
Το μυθιστόρημα Θα πέσει η νύχτα είναι το opus magnum του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη. Το μεγάλο του λογοτέχνημα, τόσο από πλευράς περιεχομένου, κατασκευής, αλλά και πνοής. Δεν είναι όμως απλώς ένα μεγαλόπνευστο βιβλίο, αλλά ένα έργο ζωής. Το έργο στο οποίο ο συγγραφέας του κατατείνει από τη στιγμή που θέτει ως στόχο ζωής τη συγγραφή. Δεν μιλώ εγκωμιαστικά, αλλά απλώς περιγραφικά. Το πρώτιστο ίσως λογοτεχνικό κριτήριο – γιατί όσο παράδοξο κι αν ακούγεται η λογοτεχνία έχει και μετρήσιμα κριτήρια – είναι εάν κανείς γράφοντας συσσωρεύει μεμονωμένες ιστορίες ή εάν προσθέτει ψηφίδες που συγκροτούν έναν ολόκληρο αφηγηματικό κόσμο. Παρότι διαθέτει τις ρίζες της στη προφορική παραμυθητική παράδοση η λογοτεχνία δεν αφηγείται σκέτες ιστορίες ή παραμύθια. Κρατώντας από τις απαρχές της, ως κόρην οφθαλμού την έννοια του μύθου και της αφηγηματικής ικανότητας, πλάθει έναν δικό της κόσμο, κατ’ εικόναν του πραγματικού. Ένα αντικαθρέφτισμα του κόσμου ως έργο τέχνης. Ένα γραπτό κόσμημα που φωτίζει την πραγματικότητα του ζωντανού κόσμου. Οι κόσμοι κοσμήματα που στήνει η λογοτεχνία, εικονίζουν φανταστικές ανθρώπινες ζωές που περιγράφουν ομοιοπαθητικά τις δικές μας, φωτίζοντας την ανθρώπινη συνθήκη, σ’ έναν συγκεκριμένο χρόνο και τόπο, με τη στενή αλλά και την ευρύτερη δυνατή έννοια.
Αυτό παλεύει και αυτό κατορθώνει με τον τρόπο του ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης σε όλα του τα βιβλία, όπως κάθε αληθινός συγγραφέας. Ταυτόχρονα όμως προσδοκά και πορεύεται προς ένα μεγάλο έργο, το μεγαλύτερο του έργο, ζωντανεύοντας μυθοπλαστικά θραύσματα ανθρώπινων βίων, μικρά δηλαδή κάτοπτρα του κόσμου τα οποία συλλαμβάνουν και αποτυπώνουν, όσο αποτελεσματικότερα μπορεί κάθε φορά ο συγγραφέας τους, το υπαρκτό στην ολότητά του. Αυτό είναι κι ένα μεγάλο παράδοξο της λογοτεχνίας: ότι η τέχνη του γραπτού λόγου συγκροτείται από θραύσματα που αποδίδουν και φωτίζουν τον ανθρώπινο στην ολότητά του. Ένα θραύσμα που είναι ταυτόχρονα ένα όλον, αυτό είναι το ίδιον του μεγάλου λογοτεχνήματος. Σε αυτό κατατείνουν όλα τα λογοτεχνήματα των λογοτεχνών. Συνεπώς δεν υπάρχει κανένα παράδοξο ή υπερβολή εάν πούμε πως όλα τα προηγούμενα πεζογραφήματα του Τζαμιώτη ήταν διανύσματα με φορά προς το μυθιστόρημα Θα πέσει η νύχτα. Κάθε βιβλίο και μια λογοτεχνική εκγύμναση. Μια εκγύμναση σε μια τέχνη που ο συγγραφέας προσπαθεί να τελειοποιήσει, να ολοκληρώσει με την πιο φιλοσοφική σημασία της λέξης. Υπ’ αυτή την έννοια μπορούμε επίσης να πούμε πως το Θα πέσει η νύχτα αποτελεί την μεγάλη καλλιτεχνική και λογοτεχνική χειρονομία του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη.
Από πλευράς κατασκευής, δηλαδή δομής (δεδομένου ότι κάθε μυθιστόρημα συνιστά μια μεγάλη δομική άσκηση κι ένα πελώριο δομικό στοίχημα) το μυθιστόρημα αυτό είναι το πιο πολυδαίδαλο και μεγαλεπίβολο, καθώς απαρτίζεται από τουλάχιστον δύο μικρά μυθιστορήματα, το μυθιστόρημα του Λευτέρη Διαμαντόπουλου κι εκείνο του Γιάννη Στάλα, κι από καμιά δεκαριά τουλάχιστον νουβέλες ή διηγήματα τα οποία φωτίζουν τις ζωές των χαρακτήρων που εμπλέκονται στις ζωές τους. Δεν εννοώ, βεβαίως, επουδενί ότι το εν λόγω μυθιστόρημα αποτελεί συρραφή κειμένων, αλλά ότι ανοίγει τεράστια μυθοπλαστικά πλοκάμια για να ζωντανέψει δεκάδες χαρακτήρες με τις ζωές και τις δράματά τους. Αναπτύσσει διαφορετικές ιστορίες που συγκλίνουν σ’ ένα μεγάλο αφηγηματικό ποτάμι, συνθέτοντας το κορυφαίο μυθιστόρημα του Τζαμιώτη. Με άλλα λόγια, το Θα πέσει η νύχτα αποτελεί τον ορισμό κατά Μπαχτίν του πολυφωνικού μυθιστορήματος. Μιας μυθιστορηματικής σύνθεσης πολλών αυτόνομων και απολύτως ξεχωριστών φωνών, δηλαδή διαφορετικών καταβολών, νοοτροπιών και ιδιοσυγκρασιών που διαπλέκονται και διαλέγονται μεταξύ τους.
Παρότι εξελίσσεται σ’ ένα πολύ πρόσφατο παρελθόν ή μάλλον καλύτερα σε ένα κοντινό παρόν, το Θα πέσει η νύχτα έχει τις ρίζες του στην τουρκοκρατία απ’ όπου κρατάει η σκούφια της μεγάλης οικογένειας των Διαμαντόπουλων, και υπερβαίνει, θα ‘λεγε κανείς, το δικό μας παρόν, υπερβαίνει το σήμερα, σκιαγραφώντας και το αύριο. Γιατί όσο υπάρχουν άνθρωποι θα υπάρχουν προνομιούχοι Διαμαντόπουλοι, ελάχιστα προνομιούχοι αδελφοί Στάλες, και γυμνοί από προνόμια Βασιλάκηδες Κιντήδες. Αλλά και άνθρωποι σαν τον Νίκο τον ιστορικό που πονάει τα παρατημένα άταφα κορμιά των ελλήνων στρατιωτών του ελληνοϊταλικού πολέμου στα βουνά της Αλβανίας.
Παρότι το μυθιστόρημα διαδραματίζεται εν πολλοίς στη Λάρισα, δεν είναι ένα μυθιστόρημα για τη Λάρισα, αλλά ένας ξεγυμνωτικός καθρέφτης ολόκληρης της σύγχρονης Ελλάδας. Αν στο εγγύς ή το απόμακρο μέλλον κάποιος άδολος κριτικός ή λόγιος ιστορικός θελήσει να διαβάσει ένα μυθιστόρημα που θα τον βοηθήσει να κατανοήσει τον δικό μας ανεμοδαρμένο καιρό, το Θα πέσει η νύχτα θα είναι μια από τις ελάχιστες επιλογές του. Δεν έχω υπόψη μου άλλο μυθιστόρημα που να αποδίδει με τέτοια πληρότητα την εποχή μας. Τηρουμένων των αναλογιών το Θα πέσει η νύχτα συνιστά μια χειρονομία εφάμιλλη εκείνης ενός Μπαλζάκ ή ενός Ντίκενς, αν όχι ενός Βίκτωρος Ουγκό, όχι αποκλειστικά αξιολογικά, αλλά με την έννοια ότι δεν έχει έναν κύριο πρωταγωνιστή, αλλά τουλάχιστον δύο και πλήθος δεύτερους και τρίτους χαρακτήρες. Ομοιάζει δηλαδή στο εύρος της χειρονομίας των κλασικών.
Το Θα πέσει η νύχτα, ως τίτλος, περιγράφει ένα επαναλαμβανόμενο φυσικό ιστορικό φαινόμενο, εκείνο που κάποτε αποκαλούμε ανθρώπινο πεπρωμένο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, μια εποχή παρακμής ή δύσης, η οποία έχει επίγνωση ενός επερχόμενου ή εξελισσόμενου τέλους. Μια τρόπον τινά εποχή Γραικύλων, για να θυμηθώ το επίσης μεγαλειώδες μυθιστόρημα του Ρὀδη Ρούφου. Περιγράφει μια νύχτα που πέπρωται να πέσει, η οποία όμως, όπως κάθε πεπρωμένο, βρίσκεται στα χέρια των ανθρώπων που εμπλέκονται σε αυτό. Μπορεί η Ιστορία με Ι κεφαλαίο να είναι φτιαγμένη από ακμές και παρακμές, ανυψώσεις και άσχημες πτώσεις, ωστόσο η κοινή ανθρώπινη μοίρα, και εδώ και κάποιες γενιές η μοίρα ολάκερου του πλανήτη, βρίσκεται εν πολλοίς στα χέρια των ανθρώπων που την υφίστανται. Με άλλα λόγια, την επερχόμενη νύχτα της ζωής, του τόπου ή του πλανήτη τους, την επιφέρουν οι ίδιοι.
Έχω την αίσθηση πως σιγά σιγά πλησιάζουμε στον πυρήνα του μυθιστορήματος.
Θεωρώ, λοιπόν, πως το μυθιστόρημα αποτελεί μυθοπλαστική και λογοτεχνική ανάπτυξη δύο φράσεων του φιλοσόφου Παναγιώτη Κονδύλη, από το βιβλίο του με τον δηλωτικό τίτλο Ισχύς και Απόφαση, το οποίο διαβάζει ο ήρωας του δικού μας, ο βιομήχανος Λευτέρης Διαμαντόπουλος. Δυο φράσεις που συναντούμε, καθόλου τυχαία, ήδη στο δεύτερο κεφάλαιο, στην έναρξη δηλαδή του μυθιστορήματος. Η πρώτη φράση έχει ως εξής: «Ο εχθρός είναι λοιπόν το πεπρωμένο, δηλαδή καθορίζει αρνητικά εκείνον ο οποίος παίρνει την απόφασή του σε αναφορά μ’ αυτόν· γιατί η απόφαση πρέπει να επιδιώκει και να ενσαρκώνει το αντίθετο όσων εκπροσωπεί ο εχθρός. Οι εχθροί, να ένα αναγκαίο κακό για να μάθει κανείς αν ανήκει στο φως ή στο έρεβος». Ο Διαμαντόπουλος, όπως και ο Γιάννης Στάλης αποφασίζουν με γνώμονα μονάχα τον εαυτό τους και τα προσωπικά ή ιδιοτελή τους σχέδια. Δεν έχουν συνείδηση κανενός εξωτερικού ή εσωτερικού εχθρού τους. Παραφράζοντας απλουστευτικά τη φράση αυτή θα λέγαμε πως οι ήρωες του βιβλίου καθορίζονται από τη ρήση: δείξε μου τον εχθρό σου να σού πω ποιος είσαι.
Η δεύτερη φράση του Κονδύλη, συμπληρωματική της πρώτης στον φωτισμό των πράξεων των χαρακτήρων, είναι η εξής: «Οι αξιώσεις ισχύος δεν ικανοποιούνται μέσα σ’ ένα υποκειμενικό κενό, παρά αποτελούν την πιεστικότερη και γι’ αυτό βαθύτερη σχέση με τον κόσμο». Προσωπικά θέλω να πιστεύω πως για το δικό μας καλό υπάρχουν άλλες πολύ βαθύτερες σχέσεις με τον κόσμο, παρ’ όλα αυτά όμως, κατά μείζονα λόγο ο δικός μας και σχεδόν ολότελα ο κόσμος του μυθιστορήματος καθορίζονται από τις αξιώσεις ισχύος των ανθρώπων και των χαρακτήρων που δρουν αντίστοιχα εντός τους. Εδώ πρέπει να επισημάνουμε, πως όταν λέμε ότι ένα λογοτεχνικό έργο αποτελεί «ανάπτυγμα» μια φιλοσοφικής φράσης, το εννοούμε περισσότερο με την έννοια του αναπτύγματος που έχει καταθέσει ο Εμπειρίκος λέγοντας ότι «Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου.» Κι αυτό διότι κανένα έργο τέχνης δεν αποτελεί άμεσο ανάπτυγμα μιας ιδέας, αλλά ανδρώνεται ως ζωντανός οργανισμός, επηρεαζόμενος βεβαίως από τις σπινθήρες ιδεών, αλλά υπακούοντας στη δική του εσωτερική λογική και αλήθεια.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση το μυθιστόρημα αναπτύσσεται με όρους ψυχολογικής εξέλιξης και ενίοτε αστυνομικής πλοκής, αλλά κατά κύριο λόγο ως κοινωνική τοιχογραφία. Αστυνομικής, καθότι περιλαμβάνει τέσσερις θανάτους, εκ των οποίων δύο δολοφονίες και μια αυτοκτονία. Πάνω σε αυτή την αστυνομική πλευρά του μυθιστορήματος εδράζεται λογοτεχνικά το πεπρωμένο των πρωταγωνιστών, ως αναπόδραστη συνέπεια των πράξεων και των βίων τους. Το μείζον όμως αποτελεί η κοινωνική και υπαρξιακή τοιχογραφία της σύγχρονης Ελλάδας. Από την επαρχία ως την πρωτεύουσα, κι από την οικονομική μιζέρια στα ιλιγγιώδη πλούτη, από την ιδιοτέλεια στο αγαπητικό αντίθετό της, από την απανθρωπία στην ανθρωπιά, το νήμα του βιβλίου συλλαμβάνει και φωτίζει έναν ολόκληρο όπως είπαμε κόσμο. Τον δικό μας. Γι’ αυτό και η φιλόδοξη στη ευρύτητά της χειρονομία του είναι πρωτίστως πολιτική. Όπως και η ανάγνωση του Κονδύλη από τον συγγραφέα. Το πρόβλημα της νύχτας ως πεπρωμένου είναι καθαρά πολιτικό, με την πλήρη σημασία της λέξης. Ανατέμνει με τον υπαινικτικό τρόπο της λογοτεχνίας και σπάνια αφηγηματική δεινότητα, τα αίτια της χρόνιας παρακμής τούτης της χώρας. Παρ’ όλα αυτά το Θα πέσει η νύχτα δεν είναι ένα μυθιστόρημα χωρίς φως. Η ανθρωπιά και ο έρωτας λάμπουν ως φωτεινά αστέρια μέσα στη μαύρη νύχτα. Ως πολιτικό μυθιστόρημα που διερωτάται για την οντολογική ουσία και αιτία της εχθρότητας, δηλαδή του Κακού που τη συνέχει, το Θα πέσει η νύχτα κατ’ ανάγκη, θα έλεγε κανείς, έχει ως πρότυπο αναφοράς το Τραγικό με την αρχαιοελληνική σημασία της λέξης. Διαχειρίζεται το πολιτικό ως τραγικό και το τραγικό ως πολιτικό με τη βαθύτερη δυνατή έννοια των όρων, όπως θα έλεγε ο Κονδύλης.
Γι’ αυτό και εν τέλη η επέλαση του πεπρωμένου ως μοιραίου γεγονότος ή χιονοστιβάδας γεγονότων, με αποκορύφωμα την πλημμύρα στον κάμπο της Λάρισας που εξαφανίζει το βιός των Διαμαντόπουλων, έρχεται να αποκαταστήσει, όπως ακριβώς στην αρχαία τραγωδία, μια ύβρη, μια σειρά μάλλον από ύβρεις, που πραγματώθηκαν ως εγκλήματα, αποδίδοντας μια κάποιου είδους δικαιοσύνη. Όχι το βιβλίο δεν είναι μανιχαϊκό γι’ αυτό και η δικαιοσύνη το διαπερνά περισσότερο ως συνολικό αίτημα, παρά ως πλήρης και οριστική απόδοση. Επιπλέον διότι, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων, οι ήρωες του βιβλίου δεν είναι ούτε απολύτως κακοί, ούτε απολύτως καλοί, αλλά έχουν την προαίρεση να πράξουν πότε το ένα και πότε το άλλο. Όμως η στάση τους απέναντι στον εχθρό, απέναντι στην ίδια τους την δαιμονική προαίρεση, στην ίδια τους τη νύχτα, καθορίζει εντέλει, τόσο το πεπρωμένο τους, όσο και την ίδια την έννοια της της δικαιοσύνης.
Η απόδοση, ωστόσο αυτής της δικαιοσύνης συντελείται σε έναν μεγάλο, τουλάχιστον συμβολικά, βαθμό και με έναν τρόπο που μας παραπέμπει σε ένα σπουδαίο μυθιστόρημα του καιρού μας. Στον Χάρτη και στην Επικράτεια του Μισέλ Ουελμπέκ, το οποίο κλείνει με τη αχαλίνωτη φύση να καταπίνει τα πάντα, κάθε ίχνος ανθρώπινης παρουσίας ή περιουσίας, όπως εδώ το νερό στον κάμπο της Λάρισας. Και η ομοιότητα αυτή δεν είναι, φυσικά, ούτε τυχαία, ούτε αμελητέα. Λέει πολλά, πάμπολλα για την εποχή και τη λογοτεχνία μας. Και φυσικά για τη μεγαλειώδη χειρονομία του Κωσταντίνου Τζαμιώτη.