Η ξύλινη επιφάνεια των πραγμάτων

Του Ρολάν Τοπόρ
Του Ρολάν Τοπόρ



Ετοι­μά­ζω μία ακό­μη ανα­φο­ρά, και ναι, κά­θε έκ­φρα­ση εί­ναι τυ­πο­ποι­η­μέ­νη
αλ­λά μό­νον εγώ ξέ­ρω πό­σο μ’ εξα­ντλεί κα­τά βά­θος
η επι­λο­γή ενός «κα­τά τη δια­δι­κα­σία» ή «σύμ­φω­να με τον Κα­νο­νι­σμό»
που ση­μαί­νει ότι γνω­ρί­ζω κα­τά γράμ­μα και τη δια­δι­κα­σία και τον Κα­νο­νι­σμό
και κα­νείς δεν μπο­ρεί να μου προ­σά­ψει αμέ­λεια, άγνοια ή δό­λο,
πό­σο μάλ­λον, να με κα­τη­γο­ρή­σει γι’ ασυ­ντα­ξί­ες,
λά­θος πα­ρά­θε­ση άρ­θρων, ελ­λεί­ψεις και υπερ­βο­λές.
Ελέγ­χω αυ­στη­ρά τις πα­ρα­πο­μπές μου και κρύ­βω τις πη­γές μου·
δεν μπο­ρεί ο κα­θέ­νας να πί­νει νε­ρό απ’ το δι­κό μου πο­τή­ρι,
ας σκύ­ψει κι εκεί­νος όσο έσκυ­ψα εγώ ― για να εί­μαι τώ­ρα σε θέ­ση
να λέω αυ­τό που λέω και να γρά­φω αυ­τό που γρά­φω.

Όταν πλη­σιά­ζουν για να ρω­τή­σουν
μό­νον εγώ μπο­ρώ να δί­νω απά­ντη­ση χω­ρίς να απα­ντώ
κι όσο δια­κρί­νω την απο­γο­ή­τευ­ση στο βλέμ­μα τους,
τε­ντώ­νω τους ώμους κι επα­να­λαμ­βά­νω ό,τι δεν κα­τά­λα­βαν
με πιο δυ­να­τή φω­νή, μέ­χρι να υπο­χω­ρή­σουν ητ­τη­μέ­νοι
από την επι­κρά­τεια του κα­θω­σπρε­πι­σμού μου.

Επι­στρέ­φω, έτσι, απε­ρί­σπα­στος στα κα­θή­κο­ντά μου,
τα οποία ου­δείς μπο­ρεί να πε­ρι­γρά­ψει με ακρί­βεια,
εί­ναι κι αυ­τό μέ­ρος της επι­τυ­χί­ας
που έχτι­σα μέ­ρα με τη μέ­ρα, χρό­νο με τον χρό­νο,
μια διαρ­κής ασά­φεια για την οποία μπο­ρώ να καυ­χιέ­μαι·
και την υπο­στη­ρί­ζω με νύ­χια και με δό­ντια
που κρύ­βω στο συρ­τά­ρι των ανα­φο­ρών
και των πα­λιών αχρη­σι­μο­ποί­η­των σφρα­γί­δων.

Δεν τρέ­φω, ασφα­λώς, αυ­τα­πά­τες για την εμ­βέ­λεια των αρ­μο­διο­τή­των μου·
ξέ­ρω ότι αρ­κεί ένα τη­λε­φώ­νη­μα ανω­τέ­ρου κι ό,τι έχτι­σα με τό­σο κό­πο
να βρε­θεί από τη μια στιγ­μή στην άλ­λη στον κά­λα­θο των αχρή­στων,
δί­πλα στην τσα­λα­κω­μέ­νη συ­σκευα­σία από τις φρυ­γα­νιές,
το άδειο πλα­στι­κό πο­τή­ρι του κα­φέ, το έν­θε­το της εφη­με­ρί­δας,
τους σκι­σμέ­νους φα­κέ­λους πλη­ρω­μέ­νων λο­γα­ρια­σμών
κι άλ­λα ασή­μα­ντα μι­κρο­πράγ­μα­τα, που ελέγ­χω με προ­σο­χή πριν πε­τά­ξω,
αφού γνω­ρί­ζω κα­λά την τέ­χνη της απο­δελ­τί­ω­σης των σκου­πι­διών.

Μ΄ ενο­χλούν όσοι με δια­κό­πτουν όταν προ­σπα­θώ να συ­γκε­ντρω­θώ
στη σύ­ντα­ξη μιας ακό­μη ανα­φο­ράς,
νο­μί­ζο­ντας πως εί­μαι εδώ για να βρί­σκο­μαι στη διά­θε­σή τους,
στο έλε­ος κα­κο­δια­τυ­πω­μέ­νων ερω­τή­σε­ων, στο χά­ος των αβε­βαιο­τή­των, 
στην κα­λυμ­μέ­νη εχθρό­τη­τα και στην υπο­βο­λι­μαία ερώ­τη­ση
«εσείς δεν εί­στε αρ­μό­διος;». Φυ­σι­κά και δεν εί­μαι αρ­μό­διος!
Τι ση­μαί­νει «αρ­μό­διος»; Κά­ποιος για να του φορ­τώ­σου­με την ευ­θύ­νη,
να τον στή­σου­με στον τοί­χο, να τον ανα­κρί­νου­με,
να τον κα­τη­γο­ρή­σου­με, να τον δια­σύ­ρου­με μέ­χρι να τον δού­με να κα­ταρ­ρέ­ει
πριν προ­λά­βου­με να τον πυ­ρο­βο­λή­σου­με εξ επα­φής.
Όχι, δεν εί­μαι αρ­μό­διος και δεν σκο­πεύω να γί­νω ο σά­κος του μποξ,
ο αί­ρων τις αμαρ­τί­ες του κό­σμου, ο κα­θ’ ύλην υπεύ­θυ­νος.

Δια­τη­ρώ το μι­κρό μου βα­σί­λειο σε τά­ξη, πε­ρι­χα­ρα­κω­μέ­νο και ασφα­λές,
μα­κριά από τα μά­τια κά­θε επί­δο­ξου ει­σβο­λέα,
δεν ανέ­χο­μαι πα­ρεμ­βο­λές και πά­σης φύ­σε­ως εκ­συγ­χρο­νι­σμούς
που στό­χο έχουν την πε­ρι­θω­ριο­ποί­η­σή μου,
έχω μά­θει να δια­κρί­νω κα­θα­ρά
απώ­τε­ρους σκο­πούς κι αθέ­α­τους κιν­δύ­νους.
Αν με έχει κου­ρά­σει αυ­τή η διαρ­κής επι­φυ­λα­κή; Φυ­σι­κά και μ’ έχει κου­ρά­σει!
Για την ακρί­βεια μ’ έχει εξα­ντλή­σει,
δεν εί­ναι και λί­γο να δια­τη­ρείς ακ­μαία τό­ση κα­χυ­πο­ψία.
Κι­νού­μαι διαρ­κώς στο με­ταίχ­μιο με­τα­ξύ προ­α­γω­γής και υπο­βάθ­μι­σης,
ανε­βο­κα­τε­βαί­νω με τα­χύ­τη­τα σκά­λες και σκα­λο­πά­τια,
κρύ­βω σκέ­ψεις και προ­θέ­σεις, χα­μο­γε­λώ σπά­νια και με μέ­τρο,
κρα­τάω ισορ­ρο­πί­ες κι ελέγ­χω κα­θη­με­ρι­νά την αντο­χή του σχοι­νιού.
Κά­ποιος πρέ­πει να κά­νει τη βρώ­μι­κη δου­λειά της συ­ντή­ρη­σης.

Κι αυ­τό το υπο­τυ­πώ­δες κεί­με­νο που συ­ντάσ­σω εδώ με απο­σπά.
Επι­στρέ­φω στα κα­θή­κο­ντά μου τώ­ρα − τε­λειώ­νει και το με­λά­νι.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: