Δε θυμάται πριν να είχε χρειαστεί να βάλει όλη του τη δύναμη για να πετύχει κάτι. Τώρα όμως πρέπει να το κάνει, πρέπει να κερδίσει τη μάχη αυτή πάση θυσία. Η φιλοσοφία που υπαγορεύει πως σ’ έναν αγώνα οφείλουμε να είμαστε προετοιμασμένοι και για την ήττα, φαντάζει πολυτέλεια. Ο αγκώνας του πάνω στο τραπέζι τον τσούζει, οι φλέβες του καρπού του έχουν τεντωθεί τόσο, που λες πως θα χυθούν έξω απ’ το δέρμα σαν γαλάζιες γλώσσες φιδιού. Πρέπει να νικήσει. Εκείνα τα δυο βλαμμένα που χασκογελούν, του ’ταξαν πως αν κέρδιζε στο bras de fer, θα του ’διναν εκατό ευρώ. Ηλίθια πλουσιόπαιδα που δεν ξέρουν πώς να ξοδέψουν τα λεφτά και το χρόνο τους και τα πετάνε εδώ κι εκεί. Για κείνον όμως που έχει να φάει δυο μέρες και κοιμάται στα παγκάκια, τα εκατό ευρώ είναι όαση. Θ’ αγοράσει σάντουιτς για όλο το μήνα, θα του περισσέψουν να πάρει και καμιά κουβέρτα, η παλιά έχει τρυπήσει σε τρία σημεία και το κρύο περονιάζει.
Κοιτάζει τον αντίπαλο ίσια στα μάτια. Είναι κι αυτός άστεγος, φαίνεται από χιλιόμετρα, λες κι η φτώχεια ριζώνει στο πετσί και διατυμπανίζει την παρουσία της. Κοκαλιάρης και ασθενικός, δε θα βαστάξει για πολύ. Κανονικά θα ’πρεπε να τον λυπηθεί, αυτός φαίνεται νηστικός παραπάνω από δυο μέρες, το στέρνο του μέσα απ’ το μισάνοιχτο πουκάμισο θυμίζει ακτινογραφία. Αναρωτιέται πώς αντέχει να ’ναι τόσο ελαφρά ντυμένος. Τον διαπερνά ρίγος. «Κόφτο!» μαλώνει τον εαυτό του. «Κοίτα τα δικά σου τα χάλια κι άσε τους άλλους. Οι άλλοι θα βρουν τρόπο να επιβιώσουν. Τώρα πρέπει να κερδίσεις».
Με κοιτάζει άγρια, μαντεύω τι σκέφτεται: ότι θα με νικήσει σε χρόνο ντε τε. Σε λίγο όμως θ’ αρχίσει ν’ αναρωτιέται γιατί δεν μ’ έχει νικήσει ακόμα. Θα με εξετάσει εξονυχιστικά προσπαθώντας να καταλάβει από πού αντλεί δύναμη ένας κοκαλιάρης. Πάντα έτσι γινόταν, οι συμμαθητές μου μ’ είχανε για μισή μερίδα. Πιανόμασταν στα χέρια και τους έβαζα κάτω, εγώ ο ξερακιανός, η «στέκα» όπως με φώναζαν χαζογελώντας μέχρι να βρεθούν με κανένα μάτι μαύρο και το βουλώσουν. Κι ύστερα άρχιζαν τα μουρμουρητά πίσω απ’ την πλάτη μου, πώς γίνεται να ’χει τόση δύναμη «αυτός»; ―ψιτ, αυτέ― έτσι με φώναζαν όταν πια δεν τολμούσαν να πουν το «στέκα», κι εγώ τους έγραφα, καθώς δεν είμαι γάτα να γυρίζω στα ψιτ ούτε το «αυτέ» μού χτύπαγε καλά. Είχα όνομα, το διάβαζαν οι καθηγητές στους καταλόγους τους, ήταν η μόνη φορά που άκουγα το όνομά μου, μετά το ξέχναγαν κι αυτοί.
Πιάνει με την άκρη του ματιού του τα βλαμμένα να σκουντιούνται και να χαχανίζουν. Νιώθει ντροπή που ’γινε πιόνι στο παιχνίδι τους, αλλά τα εκατό ευρώ είναι ανάσα. Απέχει τόσο λίγο απ’ το να τα κλείσει στη χούφτα του και να αισθανθεί τη χάρτινη υφή τους να του γαργαλά απαλά την παλάμη. Τι κι αν κάνει τον καραγκιόζη για να διασκεδάσουν αυτοί οι δυο; Όχι πως σώζεσαι με εκατό ευρώ, αλλά παίρνεις παράταση, σαν μελλοθάνατος που αναβάλλεται η εκτέλεσή του και πηγαίνει στο παράθυρο του κελιού του να δει μια μέρα ακόμα τον ήλιο. Θα δώσει τη μάχη του για λίγη παραπάνω ζωή.
Αλλά πολύ αντιστέκεται ο άλλος. Αφύσικα πολύ σε σχέση με τη σωματική του κατάσταση. Είναι ένα πεισματάρικο απολειφάδι που θέλει τη νίκη. «Με τι προσόντα, ρε, θα νικήσεις;» θέλει να του φωνάξει, αλλά καταλαβαίνει πως δεν έχει νόημα. Εδώ μιλάνε τα χέρια, τα μάτια που πετάνε φωτιές, τα κορμιά που έχουν γείρει μπροστά σε μια ευλαβική προσήλωση.
Αυτοί οι δυο που μας έμπλεξαν στο παιχνίδι είναι βόδια. Θα προτιμούσα να τους πλακώσω στο ξύλο απ’ το να παίξω για χάρη τους, αλλά τα λεφτά μού χρειάζονται. Η Ονόρα έχει κρυώσει και χρειάζεται μπουφάν κι η Μπέτη, όποτε τη βλέπω, μου λέει το αιώνιο: «Τη ζωή μου για ένα τσιγάρο». Θα της πάρω δυο-τρία κουτιά να ’χει προμήθεια κι ένα φτηνό πανωφόρι στην Ονόρα που ’χει γδάρει το λαιμό της απ’ το βήχα. Με τα υπόλοιπα θ’ αγοράσω τρόφιμα να τα μοιραστούμε, δε θα ’ναι πολλά, αλλά απ’ το να βάζεις το χέρι στην τσέπη και να πιάνεις φόδρα…
Προσπαθεί να μαντέψει τι σκέφτεται ο άλλος. Ίσως τα ίδια μ’ αυτόν, ίσως εντελώς διαφορετικά. Αυτόν μπορεί να μην τον προβληματίζει που γίνεται έρμαιο της χαζομάρας δυο χασομέρηδων. Μπορεί να βλέπει την όλη φάση σαν έναν πρωτότυπο τρόπο να βγάλει εκατό ευρώ. Μπορεί να διασκεδάζει κιόλας βλέποντας τον αντίπαλό του να ιδρώνει, ενώ αυτός δεν έχει χύσει στάλα ιδρώτα.
Αυτό το τελευταίο τον αναστατώνει. Νιώθει μια ρανίδα ιδρώτα να κατρακυλά στο αριστερό του μηλίγγι, ένα ενοχλητικό κύλισμα που του φέρνει δάκρυα με αίμα, λόγω μιας σπάνιας πάθησης που ’κανε τη μάνα του να σταυροκοπιέται όταν τον έβλεπε να κλαίει. Κόκκινα δάκρυα που του λέκιαζαν τα μάγουλα σαν πηχτή μπογιά και τον έκαναν να ντρέπεται και να τρέχει στο μπάνιο. Τώρα δεν μπορεί να φύγει, δεν μπορεί να εγκαταλείψει, αλλά κι αν μείνει, πόσο σίγουρη είναι πλέον η νίκη; Τα χείλη του αρχίζουν να τρέμουν, μάλλον δεν υπολόγισε σωστά τις δυνάμεις του αντιπάλου, δεν τον ζύγισε όπως θα ’πρεπε. Είναι πιο αδύνατος, πιο κακομοίρης, πιο κοντός, σε όλα πιο κάτω απ’ αυτόν, τον βλέπεις και πιστεύεις πως μ’ ένα φου θα τον σωριάσεις χάμω, κι όμως είναι ανεξήγητα δυνατότερος. Οφείλει να το παραδεχτεί τώρα που το δικό του χέρι γέρνει δεξιά έτοιμο να λυγίσει σαν τσακισμένο κοτσάνι, τώρα που τα δυο βλαμμένα γουρλώνουν τα μάτια σκύβοντας προς το μέρος τους. Ούτε κι αυτοί φαίνεται πως περίμεναν να γείρει η ζυγαριά υπέρ του άλλου, του καχεκτικού, του ασήμαντου. Φρικάρουν και με τα δικά του αιμάτινα δάκρυα, του φάνηκε πως ο ένας τους μουρμούρισε κάτι σαν «βρυκόλακας», θέλει να τραβήξει το χέρι του απ’ το τραπέζι και να του χώσει μια γροθιά, μα συγκρατιέται. Του πήρε χρόνια να συνηθίσει το πρόβλημά του, να πάψει να ντρέπεται για το αλλόκοτο κλάμα του. Βοήθησε κι η συγχωρεμένη η μάνα του που το ’ψαξε και του ’λεγε πως αν ζούσε στην Ινδία, θα τον λάτρευαν σαν θεό. Οι Ινδοί θεωρούν το διαφορετικό θεϊκή εκδήλωση θαύματος και το προσκυνάνε. Τον παρηγορούσε η ιδέα αυτή, σιγά σιγά άρχισε να κλαίει σαν να μην έτρεχε τίποτα. «Τι βρικόλακες, γουρούνια! Θεός θα ήμουνα στην Ινδία, ενώ εσείς σκουπίδια όπως τώρα».
Κόκκινα δάκρυα. Αν δεν τα ’χα δει στην Μπέτη, θα ’μενα κάγκελο. Η Μπέτη κλαίει με αίμα, πασαλείβεται και μοιάζει με ηρωίδα τρόμου. Μας φρικάρει, μα δεν της το δείχνουμε και την παρηγορούμε. «Υπάρχουν και χειρότερα», το κλισέ που μου τη δίνει στα νεύρα, αλλά εδώ χρειάζεται. Η Μπέτη σκουπίζει τα μάτια της και πετά στον κάδο τα ματωμένα χαρτομάντιλα. Λέει το γνωστό «τη ζωή μου για ένα τσιγάρο», αλλά καθώς κανείς μας δεν έχει φράγκο για να της πάρει τσιγάρα, σταματά τους περαστικούς και ζητάει. Όλοι την προσπερνούν. Ή πέφτει πάντα σε μη καπνιστές ή πέφτει σε καπνιστές που βαριούνται να τραβήξουν ένα τσιγάρο απ’ το πακέτο. Δεν τους αδικώ, η Μπέτη έχει κάτι απωθητικό, αν έκλαιγε κιόλας μπροστά τους, θα την προσπερνούσαν τρέχοντας.
Αδυνατεί να πιστέψει και πολύ περισσότερο να δεχτεί την ήττα του. Βλέπει το νικημένο του χέρι ξαπλωμένο ανάσκελα στο τραπέζι και τρελαίνεται. Έφτασε στα όρια της αντοχής του κι έχασε. Τα δάκρυα επανέρχονται ορμητικά, δεν τον παρηγορεί τίποτα, ούτε ότι θα ’ταν θεός στην Ινδία. Με το άλικο βλέμμα του πιάνει τον νικητή να παίρνει τα εκατό ευρώ απ’ τα δυο βλαμμένα που τον κοιτάνε σαν χάνοι. Αυτός χαμογελά, του λείπει ένα απ’ τα μπροστινά δόντια. Ο λεχρίτης ξεγελά με την εμφάνισή του, όλους τους ξεγέλασε, μοιάζει με σκιά κι είναι τέρας δύναμης. Οι δυο χάνοι απομακρύνονται. Τζάμπα όλα και το μπράτσο του τον πονά. Τα δάκρυα γίνονται χείμαρρος, η όρασή του θολώνει. Νιώθει τον άλλο να τον ζυγώνει, τι σκατά θέλει; Να του πει και μπράβο για τις επιδόσεις του; «Εντάξει, ρε φίλε, είσαι μάγκας, παράτα με όμως στη μαυρίλα μου, μην τη σκαλίζεις…» Του δίνει κάτι, κάτι που δεν μπορεί να ξεχωρίσει μες στη θολούρα του. Ψάχνει στις τσέπες του για καμιά χαρτοπετσέτα. Θυμάται πως είχε κρατήσει μια απ’ την τυρόπιτα που ’χε φάει προχθές. Τη βρίσκει και σκουπίζει τα μάτια του. Η εικόνα καθαρίζει, αλλά δεν μπορεί να εξηγήσει με τη λογική αυτό που βλέπει ούτε αυτό που ακούει τον άλλο να του λέει: «Δικά σου. Εμένα μου φτάνουν τα πενήντα».
Αν μπορούσε να δει τα μάτια του σε καθρέφτη, θα ’βλεπε πως γαλήνεψαν απότομα, σαν κάποιο χέρι να ’χε τραβήξει από μπροστά τους το παραπέτασμα της πρότερης σκληράδας. Τα γλυκά μάτια του με το αίμα στις κόγχες στυλώνονται στον άλλον ευγνωμονώντας τον που είχε κερδίσει.