Έπιπλα κουζίνας



Χάθη­κε στο δρό­μο ανά­με­σα στο χω­ριό και το μο­να­στή­ρι. Κά­ποιοι λέ­νε ότι άκου­σαν έναν άντρα να φω­νά­ζει «έχω την ζωή μέ­σα μου». Το εί­χε επα­να­λά­βει πολ­λές φο­ρές μέ­χρι που η φω­νή έσβη­σε. Δεν απα­ντού­σε στο τη­λέ­φω­νό του μέ­χρι που η κλή­ση του προ­ω­θή­θη­κε μα­ζί με την έν­νοια τους. Τον εί­χαν κα­λέ­σει για φα­γη­τό την Κυ­ρια­κή το με­ση­μέ­ρι. Δεν άντε­χε τον οί­κτο τους. Δεν άντε­χαν την σιω­πή του. Χω­ρίς οι­κο­γέ­νεια εί­ναι δύ­σκο­λο. Αυ­τή ήταν η ετυ­μη­γο­ρία τους. Με οι­κο­γέ­νεια ήταν ανυ­πό­φο­ρο. Αυ­τή ήταν η από­φα­ση του. Ήθε­λε μό­νο να περ­πα­τά­ει στο δά­σος, ανα­πνέ­ο­ντας πευ­κο­βε­λό­νες και κου­κου­νά­ρια. Διά­βα­ζε πο­λύ, έγρα­φε λι­γό­τε­ρο. Εί­χε και αγα­πή­σει στη ζωή του. Το εί­χε κα­τα­φέ­ρει. Ήταν προ­νο­μιού­χος. Εκεί­νη ήταν λί­γο με­γα­λύ­τε­ρή του και δεν της άρε­σαν οι πολ­λές βόλ­τες. Τον πί­ε­ζε να δουν έπι­πλα κου­ζί­νας. Ήθε­λε το τρα­πέ­ζι να ήταν με­γά­λο για να την βο­λεύ­ει. Εί­χαν δει πολ­λά τρα­πέ­ζια μα­ζί μέ­χρι που της εί­πε πως δεν του άρε­σε να τρώ­ει. Χώ­ρι­σαν. Δεν έκα­τσε ξα­νά σε με­γά­λο τρα­πέ­ζι. Με­τά ήταν ευ­τυ­χι­σμέ­νος. Εί­χε κά­τι να θυ­μά­ται και τί­πο­τα να ελ­πί­ζει. Όταν τα ανί­ψια του ανα­κά­λυ­ψαν τα λε­φτά στην τρά­πε­ζα άρ­χι­σαν να τον κα­λούν την Κυ­ρια­κή για φα­γη­τό γλι­στρώ­ντας δί­πλα του επι­τη­δευ­μέ­να. Εί­χε αρ­νη­θεί και προ­σποι­η­θεί ασθέ­νεια πολ­λές φο­ρές. Δεν τα κα­τά­φερ­νε πά­ντα. Έμ­ψυ­χους φί­λους δεν εί­χε. Ού­τε τα ζώα ήθε­λε να βα­σα­νί­ζει όπως έλε­γε φυ­λα­κί­ζο­ντας τα στο σπί­τι του. Εκεί­νο το πρωί έμοια­ζαν όλα τέ­λεια. Δεν πή­ρε τί­πο­τα μα­ζί του. Δεν τον βρή­καν πο­τέ.


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: