1.
Ένας άνθρωπος που σκάβει με τα ίδια του τα χέρια έναν τάφο στο χώμα είναι όλα όσα μπορούμε τελικά να μάθουμε για τον ουρανό.
2.
Τρεις μικρές αλεπούδες. Σαν μία πεδιάδα που πάνω της πέφτει ήσυχα χιόνι, αθόρυβα διαγράφτηκε το τοπίο.
3.
Το μέλλον είναι βουερό σαν δάσος. Γεμάτο λεπτούς ψιθύρους, με πυκνές φυλλωσιές σε ντύνει. Ανθείς σαν ανάλαφρο λάθος. Δηλαδή ούτε βλέπεις, ούτε ακούς απολύτως τίποτα.
4.
Δύει κι απόψε του χρυσού η ησυχία. Κόκκινα έγιναν τα βρύα και η βρώμη. Ζεστή όμως του ζώου η αναπνοή. Τρέχει η ερημιά παγωμένη στα πόδια απ' τα θηρία.
5.
Ο ποιητής είναι το αντίστροφο απ' τον σκοπευτή. Πάει κοντά στον θύτη του. Δεν βλέπει καλά, γιατί τρέχουν ποτάμι τα δάκρυα του και γι’ αυτό ακουμπάει τις λέξεις χωρίς γάντια. Είναι σαν ένας δυνατός, γυμνός κορμός θεόρατου δέντρου. Δρύινου. Και η αγκαλιά τους που τον τυλίγει με την απαλή χλωρίδα της.
6.
Ο ποιητής γράφει με το μάγουλο. Ανθεί στο πάθημα. Εάν όχι με την αφή του.
7.
Ένα φτυάρι που στέκεται ακουμπισμένο στη ρίζα ενός δέντρου και σκουριάζει μας βλέπει. Ένα αηδόνι που τραγουδάει στο ημίφως ―πάνω απ' το χιόνι― το ερχόμενο άλγος, κατά κάποιον τρόπο, κοιτά. Την απώλεια, την εξαφάνιση, τον πανικό. Ω φωτεινό άστρο, ας είμαι τα μάτια σου ενώ τραγουδώ του χώματος και του φωτός το θλιμμένο τραγούδι. Του τίποτε ο κόρφος, της λήθης η λίμνη, της λέξης το γάργαρο νερό.
8.
Απ' όλους τους ορειβάτες, τους αεροπόρους, τα διαστημόπλοια, τους ασκητές, τους αιθεροβάμονες, τους μυστικούς, ο Θεός αγαπάει την χλόη.
9.
Αυτή η ρωγμή στο ηλιοβασίλεμα απόψε είναι πραγματική, δεν είναι το παιδικό σου τραύμα. Και αυτό το ιώδες, αυτή η ανοιχτή αιωνιότητα που αιμορραγεί, δεν είναι το γόνατό σου.
Σταμάτα να μιλάς, δεν είναι χαζό, σε κατάλαβε το γαλάζιο και σκούρυνε. Αιμορραγείς.
10.
Αυτό το γαλάζιο είναι αιώνιο. Θα χαζεύει ακριβώς εδώ, ακριβώς έτσι, ακόμη και όταν εμείς θα έχουμε εξαφανιστεί. Τύρφη μόνο και φως. Γύρη, υάκινθοι και πάχνη στην χλόη. Πάντα η πάχνη και πάντα η χλόη. Αυτά.
11.
Ο φόβος έγινε ένα όργανο στο σώμα του. Νέο, καινούργιο όργανο, αυτόνομο, ξεχωριστό. Ζούσε μαζί του, ανέπνεε δίπλα του. Κάποιες φορές τον κινούσε, ανασήκωνε τον πόνο του, όπως μετακινούσε το δεξί του χέρι. Τον μετέφερε, όπως κουβαλάει κάποιος ένα σακάκι. Τον ανασήκωνε, όπως κάποιος μπορεί να πράξει κουνώντας τους δύο του ώμους. Ή όπως ένα μπαστούνι που βοηθάει κάποιον να στηρίζεται, να ανεβαίνει, να αμύνεται ή να περπατά.
12.
Η ψυχή ηττάται. Η ζωγραφική ίπταται.
13.
Σε ορισμένα παράδοξα ή ακραία αντικείμενα, η επίδραση του λόγου επάνω τους έχει ένα εμπρηστικό, ερεθιστικό, τελικά ανυπόφορο αποτέλεσμα. Αντί να τα ηρεμεί, τα οξύνει. Αντί να τα κατανοεί, τα εκτρέπει σε μια ιδιωτική και ακατάληπτη οδό ή κλίση. Δεν μπορείς, όταν τελικά κάτι απάνθρωπα γυμνό σε συναντά, να μιλήσεις μαζί του. Η συνάντηση αυτή μοιάζει μάλλον με μια χειρονομία ή με πάλη. Με κάτι ιδιόρρυθμα σωματικό ή χειροπιαστό. Με την απόλυτη σιγή ή με το έρημο, το εύπλαστο, το ολομόναχο σώμα της. Με κάτι όχι εκτός λόγου, αλλά χωρίς λόγο. Βουβά, λοιπόν. Όπως τα πουλιά που ακινητούν, τα σύννεφα που τρέχουν ή τα χρώματα που δακρύζουν τα ύπτια μάτια μας, όταν κοιτάμε τον ουρανό.
14.
Άσε τα θαύματα να φεύγουν σαν τα σύννεφα. Μην τα ακολουθείς σαν το σκυλί. Κοίτα καλύτερα εκείνη την πέτρα. Φυσάει. Δεν θα κουνηθεί.
15.
Κάποια μέρα θα το πω, τώρα δεν έχω όλα τα άνθη.
16.
Το πιο ακαριαίο στο ποίημα είναι αυτό που έρχεται ολόσωμο. (Το πιο σπαρακτικό, ότι δεν λέγεται.)
17.
Όχι τα μάτια, όχι τα χείλη, ούτε το δέρμα ― αλλά τα οστά πού δίπλα σου αναπνέουν.
18.
Πέφτουμε έξω στον έρωτα όπως ο Θεός έφτιαξε τα δέντρα, το φως ή τον κάμπο. Έκτοτε έπεσε νομίζω κι αυτός. Η απουσία ιδωμένη ως ένα τραπέζι ή μία καρέκλα. Παρακαλώ, καθίστε!
19.
Ένα βουνό. Αυτό ήθελα μόνο να πω.
20.
Πόσο ήσυχο είναι το δάσος! Πόσο θορυβώδης ο αέρας που δεν περνάει μέσα απ' τα φύλλα του!
21.
Όσο κι αν μιλάς στα λουλούδια του κήπου σου, αυτά θα κοιτούν προς τους λόφους και τις ήπιες κορυφές των ματιών σου.
22.
Περπατώντας ο άνθρωπος πάνω-κάτω (χιλιόμετρα ατελείωτα μιας ολόκληρης ζωής) σ' ένα στενό δωμάτιο, επιβεβαιώνει την απώτατη καταγωγή του από τα σύννεφα.
23.
Μυστήριο καλύπτει μια απόφαση λίγο πριν γίνει πόνος. Ανείπωτη μαζί με αμέτρητα αγριολούλουδα, άφωνη κι απόμακρη σαν σώμα.
24.
Κυανή η μέρα κάνει στριπτίζ μπροστά στις παπαρούνες της. Είναι και μερικά θραύσματα που δεν τα παίρνει ο άνεμος.
25.
Ω! Τι περίεργο: τώρα που άρχισα σιγά-σιγά (αργά-αργά) να πεθαίνω, προσέχω, ακούω τα χελιδόνια στον ψηλό ουρανό. Πού θα πει, ότι μέσω της φλυαρίας εισέρχεται ιπτάμενος ο άνθρωπος στο αιώνιο χρώμα.
26.
Μέλισσες πετούν γύρω απ' το τραπέζι, πάνω απ' τις καρέκλες, δίπλα στις πολυθρόνες του δωματίου. Θορυβώδεις, επίμονες, εργατικές. Όπως γύρω από τα αγριολούλουδα ή τα ελάχιστα χαμομηλάκια της άνοιξης. Κι όμως. Όχι. Δεν είσαι άνθος.
27.
Το νόημα των νεαρών χελιδονιών, εκείνο, τελικά, που μουρμουρίζουν ασταμάτητα, δεν είναι ότι για ακόμη μια φορά, ξανά ―μέχρι την άφωνη άκρη του φωτός― θα φτάνουν μέρες, η μία πίσω από την άλλη, μέρες ήδη χαμένες για πάντα;
28.
Κάποτε, ολόκληρη η νύχτα, ο αδιέξοδος κόπος της, ο έναστρος τρόμος, οι ολομόναχοι κορμοί των δέντρων και ο σιωπηρός πόνος των ανθρώπων, θα γίνουν μερικές σταγόνες δροσιάς πάνω σε πράσινα φύλλα. Ο ύπνος από ένα κοτσύφι.
29.
Ο τρόπος που έχει ο κόσμος, το τοπίο, ο ήλιος να μην ανατέλλουν, τελικά να μην εμφανίζονται, είναι η συναίνεση.
30.
Τα ψηλά βουνά ονειρεύονται. Ιδρώνουν οι καλαμποκιές στα πεδινά. Το φεγγάρι παραμιλά, μαραίνει ένα υπόλευκο χρώμα που αγαπούσες και σε πονά ακόμη. Όλα τα πτηνά περιστρέφονται, πνέουν και αστράφτουν γύρω από τα γαλάζια μάτια σου. Ναι, ακριβώς: σαν λαμπρός ουρανός.
31.
Ο ποιητής γράφει πάνω στις μαλακές κορυφές από το γρασίδι της χλόης. Όταν φυσάει ο άνεμος δυνατά τα απέραντα λιβάδια της. Μεγαλύτερο μυστήριο από το κρύο, τον άνεμο και τον θάνατο, δεν έχει γνωρίσει.
32.
Όπως τα σύννεφα.