Ο θόρυβος της σιωπής



Η σιδερένια πόρτα της εκκλησίας έτριξε στο φύσημα του αέρα και πήγε να κλείσει. Οι γυναίκες έγνεψαν στον καντηλανάφτη, εκείνος στέριωσε τη σφήνα στο κάτω μέρος της πόρτας και γύρισε στη θέση του πίσω από το παγκάρι. Είχε αρκετή δουλειά σήμερα.
Η εκκλησία ήταν γεμάτη κόσμο· κηδεία είχαν. Μαζεύτηκε όλο το χωριό, αλλά δεν ήρθαν για τον νεκρό ― δεν τον είχαν σε υπόληψη. Για τη χήρα ήρθαν. Αυτήν καίγονταν να δουν από κοντά, τους έτρωγε η περιέργεια. Την είχε κουβαλήσει ο συγχωρεμένος πριν χρόνια από τα ξένα. Όμορφη, ξανθιά, λυγερή, μόνο μερικές λέξεις ήξερε στα ελληνικά. Πριν καλά καλά τη γνωρίσουν, της γύρισαν την πλάτη. Οι μισές φοβήθηκαν μην και ξεμυαλίσει τους άντρες τους, οι άλλες μισές, τα παιδιά τους.
Μετρημένες οι φορές που την είχαν ανταμώσει, δεν έβγαινε έξω. Ξέχασαν και το πρόσωπο της, δεν το ξεχώριζαν στην αυλή που έβγαινε να απλώσει ρούχα. Όμως τις φωνές της, τις ξεχώριζαν καθαρά κι ας μην καταλάβαιναν τη γλώσσα της. Πολλά βράδια, γκρέμιζαν την ησυχία των σπιτιών τους, σπαρακτικές, παρακλητικές και ύστερα ακολουθούσε μια σιωπή που θύμιζε τάφο και τους έκανε να ανατριχιάζουν. Στα καφενεία κουβέντα και οι γυναίκες που τίποτα δεν άφηναν ασχολίαστο, τσιμουδιά και αυτές. Ποιος μπλέκει τώρα με δαύτον; Ο καθένας ας κάνει κουμάντο στο σπιτικό του, αποφάσισαν. Όλα αυτά μέχρι χθες, που τον βρήκαν στα χωράφια μπρούμυτα μέσα σε αφρούς από κίτρινο ξερατό και βαριά μπόχα, μ’ ένα άδειο μπουκάλι τσίπουρο δίπλα του. Ο γιατρός είπε ότι κάηκαν τα σωθικά του.
Ο παπάς ξεκίνησε, όλα τα μάτια καρφωμένα στη μαύρη μαντήλα της χήρας που σκέπαζε μαλλιά και πρόσωπο. Τα κεριά λιώνανε από ώρα, κατέβασε τη μαντίλα της. Σπαρμένες τούφες στο κεφάλι της μια εδώ και μια εκεί κι ανάμεσα τους να φέγγει άδειο το κρανίο, το δεξί μάτι γύρω γύρω μελανό, και από το φρύδι ως την άκρη των χειλιών, μια χαραγματιά να χάσκει σαν γκρεμός.
Πισωπάτησαν, κατέβασαν το κεφάλι, ούτε μεταξύ τους δεν κοιτάχθηκαν. H εξόδιος ακολουθία έφτασε στη στιγμή του στερνού αποχαιρετισμού. Ψίθυρος δεν ακούγονταν. Κανείς δεν κουνήθηκε.
Μία γριά έκανε την αρχή. Πλησίασε το φέρετρο, κοίταξε τον νεκρό, τον προσπέρασε, ζύγωσε τη χήρα. Πήγε να την πει με το όνομα της, δεν το ήξερε, «Ο Θεός να τον συγχωρέσει» μουρμούρισε. Ύστερα πήραν και οι άλλοι σειρά, ο ένας πίσω από τον άλλον, μπροστά οι γυναίκες με τα παιδιά τους και πίσω οι άντρες. Περνούσαν μπροστά από τη χήρα με το κεφάλι κρεμασμένο.

Κουβέντα δεν τους γύρισε. Ούτε τη γλώσσα τους γνώριζε, ούτε κανέναν από δαύτους, σκιές πίσω από μισόκλειστα παντζούρια. Σκέπασε το κεφάλι με τη μαντίλα και έκανε νόημα στον παπά να τελειώνουν. Βιαζόταν να γυρίσει σπίτι να καταχωνιάσει το δηλητήριο.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: