Το βέλος ή η νέα ζωή

Paul Cezanne, «Το σπίτι του Κρεμασμένου», Auvers sur Oise
Paul Cezanne, «Το σπίτι του Κρεμασμένου», Auvers sur Oise



Ο Γαλιλαίος και τα σκυλιά

Είχε μία πανανθρώπινη ντροπή όταν έγραφε. Πριν γράψει, κάθε φορά που έρχονταν η γραφή προς αυτόν. Ή που πήγαινε αυτός προς αυτήν. Αργά κι απρόσεχτα σαν το νερό.
Έγραφε τελικά μόνο για αυτήν. Την ντροπή. Έγραφε από την ντροπή προς την ενοχή της ανορθόδοξης οπής εκείνης.
Προς την απάνθρωπη εκείνη ρίζα. Προς την σκοτεινή εκείνη αμυχή μέσα απ’ την οποία αποφάσισε να κοιτάζει τον κόσμο και απ’ όπου κοιτούσε τα άστρα.
Ηλιοκεντρική ενοχή ή το τηλεσκόπιο του κανένα. Έκανε αυτήν την πρωτοφανή ανυπαρξία του Άλλου κάπως πιο υποφερτή.
Το χώμα έλεγε είναι αυτό το κινούμενο άπειρο που μας κοιτά. Απ’ τα φυτά, τα μετέωρα, απ’ το ποτέ, απ’ το μακριά ή από τα άστρα. Αυτός ο μοναχικός σκύλος που τριγυρνά. Η απίστευτη, η αφόρητη σιγή που ιερουργεί εντός μας.
Ήταν δεινός παρατηρητής, ακούραστος περιπατητής και αθόρυβος κλέφτης.
Και δειλός. Σαν τα άηχα μαθηματικά του σύμπαντος.



Η πάχνη κεντάει λάθη στην λεπτή πλάτη των βουβαλιών

Υπάρχουν δύο ιστορίες της λογοτεχνίας. Εκείνη των επαγγελματιών. Και μία δεύτερη των τυφλών τρωκτικών της καθαρής αναγνωστικής μας απόλαυσης. Ποτέ ο χρόνος ―όπως ούτε και η αλήθεια η ίδια― δεν προχωρούσε, δεν εξελίσσονταν, αλλά ούτε ζούσε, παρά μόνο μέσα από τέτοια λαγούμια.
Διότι η γραφή είναι αυτή η αμόλυντη τύρφη ―εκείνη η άχραντη τίγρη― των σιωπηλών θηλαστικών του ανθρώπινου τρόμου. Εάν όχι η ίδια η θηλή και το πάλλευκο γάλα κάθε τέτοιας διαδρομής, κάθε αλληλουχίας μεταξύ του απλού χώματος, του ανείπωτου χρόνου και της πιο δικής μας φωνής.



Paul Cézanne

            1.

Δεν ζωγραφίζω, είπε ανοίγοντας ένα πρωί τα μάτια – απλώς εκπνέω το φως.

                2.

Όπως σιγοκαίει το φυτίλι, το παγωμένο λίπος, σε ένα άδειο και παγωμένο δωμάτιο στην επαρχία της Προβηγκίας. Όπως στον πίνακα La Maison du Pendu. Το σπίτι του κρεμασμένου. Σήμερα κρέμεται ακόμη, στο Παρίσι, στο Μουσείο Ορσέ.

                3.

Δεν ζωγραφίζω. Μόνο ακολουθώ αντιγράφοντας τον ήχο που κάνουν τρεμοπαίζοντας τα φύλλα των δέντρων στη σκιά του φωτός.

                4.

Άλλωστε οι πατάτες και το βλέμμα στην ζωγραφική είναι ένα και το αυτό. Είναι το σπίτι μας, όπως εκείνο που αναφέρω πιο πάνω. Το σπίτι του κρεμασμένου. Είναι η γυναίκα και είναι τελικά ο Θάνατος. Όπως ψιθύριζε εκκωφαντικά ‒ αλλά δεν τον άκουγε κανείς ‒ και ο άλλος Εβραίος. Ο Sigmund των τοπίων της νυχτερινής καρδιάς μας.                       

                5.

Κυβισμός ίσως να είναι η παρατεταμένη απομόνωση από το καθιερωμένο σκοτάδι του κόσμου και την ζωή.

                6.

Πνευμονία η κανονική συνθήκη της αναπνοής μες στο θολό νερό των χρωμάτων.

                7.

Και οι Μεγάλες λουόμενες τότε, θα ήταν οι μόνη προοπτική για τον άνθρωπο και την τέχνη. Οι παραποτάμιες νεότητες στις ανάρμοστες και ασφυκτικές κοίτες του χρόνου.


Ακαριαία βολή προς το αόρατο

στην μικρή μου Εύα

Εγώ πάλι

Συγκινημένος πολύ με αυτήν την αθρόα σιωπή
της αναπάντεχης ύπαρξης που λέμε εναρκτήριο άνθρωπο...

Στιγμιαίο το σύμπαν νεαρό αναπνέει.
Εργάζεται πάλι η όραση υπέρ της απουσίας.

Νεότης νεογέννητη: συναγερμός.

Βρέφος τα μάτια μου.
Δεν ξέρουν ακόμη ούτε λέξη.

[ Απρίλιος 2018 ]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: