Το χαμό θ΄ ανιστορήσω πρίγκιπα Οθωμανού
ενός πλάσματος σπουδαίου με καρδιά μικρού παιδιού.
Ημισέληνους σε κάστρα άπιστων δεν έστησε
ήταν άδολος και πράος, απ΄ τη θλίψη του έσβησε.
Θλίψη για το μηλαδέρφι, τον φτωχό τον Μουσταφά
που ο πατέρας του ο Σουλτάνος τονε ξέκανε οικτρά.
Σακάτικο γεννήθηκε ετούτο το αγόρι
καμπούρα με πομφόλυγες την πλάτη του πλακώνει.
Μα όσο πολύπαθη κι αν ήταν η μορφή του
τόσο πανώρια, θεϊκή, ήτανε η ψυχή του.
Της σουλτάνας της Χιουρρέμ στερνοπαίδι ήτανε
οι ομομήτριοι για δαύτον λύπηση δεν είχανε.
Τον ζηλεύαν για την κρίση του, ήταν εξυπνότερος
μα αυτός τους συγχωρούσε, ήτανε καλόκαρδος.
Σα μεγάλωσε λιγάκι στον εαυτό του κλείστηκε
και στον Μουσταφά με ζήλο προσκολλήθηκε.
Τον τραβούσαν η ευωδιά του, τα σουσούμια του
η ευγενική ματιά του, τα τραγούδια του.
Ίδια μοίρα πως τους δένει ο Τζιχανγκίρ αισθάνεται
από τ΄ άλλα του τ΄ αδέρφια πιότερο τον γνοιάζεται.
Κείνος όμως της παρόρμησής του ήταν άθυρμα
στης Αυλής τις ίντριγκες συναινούσε ράθυμα.
Η Χιουρέμ από τη μέση να τον βγάλει προσπαθεί
τον Σελήμ στο θρόνο σπρώχνει, το δικό της το παιδί.
Σε πλεκτάνη βρώμικη θέλει να τον μπλέξει
τον Πατισάχ ενάντια του με δόλο πάει να στρέψει.
Ο βεζίρης ο Ρουστέμ τηνε σιγοντάρει
με μαντάτα ψεύτικα τον αφέντη του ντοπάρει.
΄Οτι ο πρωτότοκος βάλθηκε να τον εκθρονίσει
και ας μην αργεί, μες στη χούφτα του να τονε συνθλίψει.
Τιποτένιοι αριβίστες, ελεεινοί μικρόψυχοι
τέχνη τη συκοφαντία κάνατε, σκατόψυχοι.
Πώς σας αποστρέφομαι, σάπια, μοχθηρή γενιά
τι θα φαρμακώσετε, τι θα ενθυλακώσετε και ο μήνας έχει εννιά.
Σιχαμένοι δολοπλόκοι, ό,τι αγγίζετε το μολεύετε
ας γινότανε χαράμι ο αέρας που αναπνέετε.
Στο Ερεγλί ο Μουσταφά πάει για να προσκυνήσει
στου Σουλτάνου τη σκηνή καρτέρι τού ΄χουν στήσει.
Πάλη ξέσπασε φριχτή, άσπρισες σαν το πανί
να τον στραγγαλίζουν βλέπεις με του τόξου τη χορδή.
Μες σ΄ ετούτο το σφαγείο, Τζιχανγκίρ, πώς βρέθηκες
ενός άκαρδου φονιά το χάδι πώς ανέχτηκες;
Σε τριγύριζαν ρουφιάνοι, το ΄βλεπες δε μίλαγες
πικραινόσουνα πολύ, αλλού το βλέμμα γύρναγες.
Τώρα όμως η ματιά σου στ΄ άθλιο κουφάρι πάγωσε
το μυαλό πάει να σαλέψει, η στιγμή κοκάλωσε.
Σε μια δίνη τρομερή μέσα της βυθίζεσαι
κάθε μέρα που περνάει μαραζώνεις, πνίγεσαι.
Αφού κείνος δεν υπάρχει τι να ζεις, στοχάζεσαι
κι ήσυχα στο ριζικό σου υποτάσσεσαι.
Οι γιατροί σου πτοηθήκαν, τα παράτησαν
δεν ξανάδαν κάτι τέτοιο, ολωσδιόλου σάστισαν.
Άσε, αγόρι μου, το βλέμμα γύρω σου να πλανηθεί
όπου να ΄ν΄ του καντηλιού σου το λαδάκι θα σωθεί.
Πιες, τ΄ αφιόνι θα σου δώσει τη γαλήνη που ποθείς
με τ΄ αδέρφι σου να σμίξεις, πλάι του πάλι να βρεθείς.
Ένα ρίγος με κεντάει, η στιγμή πλησίασε
γλάρωσε τα μάτια, γνέψε, αχνοχαμογέλασε.
Σα θεριό ανήμερο στους αισχρούς ο Χάρος ρίχνεται
στους αγγελικούς κι αθώους οπτασία δείχνεται.
Άπλωσε το χέρι σου και τα ρόδα άδραξε
της λευκής πανώριας κόρης το χειλάκι άγγιξε.
Ο ντουνιάς σού είναι βάρος, Τζιχανγκίρ, καμάρι μου
θα σε πάρω εγώ να ζήσεις μες στο φυλλοκάρδι μου.