Μπριάμ
Πλήρης ημερών και διαυγής στο μυαλό η γιαγιά μου πέθανε μαγειρεύοντας μπριάμ, το αγαπημένο φαγητό του γιου της που ήταν κατάκοιτος για χρόνια – αλλά καλοφαγάς. Αντικρίζοντας τη μάνα του στο πάτωμα νεκρή, και επειδή δεν άντεχε να ζει χωρίς αυτήν, πήρε τη δύναμη, σηκώθηκε απ’ το ράντζο σαν τον παραλυτικό της παραβολής, έδωσε μια κι έπεσε απ’ το παράθυρο με το κεφάλι. Ήταν η ώρα του φαγητού.
Πάρκο
Στο πάρκο της γειτονιάς, δίπλα στο παγκάκι υπήρχε ένα αναπηρικό καρότσι εγκαταλελειμμένο. Ήταν του νεαρού που αυτοκτόνησε πρόπερσι από ερωτική απογοήτευση. Στη θέση του υπάρχει τώρα μια κόκκινη καρδιά μπαλόνι, να θυμίζει στα παιδιά ότι η αγάπη δεν είναι παιχνίδι.
Γενέθλια
Στα έβδομα γενέθλιά μου δεν με θυμήθηκε κανείς. Κανείς δεν μου είπε χρόνια πολλά. Είμαστε οικογένεια πολυμελής και πάντα η μαμά μου ξεχνά τις επετείους. Δεν κράτησα κακία, αλλά μια χρονιά, αφού έσβησα τα κεριά, πήρα μια χούφτα τούρτα και της την έριξα στη μούρη. Γέλασε. Ήταν καλύτερο από συγγνώμη.
Ο Αζόρ
Στα παιδικά μου χρόνια είχαμε στο σαλόνι τον Αζόρ, ένα ζώο ασυνήθιστο για σαλόνι – ένα ανακόντα. Ήταν η πιστή μας συντροφιά, η παρηγοριά μας, ο ακροατής μας. Και τι δεν είχε ακούσει αυτό το ζώο, εξομολογήσεις, κλάματα, καβγάδες, αγκαλιές, εκρήξεις ζήλιας, συμφιλιώσεις. Δεν αντιδρούσε σε τίποτα, έδειχνε υπομονή και στωικότητα, δεν είχε προτίμηση σε κανέναν μας. Δεν έδειχνε συναισθήματα, ούτε συμπάθειες. Με τον καιρό έγινε σιγά-σιγά βαρετό, έως και αντιπαθητικό, θέλαμε κι εμείς μια ανταπόκριση. Αποφασίσαμε να το διώξουμε, το στείλαμε σε ζωολογικό κήπο και πηγαίναμε να το δούμε, όλο και πιο αραιά. Δεν μας γνώριζε, αδιαφορούσε. Κρίμα, είχαμε χάσει τόσο χρόνο να δημιουργήσουμε σχέσεις.