Ένα διαρκές «εδώ» αντί προλόγου

Κολάζ της Β.Σ.
Κολάζ της Β.Σ.

Δεν μπο­ρώ να μι­λή­σω για οπου­δή­πο­τε αλ­λού,
αλ­λά εδώ στη Γη δια­θέ­του­με έναν επαρ­κή εφο­δια­σμό απ’ όλα.
Εί­ναι αρ­κε­τό ότι υπάρ­χει συ­νο­μι­λία
κά­ποιου πλάι σ’ έναν άλ­λο
ή κά­ποιου πλάι σε κά­τι.
Κά­ποιος σου­ρώ­νει μα­κα­ρό­νια.
Κά­ποιος μα­ζεύ­ει φύλ­λα.
Παι­διά που τσι­ρί­ζουν τρέ­χουν γύ­ρω απ’ το τρα­πέ­ζι.
Ποια του αν­θρώ­πι­νου η με­τα­φυ­σι­κή;
Η μνή­μη
ρί­χνει στην πόρ­τα μου πα­λιές επι­στο­λές, τρί­ζει τα δό­ντια,
ανυ­πό­μο­να,
ανα­κι­νεί συγ­χρό­νως ση­μα­ντι­κά συμ­βά­ντα
και στρέ­φει τα μά­τια μου σ’ αγνοη­μέ­να το­πία,
τα ενοι­κί­ζει με τους νε­κρούς μου.
Η ζωή στη Γη εί­ναι ένα σκέ­το πα­ζά­ρι.
Στου σύ­μπα­ντος τις αρ­γές κα­τα­στρο­φές
ίσως η φύ­ση πρέ­πει να μας ευ­τε­λί­σει
και, για να συ­νε­χί­σει να κα­λύ­πτει τη ζή­τη­ση,
ανα­σύ­ρει, ψα­ρεύ­ο­ντας, ό,τι εί­ναι βυ­θι­σμέ­νο
στον κα­θρέ­φτη της λή­θης.
Πά­ντως όσο εί­μα­στε εδώ
το σώ­μα δια­θέ­τει το δι­κό του πλά­νο πλη­ρω­μής.[1]


Εκα­τόν ένα χρό­νια με­τά τη γέν­νη­σή της και δώ­δε­κα με­τά τον θά­να­τό της τα αφιε­ρώ­μα­τα, οι ανα­φο­ρές και οι μνη­μο­νι­κές επι­κλή­σεις για την Πο­λω­νή ποι­ή­τρια Βι­σουά­βα Σι­μπόρ­σκα συ­νε­χί­ζο­νται, προ­σα­να­το­λί­ζο­ντας στην κοι­νό­το­πη δια­πί­στω­ση πως η ποί­η­σή της συ­νε­χί­ζει να εί­ναι «εδώ», να εί­ναι συ­νε­χώς πα­ρού­σα. Πα­ρα­μέ­νει ωστό­σο ανοι­χτό το ερώ­τη­μα για το πε­ριε­χό­με­νο αυ­τού του «εδώ» ποι­κι­λο­τρό­πως: ως προς το ποι­η­τι­κό της σύ­μπαν όπως συ­γκρο­τεί­ται στο έρ­γο της, ως προς τις ερ­μη­νευ­τι­κές συν­θή­κες της ποι­η­τι­κής της στο ιστο­ρι­κό πα­ρόν, ως προς τη σύν­δε­ση των φω­νών της με όρους ιστο­ρι­κούς στις συν­θέ­σεις πα­ρό­ντος, πα­ρελ­θό­ντος, μέλ­λο­ντος, και τέ­λος ως προς τις ερ­μη­νευ­τι­κές οι­κειο­ποι­ή­σεις που συμ­βαί­νουν στο «εδώ και τώ­ρα». Σχε­τι­κά με το τε­λευ­ταίο και με αφορ­μή αυ­τό το αφιέ­ρω­μα του Χάρ­τη στη Σι­μπόρ­σκα, λαμ­βά­νο­ντας υπό­ψη πως το 2023 ήταν το έτος Σι­μπόρ­σκα ανα­δύ­ε­ται η ανά­γκη να διε­ρευ­νη­θούν οι τρό­ποι με τους οποί­ους προ­σεγ­γί­ζου­με, ερ­μη­νεύ­ου­με και δια­βά­ζου­με ευ­ρύ­τε­ρα τους πο­λυ­βρα­βευ­μέ­νους ποι­η­τές και ποι­ή­τριες, για ποιους λό­γους, και με ποια ανα­γνω­στι­κά κρι­τή­ρια. Με το πα­ρα­πά­νω σχό­λιο δεν ανα­φέ­ρο­μαι τό­σο στη γρα­φειο­κρα­τι­κή φι­λο­λο­γι­κή πα­ρά­θε­ση με μορ­φή λί­στας και συ­γκε­κρι­μέ­νων γραμ­μι­κών πε­ρί­κλει­στων χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών που διαιω­νί­ζουν εξι­δα­νι­κευ­μέ­νες μυ­θο­λο­γί­ες της ποί­η­σης για τους ανα­γνω­ρι­σμέ­νους ποι­η­τές και ποι­ή­τριες όσο στην ανά­γκη κρι­τι­κής επε­ξερ­γα­σί­ας του ευ­ρύ­τε­ρου ποι­η­τι­κού το­πί­ου και των λό­γων για τους οποί­ους προ­σφεύ­γου­με σε κά­θε ποι­η­τή/ποι­ή­τρια. Τα βρα­βεία Νό­μπελ ενί­ο­τε μπο­ρούν να πε­ριο­ρί­σουν το ανα­γνω­στι­κό ερ­μη­νευ­τι­κό εύ­ρος, την ίδια στιγ­μή που εν­δέ­χε­ται να λει­τουρ­γούν ως δο­ξα­στι­κό πε­δίο των βρα­βευ­μέ­νων ποι­η­τών. Ιδιαί­τε­ρα σε μια συν­θή­κη που ανα­γνω­ρί­ζε­ται η κοι­νή δια­πί­στω­ση πως η ποί­η­ση δεν έχει εμπο­ρευ­μα­τι­κή αξία στον χώ­ρο του βι­βλίο, πα­ρά το γε­γο­νός πως όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρα βι­βλία ποί­η­σης εκ­δί­δο­νται και όλο και πε­ρισ­σό­τε­ροι/ες επι­διώ­κουν να ανα­γνω­ρι­στούν στο ποι­η­τι­κό πε­δίο, ακο­λου­θώ­ντας ένα «ξέ­φρε­νο πα­νη­γύ­ρι μα­ταιο­δο­ξί­ας» και επι­δει­κτι­κής κουλ­τού­ρας. Τα πα­ρα­πά­νω μπο­ρούν εύ­κο­λα να διο­λι­σθή­σουν σε φλύ­α­ρες αο­ρι­στο­λο­γί­ες και πι­θα­νό­τα­τα η ίδια η Σι­μπόρ­σκα να μει­διού­σε ει­ρω­νι­κά απέ­να­ντι σε μια ατέρ­μο­νη θε­ω­ρη­τι­κή ου­σιο­κρα­τι­κή ανα­ζή­τη­ση για το τι εί­ναι η ποί­η­ση, ποια η χρη­σι­μό­τη­τά της, ποιοι οι «εκλε­κτοί» ανα­γνώ­στες της και με ποια κρι­τή­ρια επι­και­ρο­ποιού­νται κά­θε φο­ρά οι ποι­η­τές και το έρ­γο τους. Η απο­μά­γευ­ση των «ιε­ρών» κα­νό­νων και πα­ρα­δειγ­μά­των στην ποί­η­ση, την κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα, τη φύ­ση, την επι­στή­μη και τις αν­θρώ­πι­νες δια­δρο­μές απο­τε­λεί, νο­μί­ζω, ένα κυ­ρί­αρ­χο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του συ­νο­λι­κού έρ­γου της. Η ίδια η Σι­μπόρ­σκα σχε­τι­κά με το ό,τι έχει γρα­φτεί μέ­χρι τώ­ρα στο κεί­με­νο αυ­τό εύ­στο­χα σχο­λιά­ζει τέ­τοιου τύ­που προ­βλη­μα­τι­σμούς σε πολ­λά και δια­φο­ρε­τι­κά ση­μεία της ποι­η­τι­κής δια­δρο­μής της.

Στο ποί­η­μα «Σε με­ρι­κούς αρέ­σει η ποί­η­ση» γρά­φει:

Σε με­ρι­κούς —
δη­λα­δή όχι σε όλους.
Ού­τε καν στην πλειο­νό­τη­τα όλων μα στη μειο­νό­τη­τα.
Αν δεν με­τρά­με τα σχο­λεία, όπου εί­ναι υπο­χρε­ω­τι­κό,
Και τους ίδιους τους ποι­η­τές,
θα εί­ναι ίσως δύο άτο­μα στα χί­λια.
Αρέ­σει —
αλ­λά αρέ­σει και η κο­τό­σου­πα με φι­δέ,
αρέ­σουν τα κο­μπλι­μέ­ντα και το γα­λά­ζιο χρώ­μα,
αρέ­σει το πα­λιό μας κα­σκόλ,
αρέ­σει να γί­νε­ται το δι­κό μας,
αρέ­σει να χαϊ­δεύ­ου­με ένα σκύ­λο.
Η ποί­η­ση —
μό­νο που τι θα πει ποί­η­ση;
Ουκ ολί­γες αμ­φί­ση­μες απα­ντή­σεις
έχουν δο­θεί σε τού­τη την ερώ­τη­ση.
Αλ­λά εγώ δεν ξέ­ρω, και δεν ξέ­ρω, και κρα­τιέ­μαι απ’ αυ­τό
σαν από μια σω­τή­ρια κου­πα­στή.[2]

Με αμε­σό­τη­τα και απο­ποιού­με­νη τη θέ­ση της ποι­η­τι­κής αυ­θε­ντί­ας η ποι­ή­τρια δια­χει­ρί­ζε­ται τα δι­λήμ­μα­τα πε­ρί ποί­η­σης, την ερ­γα­λειο­ποί­η­ση που ελ­λο­χεύ­ει στις αγιο­ποι­η­μέ­νες εξι­δα­νι­κεύ­σεις της και τους διά­φο­ρους λό­γους για τη χρη­σι­μό­τη­τά της, κα­θώς και την υπο­χρε­ω­τι­κή δι­δα­σκα­λία της στη σχο­λι­κή ύλη. Απέ­να­ντι στη γε­νι­κή το­πο­θέ­τη­ση πως η ποί­η­ση αρέ­σει σε με­ρι­κούς, σε δυο άτο­μα στα χί­λια, η Σι­μπόρ­σκα γή­ι­να, λι­τά και πρω­τό­τυ­πα αρ­θρώ­νει μια εναλ­λα­κτι­κή επι­χει­ρη­μα­το­λο­γία, υπεν­θυ­μί­ζο­ντας πως αν εξαι­ρέ­σου­με τους ποι­η­τές, τους κρι­τι­κούς και τους φι­λο­λό­γους που τη δι­δά­σκουν, αυ­τή μάλ­λον δεν κα­τέ­χει κε­ντρι­κή θέ­ση στη ζωή πολ­λών αν­θρώ­πων. Στη στα­δια­κή κα­τα­σκευή της επι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­ας της που δια­τη­ρεί μια απο­στα­σιο­ποι­η­μέ­νη δια­κρι­τι­κή ει­ρω­νεία χω­ρίς να γί­νε­ται δι­δα­κτι­κή ή αλα­ζο­νι­κή απο­δο­μεί κα­τά έναν τρό­πο τη ση­μα­σία και το πε­ριε­χό­με­νο τού τι αρέ­σει στους αν­θρώ­πους, εμπλου­τί­ζο­ντάς το με πτυ­χές του κα­θη­με­ρι­νού και δια­τη­ρώ­ντας διευ­ρυ­μέ­νη την έκτα­ση των δια­φο­ρε­τι­κών αν­θρώ­πι­νων προ­τι­μή­σε­ων. Έτσι ακό­μα και σε όσους τε­λι­κά η ποί­η­ση «αρέ­σει», το γε­γο­νός αυ­τό δεν πε­ριέ­χει κά­ποιου εί­δους αξιο­λο­γι­κής «πε­φω­τι­σμέ­νης» ανω­τε­ρό­τη­τας συ­γκρι­τι­κά με τους άλ­λους, αλ­λά πρό­κει­ται για ισό­τι­μη και ελεύ­θε­ρη επι­λο­γή στα αν­θρώ­πι­να γού­στα. Η κο­τό­σου­πα με τον φι­δέ, τα κο­μπλι­μέ­ντα, το γα­λά­ζιο χρώ­μα, το δι­κό μας κα­σκόλ, το χάι­δε­μα ενός σκύ­λου συ­γκρο­τούν τη συν­θε­τό­τη­τα των συμ­βά­ντων και του βί­ου, όπου τί­πο­τα από τα αν­θρώ­πι­να δεν εί­ναι άχρη­στο. Η πιο απλή στιγ­μή μπο­ρεί και αξί­ζει να διεισ­δύ­σει στη γρα­φή και να μνη­μο­νευ­τεί ποι­η­τι­κά, σε αντί­θε­ση με τις πε­ρί­κλει­στες θε­ω­ρί­ες πε­ρί γρα­φής που πε­ριο­ρί­ζουν την απε­ρα­ντό­τη­τα των αν­θρώ­πι­νων δια­δρο­μών σε κά­θε στιγ­μιαία έκ­φαν­σή τους. Η προ­σέγ­γι­ση της Σι­μπόρ­σκα συ­νι­στά απο­μά­γευ­ση κά­θε τύ­που αυ­θε­ντί­ας ως προς την τέ­χνη, την ποί­η­ση και τη γρα­φή, οι οποί­ες συ­χνά δη­μιουρ­γούν πε­ριτ­τούς απο­κλει­σμούς. Πα­ράλ­λη­λα όμως το ποί­η­μα της Σι­μπόρ­σκα που ενα­ντιώ­νε­ται με ρε­α­λι­σμό, πλου­ρα­λι­σμό και ψυ­χραι­μία στις ιε­ραρ­χι­κές κα­τη­γο­ριο­ποι­ή­σεις προ­τάσ­σει με ίσους όρους την υλι­κό­τη­τα κά­θε στιγ­μής και τη μο­να­δι­κό­τη­τά της. Δη­λώ­νει επί­σης την επι­μο­νή της ποι­ή­τριας να στέ­κε­ται με θαυ­μα­σμό, τρυ­φε­ρά και με ενερ­γό το στοι­χείο της πε­ριέρ­γειας σε όλο το εύ­ρος της αν­θρώ­πι­νης εμπει­ρί­ας και συ­μπε­ρι­φο­ράς. Στις αμ­φί­ση­μες απα­ντή­σεις για το τι εί­ναι ποί­η­ση η Σι­μπόρ­σκα προ­τάσ­σει εμ­φα­τι­κά την αδυ­να­μία της να δώ­σει ορι­στι­κή απά­ντη­ση, επα­να­λαμ­βά­νο­ντας πως «εγώ δεν ξέ­ρω, και δεν ξέ­ρω». Η ομο­λο­γία αυ­τή απέ­να­ντι σε κά­θε δογ­μα­τι­κή θε­ω­ρη­τι­κή το­πο­θέ­τη­ση για τη γρα­φή, όχι μό­νο δεν αγ­χώ­νει την ποι­ή­τρια αλ­λά πυ­ρο­δο­τεί την ποί­η­σή της. Η άγνοια εί­ναι σω­τή­ρια κου­πα­στή από την οποία κρα­τιέ­ται και «ερ­γα­λείο» των δι­κών της συν­θε­τι­κών οπτι­κών για τους ποι­η­τι­κούς της με­τα­σχη­μα­τι­σμούς. Το ποί­η­μα προ­έρ­χε­ται από τη συλ­λο­γή Τέ­λος και αρ­χή (1993). Στο σύ­νο­λο του έρ­γου της, η ποι­ή­τρια δεν αντι­με­τω­πί­ζει οποιο­δή­πο­τε δί­πο­λο αντι­στι­κτι­κά. Τα δί­πο­λα κα­ταρ­ρέ­ουν, για­τί ακρι­βώς εί­ναι στε­νά συ­νυ­φα­σμέ­να και το ένα εμπε­ριέ­χει το άλ­λο. Τέ­λος και αρ­χή, μνή­μη και λή­θη, ζωή και θά­να­τος, θε­ω­ρία και πρά­ξη, φύ­ση και κοι­νω­νι­κές συν­θή­κες, ζώα και άν­θρω­ποι, βιο­λο­γία και κοι­νω­νι­κή ιστο­ρία εναλ­λάσ­σο­νται με­τα­ξύ τους με δια­φο­ρε­τι­κούς κά­θε φο­ρά τρό­πους ανά­λο­γα με το «εδώ» που δια­μορ­φώ­νε­ται κά­θε φο­ρά στις συ­γκε­κρι­μέ­νες ιστο­ρι­κές συν­θή­κες. Στο ποι­η­τι­κό σύ­μπαν της Σι­μπόρ­σκα, υπάρ­χει σε κά­θε στί­χο ένα θο­ρυ­βώ­δες, υλι­κό «εδώ», το οποίο αδιά­κο­πα «ακού­γε­ται» με τους προ­σω­πι­κούς όρους της ποι­ή­τριας και ταυ­τί­ζε­ται με όλες τις στιγ­μές του βί­ου, με συ­ζεύ­ξεις συν­θε­τι­κές κα­λει­δο­σκο­πι­κών ει­κό­νων, τό­πων κι αν­θρώ­πων που πα­ρα­τη­ρεί η ίδια, ανα­φο­ρές σε ζω­γρά­φους και έρ­γα τέ­χνης, φι­λο­σο­φι­κούς στο­χα­σμούς, αι­σθη­τι­κές και κρι­τι­κές θε­ω­ρί­ες, κα­θώς και σε ζώα, ρού­χα και κα­θη­με­ρι­νά στιγ­μιό­τυ­πα. Όλα αυ­τά τα «εδώ» της Σι­μπόρ­σκα δεν απο­κλεί­ουν τις λύ­πες και τον θά­να­το. Η υλι­κό­τη­τά τους εί­ναι πά­ντα σω­μα­τι­κή και πραγ­μα­το­ποιεί­ται σε έναν συ­γκε­κρι­μέ­νο χρό­νο και χώ­ρο που πε­ρι­λαμ­βά­νει μνεί­ες στην πα­γκό­σμια ιστο­ρία και την εξέ­λι­ξη των ει­δών. Πα­ρ’ όλη την ποι­κι­λία των ποι­η­τι­κών της επι­λο­γών, η ορ­γά­νω­ση του υλι­κού εί­ναι προ­σε­κτι­κά με­λε­τη­μέ­νη λε­πτο­με­ρώς. Τα «εδώ και τώ­ρα» της ζω­ής πα­ρα­μέ­νουν προ­σω­πι­κά και συλ­λο­γι­κά, συ­γκε­κρι­μέ­να και ταυ­τό­χρο­να πιο αφη­ρη­μέ­να, ενώ λι­γό­τε­ρο ή πε­ρισ­σό­τε­ρο δια­λέ­γο­νται με συ­γκε­κρι­μέ­νες επι­λο­γές και πρά­ξεις. Κά­θε στί­χος της πε­ρι­λαμ­βά­νει εκ­δο­χές της ζω­ής σε δια­χρο­νί­ες τού «εδώ».

Η ζωή εδώ και τώ­ρα.
Πα­ρά­στα­ση δί­χως πρό­βα.
[…] Και ό,τι και να πρά­ξω
Θα με­του­σιω­θεί για πά­ντα σ’ αυ­τό που έχω πρά­ξει.[3]

Δεν υπάρ­χει ωστό­σο τί­πο­τα γραμ­μι­κό σε όλα τα πα­ρα­πά­νω, για­τί σε πολ­λά από τα ποι­ή­μα­τα η Σι­μπόρ­σκα έχει πλή­ρη επί­γνω­ση της δι­λημ­μα­τι­κό­τη­τας του εαυ­τού, του βί­ου, της ιστο­ρί­ας και των κά­θε τύ­που επι­λο­γών.

Κι εμείς επί­σης, εί­ν’ αλή­θεια, ξέ­ρου­με
πώς να δι­χά­ζου­με τον εαυ­τό μας.[4]

Στις διά­φο­ρες αμε­τα­κί­νη­τες αντι­στοι­χή­σεις, κα­τα­γρα­φές και βε­βαιό­τη­τες η άγνοια εί­ναι διαρ­κώς ενερ­γή, ανα­πό­φευ­κτη, επι­θυ­μη­τή και λει­τουρ­γεί σαν συν­δε­τι­κός ιστός των πε­ρι­πλα­νή­σε­ων της ίδιας αλ­λά και κά­θε αν­θρώ­που:

Υπάρ­χουν κα­τά­λο­γοι κα­τα­λό­γων.
Υπάρ­χουν ποι­ή­μα­τα για ποι­ή­μα­τα.
[…]
Για­τί στο κά­τω κά­τω
Άγνοια της άγνοιας
Και χέ­ρια απα­σχο­λη­μέ­να να νί­πτουν χέ­ρια.[5]

Επι­στρέ­φο­ντας στη λο­γο­τε­χνι­κή θε­ω­ρία και τη γρα­φή, και στο ίδιο πά­ντα μο­τί­βο που προ­τι­μά η ποι­ή­τρια την αβε­βαιό­τη­τα, τα χέ­ρια εγ­γρά­φουν τη σω­μα­τι­κό­τη­τα της γρα­φής. Η λε­πτο­με­ρής απα­ρίθ­μη­ση των χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών τους συ­νο­δεύ­ε­ται πά­λι από τη δια­πί­στω­ση/κρι­τή­ριο της απροσ­διο­ρι­στί­ας σαν ένας υπαι­νιγ­μός για τις κά­θε τύ­που ιδε­α­λι­στι­κές προ­σεγ­γί­σεις ως προς τη δη­μιουρ­γι­κό­τη­τα της γρα­φής με αφο­ρι­στι­κούς τρό­πους. Στο ποί­η­μα «Πα­λά­μη» από την τε­λευ­ταία της συλ­λο­γή, η Σι­μπόρ­σκα προ­βαί­νει σε μια πα­ράλ­λη­λη δια­πί­στω­ση/υπεν­θύ­μι­ση στα όρια ρε­α­λι­σμού και πι­κρής ει­ρω­νεί­ας:

Εί­κο­σι επτά οστά,
Τριά­ντα πέ­ντε μύ­ες, πε­ρί­που δύο χι­λιά­δες νευ­ρι­κά κύτ­τα­ρα
Σε κά­θε άκρη των πέ­ντε δα­χτύ­λων μας.
Εί­ναι απο­λύ­τως αρ­κε­τό
Για να γρα­φτεί το Mein Kampf
Ή το Γουί­νι το αρ­κου­δά­κι.[6]

Ακό­μα και στον έρω­τα, το ωραίο της αρ­χι­κής βε­βαιό­τη­τάς του συ­γκρί­νε­ται με την πιο ωραία αβε­βαιό­τη­τα, ενώ το γε­γο­νός των διαρ­κώς ανοι­χτών συμ­βά­ντων δη­μιουρ­γεί πλη­θώ­ρα συ­νε­χειών, πράγ­μα που δεν εί­ναι κα­θό­λου αμε­λη­τέο:

Κι οι δυο τους εί­ναι πε­πει­σμέ­νοι
Ότι τους ένω­σε ένα αί­σθη­μα ξαφ­νι­κό.
Εί­ναι ωραία μια τέ­τοια βε­βαιό­τη­τα,
Αλ­λά η αβε­βαιό­τη­τα ακό­μη πιο ωραία.
[…] Στο κά­τω κά­τω κά­θε αρ­χή
Δεν εί­ναι πα­ρά μό­νο η συ­νέ­χεια
και το βι­βλίο των συμ­βά­ντων
μέ­νει πά­ντα ανοι­χτό στη μέ­ση.[7]

Στην προ­τε­λευ­ταία της συλ­λο­γή, το «εδώ» επι­λέ­γε­ται ως τί­τλος, ση­μα­το­δο­τώ­ντας και ένα συ­γκε­κρι­μέ­νο χω­ρο­χρό­νο, τη γη και όσα πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται στην ιστο­ρία της στο πα­ρόν, το πα­ρελ­θόν και το μέλ­λον.

Δεν μπο­ρώ να μι­λή­σω για οπου­δή­πο­τε αλ­λού,
αλ­λά εδώ στη Γη δια­θέ­του­με έναν επαρ­κή εφο­δια­σμό απ’ όλα.[8]

Ας ση­μειω­θεί πως όλα τα «εδώ» στο ποι­η­τι­κό έρ­γο της Σι­μπόρ­σκα συ­νε­χί­ζο­νται και δια­τη­ρούν τε­λι­κά τις δυ­να­τό­τη­τές τους μέ­σα από τις εκά­στο­τε ανα­γνω­στι­κές απρό­βλε­πτες οι­κειο­ποι­ή­σεις που λει­τουρ­γούν στους πα­ρο­ντι­κούς και μελ­λο­ντι­κούς χρό­νους. Έτσι επι­και­ρο­ποιεί­ται και κρί­νε­ται και κά­θε έρ­γο τέ­χνης σε κά­θε ιστο­ρι­κή συν­θή­κη. Οι πα­ρα­κά­τω στί­χοι της ποι­ή­τριας ται­ριά­ζουν, νο­μί­ζω, και ως υπεν­θύ­μι­ση πα­ρο­ντι­κή για το πό­σο επί­και­ρη πα­ρα­μέ­νει η ποί­η­σή της και ως αντι­γύ­ρι­σμα σε κά­θε σύμ­βα­ση ιδε­ο­κρα­τι­κή: «Τα λό­για αυ­τά αιω­ρού­νται για μέ­να πέ­ρα από τους κα­νό­νες. / Δεν ψά­χνουν στή­ριγ­μα σε κα­νε­νός εί­δος πα­ρα­δείγ­μα­τα».[9] Στο «Επι­τύμ­βιο» ποί­η­μα που έγρα­ψε το 1962 εκ­δη­λώ­νει την επι­θυ­μία της για μια μελ­λο­ντι­κή επι­τύμ­βια στή­λη που επι­βε­βαιώ­νει όσα ει­πώ­θη­καν πιο πά­νω:

Σε τού­τη τη γη
Ανα­παύ­ε­ται εν ει­ρή­νη, πα­ρό­τι το πτώ­μα
Δεν ανή­κε πο­τέ σ’ ένα λο­γο­τε­χνι­κό σώ­μα.[10]

Κι αν κα­μιά φο­ρά «η ζωή στη Γη εί­ναι ένα σκέ­το πα­ζά­ρι»,[11] ισχύ­ει επί­σης πως πά­ντως όσο εί­μα­στε εδώ «το σώ­μα δια­θέ­τει το δι­κό του πλά­νο πλη­ρω­μής».[12]

Το κρεμ­μύ­δι, τα ρού­χα και πολ­λά ζη­τή­μα­τα ζω­ής και θα­νά­του

Κα­θώς πε­ρι­πλα­νή­θη­κα στο ποι­η­τι­κό έρ­γο της Σι­μπόρ­σκα,[13] και στο πλαί­σιο των δι­κών μου οι­κειο­ποι­ή­σε­ων, έκρι­να ιδιαί­τε­ρα εν­δια­φέ­ρου­σα την πα­ράλ­λη­λη ανά­γνω­ση δύο ποι­η­μά­των: το ένα για το κρεμ­μύ­δι και το άλ­λο για τα ρού­χα. Το δεύ­τε­ρο ανα­φέ­ρε­ται στις αλ­λε­πάλ­λη­λες «στρώ­σεις» των ρού­χων που ντύ­νουν το σώ­μα. Τα ρού­χα εμ­φα­νί­ζο­νται αρ­κε­τά συ­χνά στην ποί­η­ση της Σι­μπόρ­σκα, συν­δε­μέ­να με διά­φο­ρες στιγ­μές και δια­φο­ρε­τι­κές αφορ­μές. Στο συ­γκε­κρι­μέ­νο ποί­η­μα, η έν­δυ­ση και η έκ­δυ­ση συν­δέ­ε­ται με μια επί­σκε­ψη στον για­τρό, κι­νη­το­ποιώ­ντας ζη­τή­μα­τα που συ­νυ­φαί­νο­νται πα­ράλ­λη­λα με την ευά­λω­τη αν­θρώ­πι­νη φύ­ση και με ζη­τή­μα­τα ζω­ής ή θα­νά­του. «Το κρεμ­μύ­δι» και οι αλ­λε­πάλ­λη­λες στρώ­σεις του γί­νε­ται αφορ­μή για να πα­ρου­σια­στεί ποι­η­τι­κά και στα όρια σχε­δόν της ζη­λο­φθο­νί­ας η συ­γκρο­τη­μέ­νη δο­μή του, που πα­ρα­μέ­νει στα­θε­ρή σε όλες τις επι­στρώ­σεις του, σε αντί­θε­ση με το ευά­λω­το αν­θρώ­πι­νο σώ­μα.

Το κρεμ­μύ­δι, αυ­τό τώ­ρα εί­ν’ ένα άλ­λο θέ­μα.
Τα έσω του δεν υπάρ­χουν.
Μό­νο κα­θα­ρή κρεμ­μυ­δό­τη­τα
γε­μί­ζει αυ­τή την ευ­σε­βή κρεμ­μυ­δί­λα.
Κρεμ­μυ­δώ­δες στο εσω­τε­ρι­κό,
κρεμ­μυ­δια­στό εμ­φα­νί­ζε­ται.
Ακο­λου­θεί το δι­κό του δαι­μό­νιο
χω­ρίς τα δά­κρυά μας τα αν­θρώ­πι­να.

Το δέρ­μα μας τί­πο­τ’ άλ­λο πα­ρά μό­νο συ­γκά­λυ­ψη
για τα έγκα­τα της γης όπου κα­νείς να πά­ει δεν τολ­μά,
μία αιώ­νια Κό­λα­ση,
το ανά­θε­μα της ανα­το­μί­ας.
Μέ­σα σ’ ένα κρεμ­μύ­δι υπάρ­χει μό­νο κρεμ­μύ­δι
Απ’ την κο­ρυ­φή ως τα νύ­χια,
Κρεμ­μυ­δι­κή μο­νο­μα­νία,
Ομό­φω­νη διαρ­κής γυ­μνό­τη­τα.

Εν ει­ρή­νη, μιας ει­ρή­νης,
εσω­τε­ρι­κής ηρε­μί­ας.
Μέ­σα του, ένα μι­κρό­τε­ρο υπάρ­χει

αμεί­ω­της αξί­ας.
Το δεύ­τε­ρο πε­ρι­λαμ­βά­νει ένα τρί­το
το τρί­το ένα τέ­ταρ­το.
Μια κε­ντρο­μό­λος φού­γκα ανε­μο­στρό­βι­λος
πο­λυ­φω­νία συ­μπιε­σμέ­νη.

Της φύ­σης η στρογ­γυ­λέ­στα­τη κοι­λιά
η πιο σπου­δαία του επι­τυ­χία,
το κρεμ­μύ­δι σκε­πά­ζε­ται
με τη δι­κή του αύ­ρα δό­ξας.
Εμείς βα­στά­με φλέ­βες, νεύ­ρα, και λί­πος,
των μυ­στι­κών εκ­κρί­σε­ων τις το­μές.
Δεν προ­ο­ρί­ζο­νται για μας τέ­τοιες ηλί­θιες
κρεμ­μυ­δού­χες τε­λειό­τη­τες.
[14]

Σε ένα ορ­για­στι­κό παι­χνί­δι, επι­νο­ώ­ντας νέ­ες λέ­ξεις και νε­ο­λο­γι­σμούς για το κρεμ­μύ­δι και τις πολ­λα­πλές στοι­βά­δες του η Σι­μπόρ­σκα, σε αυ­τήν την «ωδή» για το κρεμ­μύ­δι, πα­ρου­σιά­ζει τη συ­μπα­γή του ταυ­τό­τη­τα η οποία πα­ρα­μέ­νει στα­θε­ρή και βέ­βαιη. Αυ­τό που φαί­νε­ται, αυ­τό εί­ναι. Για άλ­λη μια φο­ρά, το δί­πο­λο βε­βαιό­τη­τας-αβε­βαιό­τη­τας εκ­φρά­ζε­ται με την άμε­ση σύ­γκρι­ση των πά­ντα ίδιων χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών του κρεμ­μυ­διού πα­ρά τις πολ­λές επι­στρώ­σεις του. Όσες στρώ­σεις και να ξε­φλου­δι­στούν, ένα κρεμ­μύ­δι σαν τις μπά­μπου­σκες δια­τη­ρεί τη φόρ­μα και τη δο­μή του, όμως το εσω­τε­ρι­κό του δεν δια­φο­ρο­ποιεί­ται, δεν εμπε­ριέ­χει κα­μία αλ­λα­γή. Τε­λι­κά το στρογ­γυ­λό του σχή­μα που πα­ρα­μέ­νει άθι­κτο οδη­γεί την ποι­ή­τρια στην απο­ποί­η­σή του, χα­ρα­κτη­ρί­ζο­ντας μά­λι­στα την «τε­λειό­τη­τά» του ηλί­θια. Αυ­τό ίσως που μοιά­ζει με «ωδή» στο κρεμ­μύ­δι μάλ­λον ση­μα­σιο­δο­τεί την προ­τί­μη­σή της για τις ευά­λω­τες ιδιό­τη­τες και τα σω­μα­τι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά των αν­θρώ­πων. Τα εσω­τε­ρι­κά όρ­γα­να του αν­θρώ­που συ­γκρο­τούν συ­γκα­λύ­ψεις, το δέρ­μα ορί­ζει το μέ­σα-έξω που πάλ­λε­ται και δη­μιουρ­γεί ενερ­γεια­κές ηφαι­στεια­κές αντι­δρά­σεις, οι οποί­ες πα­ρα­μέ­νουν απρό­βλε­πτες και ποι­η­τι­κά ορί­ζο­νται ως το «ανά­θε­μα της ανα­το­μί­ας», επει­δή μό­νι­μα κά­τι μπο­ρεί να αλ­λά­ξει αν κά­ποιο από τα όρ­γα­να πει­ρα­χτεί. Με­τα­βά­σεις ρί­σκου οι οποί­ες μπο­ρεί να οδη­γή­σουν από τη ζωή στον θά­να­το και κά­νουν το αν­θρώ­πι­νο σώ­μα να τε­λεί μό­νι­μα υπό κα­θε­στώς δια­κιν­δύ­νευ­σης. Για άλ­λη μια φο­ρά, η Σι­μπόρ­σκα πα­ρά τους κιν­δύ­νους προ­τι­μά τις αβέ­βαιες αν­θρώ­πι­νες λει­τουρ­γί­ες.

Στο ποί­η­μα «Ρού­χα», μέ­σα από εξα­ντλη­τι­κές πε­ρι­γρα­φές κά­θε τύ­που έν­δυ­σης, όπως προει­πώ­θη­κε, η προ­σο­χή επι­κε­ντρώ­νε­ται στη δια­δι­κα­σία και στο πα­ναν­θρώ­πι­νο άγ­χος που συ­νο­δεύ­ει το γδύ­σι­μο και το ντύ­σι­μο με­τά την εξέ­τα­ση στον για­τρό:


Βγά­ζεις, βγά­ζου­με, βγά­ζου­νε
Παλ­τά, τζά­κετ, μπλού­ζες, δι­πλο­σταυ­ρω­τά κο­στού­μια,
Φτιαγ­μέ­να από μαλ­λί, βαμ­βά­κι, συν­θε­τι­κό πο­λυ­ε­στέ­ρα,
Φού­στες, που­κά­μι­σα, εσώ­ρου­χα, πα­ντε­λό­νια, σλιπ, κάλ­τσες,
Βά­ζο­ντας, κρε­μώ­ντας, πε­τώ­ντας τα
στην πλά­τη απ’ τις κα­ρέ­κλες, στις γω­νί­ες με­ταλ­λι­κών οθο­νών·
προς το πα­ρόν, λέ­ει ο για­τρός, δεν εί­ναι και τό­σο άσχη­μη η κα­τά­στα­ση,
μπο­ρεί­τε να ντυ­θεί­τε, να ξε­κου­ρα­στεί­τε, να φύ­γε­τε απ’ την πό­λη,
πάρ­τε ένα από αυ­τά κα­τά πε­ρί­πτω­ση, πριν τον ύπνο, με­τά το γεύ­μα,
εμ­φα­νι­στεί­τε με­τά από λί­γους μή­νες, την επό­με­νη άνοι­ξη, τον επό­με­νο χρό­νο·
άλ­λα έβλε­πες, και νό­μι­ζες, κι εμείς φο­βό­μα­σταν πως,
κι αυ­τός φα­ντα­ζό­ταν, κι όλοι σας πι­στεύ­α­τε·
ήρ­θε η ώρα να τρα­βή­ξου­με, να δέ­σου­με με τρε­μά­με­να χέ­ρια
κορ­δό­νια, ζώ­νες, βέλ­κρο, φερ­μουάρ, κου­μπώ­μα­τα
ζώ­νες, κου­μπιά, μα­νι­κε­τό­κου­μπα, κο­λά­ρα, γρα­βά­τες, κου­μπώ­μα­τα
και να βγά­λου­με απ’ τις τσά­ντες, τις τσέ­πες, τα μα­νί­κια
ένα πουά, λου­λου­δά­το, κα­ρό τσα­λα­κω­μέ­νο κα­σκόλ
που η χρη­σι­μό­τη­τά του έχει ξαφ­νι­κά πα­ρα­τα­θεί.[15]

Οι στρώ­σεις των ρού­χων και το ξε­γύ­μνω­μα θυ­μί­ζει πά­λι την ευ­θραυ­στό­τη­τα του σώ­μα­τος στο κρεμ­μύ­δι. Η Σι­μπόρ­σκα κι­νη­το­ποιεί πε­ρισ­σό­τε­ρο το άγ­χος απέ­να­ντι σε μια πι­θα­νή ασθέ­νεια, τη διαρ­κή πι­θα­νό­τη­τα ζω­ής-θα­νά­του, υγεί­ας-ασθέ­νειας με­τά από μια επί­σκε­ψη στον για­τρό. Η αρ­χι­κή αλ­λα­γή των προ­σώ­πων από το β΄ ενι­κό, στο β΄ πλη­θυ­ντι­κό, για να κα­τα­λή­ξει στο γ΄ πλη­θυ­ντι­κό, ορί­ζει συ­ντα­κτι­κά και γλωσ­σι­κά το κοι­νό αί­σθη­μα του φό­βου σε κά­θε επί­σκε­ψη στον για­τρό, το εκτε­θει­μέ­νο γυ­μνό σώ­μα χω­ρίς την ασφά­λεια των ρού­χων και την ανα­μο­νή, προ­κει­μέ­νου να ανα­κοι­νω­θεί αν τα πράγ­μα­τα ως προς την υγεία τους εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο ή λι­γό­τε­ρο σο­βα­ρά. Ο για­τρός εδώ εί­ναι ο ει­δι­κός που θα ενη­με­ρώ­σει για το πώς θα εξε­λι­χθεί η ζωή των ασθε­νών. Τε­λι­κά, όταν αυ­τή την φο­ρά ο θά­να­τος και η σω­μα­τι­κή «πτώ­ση» έχουν ανα­βλη­θεί και η ζωή συ­νε­χί­ζε­ται, οι ασθε­νείς μπο­ρούν με τρε­μά­με­να χέ­ρια να φο­ρέ­σουν ξα­νά τα ρού­χα τους, έχο­ντας γλι­τώ­σει προς στιγ­μή από τα χει­ρό­τε­ρα. Το «φι­νά­λε» του ποι­ή­μα­τος, ο τε­λευ­ταί­ος του στί­χος συ­νται­ριά­ζει την οι­κειό­τη­τα των αν­θρώ­πων με τα ρού­χα τους, τη μο­να­δι­κό­τη­τα του κά­θε αν­θρώ­που ανά­λο­γα με το στυλ και τα ρού­χα που επι­λέ­γει. Η τε­λευ­ταία «πι­νε­λιά» πριν φύ­γουν από τον για­τρό, τα δια­φο­ρε­τι­κά στυλ κα­σκόλ που όμως εί­ναι τσα­λα­κω­μέ­να, κα­θώς οι άν­θρω­ποι ξε­ντύ­νο­νταν, γί­νο­νται και αυ­τά οι­κεία και αν­θρώ­πι­να σαν να εί­ναι ζω­ντα­νοί ορ­γα­νι­σμοί, ανα­πό­σπα­στοι από τους αν­θρώ­πους που τα φο­ρά­νε. Δια­σώ­ζο­νται εκεί­νη τη στιγ­μή από τον θά­να­το και μα­ζί με τους κα­τό­χους τους η χρη­σι­μό­τη­τά τους πα­ρα­τεί­νε­ται, προ­στα­τεύ­ο­ντας και ζε­σταί­νο­ντας το ζω­ντα­νό σώ­μα.
Ας ει­πω­θεί επι­πρό­σθε­τα πως η πο­λύ­τρο­πη λει­τουρ­γία των ρού­χων στην ποί­η­ση της Σι­μπόρ­σκα χρη­σι­μο­ποιεί­ται επα­νει­λημ­μέ­να για να επι­το­νι­στεί πως η κά­θε στιγ­μή του βί­ου πε­ριέ­χει πολ­λα­πλές ρωγ­μές, ρί­σκο και κιν­δύ­νους. Χω­ρίς όμως αυ­τά και τις διαρ­κείς αλ­λα­γές σε ένα αδιάλ­λα­κτο κα­θε­στώς βε­βαιό­τη­τας, η ζωή για τη Σι­μπόρ­σκα θα ήταν βα­ρε­τή και αδια­νό­η­τη. Γι’ αυ­τούς τους λό­γους, τα «Ρού­χα» της Σι­μπόρ­σκα δεν εί­ναι πο­τέ αψε­γά­δια­στα και απο­στει­ρω­μέ­να. Στους πρώ­τους στί­χους από το ομώ­νυ­μο ποί­η­μα της, η Anne Sexton συ­μπλέ­ει με τη Σι­μπόρ­σκα, ως προς την απέ­χθειά της για τη σχέ­ση των συ­ντη­ρη­τι­κών πε­ντα­κά­θα­ρων ρού­χων που πα­ρα­πέ­μπουν στην αγνό­τη­τα και τα χρη­στά ήθη. Οι πρώ­τοι στί­χοι των «Ρού­χων» της προ­τρέ­πουν:

Φό­ρα ένα κα­θα­ρό που­κά­μι­σο
πριν πε­θά­νεις, εί­πε κά­ποιος Ρώ­σος.
Κά­τι που δε θα έχει σά­λια, πα­ρα­κα­λώ,
ού­τε λε­κέ­δες από αβγό, ού­τε αί­μα,
ού­τε ιδρώ­τα ή σπέρ­μα.
[16]

Και οι δύο ποι­ή­τριες δεν ακο­λού­θη­σαν στη στι­χουρ­γι­κή τους και στις ανα­φο­ρές τους στα ρού­χα πο­τέ αυ­τήν την προ­τρο­πή, αφού η κα­θε­μία με δια­φο­ρε­τι­κό τρό­πο αντι­τά­χθη­κε στην ομοιο­μορ­φία ή τη σι­γου­ριά της κοι­νο­το­πί­ας στις γρα­φές. Η ποί­η­ση της Σι­μπόρ­σκα πα­ρέ­μει­νε μέ­χρι και την τε­λευ­ταία της ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή βα­θύ­τα­τα πο­λι­τι­κή. Οι τρο­πές του κα­θη­με­ρι­νού, οι συ­ζεύ­ξεις ζω­ής/θα­νά­του, οι ιστο­ρι­κές, πο­λι­τι­κές και προ­σω­πι­κές αλ­λα­γές βρί­σκο­νται στο επί­κε­ντρο της κο­πιώ­δους ποι­η­τι­κής, κα­θώς και κρι­τι­κής σύν­θε­σης της Σι­μπόρ­σκα. Η ει­ρω­νεία, ο σαρ­κα­σμός, οι εναλ­λα­γές από τις λε­πτο­μέ­ρειες ή τις με­μο­νω­μέ­νες στιγ­μές των αν­θρώ­πι­νων ζω­ών στις εξε­λί­ξεις του φυ­σι­κού και κοι­νω­νι­κού το­πί­ου δεν λει­τουρ­γούν στη Σι­μπόρ­σκα αυ­το­α­να­φο­ρι­κά, ού­τε εμπλέ­κουν ψυ­χα­να­λυ­τι­κές ανα­φο­ρές που επι­κα­λού­νται το ασυ­νεί­δη­το, το τραύ­μα, το άτο­μο, όπως συμ­βαί­νει με όλες τις θε­ω­ρί­ες του βά­θους. Αντί­θε­τα, η ποι­η­τι­κή γί­νε­ται πο­λι­τι­κή μέ­σα από τα πα­ράλ­λη­λα ανα­δυό­με­να σύ­μπα­ντα της ποι­ή­τριας που επι­στρέ­φουν στο γή­ι­νο και το κα­θη­με­ρι­νό. Έτσι το προ­σω­πι­κό πε­ρι­λαμ­βά­νει δί­κτυα σχέ­σε­ων, δο­μές εξου­σί­ας, επι­κε­ντρώ­σεις στο τυ­χαίο και δια­χρο­νι­κό, άνοιγ­μα στη δυ­να­τό­τη­τα αλ­λα­γών. Η πο­λυ­πρι­σμα­τι­κή οπτι­κή της Σι­μπόρ­σκα θα συ­νε­χί­σει να προ­σκα­λεί σε νέ­ες ανα­γνώ­σεις, ασκώ­ντας αιχ­μη­ρή κρι­τι­κή σε κά­θε τύ­που ολο­κλη­ρω­τι­σμού ή ου­σιο­κρα­τί­ας. Το ότι κα­τα­φέρ­νει από την αρ­χή μέ­χρι το τέ­λος να απο­φύ­γει δογ­μα­τι­κές πα­λιν­δρο­μή­σεις κη­ρυγ­μα­τι­κού τύ­που, προ­τάσ­σο­ντας μια ήρε­μη τρυ­φε­ρό­τη­τα, εί­ναι το στοι­χείο που μπο­ρεί επί­σης να κι­νη­το­ποι­ή­σει νέ­ους προ­βλη­μα­τι­σμούς για το πε­ριε­χό­με­νο και την ποιό­τη­τα μιας σύγ­χρο­νης οπτι­κής, ως προς τα ζη­τή­μα­τα και τις σχέ­σεις της τέ­χνης με την πο­λι­τι­κή. 

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: