Μια φθινοπωρινή νύχτα του 1553

ή πώς ο υστερότοκος γιος του Σουλεϊμάν Χαν πέθανε απ΄τον καημό του επειδή ο κύρης του έβαλε τους μπόγιες να στραγγαλίσουν τον ετεροθαλή αδελφό του Μουσταφά Μουχλισί
Μια φθινοπωρινή νύχτα του 1553



Το χαμό θ΄ ανιστορήσω πρίγκιπα Οθωμανού
ενός πλάσματος σπουδαίου με καρδιά μικρού παιδιού.

Ημισέληνους σε κάστρα άπιστων δεν έστησε
ήταν άδολος και πράος, απ΄ τη θλίψη του έσβησε.

Θλίψη για το μηλαδέρφι, τον φτωχό τον Μουσταφά
που ο πατέρας του ο Σουλτάνος τονε ξέκανε οικτρά.

Σακάτικο γεννήθηκε ετούτο το αγόρι
καμπούρα με πομφόλυγες την πλάτη του πλακώνει.

Μα όσο πολύπαθη κι αν ήταν η μορφή του
τόσο πανώρια, θεϊκή, ήτανε η ψυχή του.

Της σουλτάνας της Χιουρρέμ στερνοπαίδι ήτανε
οι ομομήτριοι για δαύτον λύπηση δεν είχανε.

Τον ζηλεύαν για την κρίση του, ήταν εξυπνότερος
μα αυτός τους συγχωρούσε, ήτανε καλόκαρδος.

Σα μεγάλωσε λιγάκι στον εαυτό του κλείστηκε
και στον Μουσταφά με ζήλο προσκολλήθηκε.

Τον τραβούσαν η ευωδιά του, τα σουσούμια του
η ευγενική ματιά του, τα τραγούδια του.

Ίδια μοίρα πως τους δένει ο Τζιχανγκίρ αισθάνεται
από τ΄ άλλα του τ΄ αδέρφια πιότερο τον γνοιάζεται.

Κείνος όμως της παρόρμησής του ήταν άθυρμα
στης Αυλής τις ίντριγκες συναινούσε ράθυμα.

Η Χιουρέμ από τη μέση να τον βγάλει προσπαθεί
τον Σελήμ στο θρόνο σπρώχνει, το δικό της το παιδί.

Σε πλεκτάνη βρώμικη θέλει να τον μπλέξει
τον Πατισάχ ενάντια του με δόλο πάει να στρέψει.

Ο βεζίρης ο Ρουστέμ τηνε σιγοντάρει
με μαντάτα ψεύτικα τον αφέντη του ντοπάρει.

΄Οτι ο πρωτότοκος βάλθηκε να τον εκθρονίσει
και ας μην αργεί, μες στη χούφτα του να τονε συνθλίψει.

Τιποτένιοι αριβίστες, ελεεινοί μικρόψυχοι
τέχνη τη συκοφαντία κάνατε, σκατόψυχοι.

Πώς σας αποστρέφομαι, σάπια, μοχθηρή γενιά
τι θα φαρμακώσετε, τι θα ενθυλακώσετε και ο μήνας έχει εννιά.

Σιχαμένοι δολοπλόκοι, ό,τι αγγίζετε το μολεύετε
ας γινότανε χαράμι ο αέρας που αναπνέετε.

Στο Ερεγλί ο Μουσταφά πάει για να προσκυνήσει
στου Σουλτάνου τη σκηνή καρτέρι τού ΄χουν στήσει.

Πάλη ξέσπασε φριχτή, άσπρισες σαν το πανί
να τον στραγγαλίζουν βλέπεις με του τόξου τη χορδή.

Μες σ΄ ετούτο το σφαγείο, Τζιχανγκίρ, πώς βρέθηκες
ενός άκαρδου φονιά το χάδι πώς ανέχτηκες;

Σε τριγύριζαν ρουφιάνοι, το ΄βλεπες δε μίλαγες
πικραινόσουνα πολύ, αλλού το βλέμμα γύρναγες.

Τώρα όμως η ματιά σου στ΄ άθλιο κουφάρι πάγωσε
το μυαλό πάει να σαλέψει, η στιγμή κοκάλωσε.

Σε μια δίνη τρομερή μέσα της βυθίζεσαι
κάθε μέρα που περνάει μαραζώνεις, πνίγεσαι.

Αφού κείνος δεν υπάρχει τι να ζεις, στοχάζεσαι
κι ήσυχα στο ριζικό σου υποτάσσεσαι.

Οι γιατροί σου πτοηθήκαν, τα παράτησαν
δεν ξανάδαν κάτι τέτοιο, ολωσδιόλου σάστισαν.

Άσε, αγόρι μου, το βλέμμα γύρω σου να πλανηθεί
όπου να ΄ν΄ του καντηλιού σου το λαδάκι θα σωθεί.

Πιες, τ΄ αφιόνι θα σου δώσει τη γαλήνη που ποθείς
με τ΄ αδέρφι σου να σμίξεις, πλάι του πάλι να βρεθείς.

Ένα ρίγος με κεντάει, η στιγμή πλησίασε
γλάρωσε τα μάτια, γνέψε, αχνοχαμογέλασε.

Σα θεριό ανήμερο στους αισχρούς ο Χάρος ρίχνεται
στους αγγελικούς κι αθώους οπτασία δείχνεται.

Άπλωσε το χέρι σου και τα ρόδα άδραξε
της λευκής πανώριας κόρης το χειλάκι άγγιξε.

Ο ντουνιάς σού είναι βάρος, Τζιχανγκίρ, καμάρι μου
θα σε πάρω εγώ να ζήσεις μες στο φυλλοκάρδι μου.



Το τζαμί που έχτισε το 1559 στο Μπέιογλου ο σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής, στη μνήμη του αδικοχαμένου γιού του Τζιχανγκίρ, στο σημείο όπου συνήθιζε στη διάρκεια της σύντομης ζωής του να ατενίζει τον Βόσπορο κάθε δειλινό.
Το τζαμί που έχτισε το 1559 στο Μπέιογλου ο σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής, στη μνήμη του αδικοχαμένου γιού του Τζιχανγκίρ, στο σημείο όπου συνήθιζε στη διάρκεια της σύντομης ζωής του να ατενίζει τον Βόσπορο κάθε δειλινό.


Στερνοπαίδι του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή και της Σουλτάνας Χιουρέμ, ο πρίγκιπας Τζιχανγκίρ γεννήθηκε στα 1531 με σοβαρή κύφωση που τον παραμόρφωσε σωματικά, χάνοντας έτσι οποιοδήποτε προνόμιο στην κούρσα της διαδοχής. Η κατάστασή του απαιτούσε διαρκή ιατρική παρακολούθηση και τη συνεχή φροντίδα των δικών του, μη επιτρέποντάς του να ανατραφεί όπως τα άλλα του αδέρφια. Έτσι στράφηκε στην καλλιγραφία και την ποίηση, όπου υιοθέτησε το παρωνύμι Ζαριφί (Αβρός).
Παρότι σωματικά αδύναμος, συνόδευσε τον πατέρα του στη δεύτερη εκστρατεία του εναντίον του Ιράν, όπου αναδείχτηκε σε πνευματώδη και δεινό συζητητή. Λίγα χρόνια αργότερα, συμμετέχοντας στην τρίτη εκστρατεία του Σουλεϊμάν Χαν εναντίον του Ιράν, ο Τζιχανγκίρ έγινε μάρτυρας του στραγγαλισμού τού ετεροθαλούς αδελφού του, Μουσταφά, που τον είχαν διαβάλλει στον σουλτάνο ως συνωμότη. Ο Τζιχανγκίρ ήταν δεμένος μαζί του στενά και μετά το συμβάν αυτό βυθίστηκε σε μια καταστροφική κατάθλιψη που τον οδήγησε ένα μήνα αργότερα στο θάνατο. Κάποιοι ιστορικοί μάλιστα υποστηρίζουν πως αυτοκτόνησε από την απελπισία του. Μετά το χαμό του, το σώμα του μεταφέρθηκε από το Χαλέπι στην πρωτεύουσα και ενταφιάστηκε στο Τέμενος των Διαδόχων, πλάι στον μεγαλύτερο αδερφό του, Μεχμέντ, που είχε πεθάνει δέκα χρόνια νωρίτερα από ευλογία.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: