Μια κρύα βραδιά στη Βαρσοβία, Νοέμβρη του ’79

Η Βισουάβα Σιμπόρσκα
Η Βισουάβα Σιμπόρσκα

Πρω­τά­κου­σα τ’ όνο­μά της από συ­να­δέλ­φους φοι­τη­τές. Λί­γο αρ­γό­τε­ρα έγι­νε μια εκ­δή­λω­ση προς τι­μήν της, στο Auditorium Maximum του Πα­νε­πι­στη­μί­ου και πή­γα με τους άλ­λους, ξα­ναμ­μέ­νος απ’ την πε­ριέρ­γεια. Κά­ποιος λέ­κτο­ρας της Φι­λο­λο­γί­ας μί­λη­σε για το έρ­γο της· η ίδια δεν μπό­ρε­σε ν’ αφή­σει την Κρα­κο­βία όπου ζού­σε, άλ­λω­στε συ­νή­θι­ζε ν’ απο­φεύ­γει τέ­τοιες «κα­κο­το­πιές». Ανα­σύ­ρω απ’ τις ση­μειώ­σεις μου εκεί­νης της νύ­χτας τον εμ­βλη­μα­τι­κό, τον ει­ρω­νι­κό και πε­ρί­τε­χνο «Ψαλ­μό» της:

Ω, πό­σο φυ­ρά εί­ν’ τα σύ­νο­ρα στ’ αν­θρώ­πι­να τα κρά­τη!
Πό­σα και πό­σα νέ­φια πά­νω τους δεν κυ­λού­νε ατι­μώ­ρη­τα,
πό­ση και πό­ση άμ­μος της ερή­μου δε χώ­νε­ται από τη μια τη χώ­ρα μες στην άλ­λη,
πό­σα χα­λί­κια του βου­νού δε ρο­βο­λούν στα ξέ­να χτή­μα­τα
χο­ρεύ­ο­ντας μ’ αψη­φι­σιά!

Μή­πως θα πρέ­πει εδώ να ξε­χω­ρί­σω το πώς πε­τά το ’να που­λί και τ’ άλ­λο
ή πώς κα­θί­ζει πά­νω στον έρη­μο το φρά­χτη;
Κι ας εί­ναι έστω ένα σπουρ­γί­τι — χα, η ου­ρά του εί­ν’ όμο­ρη,
αν και το ράμ­φος του εί­ναι ντό­πιο. Κι εκτός αυ­τού — δες, ανα­φου­φου­λιά­ζει!

Απ’ τ’ ανα­ρίθ­μη­τα τα έντο­μα θα μεί­νω στο μερ­μή­γκι,
που ανά­με­σα στη ζερ­βή και τη δε­ξιά την μπό­τα του φρου­ρού
στο ερώ­τη­μα «πού­θ’ έρ­χε­σαι;  — πού πας;» — απά­ντη­ση κα­μιά δε γνοιά­ζε­ται να δώ­σει.

Αχ, νά ’βλε­πες με­μιάς το κα­θε­τί σ’ ολό­κλη­ρη αυ­τή την ατα­ξία,
σ΄ όλες ετού­τες τις στε­ριές!
Για­τί, μή­πως κι η αγριο­μυρ­τιά απ’ την αντί­πε­ρα την όχθη
δε φέρ­νει μέ­σ’ απ’ το ρέ­μα, στα κλε­φτά, το μυ­ριο­στό της φυλ­λα­ρά­κι;
Μα κι η σου­πιά, με ξι­πα­σμέ­να πλο­κά­μια μα­κριά
δεν μπαί­νει ετσι­θε­λι­κά στην άγια πε­ριο­χή των χω­ρι­κών υδά­των;

Για ποια τά­ξη άρα­γε μπο­ρεί να μι­λά κα­νείς,
αφού μή­τ’ ένα άστρο δε γί­νε­ται να πα­ρα­με­ρι­στεί,
ώστε να μά­θου­με ποιο τε­λι­κά φω­τί­ζει τ΄ άλ­λο;

Μα και το άπλω­μα το μεμ­πτό της κα­τα­χνιάς!
Κι ο κουρ­νια­χτός της στέ­πας που χύ­νε­ται σ΄ όλο τον ορί­ζο­ντα
λες και δεν εί­ναι κά­τι πα­ρα­κα­τια­νό!
Και το ξε­δί­πλω­μα κά­θε φω­νής στα κύ­μα­τα τα υπά­κουα του ανέ­μου:
σκου­ξί­μα­τα πα­ρα­κλη­τι­κά και ψί­θυ­ροι σπου­δαί­οι.

Μο­νά­χα κα­θε­τί αν­θρώ­πι­νο μπο­ρεί να ’ναι για μάς πράγ­μα­τι ξέ­νο.
Τα υπό­λοι­πα εί­ναι ρου­μά­νια π’ ανα­δεύ­ο­νται, μό­χθος του τυ­φλο­πό­ντι­κα και ανε­μο­συρ­μές.

[ Με­γά­λος αριθ­μός, 1976 ]


ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: