Γνωρίζοντας τη «Χυμευτή αγάπη μου»

Γνωρίζοντας τη «Χυμευτή αγάπη μου»

Βασίλης Τσιαμπούσης, «Χυμευτή αγάπη μου», Εστία 2025




ΗΧυμευτή αγάπη μου του Βασίλη Τσιαμπούση είναι μια νουβέλα που μας αρπάζει από τις πρώτες γραμμές. Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, ο Κώστας, που κουβαλάει το τραύμα του θανάτου της αδερφής του, βρίσκει διέξοδο στη ζωγραφική. Τον συναντάμε στη Θεσσαλονίκη, το 1972, πρωτοετή φοιτητή στο τμήμα Πολιτικών Μηχανικών. Τον αποκαλούν Βαν Γκογκ οι συμφοιτητές του, γιατί όλο σκιτσάρει. Έχει υψηλό διανοητικό επίπεδο και αίσθηση του χιούμορ, αλλά είναι μοναχικός και δυσκολεύεται με τις ερωτικές προσεγγίσεις.
Ενώ η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη και ο αφηγητής φαίνεται να κρατάει μια κάμερα και να ακολουθεί τον πρωταγωνιστή στις περιηγήσεις του, ζουμάρει στις λεπτομέρειες, στις μνήμες και στις σκέψεις που έρχονται απρόσκλητες και καταλαμβάνουν το κάδρο, δημιουργώντας μια γοητευτική, νοσταλγική ατμόσφαιρα, χωρίς περιττές ερμηνείες και συναισθηματισμούς. Ο αφηγηματικός λόγος σε πολλά σημεία πυκνώνει και μεταλλάσσεται σε ποίηση, με νοήματα που λειτουργούν σε πολλαπλά επίπεδα.
Παράλληλα, εικόνες της Θεσσαλονίκης από τα χρόνια της δικτατορίας, παρατάσσονται μπροστά μας ολοζώντανες σε γνώριμους δρόμους, στο αμφιθέατρο του πανεπιστημίου, σ’ ένα μαγειριό, στα δισκοπωλεία με τους δίσκους βινυλίου, στα ατελιέ ζωγραφικής. Κι εκεί ανάμεσα, μπλέκονται και οι αναφορές στη ζωγραφική, αλλά και πολλές αναφορές σε στίχους και μουσικά κομμάτια, όπως το «Θλιμμένο βαλς» του Σιμπέλιους, το «Μπολερό» του Ραβέλ, το μουσικό θέμα από την ταινία ο «Νονός», του Νίνο Ρότα.
Οι διάλογοι, επίσης ολοζώντανοι, υπογραμμίζουν αντιθέσεις και συγκρούσεις. Με το ερωτηματικό για το πώς πέθανε η αδερφή, σκιαγραφείται σταδιακά η ψυχοσύνθεση του ήρωα με κάθε λεπτομέρεια. Και αυτό γίνεται με έναν πλούτο αφηγηματικών τεχνικών. Εκτός από τους διαλόγους, έρχονται και τα γράμματα που αποκαλύπτουν πικρές αλήθειες . Για παράδειγμα, μία τέτοια αλήθεια εκφράζεται με λιτότητα στη σελ. 41, από τον κεντρικό χαρακτήρα, που λέει: «Λόγω του θανάτου της Μαρίας, αισθανόμουν ότι δεν είχα το δικαίωμα να είμαι ευτυχισμένος. Κι όποιος νιώθει έτσι γίνεται κακός και πρόστυχος, ακόμα και μ’ εκείνους που αγαπά».
Για τη βίωση του πένθους μέσα στην οικογένεια, ενώ διαβάζουμε, θα μείνουμε σε μια σπαρακτική περιγραφή του δωματίου της αδερφής, που το διατηρούσαν όπως παλιά: «Όταν τα σκεπάσματα σκονίζονταν, η μάνα τα άλλαζε κι έβαζε καθαρά, σαν να έλειπε η Μαρία ταξίδι κι επρόκειτο να γυρίσει. Σε μια γωνιά ήταν οι παιδικές της κούκλες. Και σε μια κορνίζα μια τούφα απ’ τα ξανθοκόκκινα μαλλιά της, που η μάνα τα είχε κόψει πριν σφραγίσουν την κάσα» (σελ. 113).
Απολαυστικές μέσα στο αφήγημα είναι και οι φιλοσοφικές συνομιλίες του πρωταγωνιστή με τον θείο του, σχετικά με την αντιμετώπιση του θανάτου μέσα από το φίλτρο της θρησκευτικότητας. Η αντίληψή μου εδώ είναι, ότι ενώ το θρησκευτικό συναίσθημα είναι διάχυτο σε όλο το βιβλίο, ο ήρωας επικεντρώνεται στην έννοια της αγάπης, της αποδοχής του άλλου, της ελάφρυνσης του πόνου, της παρηγοριάς μέσα από την εκκλησία. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο νεαρός Κώστας αντιδράει κοροϊδευτικά στα παραληρήματα εκπροσώπων της εκκλησίας που θεωρούν τον εαυτό τους αλάνθαστο, κάνουν κήρυγμα και θέλουν να επιβάλουν την άποψή τους ως τη μοναδική σωστή.
Η πορεία ενηλικίωσης του Κώστα είναι γεμάτη επιρροές από συναναστροφές με σημαντικά πρόσωπα για τη ζωή του, όπως ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, που θα του πει κάποια λόγια και θα τα κρατήσει: «Αν θέλεις να ζωγραφίσεις καλά, πρέπει σε κάτι να δοθείς με την ψυχή σου: Στον Θεό, στην αγάπη μιας πόρνης, στη σωτηρία της αδερφής σου… Μόνο τότε θα μπορέσεις να κάνεις έργα με περιεχόμενο και ουσία» (σελ. 59).
Παράλληλα, μια σειρά από ερωτήματα απασχολούν τον νεαρό, που καλούν σε διανοητικές διεργασίες και τους ίδιους τους αναγνώστες, όπως η σχέση του ζωγράφου με το μοντέλο του, η δύναμη της εξομολόγησης ή της ψυχανάλυσης μπροστά στις ενοχές και τους φόβους, ή η διαχρονική αξία ενός έργου τέχνης.

Σκέφτομαι ότι η εντύπωση που αποτυπώνεται στη σελίδα 64 ότι ο νεαρός αυτός έχει κάποια «ακατέργαστη αξία», ισχύει και για τη γραφή του Βασίλη Τσιαμπούση που είναι απαλλαγμένη από περιττά, ρέει φυσικά και ακατέργαστα και προσλαμβάνεται από εμάς τους αναγνώστες αφτιασίδωτη, σαν μια χειμαρρώδης εξομολόγηση, με όλα να ρέουν κατ’ ευθείαν από την πηγή και να μεταδίδουν το βίωμα άμεσα. Η περιγραφή με τον αγιασμό των υδάτων τα Θεοφάνεια, όπου μέσα στο κρύο το νεαρό ζευγάρι πέφτει στα παγωμένα νερά να πιάσει τον σταυρό, κάνει τους αναγνώστες να νιώθουν το κρύο στο πετσί τους (σελ. 116-117).
Σε ένα σημαντικό λογοτεχνικό έργο, τα κυρίαρχα θέματα είναι ο έρωτας και ο θάνατος και η νουβέλα Χυμευτή αγάπη μου είναι δομημένη πάνω σε αυτό το δίπολο. Η αγαπημένη του πρωταγωνιστή, η Γιάννα Χυμευτή δεν είναι η πανέμορφη, γυναίκα, σύμφωνα με τα στερεότυπα. Είναι ανθρώπινη, χαμηλών τόνων, μοναχική, που κουβαλάει κι αυτή μια παλιά πληγή από ατύχημα.
Στην εποχή της Χούντας, όπου η ανελευθερία κυριαρχεί κι ενώ ο Κώστας δεν είναι οργανωμένος σε κάποια κομματική νεολαία, συλλαμβάνεται εξ’ αιτίας ενός σκίτσου του χωρίς να το καταλάβει, με αποτέλεσμα να του κοπεί η αναβολή από τον στρατό, να αναγκαστεί να αποχωριστεί από την αγαπημένη του και να βρεθεί σε ένα μακρινό στρατόπεδο.
Και ενώ το μισό του βιβλίου κινείται αργά και σταθερά, χτίζοντας ένα στέρεο οικοδόμημα για τους χαρακτήρες της ιστορίας και τις συνδέσεις τους, από τη στιγμή που ο Κώστας φεύγει στο στρατό, οι εξελίξεις είναι καταιγιστικές και η τόσο όμορφα χτισμένη σχέση δοκιμάζεται και καταρρέει. Σ’ αυτό το σημείο, ενώ παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα το μοιραίο λάθος του ήρωα, συμπάσχουμε στο έπακρο, αναλογιζόμενοι ίσως δικά μας αντίστοιχα λάθη. Σε τέτοιες στιγμές, μέσα από την καλή λογοτεχνία, νιώθουμε ότι δεν είμαστε μόνοι και όπως λέει ο συγγραφέας «Είμαστε σαν τους βρόχους ενός διχτυού, αν πιάσεις και τραβήξεις έναν, σηκώνονται και οι διπλανοί του» (σελ. 171).
Περνώντας από μια σειρά συνδέσεις και αλληλεπιδράσεις και καθώς οδεύουμε προς το τέλος, μένει η εντύπωση ότι η σχέση του κεντρικού χαρακτήρα με την τέχνη της ζωγραφικής, όπου η νεκρή φύση ζωντανεύει, αντανακλάει τη σχέση του ίδιου του συγγραφέα με το έργο του, ο οποίος προσθέτοντας στην αφήγηση σταγόνες από τα προσωπικά του δάκρυα, δίνει μορφή ακόμα και στα άυλα, τα ανείπωτα, με αποτέλεσμα να συγκινεί βαθιά.

_____________
Επεξεργασμένο κείμενο από την ομιλία που εκφώνησα στις 4/6/2025, στην Εταιρία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, κατά την παρουσίαση του βιβλίου.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: