Η άλως


Η Ματίλντε πέθανε όταν ο ήλιος γλίστρησε πίσω από τον λόφο της Καλβέρο. Το φως, σπασμένο και διάχυτο, έπεφτε πάνω στη γυάλινη άλω που αιωρείτο στον ουρανό, σαν να ήταν έτοιμη να συντριβεί. Οι κάτοικοι κλείστηκαν στα σπίτια τους, μαζεύτηκαν γύρω από παράθυρα και πόρτες. Δεν τολμούσαν να μιλήσουν. Δεν ήταν ο θάνατος της Ματίλντε που τους τρόμαζε. Ήταν αυτό που φοβόντουσαν ότι θα ακολουθούσε.
Ο γιος της, ο Αμάρο, καθόταν μόνος στο δωμάτιο, ακίνητος σαν το άψυχο σώμα της. Ένα παράθυρο ανοιχτό έφερνε τον αέρα από τον λόφο. Ο Αμάρο έκλεισε τα μάτια του. Άκουγε τα λόγια του ανέμου, τους ψιθύρους των νεκρών. Ανάμεσα σε αυτούς, η φωνή της μητέρας του έλεγε ένα μόνο πράγμα: «Θα επιστρέψω για να θυμηθείς.»
Η Λουσία στεκόταν απέναντί του, κρατώντας στα χέρια της ένα μικρό ξύλινο κουτί, το μοναδικό αντικείμενο που είχε αφήσει η μητέρα τους. «Τη νιώθω», είπε.
«Είναι νεκρή», απάντησε ο Αμάρο.
Η Λουσία δεν τον κοίταξε. Σήκωσε το καπάκι του κουτιού και έβγαλε ένα κομμάτι χαρτί. Ένα γράμμα. Διάβασε. Η φωνή της ήταν χαμηλή, σαν να φοβόταν ότι κάποιος άλλος θα την άκουγε: «Ο Αμάρο ξέρει.»
Η Ματίλντε έπρεπε να ταφεί στον Ιερό Λόφο, εκεί όπου το χώμα κρατούσε τη μνήμη και οι ψυχές έμεναν ήσυχες. Σε αντίθετη περίπτωση, η άλως θα έπεφτε, και μαζί της θα παρέσυρε όλο το χωριό. Ο δρόμος για τον λόφο περνούσε μέσα από ένα μεταβαλλόμενο τοπίο. Το χωριό ήταν ρευστό· τα μονοπάτια χάνονταν και επανεμφανίζονταν, οι δρόμοι γίνονταν κύκλοι, και ο χρόνος κυλούσε σαν να έπαιζε παιχνίδια.

Στο σπίτι μπήκε ένας ξένος. Ονόμαζε τον εαυτό του Σαντιάγο. Ήταν ένας άντρας με μαύρα ρούχα και μάτια που δεν είχαν ηλικία. «Θα σας οδηγήσω», είπε.
«Γιατί να σε εμπιστευτούμε;» ρώτησε η Λουσία.
Ο Σαντιάγο γύρισε να κοιτάξει την άλω στον ουρανό. Ήταν μεγαλύτερη τώρα· οι ρωγμές της έμοιαζαν έτοιμες να σπάσουν. «Αν δεν προλάβετε, όλα θα τελειώσουν.»
Ο Αμάρο συμφώνησε χωρίς να πει λέξη.

Το πρώτο βράδυ, περπάτησαν σε ένα λιβάδι γεμάτο καθρέφτες. Κάθε καθρέφτης έδειχνε κάτι διαφορετικό: πρόσωπα, εικόνες, σκιές που δεν άνηκαν στο παρόν. Ο Αμάρο στάθηκε μπροστά σε έναν καθρέφτη και είδε τη μητέρα του. Του μιλούσε. «Θυμήσου τι έκανες», του έλεγε. Η φωνή της έσπαγε, σαν να ερχόταν από μακριά.
Η Λουσία κοίταξε σε έναν άλλο καθρέφτη. Είδε τον πατέρα της. Στεκόταν ακίνητος, αλλά τα μάτια του ήταν γεμάτα θλίψη και θυμό.
Ο Σαντιάγο έσπασε τη σιωπή: «Μην κοιτάτε. Εκεί είναι το παρελθόν σας, αλλά όχι η αλήθεια του.»
Η Λουσία άγγιξε τον καθρέφτη. Η επιφάνειά του ράγισε και την έκοψε. Ένιωσε το αίμα της να στάζει στο χώμα και, για μια στιγμή, άκουσε τη φωνή της μητέρας της να ψιθυρίζει: «Μην εμπιστεύεσαι τον οδηγό σας.»

Το επόμενο πρωί, έφτασαν σε έναν σταθμό. Δεν υπήρχαν τρένα, μόνο ράγες που έφταναν μέχρι τον ορίζοντα και μετά εξαφανίζονταν. Το φέρετρο της Ματίλντε άρχισε να χτυπάει.

«Ακούστε με!» φώναξε η Λουσία.
«Δεν υπάρχει τίποτα να ακούσουμε», είπε ο Αμάρο, αλλά η φωνή του έτρεμε.

Η Λουσία άνοιξε ξανά το ξύλινο κουτί. Το γράμμα ήταν ακόμα εκεί, αλλά τώρα υπήρχε μια νέα φράση: «Θα με θάψετε, αλλά το τίμημα θα είναι βαρύ.»
Ο Σαντιάγο τους έσπρωξε να φύγουν. «Αν την ακούσετε, θα μείνετε εδώ για πάντα.»
Την τρίτη μέρα, έφτασαν στην Πλατεία των Αναμνήσεων. Ήταν γεμάτη κόσμο. Ήταν όλοι οι κάτοικοι του χωριού· ζωντανοί και νεκροί. Ήταν όλοι γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι, επαναλαμβάνοντας σκηνές από τη ζωή της Ματίλντε.

Η Λουσία παρατήρησε κάτι περίεργο: κάθε φορά που οι κάτοικοι πρόφεραν κάτι, η φωνή τους έσπαγε και ακουγόταν σαν τη φωνή της μητέρας της.

«Δεν είναι αληθινές αναμνήσεις», είπε ο Σαντιάγο.

Η Λουσία τον κοίταξε καχύποπτα. «Κι εσύ; Είσαι αληθινός;»

Ο Σαντιάγο δεν απάντησε.

Την τελευταία μέρα, έφτασαν στον Ιερό Λόφο. Το χώμα ήταν μαύρο, καμένο, και ο αέρας μύριζε στάχτη. Η άλως είχε σχεδόν αγγίξει τη γη, και οι ρωγμές της φωσφόριζαν.
Ο Αμάρο γονάτισε μπροστά στο φέρετρο. Τα χέρια του έτρεμαν. «Εγώ το έκανα», είπε. «Εγώ σου πήρα τη ζωή.»
Η Λουσία δεν μίλησε. Άνοιξε το ξύλινο κουτί και έβγαλε ένα μικρό κλειδί. Το έδωσε στον Αμάρο.

«Ξεκλείδωσε τη μνήμη σου», του είπε.

Ο Σαντιάγο άνοιξε το φέρετρο. «Η θυσία σημαίνει πράξη», είπε.
Ξάπλωσε μέσα. Το σώμα του άρχισε να διαλύεται, σαν σκόνη που την έπαιρνε ο άνεμος. Το έδαφος κάτω από το φέρετρο έκλεισε.

Η άλως σταμάτησε να πέφτει. Ο ουρανός καθάρισε.

Όταν γύρισαν στο χωριό, ήταν άδειο. Οι φωνές είχαν σβήσει.
Η Λουσία έμεινε για λίγο μόνη στην πλατεία. Έβγαλε το ξύλινο κουτί. Μέσα δεν υπήρχε τίποτα.

«Θα θυμάμαι», είπε.

Ο Αμάρο στάθηκε για λίγο στο κατώφλι ενός σπιτιού και κοίταξε τον ουρανό. «Δεν θέλω να θυμάμαι», είπε χαμηλόφωνα και χάθηκε μέσα στη σιωπή.
Η άλως στον ουρανό έμεινε ακίνητη, σαν να παρακολουθούσε.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: