Το σχολείο βρισκόταν στην καρδιά μιας πόλης χωρίς όνομα. Από έξω έμοιαζε με κάθε άλλο δημόσιο κτίριο: συμμετρικό, καθαρό, με ένα ρολόι στην πρόσοψη που δεν έδειχνε ποτέ την ώρα. Οι δάσκαλοι δεν είχαν πρόσωπα. Φορούσαν θεατρικές μάσκες λευκές, ανέκφραστες και γυαλιστερές. Οι μαθητές, καθισμένοι σε σειρές, μάθαιναν από νωρίς να τις φορούν κι εκείνοι. Έπρεπε να τις κρατούν στη θέση τους χωρίς να τρέμουν και να μιλούν μέσα από τις τρύπες των χειλιών χωρίς να ακούγονται.
Η διδακτέα ύλη ήταν απλή: Στο μάθημα της Υπακοής έπρεπε να ακολουθείς τους κανόνες χωρίς να σκέφτεσαι. Στο μάθημα της ομοιομορφίας, διδασκόσουν πώς να μοιάζεις με όλους τους άλλους. Στο μάθημα της Ιστορίας στόχος ήταν να αντιληφθείς το μεγαλείο των κατακτητών, των ηγετών που αιματοκύλησαν την ανθρωπότητα. Στο μάθημα της Ορατότητας, μάθαινες πώς να σβήνεις τον εαυτό σου.
Στις εξετάσεις, δεν ρωτούσαν τίποτα. Οι μαθητές έπρεπε απλώς να κοιτάζουν μπροστά, να μη δείχνουν φόβο και να κρατούν τις μάσκες τους καθαρές.
Όποιος τις λέρωνε με δάκρυ, έπρεπε να επαναλάβει τη χρονιά ή να φύγει από το σχολείο.
Στην αποφοίτηση, που λεγόταν Ενσωμάτωση, οι μαθητές παρέδιδαν τις παιδικές τους φωνές. Τις τοποθετούσαν προσεκτικά σε ένα κουτί κι ο διευθυντής το έκλεινε με κλειδί. Έπειτα, τους έδιναν μία καινούργια ομαδική φωνή που ήταν ίδια με των δασκάλων τους.
Κάπου, στα τελευταία θρανία, υπήρχε ένα παιδί που φοβόταν να αναπνεύσει δυνατά μήπως ακουστεί η καρδιά του. Μια μέρα, τόλμησε να χαράξει με το νύχι του ένα μικρό στόμα στη μάσκα του, τόσο μικρό, που μόνον εκείνο ήξερε πως υπήρχε.
Από τη σχισμή βγήκε μια λέξη, σχεδόν ψίθυρος: «Γιατί;»
Τότε, για ένα δευτερόλεπτο, ολόκληρη η αίθουσα πάγωσε. Οι δείκτες του ρολογιού στην πρόσοψη του σχολείου άρχισαν να κινούνται. Κάποιοι μαθητές γύρισαν να κοιτάξουν, κι είδαν για πρώτη φορά, ο ένας τον άλλον. Οι μάσκες τους δεν έπεσαν, αλλά ράγισαν. Και μέσα από τις ρωγμές τους άρχισε να διαρρέει κάτι. Μύριζε σαν το αεράκι της θάλασσας, κι έπαιρνε τις αποχρώσεις του ήλιου όταν ανατέλλει.
Το σχολείο με τις μάσκες