Κινούμενη άμμος

Στραβοπατάει. Νιώθει τα τακούνια της κακοπατημένα σαν να πληρώνουν αυτά την ένταση που τη βαραίνει απ’ την ώρα που πάτησε ξανά το πόδι της στο χωριό. Ίσως τελικά να μην ήταν καλή ιδέα. Όταν ρίχνει κανείς πίσω του μαύρη πέτρα, δεν έχει νόημα να επιστρέφει.
Κοιτάζεται στο καθρεφτάκι. Τα μάγουλά της είναι χλομά, προσθέτει ρουζ. Δεν θα την αναγνώριζε κανείς, αλλά αναγκάστηκε ν’ αποκαλύψει την ταυτότητά της στον δικηγόρο του πατέρα της. Την κοίταξε απ’ την κορφή ως τα νύχια σαν να τη σκάναρε, το βλέμμα του είχε τη χροιά εκείνης της περιφρόνησης που της ήταν τόσο οικεία. Την είχε διαβάσει αμέτρητες φορές σε ματιές γειτόνων, πωλητών, ακόμα και τυχαίων περαστικών.
Της ανακοίνωσε την αποκλήρωση με μια χαρά που δεν κρυβόταν. Το σπίτι και τα προσωπικά του αντικείμενα πήγαιναν κατευθείαν στην εκκλησία, ο μακαρίτης ήταν βαθύτατα θεοσεβούμενος. Δεν δικαιούνταν ν’ αφαιρέσει ούτε καρφίτσα απ’ το πατρικό της. Δεν είπε τίποτα, μόνο της ξέφυγε ένα πικρό χαμόγελο σαν σκέφτηκε τα παιδικά χρόνια, τότε που ο πατέρας έσκυβε από πάνω της την ώρα που διάβαζε και της χάιδευε τα μαλλιά. Μάλλον γι’ αυτό το πολύτιμο χάδι πήρε τη μεγάλη απόφαση να έρθει στην κηδεία του. Είχανε χρόνια να μιλήσουν, από τότε που το ’σκασε με δυο αλλαξιές κι έναν κουμπαρά όπου μάζευε το χαρτζιλίκι. Άφησε γράμμα πως πάει να βρει τον εαυτό της. Τον έπαιρνε κάπου κάπου, περισσότερο για να βεβαιωθεί πως ήταν καλά. Της το ’κλεινε με το που έλεγε Εμπρός και άκουγε τη φωνή της. Έμαθε να αρκείται σ’ αυτό το Εμπρός, το ηχογράφησε να το ακούει συχνότερα. Του ’γραψε και τη διεύθυνσή της ελπίζοντας μια μέρα να εμφανιστεί στην πόρτα.
Απ’ τη στιγμή που γύρισε, έχει την περίεργη αίσθηση πως δεν πατάει σε στέρεο έδαφος, σαν να σαλεύει κάτω απ’ τα πόδια της μια κινούμενη άμμος έτοιμη να τη ρουφήξει. Στην κηδεία όλοι έχουνε μάθει απ’ τον δικηγόρο πως είναι αυτή. Ανάμεσά τους και ο Στρατής, το πρώτο της φιλί. Την είχε στριμώξει σ’ ένα στενοσόκακο, είχε γυρέψει το στόμα της άπληστα, λιμασμένα. Τα στιβαρά του μπράτσα στη μέση της μέχρι να της κοπεί η ανάσα. Την επομένη την απέφευγε, ντρεπόταν. Κι ύστερα ξαναλύγιζε, την αποζητούσε απεγνωσμένα. Της έχωνε στα χέρια ραβασάκια. Δεν παρέλειπε ποτέ να της γράφει να τα σχίζει μόλις τα διάβαζε. Έτρεμε μην αφήσει ίχνη. Μέχρι που της το ξέκοψε, να μην τον ξαναζύγωνε, φτάνει. Τον κυνήγησε, ζήτησε εξηγήσεις. Την έφτυσε, αυτή τον παρέσυρε, της είπε. Τώρα η ματιά του τη σταυρώνει χειρότερα απ’ τους άλλους. Μαντεύει πως μέσα του βράζει, ήτανε πάντοτε οξύθυμος. Μια γυναίκα τού σφίγγει το μπράτσο, σίγουρα η σύζυγος. Όποιος μένει στο χωριό, παντρεύεται, κανόνας απαράβατος.
Θέλει να πλησιάσει τον τάφο, μα δεν τολμά. Κρατά στα χέρια της ένα λουλούδι, αυτό που ρίχνουν για καλό κατευόδιο. Σκοπεύει να το ρίξει πάνω στο φέρετρο ψιθυρίζοντας Σ’ αγαπάω, μπαμπά. Αλλά για να το ρίξει πρέπει να πλησιάσει. 

            «Μ’ αρέσεις τρελά».
                «Σταμάτα, Στρατή, δεν είναι σωστό».
                «Δε με νοιάζει. Σε θέλω κολασμένα».
                «Κι αν το μάθουν;»
                «Δε θα το μάθει κανείς».

Σαν να βαστούσε ακόμα στο στόμα της τη γεύση του φιλιού του. Μια ανάμνηση που αν και μακρινή, φάνταζε ακόμα νωπή. Το άρωμά σου… της έλεγε μεθυσμένος κι ας ήταν μια φτηνή κολόνια του ψιλικατζίδικου. Έφτανε να του ξυπνήσει όλες τις αισθήσεις.
Η γυναίκα συνεχίζει να τον σφίγγει σαν να προσπαθεί να τον συγκρατήσει από κάτι. Ο παπάς ψέλνει πάνω απ’ το σκαμμένο χώμα. Εκείνη αρχίζει να νοσταλγεί το διαμέρισμά της. Τον καναπέ, τις πολυθρόνες, το κρεβάτι της… Τα άψυχα την αγαπούν αληθινά. 

                «Τι σου ’κανα και μ’ αποφεύγεις;»
                «Παράτα με!»
                «Εσύ το άρχισες…»

Τα φρύδια του σμίγουν, τα μάτια του στενεύουν. Όλοι οι μύες του προσώπου του σκληραίνουν επικίνδυνα.

                «Σκάσε! Αν το ξαναπείς αυτό, θα σου κόψω τη γλώσσα. Εσύ φταις. Εσύ φταις για όλα».

Κάνει ένα βήμα μπροστά. Οι συγχωριανοί αποτραβιούνται λες κι ο αέρας μολύνεται στο πέρασμά της και θα κολλήσουν αρρώστια. Κοιτούν την ξανθιά περούκα της, τη μαύρη στενή φούστα, τα τακούνια που τώρα τη χτυπάνε στις φτέρνες. Ακόμη κι ο παπάς έχει το ύφος κάποιου που υπογράφει θανατικές καταδίκες. Την έχει ήδη ξεγράψει. Οι αμαρτωλοί καίγονται στην κόλαση. Δεκάδες άνθη ξαπλωμένα στην κάσα, ρίχνει από πάνω το δικό της.
Και τότε, η φωνή του Στρατή, αυτή η ίδια φωνή που της είχε ψιθυρίσει κάποτε λόγια λαγνείας, την κάνει ν’ ανατριχιάσει σύγκορμη. Το ανέχεστε αυτό, συγχωριανοί; Είναι ντροπή για τον συγχωρεμένο. Άγιος άνθρωπος. Θα επιτρέψουμε αυτό το αίσχος στο τελευταίο αντίο;
Οι λέξεις πιάνουν τόπο, μια θύελλα αγριεμένων ήχων υψώνεται γύρω της κυκλωτικά. Όλοι μοιάζουν με κουλουριασμένα φίδια που βρήκαν την ευκαιρία να εκτιναχτούν και να δαγκώσουν.
Η πρώτη πέτρα τη βρίσκει στον λαιμό, η δεύτερη στην κοιλιά, η τρίτη στο γόνατο. Πέφτει στα τέσσερα. Βουρκώνει, η όρασή της γίνεται θαμπή, σαν γυαλί θολωμένο από υδρατμούς. Τις πέτρες συνοδεύουν κλοτσιές στα πλευρά, κάποιος της τραβάει την περούκα. Τα κοντοκουρεμένα μαλλιά θυμίζουν κάτι απ’ τον παλιό εαυτό της, τότε που ήταν ακόμα αγόρι. Η αίσθηση της κινούμενης άμμου γιγαντώνεται, ένα κοκκινόμαυρο υγρό βγαίνει απ’ το στόμα της, τα μάτια της πηγάδια θρηνούν για όλα, για τον πατέρα που δεν την αποδέχτηκε, για το εμπρός του που δεν θα ξανάκουγε, για τα έπιπλά της που δεν θα την ξανάβλεπαν. Τα έπιπλά της που την αγαπούσαν… Γκρεμίζεται μπρούμυτα με τη μύτη στο χώμα.
Το ξέρει πια κι ήταν η τελευταία σκέψη της: πως ο τάφος αυτός ανοίχτηκε για κείνη.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: