Χριστίνα με λένε!

Χριστίνα με λένε!



Το άκουσε ένα μεσημέρι από την τηλεόραση, την ώρα που τηγάνιζε πατάτες στην κουζίνα και κόντεψε να καεί, όπως της γλίστρησε απ΄ τα χέρια το πηρούνι μες στο καυτό λάδι. Τράβηξε το τηγάνι από τη φωτιά, έσβησε γρήγορα το μάτι κι έτρεξε να δει από κοντά την είδηση στην τραπεζαρία.
«Άγνωστα ήταν τα αίτια της πυρκαγιάς που ξέσπασε στις δύο μετά τα μεσάνυχτα σε ακατοίκητο κτίριο, επί της οδού Παρθενώνος στο Κουκάκι». Και μόνο τ΄ όνομα του δρόμου έφτανε για να την ταράξει. Παγωμένη μπροστά στην οθόνη, παρακολουθούσε τα νυχτερινά πλάνα από την προσπάθεια κατάσβεσης. Ο ρεπόρτερ ανέφερε πως είχαν καταφέρει να ελέγξουν τη φωτιά αλλά γίνονταν ακόμη έρευνες για τα αίτια. Το ευτύχημα ήταν πως δεν είχαν προκληθεί ζημιές στα γειτονικά οικήματα.
Ανίκανη ακόμη να κινηθεί, κοίταζε το λείψανο του σπιτιού που είχε σημαδέψει τη ζωή της και μόνο ένα «Πω! Πω!» βγήκε ξεψυχισμένα απ’ τα χείλη της. Τράβηξε κοντά της μια καρέκλα και κάθισε, γιατί ένιωθε πως δεν την βαστούσαν τα πόδια της. Το στόμα της στέγνωσε μεμιάς, μα δεν είχε κουράγιο να πάει ούτε μέχρι τη βρύση. Τα εβδομηνταοκτώ της χρόνια έγιναν ξάφνου βαρίδια που δεν την άφηναν να κινηθεί. Έκανε λίγο αέρα με την ποδιά της μπας και συνέλθει. Η καρδιά της χτυπούσε γρήγορα και δυνατά. Τρόμαξε ακόμα περισσότερο, γιατί ο γιατρός της είχε πει να μην ταράζεται. Έγειρε το κεφάλι της λίγο προς τα πίσω και πήρε βαθιές ανάσες. Το δελτίο είχε προχωρήσει σε άλλες ειδήσεις. Δεν μπορεί να ‘χε κάνει λάθος. Αυτό ήταν το σπίτι. Το είχε αναγνωρίσει.
Ένα μελίσσι βούιζε τώρα στο κεφάλι της. Εικόνες ανάκατες άρχισαν να πλημμυρίζουν το μυαλό της χωρίς να μπορεί να τις βάλει σε σειρά, πυγολαμπίδες που αναβόσβηναν μπροστά στα μάτια της. Πρόσωπα που θεωρούσε νεκρά και θαμμένα στα βάθη της λήθης, επέστρεφαν ξανά και τη στοίχειωναν. Κάποια απ’ αυτά αγαπημένα και κάποια ανεπιθύμητα, μπορεί και μισητά, σχεδόν σβησμένα απ’ τα χρόνια, παρατημένα από καιρό σε μια γωνιά της μνήμης. Θραύσματα από εικόνες και ήχους που άξαφνα ζητούσαν επίμονα να ενωθούν για να συμπληρώσουν το παζλ της προηγούμενης ζωής της. Μια σκιά στον τοίχο της στενής της κάμαρας να πλησιάζει το βράδυ στο κρεβάτι της, το κράτημα της ανάσας της για να μην ακουστεί και ξυπνήσει την κυρία του σπιτιού, το χαλάκι πίσω απ΄ την πόρτα της κουζίνας, όπου ξάπλωνε κουβαράκι τυλιγμένο για να ξεκλέψει λίγο ύπνο αξημέρωτα πριν ξυπνήσουν όλοι για το πρωινό, τα γυναικεία δάχτυλα με τα περιποιημένα μακριά νύχια, που αναζητούσαν επίμονα ίχνη σκόνης πάνω στα ράφια της βιβλιοθήκης και στα ντυμένα με δέρμα βιβλία, τα πρόστυχα ψιθυρίσματα στο αφτί της μετά από τυχαία στριμώγματα στο νεροχύτη όταν έπλενε τα πιάτα, οι μελανιές στα μπράτσα της από τα δυνατά τσιμπήματα, τιμωρία για τα αγυάλιστα ασημικά, το μόνιμα αναμμένο φως στις επιτραπέζιες λάμπες, το σκοτεινό γραφείο με τις βαριές κλειστές κουρτίνες, οι γύψινοι δαντελωτοί ρόδακες στο ταβάνι του σαλονιού, συμπονετική συντροφιά όταν όλοι έλειπαν απ΄ το σπίτι. Κι ανάμεσά τους, τι περίεργο, άτσαλα στριμωγμένη και μια καλή ανάμνηση, ίσως και η μοναδική. Εκείνη η φωτογραφία, που φορούσε το καινούριο της μπλε φόρεμα με το δαντελωτό γιακά, δώρο της κυρίας, έξω από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου, ανήμερα Χριστούγεννα. Ήταν δεν ήταν δεκατεσσάρων χρόνων. Σαν να ξανάβλεπε το δειλό χαμόγελο στα χείλη της και δίπλα της να στέκει το Λενιώ, η συνομήλικη φίλη της, με τις μακριές καστανές πλεξούδες να στολίζουν τους λεπτούς της ώμους, να της κρατά το χέρι και να χαμογελά με νάζι στο φακό. Είχε έλθει κι εκείνη με τ΄ αφεντικά της για τη Χριστουγεννιάτικη λειτουργία.
Τα χέρια της ασυναίσθητα γλίστρησαν στα γόνατά της κι άρχισαν να χαϊδεύουν με τις παλάμες το σκληρό δέρμα, που είχε από καιρό σχεδόν νεκρωθεί στο σημείο αυτό. Πάντα απέφευγε αυτή την κίνηση. Της θύμιζε τον παλιό εκείνο πόνο που την έκανε από μικρή να σέρνει τα βήματά της, αφού την έκαιγαν τα μονίμως γδαρμένα γόνατα από το τρίψιμο του παρκέ και της ξύλινης εσωτερικής σκάλας που οδηγούσε στα υπνοδωμάτια. Γνώριζε γονατιστή κάθε σπιθαμή του πατώματος αυτού του σπιτιού.
Τρένο περνούσε τώρα η ζωή της μπροστά στα μάτια της. Βαγόνια οι μνήμες που έσερναν αργά το ένα τ’ άλλο. Δώδεκα χρόνων ήταν όταν πρωτοήρθε σε τούτο το σπίτι απ΄ το χωριό της, στην Άρτα, ψυχοκόρη στην οικογένεια ενός μακρινού ξαδέρφου του πατέρα της, μεγαλοδικηγόρου στην Αθήνα. Το μόνο που ήξερε ως τότε ήταν τα καλύβια του χωριού της και οι στάνες. Πού είχε ξαναδεί αυτή τέτοια μεγαλεία! Παλάτι της είχε φανεί. Διώροφο με κεντημένα κιγκλιδώματα στα μπαλκόνια και μεγάλα παράθυρα με γερμανικά παντζούρια σε χρώμα βαθυκόκκινο που έβλεπαν στο δρόμο. Πάνω απ΄ την ψηλή εξώθυρα με το μεταλλικό ρόπτρο, δέσποζε ένας γύψινος θυρεός, σαν μενταγιόν. Κι εκείνη η εξωτερική σιδερένια σκάλα στο πλάι, ο δικός της αθέατος κόσμος, διέξοδος στην πραγματική ζωή. Ακόμα θυμάται τον ήχο απ΄ τα πασούμια της στα σκαλοπάτια της, καθώς την ανεβοκατέβαινε αμέτρητες φορές την ημέρα για τις εξωτερικές δουλειές. Εκεί τα κρυφολέγανε με το Λενιώ, που δούλευε καμαριέρα στο απέναντι σπίτι. Αμοργιανή, με δέρμα σταρένιο και μάτια κάστανα. Κλέφτηκε στα δεκάξι της με τον Μανόλη τον ταξιτζή, επειδή της έταξε ζωή βασίλισσας κι έφυγε μαζί του για την Αυστραλία.
«Μην ανησυχείς, Αναστάση! Σαν κόρη μου θα την έχω! Μαζί με τα παιδιά μου! Και σχολείο θα τη στείλω και θα στην προικίσω». Ζωντανές πάλι στ΄ αυτιά της εκείνες οι υποσχέσεις. Πείστηκε ο πατέρας της με τα πολλά κι ας έσκουζε η μάνα της μερόνυχτα ολόκληρα «πού το στέλνεις το κορίτσι σε ξένα χέρια;». Πώς όμως να βγει ο επιούσιος για έξι στόματα; Δούλευαν κι αυτός κι η μάνα της απ΄ το πρωί ως το βράδυ στα χωράφια και πάλι το φαϊ λιγοστό. Αν την έστελναν ψυχοκόρη, κάτι θα περίσσευε και γι΄ αυτούς να τα κουτσοβολέψουν. Θα ‘φτιαχνε κι αυτή το κομπόδεμά της. Σ΄ ένα μικρό μπογαλάκι χώρεσε λίγα ρούχα κι ελπίδες πολλές κι έφυγε μαζί του.
Τι τα θες όμως; Συγγένειες και ευγένειες ξεχάστηκαν από την πρώτη κιόλας μέρα. Η κουζίνα έγινε το βασίλειό της και το σφουγγαρόπανο το σκήπτρο της. Οκτώ χρόνια εκεί μέσα, άσπρη μέρα δεν είδε! Και τους δικούς της στο χωριό τρεις φορές τους είδε όλες κι όλες, με το αφεντικό πάντα μπροστά, μην τύχει και διαμαρτυρηθεί πως περνάει μαζί τους άσχημα. Μέχρι και τ’ όνομά της κόντεψε να ξεχάσει. Σπάνια την φώναζαν με αυτό. Για τους ξένους ήταν η ψυχοκόρη του κυρίου Παύλου. Για εκείνους «η μικρή». Πάντα έτσι την φώναζαν, ακόμα κι όταν η ματιά τους πρόδιδε πως είχε πια μεγαλώσει. Κι αν δεν έφευγε με τον Αλέκο στα κρυφά, δούλα θα την είχαν για πάντα, να τους υπηρετεί.
Υδραυλικός ο Αλέκος της. Μάστορας πρώτος που μπαινόβγαινε στο σπίτι για τις βλάβες. Έβγαζε καλό μεροκάματο εκείνα τα χρόνια. Πρώτα αγκαλιάστηκαν οι ματιές κι ύστερα τα σώματά τους κάτω απ΄ τη σκάλα της υπηρεσίας. Με θες; Σε θέλω. Θα με πάρεις; Θα σε πάρω. Κουβέντες σταράτες. Πήγε και τη ζήτησε απ΄ τ’ αφεντικά. Κατά πως έπρεπε. Πού ν’ ακούσουν όμως αυτοί για γάμο και προίκα! Δεν είχαν σκοπό να την αφήσουν από τη δούλεψή τους. Θα ‘χαναν βλέπεις τη βολή τους. Είκοσι χρονών, κοπέλα της παντρειάς ήταν πια. Δεν άντεχε άλλο! Να ‘ναι καλά ο Αλέκος που δεν υπολόγιζε προίκες και τέτοια. Την έκλεψε. Σ΄ ένα ξωκλήσι στα Σπάτα έγινε ο γάμος. Οι γονείς της το μάθανε αργότερα και τους έδωσαν την ευχή τους. Κι ύστερα, στρίμωξαν την αγάπη τους και τη ζωή τους σ΄ ένα καμαράκι που νοίκιασαν εκεί. Μικρό μα έβλεπε σε αυλή και πάνω απ΄ όλα τ΄ όριζε επιτέλους εκείνη.
«Χριστίνα με λένε!», της ξέφυγε αθέλητα μ΄ ένα λυγμό. Με το δεξί της χέρι έδιωξε το σύννεφο που ‘χε καθίσει πάνω στα μάτια της. Έκανε να σηκωθεί μα τα πόδια της ήταν ακόμα βαριά. Άρχισε τότε ξαφνικά να τινάζει με τα δυο της χέρια, τα ρούχα της και την ποδιά της από πάνω ως κάτω, όλο και πιο δυνατά, θέλοντας να διώξει από πάνω της τις στάχτες και τ΄ αποκαϊδια του σπιτιού που τα ‘νιωθε κολλημένα πάνω της.

Το δελτίο ειδήσεων είχε πια τελειώσει κι η τηλεόραση έδειχνε τώρα διαφημίσεις. Σέρνοντας τα βήματά της κατάφερε να επιστρέψει στην κουζίνα. Άναψε το μάτι και συνέχισε το τηγάνισμα. Σε λίγο θα γύριζαν τα εγγόνια της απ΄ το σχολείο και σίγουρα θα πεινούσαν.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: