Επιγράμματα σε οικογενειακό τάφο

        1.

Ονομάζομαι Πάτι Μάσρουμ.
Από μικρή μ’ άρεσε το δάσος, τ’ άγρια βότανα και τα μανιτάρια.
Πήγα σε ροκ συναυλία και τα ‘φτιαξα με τον κιθαρίστα.
Ύστερα παντρεύτηκα με τον χασάπη, τον Ντάριελ Μπούτσερ.
Κάναμε τρία παιδιά, τα δύο φτυστά ο πατέρας τους.
Έγιναν χασάπηδες κι αυτά, εκτός απ’ τον μικρό.
Κάποτε ξανάκουσα ροκ κι όλα βάφτηκαν κόκκινα.
Ο Ντάριελ τότε θα μ’ έσφαζε σαν τα γουρούνια του
αλλά δεν πρόλαβε, πέθανε από έμφραγμα
        ―έτρωγε κι έπινε πολύ, αιωνία του η μνήμη.

    Το στερνοπαίδι μου ο Μάικλ έγινε μουσικός, σαν τον πατέρα του.
    Όταν πέθανα πήρα μαζί στον τάφο μου εκείνη τη συνταγή
    από το χοιρινό με μανιτάρια που είχα μαγειρέψει για τον Ντάριελ.

                    2.

    Είμαι ο Ντάριελ Μπούτσερ, ο χασάπης.
    Αυτό το επάγγελμα ήταν κληρονομιά της οικογένειας.
    Παντρεύτηκα την Πάτι που ήταν λίγο παράξενη.
    Με άλειφε με μελισσοβότανο, θυμάρι και λεβάντα
    για ν’ αντέξει τη μυρωδιά από αίμα στο δέρμα μου.
    Ζήσαμε μια ήσυχη ζωή, κάναμε τρία παιδιά,
    αλλά κάποτε την είδαν στο δάσος με έναν άλλον.
    Πήρα μαχαίρι να τη σφάξω
    κι αυτή για συγχώρεση μου σέρβιρε το φαγητό της.
    Μοσχομύριζε κι αυτή και το πιάτο της,
    δεν μπόρεσα ν’ αντισταθώ κι ύστερα πέθανα.
    Τουλάχιστον έφυγα χορτάτος.
    Αν υπάρχει ζωή μετά τον θάνατο,
    τι δεν θα ‘δινα να γευόμουν ξανά εκείνο το χοιρινό με μανιτάρια.


                    3.

    Με λένε Φάρελ και ήμουν ο πρωτότοτοκος γιος της οικογένειας.
    Πρώτος σε όλα. Στα μαθήματα, τα αθλήματα, στα μαχαίρια.
    Από μικρό με δίδαξε ο πατέρας την τέχνη του
    και έγινα ο καλύτερος χασάπης της περιοχής.
    Πάντα είχα υπό την προστασία μου τα αδέρφια μου
    και τα επανέφερα στον σωστό δρόμο όταν ξέφευγαν.
    Παντρεύτηκα την Ράφελ, από οικογένεια κτηνοτρόφων,
    ενώσαμε τις επιχειρήσεις μας και βγάλαμε πολλά λεφτά.
    Όλα τα έκανα σωστά αλλά πέθανα με ένα βάρος στην ψυχή.
    Δεν μπόρεσα να βρω διάδοχο για την επιχείρηση.
    Ούτε οι κόρες ούτε οι γαμπροί μου την ανέλαβαν
    γιατί ήταν χορτοφάγοι και όλα πήγαν στράφι.
    Εδώ στον τάφο αυτό που δεν αντέχω είναι
    η μυρωδιά από το κρέας που σαπίζει.


                    4.

    Είμαι ο Φέλαν, δεύτερος γιος του Ντάριελ και της Πάτι.
    Από μικρό μ’ έβαζαν να παίζω με σπαθιά και μαχαίρια
    αλλά πιο πολύ μου άρεσε να φοράω τα ρούχα της μαμάς και να βάφομαι.
    Την πραγματική μου φύση δεν τη δέχτηκαν οι γονείς
    και με κλείδωναν στο υπόγειο για να μετανοήσω.
    Στο σχολείο οι δάσκαλοι με τιμωρούσαν και
    οι συμμαθητές με κορόιδευαν.
    Τελικά έγινα χασάπης μαζί με τον αδερφό μου,
    βγάλαμε πολλά λεφτά απ’ τη δουλειά μας
    αλλά μια μέρα τα βρόντηξα και πήγα στη μεγάλη πόλη.
    Έζησα μες στην κραιπάλη και τον έρωτα αλλά δεν το μετάνιωσα.
    Πέθανα από έμφραγμα σαν τον πατέρα μου,
    μετά από ένα μεγάλο φαγοπότι.


                    5.

    Ονομάζομαι Τζίμι.
    Ήμουν ο μικρότερος γιος της οικογένειας Μπούτσερ, του γένους Μάσρουμ,
    καρπός του παράνομου έρωτα της Πάτι με τον Τζιμ
    του σπουδαίου κιθαρίστα και συνθέτη.
    Η μάνα μου με ξεχώριζε από τ’ αδέρφια μου και το έδειχνε.
    Ήμουν πολύ μικρός όταν μου είπε το μυστικό
    και με όρκισε να μην το πω σε κανέναν.
    Ύστερα μου αγόρασε μια κιθάρα κι άρχισα
    να σχεδιάζω νότες στο πεντάγραμμο
    που ανατινάζονταν και σκορπούσαν τις στάχτες τους
    σε δάση με λεβάντες, μελισσοβότανα και μανιτάρια.
    Πέθανα από ναρκωτικά όπως ο πατέρας μου
    που δεν πρόλαβα να γνωρίσω.

     

    αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: