Κι η σωτηρία των ουρανών τον περιμένει.
Σ’ αυτόν σταλάζει ο Κύριος τον λόγο των ελλόγων
Διότι αυτός αγκάλιασε τον Λόγο του Κυρίου.
Ένα οφείλει ο άνθρωπος, τα πάθη ν’ αφεντεύει
Κι άγερτη του παντός την πλάστιγγα ν’ αφήνει·
Τους συνανθρώπους του να μην περιφρονά,
Να ’χει αγαθή την πρόθεση και δίκιο να κερνά
Εχθρούς και φίλους· τι όποιος θέλει ποιον να δει
Φωτιά να πέφτει να τον κάψει
Ή να τον αγγριφίζει η νεκρική πυρά:
Έτσι είν’ οι φίλοι. Κριτής κανείς καλύτερος
Δεν είναι από τη Μοίρα, κριτής κανείς σοφότερος
Δεν είναι απ’ τον Θεό. Γι’ αυτό, σημείο ας βάλει
Η μνήμη μας στον τόπο της πατρίδας, να μην
Ξεφεύγει ο μόχθος μας απ’ τον προορισμό:
Προς μια ζωή ευλαβική, θεάρεστη, σωτήρια.
Και κάπου ας Τ’ απευθύνουμε φτωχό ευχαριστώ
Που τόσο μας αγάπησε, και δόξα στ’ όνομά Του
Κι αιώνια η βασιλεία Του. Αμήν.




Ο λεγόμενος “Seafarer”, ο ναυτικός, ο θαλασσινός, ο θαλασσόλυκος, είναι το πένθιμο άσμα ενός μονήρη στη θάλασσα, που περιλαμβάνεται [81b-83a] στον Codex Exoniensis (τέλη 10ου αι. μ.Χ.), τον κανόνα της αγγλοσαξονικής ποίησης. Θα βρει κανείς μελετητές και στα δύο ερμηνευτικά «στρατόπεδα»: άλλοι –μάλλον η πλειονότητα– υποστηρίζουν ότι ο θαλασσοδαρμός είναι μια αλληγορία: για τον κοσμικό βίο, τις συμφορές του αμαρτωλού, τις δοκιμασίες του ευλαβούς..., ενώ άλλοι θεωρούν τούτους τους στίχους κυριολεκτικούς. Οι πρώτοι έχουν γερά πατήματα· μια ελεγεία της μεγάλης ποιητικής βίβλου του Έξετερ δεν μπορεί παρά να υπακούει στο θεολογικό της καθήκον. Και το κάνει στ’ αλήθεια, αφού ο θαλασσινός δεν διηγείται τις εμπειρίες του, αλλά τον ίδιο τον εαυτό του: μ’ ένα μοιρολόι που, αν δεν κατέληγε σε δοξολογία, θα έμοιαζε επικίνδυνα με έναν κλασικό ιουδαϊκό ταλανισμό. Μπορεί κανείς να διακρίνει τα «κενά» από τον έναν στίχο στον άλλον. Αν ο θαλασσινός κυριολεκτούσε, τότε τα σημεία και τέρατα των ταξιδιών θα ήταν πιο σημαντικά από την επιμονή στο ψυχικό άχθος· και το ποίημα θα πήγαινε έτσι ίσαμε το τέλος, και δεν θα κοβόταν σχεδόν στη μέση για χάρη ενός αναθέματος προς τον κοσμικό βίο, προς τον πτωχό τω πνεύματι που η ψυχολογική του μακαριότητα πηγαίνει αντάμα με μια θρησκευτική δυσμένεια, την οποία μάλιστα αγνοεί, και προς τον ίδιο τον εαυτό ακόμα, που είναι συνεχώς εκτεθειμένος στις ορμές τού ξεστρατίσματος. Ούτε ο Θεός και η Μοίρα (meotod) θα ήταν το ίδιο πρόσωπο. Αν ο θαλασσινός δεν τραγουδά έναν ταλανισμό, το κάνει από πίστη, αλλά όχι μόνο από ένα προφανές είδος πίστης. Η θάλασσα δεν είναι απλώς εξορία, είναι αυτοεξορία· και γνωρίζει ο θαλασσινός πως, είτε στη θάλασσα είτε στην έρημο, είτε σ’ ένα πλοίο είτε σ’ ένα σπήλαιο, επέλεξε ο ίδιος τη μοναξιά του, για να βρεθεί ενώπιον του Δημιουργού του, είτε ως αναγεννημένος άνθρωπος είτε ως νεκρός. Μάλιστα, αυτό ακριβώς είναι που χωρίζει τον “Seafarer” από το αδελφικό του ποίημα μέσα στον Codex, τον περίφημο “Wanderer”, τον περιπλανώμενο, που βιώνει εξορία κι όχι αυτοεξορία, που θρηνεί για μια ευτυχία κάποτε πραγματική και τώρα χαμένη, αντί πάντα υποθετική και τελικά κίβδηλη.

Η μετάφραση ακολουθεί την παουντική μέθοδο του δημιουργικού μείγματος πιστότερα από το πρωτότυπο (εξάλλου, ο Πάουντ έκανε στη μετάφραση του “Seafarer” ό,τι και στα ποιήματα της Cathay, αν και όχι στον ίδιο βαθμό). Ωστόσο, σέβεται την τάξη της όλης διήγησης. Όσον αφορά τη στιχοθεσία, παραβλέπει σκόπιμα και το πανδαιμόνιο του Codex και την πολύ αραχνοΰφαντη για τα ελληνικά δεδομένα επιμέλεια των μελετητών του. Όσον αφορά την ορολογία, καταλήγει σ’ ό,τι κρίθηκε πιο αρεστό [ακόμα και στα πλέον απλοϊκά διλήμματα, όπως εκείνο του sylf (του εαυτού) ή του hwæles eþel (του «βασιλείου των φαλαινών», της θάλασσας δηλαδή), του hleomæg (του προστάτη, του συγγενή, του οικείου, του συντρόφου, του «δικού»), του bealosiþ (που δεν είναι ο «αλαργεμός», η ξενιτιά –τουλάχιστον όχι κυριολεκτικά– αλλά το επικίνδυνο ταξίδι, ή η ακραία εμπειρία), αλλά και στα λιγότερο απλοϊκά, όπως εκείνη η πολύπαθη λέξη «anfloga» (αυτός που πετάει μόνος), που ίσως δεν είναι καν γνήσια και που αποδίδεται ως «μοναχόπετη», λίγο από σεβασμό για την υπάρχουσα ερμηνεία της βαλκυρίας και λίγο από αγάπη στο μοτίβο της φτερωτής μορφής που συμβολίζει άλλοτε τον θάνατο κι άλλοτε την ψυχή που φεύγει, σε μια σκιώδη σχέση με τον κούκο, το σύμβολο της χαράς που όμως, εδώ, ακόμα κι αυτός έχει δυσοίωνη παρουσία, ή όπως το soþgiedd, που για χάρη του Ουίτμαν αποδόθηκε ως τραγούδι (του εαυτού), μ’ αυτήν την ισχύουσα αλλά όχι και κυρίαρχη έννοια, αντί της «(αληθινής) ιστορίας», της διήγησης)]. Πιθανόν να μην υπάρχει ούτως ή άλλως επιτυχής ή ανεπιτυχής απόδοση του “Seafarer” σε μιαν άλλη γλώσσα: όπως ερμηνεύει κανείς, έτσι πρέπει ν’ αποδίδει. Αν το ποίημα είναι αλληγορικό (που εδώ θεωρείται πως είναι), τότε καθεμία λέξη σχεδόν, μ’ όλα τα σχήματα της περιγραφικής της φύσης, εκτείνεται σ’ ένα απεριόριστο εύρος· αν είναι κυριολεκτικό, τότε ο συγγραφέας τού “Seafarer” επιτρέπει και πάλι κάποια ελευθερία λόγω της «στοχαστικότητάς» του. Σίγουρα o “Seafarer” και ο “Wanderer” είναι δικαίως δύο από τις διασημότερες ελεγείες του Codex, για την τόσο διαυγή και βίαιη έκφραση αυτού που ονομάζουμε Υπαρξιακή Αγωνία.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: