
Στη νουβέλα της Σοφίας Αυγερινού, η ανώνυμη αφηγήτρια επισκέπτεται κάθε Πέμπτη το σπίτι των τυφλών συγγενών της για να το καθαρίσει. Στο σπίτι αυτό μένει και ο μικρότερος ξάδελφός της, ο οποίος εντελώς ξαφνικά νοσεί από μια παράξενη ψυχική ασθένεια, οπότε και αρχίζει να γεμίζει τους τοίχους με χαρτάκια γεμάτα ανύπαρκτες λέξεις. Προφανώς η συνοπτική περιγραφή που προηγήθηκε αδικεί τη νουβέλα και δεν μπορεί να αποδώσει την εφιαλτική ατμόσφαιρα των σελίδων της, ούτε είναι δυνατό να καλυφθεί το πλήθος των ερμηνειών που προκύπτει από το πολύσημο παιχνίδι της συγγραφέως. Ως εκ τούτου, το σημείωμα που ακολουθεί θα περιορισθεί σε μια ψυχαναλυτική και μόνο διαπραγμάτευση του βιβλίου, καθότι η προσπάθεια να αποτυπωθούν παραπάνω ερμηνείες για τις Άγνωστες λέξεις θα οδηγούσαν ασφαλώς σε μια κατάρρευση ανάλογη με του ευαίσθητου ξαδέλφου της αφηγήτριας.
To Πράγμα και η καταστροφή των λέξεων
«“Τις βλέπω στον ύπνο μου”, είπε. “Δηλαδή, δεν βλέπω ακριβώς αυτές τις λέξεις, και δεν τις βλέπω ακριβώς, ακούω κάποιες λέξεις και, όταν ξυπνάω, προσπαθώ να τις θυμηθώ, γιατί κάτι μέσα στο όνειρο μου λέει ότι ανάμεσά τους υπάρχει μια πολύ σημαντική λέξη, που, αν τη βρω, θα μου αλλάξει τη ζωή”, είπε μονομιάς, αρθρώνοντας πολύ περισσότερες λέξεις μαζεμένες από όσες μου είχε απευθύνει ποτέ»
Οι Άγνωστες λέξεις της Σοφίας Αυγερινού αφορούν πρώτα και κύρια μια αποτυχία. Γιατί η λέξη που αναζητά ο ξάδελφος της αφηγήτριας, και η οποία θα του άλλαζε τη ζωή, δεν περιορίζεται μόνο σε μια εγγενή αδυναμία αναγνώρισης ή μετάφρασης ενός οντολογικού κοιτάσματος, αλλά επεκτείνεται και σε μια λεξιλογική αστοχία: φώσπορος, αχαριστώ, αστρατίποτε, είναι μερικές μόνο από τις κατεστραμμένες ―όπως η ίδια η συγγραφέας αποκαλεί― λέξεις που παράγει και καταγράφει σε εκατοντάδες κίτρινα χαρτάκια η τραυλή γεννήτρια στα βάθη του νοσηρού ψυχισμού του ξαδέλφου. Οι προσπάθειες λοιπόν του ξαδέλφου να ανακαλύψει αυτή τη σωτήρια λέξη είναι εκ των πραγμάτων καταδικασμένη, καθώς ακόμα και αν τη βρει, αυτό που θα έχει στο στόμα του θα είναι ένα συντρίμμι ή ακόμα χειρότερα κάτι το εγγενώς έτερο και αλλοτριωμένο. Γιατί είναι άλλο πράγμα να αναγνωρίσουμε κάτι ως άγνωστο που ενδέχεται με την κατάλληλη διεργασία να μετατραπεί σε γνωστό και εντελώς διαφορετικό να του αποδώσουμε την ιδιότητα του κατεστραμμένου, δηλαδή αυτού που δεν μπορούμε να το συλλάβουμε στην ολότητά του γιατί είναι πέρα από τις ικανότητες αντίληψής μας. Ο Καντ θα ονόμαζε τούτη την α-νόητη λέξη πράγμα καθ΄εαυτό, αυτό δηλαδή το οποίο είναι καταστατικά έξω από την εμπειρία μας και το οποίο αδυνατούμε να συλλογισθούμε, όσες δοκιμές και αν επιχειρήσουμε.
Η Αυγερινού φαίνεται να αποδέχεται την αδυνατότητα της σύλληψης της λέξης, ωστόσο δεν εξορίζει την πηγή της σε κάποιο πέραν της πραγματικότητας, αλλά την καταχωνιάζει στην καρδιά του υποκειμένου, εν προκειμένω του ξαδέλφου. Μέσα του αναζητεί διαρκώς την αλήθεια ο ανώνυμος ξάδελφος, σε κάποιο όνειρο ή σε κάποιον μυστικιστικό ενατενισμό της ύπαρξης. Μεταφέροντας λοιπόν η συγγραφέας το πράγμα καθ’ εαυτό «μέσα», παρά «έξω», ουσιαστικά μετατρέπει το πράγμα σε Πράγμα (Das Ding). To Πράγμα, κατά τη φροϋδο-λακανική ψυχανάλυση, τοποθετείται πέραν του σημαινομένου, βρίσκεται ολοκληρωτικά εκτός της γλώσσας και μας είναι αδύνατον να το φανταστούμε∙ επιπλέον είναι το απαγορευμένο αντικείμενο της αιμομικτικής επιθυμίας και είναι ο συμβολικός νόμος που κρατά το υποκείμενο σε μια ορισμένη απόσταση από το Πράγμα, βάζοντας το υποκείμενο να περιστρέφεται διαρκώς γύρω του, χωρίς όμως ποτέ να το αποκτά.
Ορμή της ζωής, ορμή του θανάτου.
Ο παραπάνω μηχανισμός εξηγείται μέσω της έννοιας της ορμής. Χαρακτηριστικό της ορμής είναι πως δεν επιδιώκει να φτάσει σε κάποιο τέρμα, όσο να συνεχίσει να κυκλώνει το αντικείμενο της επιθυμίας της. Φροϋδικά μιλώντας -και εντελώς σχηματικά- ως ορμή της ζωής μπορούμε να ορίσουμε την τάση για ενότητα και συνοχή, ενώ ως η ορμή του θανάτου δρα προς την αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή προς την αναίρεση και τη καταστροφή. Για τον Λακάν ωστόσο η ορμή του θανάτου συνιστά τάση κάθε ορμής, συγκεράζοντας τις αντιτιθέμενες οδεύσεις. Κάτι που φαίνεται να αποτυπώνει και η Αυγερινού στις Άγνωστες λέξεις. Προς το τέλος της νουβέλας, η αφηγήτρια και ο ξάδελφός της κάθονται στο σαλόνι της και επαναλαμβάνουν τη μυστηριώδη λέξη «αστρατίποτε» μέσα μια ατμόσφαιρα «…εξαίσιας αποχαύνωσης». Η λύτρωση που επικαλείται η αφηγήτρια («λυτρώθηκαν [οι δυο εκείνες λέξεις] εκπέμποντας μέσα από τον ήχο της συχνότητάς τους») ακολουθεί μιας καταστρεπτικής διαδικασίας αφού οι λέξεις που συνενώνουν τα άστρα και το τίποτε: «…έζησαν παρασιτώντας μέσα του μήνες ολόκληρους, ερημώνοντας το εσωτερικό τοπίο, μεταβάλλοντας τον ρυθμό της αναπνοής, ενεργοποιώντας τα πιο κρυφά μονοπάτια και καταστρέφοντας τους συνδετικούς ιστούς, αφού αλώνισαν το σώμα του και το εξουσίασαν σαν λεγεώνα δαιμόνων που κανένα “ύπαγε” δεν μπορούσε να διώξει…».
Η καταστροφή που υπονοείται συνδυάζεται με ένα αίσθημα αναδημιουργίας. Άλλωστε η ορμή του θανάτου δεν είναι μόνο ολετήρας αλλά και ζωοδότης, καθώς μαρτυρά μια θέληση για δημιουργία εκ του μηδενός. Δεν είναι καθόλου τυχαίος ο συνδυασμός σε μια και μόνο λέξη δυο όρων που φανερώνουν τα δυο άκρα της ύπαρξης: από τη μια τα άστρα, χωρίς τα οποία δεν υπάρχει ζωή και από την άλλη το τίποτε, με τις προφανείς υποδηλώσεις του.
Υπερεγώ. Η αφηγήτρια.
Η οικογένεια του ξαδέλφου, με τους τυφλούς γονείς που ζωγραφίζουν τοπία και προσωπογραφίες σε όλους τους τοίχους στου σπιτιού, αποτελεί εκκολαπτήριο ψυχικών νόσων. Στον γιο τους φέρονται με οριακή απέχθεια ενώ δεν εκτιμούν καθόλου και την αφηγήτρια η οποία τους φροντίζει. Οι γκροτέσκο φυσιογνωμίες τους, έτσι όπως είναι κρυμμένοι στο σκοτεινό δωμάτιό τους παραπέμπει σε μια εικόνα στρεβλωμένης γονεϊκότητας και κατ’ επέκταση σαν μια έμμεση μεταφορά μιας τερατώδους δομής. Η συγγραφέας όμως είναι αρκετά ικανή ώστε να μην αρκεστεί σε αυτή την ευκρινή αλληγορία. Γιατί ουσιαστική μητέρα του ξαδέλφου είναι η ίδια η αφηγήτρια, η οποία τον περιποιείται και τον αποκαλεί διαρκώς «το παιδί».
Το ενδιαφέρον με αυτή την ανατροπή είναι να τεθεί η αφηγήτρια όχι μόνο σε μια θέση μητρικού προτύπου αλλά και ως ο ύστατος λογοκριτικός φορέας των προσπαθειών του «παιδιού» να διαυγάσει την άγνωστη λέξη! Για τον Λακάν, (συμβολικός) Νόμος είναι το σύνολο των κανόνων που θεμελιώνουν κάθε κοινωνική σχέση (π.χ. συγγενικές σχέσεις, σύναψη συμβολαίων κτλ.) Και υπάρχει στενός δεσμός ανάμεσα στην επιθυμία και στον νόμο, μέσω της διαλεκτικής της απαγόρευσης και της βούλησης για υπέρβαση αυτής της απαγόρευσης. Στην αρχή η αφηγήτρια υποβοηθά ως καλός νόμος τον ξάδελφο να ανακαλύψει τη λέξη, ρωτώντας με ενδιαφέρον, προστατεύοντάς τον και προσέχοντάς τον. Όλα αλλάζουν όταν ο ξάδελφος μετακομίζει σπίτι της. Ξαφνικά υπάρχει μόνο μια λέξη, το αστρατίποτε, ενώ και τα χαρτάκια σταματάνε. Μάλιστα η αφηγήτρια χρησιμοποιεί πρώτη φορά προστακτική («Άντε, γδύσου και μπες [στην μπανιέρα]»)! Αυτό που συνέβη είναι πως η αφηγήτρια ανέκαθεν υπήρξε μια δομή καταπιεστική. Η αφηγήτρια δεν είναι μόνο ένας χαρακτήρας αλλά και ο απόλυτος δυνάστης της διήγησης∙ χωρίς αυτή, δεν υπάρχει η ιστορία. Υπάρχει κάτι το τυραννικό σε κάθε αφηγητή οπωσδήποτε, απλώς η Αυγερινού φανερώνει τον μηχανισμό. Η αφηγήτρια είναι ένα Υπερεγώ.
Τόσο για τον Φρόιντ όσο και για τον Λακάν, το Υπερεγώ αφορά μια ηθική συνιστώσα που κρίνει το εγώ και απωθεί το οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Είναι ένας Νόμος τυφλός και προστακτικός, που επιβάλλει μια αναίσθητη και καταπιεστική διαταγή, καμία σχέση με την υγιή λειτουργία του συμβολικού Νόμου των κοινωνικών σχέσεων. Μόλις ο ξάδελφος φεύγει από το σπίτι του, όπου η παρουσία της αφηγήτριας εξισορροπεί και απωθεί τις δομικές οιδιπόδειες συνδέσεις, το ηθικό αντίβαρο της αφηγήτριας μένει χωρίς ουσιαστικό αντέρεισμα. Δεν υπάρχει κάτι για να αντιτεθεί όμως συνεχίζει να αντιτίθεται. Για αυτό και μειώνεται η παραγωγή του ξαδέλφου: η λεξιλογική του μετουσίωση γίνεται θύμα ενός αφηγηματικού προβλήματος: Πως δηλαδή πρέπει να βρεθεί μια λύση. Και αν η αφηγήτρια ποτέ δεν το λέει ρητά η ίδια η πορεία της διήγησης ωθεί προς ένα κλείσιμο και μια ταυτόχρονη απαίτηση για εκμαίευση της μοναδικής εκείνης λέξης που θα έσωζε τη ζωή του ξαδέλφου. Κάτι το οποίο προφανώς εκείνος δεν μπορεί να προσφέρει, προχωρώντας εντέλει στην πιο υγιή και ορθή απόφαση που θα μπορούσε να λάβει στο τέλος του βιβλίου.
Κατακλείδα
Όπως αναφέρθηκε στην αρχή, η νουβέλα της Σοφίας Αυγερινού είναι ανοιχτή σε πλήθος ερμηνειών. Το ίδιο το κείμενο προσκαλεί τον αναγνώστη σε ένα κυνήγι θησαυρού, βάζοντάς τον να ανακαλύψει την αλήθεια που αδυνατούν να βρουν οι χαρακτήρες της νουβέλας. Και αυτό είναι ένα μόνο μέρος της μαγείας των Άγνωστων Λέξεων. Το υπόλοιπο ανήκει στο απαράμιλλο ύφος, στην ανοικτότητα του νοήματος και στο γεγονός πως τοποθετείται στη σπάνια κατηγορία της πάρα πολύ καλής λογοτεχνίας.
________________
Μια συνοπτική μορφή του παραπάνω κειμένου παρουσιάστηκε στη συζήτηση με τη συγγραφέα του βιβλίου στις 20.5.25 στο βιβλιοπωλείο Zatopek