Αμήν

Αμήν



            1.

Κάποιες στιγμές νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου. Στην άκρη της γλώσσας σου έχεις πέντε ερωτήσεις. Πρώτον, μπορείς να μάθεις τίνος τον θάνατο αναλαμβάνεις; Δεύτερον, υπάρχει η δυνατότητα να συναντήσεις τον νεκρό που θα αντικαταστήσεις; Τρίτον, από τη στιγμή που πεθαίνεις για λογαριασμό ενός άλλου, μπορείς να επιλέξεις να πεθάνεις στον ύπνο σου; Τέταρτον, μπορείς αντίστοιχα κι εσύ να βρεις κάποιον διαθέσιμο νεκρό, ο οποίος να πεθάνει στη θέση σου, ώστε να μετακυλίσεις τον ξένο θάνατο από πάνω σου; Πέμπτον, και κρισιμότερο, ποιος είναι ο λόγος που σου έτυχε, αν σου έτυχε και δεν το προκάλεσες, αυτό το συμβάν (αν μπορείς να χαρακτηρίσεις συμβάν αυτό το συμβάν); Κάποιες στιγμές νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου. Μετά το πρώτο ξάφνιασμα βουρκώνεις. Συγκινείσαι. Αισθάνεσαι όπως η μάνα, ο πατέρας, η αδελφή, η γυναίκα, το παιδί εκείνου τη θέση του οποίου πληρώνεις (ή αδειάζεις;) στο ― πώς να το χαρακτηρίσεις; Λάκκο; Μηδέν; Επέκεινα; Φάρσα; Μετά σε πιάνει κάτι σαν παράπονο. Βουρκώνεις. Μυξοκλαίς. Κλαις μ’ αναφιλητά. Με την ανάστροφη του χεριού σου σφουγγίζεις τα πρησμένα μάτια σου. Στη συνέχεια, αναλόγως της διάθεσής σου, νανουρίζεις το κεφάλι σου σαν νήπιο που έχει πλαντάξει στο κλάμα. Όχι πάντα. Άλλοτε λικνίζεσαι κι άλλοτε αυτοχαστουκίζεσαι. Στην πρώτη περίπτωση, στερεώνεις απαλά τη μούρη σου στις παλάμες σου και την κουνάς πέρα δώθε. Τη χαϊδεύεις. Της λες γλυκόλογα. Την παρηγορείς. Στη δεύτερη, πιάνεις το κεφάλι σου με τα δύο σου χέρια του και του ρίχνεις σβουριχτά χαστούκια. Ισιώνεις το κεφάλι σου, το ευθυγραμμίζεις και ξαναρχίζεις. Βουίζουν τ’ αυτιά σου. Αυτοραπίζεσαι όσο αντέχεις. Κάποια στιγμή ζαλίζεσαι. Κάθεσαι. Μετά από ώρα ξεχνάς και τα χάδια και τους μπάτσους. Τότε βουλιάζεις σε μια απάθεια. Σαν τον φακίρη στα καρφιά. Σαν τον υπνοβάτη που επιστρέφει στο κρεβάτι του. Σαν τον ναρκωμένο πριν τον βάλουν στο χειρουργείο. Κάποιες στιγμές νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου. Ξαφνικά αρχίζεις να τρέχεις. Χωρίς να ξέρεις τον ακριβή λόγο. Σαν αυτόν που παίρνουν τα ρούχα του φωτιά και τρέχει προς το ποτάμι ή τη λίμνη. Όχι, θάλασσα δεν θα υπάρχει στο σημείο που θα βρίσκεται. Σαν τον λαγό που τον ξετρυπώνουν τα κυνηγόσκυλα και τον σπρώχνουν στο πεδίο βολής των αφεντικών τους. Σαν τον ταλαίπωρο εμποράκο που βρέθηκε σε ανάγκη, δανείστηκε με ασύλληπτο επιτόκιο από τοκογλύφους και τώρα τον κυνηγάνε οι μπράβοι τους στην αρχή να τον δείρουν προειδοποιητικά και μια βδομάδα αργότερα, αν δεν γυρίσει πίσω τα χρωστούμενα, να τον θάψουν ζωντανό κοντά σ’ ένα λατομείο. Αμήν.


                        2.

Κάποιες στιγμές νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου. Όχι όπως ο πυροσβέστης πέφτει στη φωτιά για να σώσει κάποιον περικυκλωμένο από τη φωτιά ή όπως ο ναυαγοσώστης βουτάει στη θάλασσα για να σώσει αυτόν που πνίγεται ή ένας πατέρας χαρίζει το ένα νεφρό του στο νεφροπαθές παιδί του ή ένα σκυλί ορμάει με αυτοθυσία πάνω στον κλέφτη με το μαχαίρι για να σώσει αυτόν που το φροντίζει. Κυρίως, όμως, νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου, όπως ένας νεκρός βγάζει το χέρι από το κιβούρι και τραβώντας το κοράκι από το φτυάρι το παρασύρει στον λάκκο, με τη βούληση του Πουθενά, ώστε συγγενείς και φίλοι του να πάψουν να παριστάνουν τους συντετριμμένους, για τα μάτια του κόσμου, ενώ μέσα τους σκυλοβαριούνται και βιάζονται να επιστρέψουν στην καθημερινότητά τους και την τερατώδη λήθη τους, γαμώ τον Πλούτωνά τους μέσα γαμώ, να τον σκεφτούν τουλάχιστον αυτή τη στιγμή, μια τελευταία στιγμή. Την έσχατη. Την αμετάκλητη. Την αδιάστατη. Αμήν.

                        3.

Κάποιες στιγμές νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου. Τότε ξυπνάς όπως ξυπνάει ένας νεκρός (πώς ξυπνάει ένας νεκρός;), τεντώνεσαι όπως τεντώνεται ένας νεκρός (πώς τεντώνεται ένας νεκρός;), παλεύεις να θυμηθείς κάποιο όνειρο (πώς θυμάται ή ονειρεύεται ένας νεκρός;), πλένεις το πρόσωπο και τα δόντια σου μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου (πώς τα πλένει ένας νεκρός;), πίνεις τσάι ή καφέ και τσιμπολογάς ένα τοστ ή λίγο κέικ (πώς πίνει και τσιμπολογάει ένας νεκρός;) και πάει λέγοντας το θνήσκειν, μέχρι να πέσεις πάλι για ύπνο (πώς πέφτει, αλήθεια, για ύπνο ένας νεκρός;) και φτου κι απ’ την αρχή. Αμήν.

                        4.

Κάποιες στιγμές νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου. Με δυο λόγια: προσποιείσαι αυτό που είσαι. Αυτό κάνεις. Αυτό κάνεις συνέχεια. Εξαντλητικά. Από το πρώτο βλεφάρισμά σου στον κόσμο ως το ύστατο. Ακόμη κι όταν δεν το κάνεις. Όταν, δηλαδή, προσποιείσαι αυτό που δεν είσαι. Προσποιείσαι στη νιοστή, αφού το ξέρεις καλά ότι φοβάσαι να δεχτείς αυτό που είσαι κι όχι φυσικά αυτό που δεν είσαι. Γι’ αυτό προσποιείσαι αυτό που είσαι, σαν να είσαι αυτό που δεν είσαι. Κι άλλοτε προσποιείσαι αβίαστα, άλλοτε αδιάφορα, άλλοτε εξεζητημένα. Όπως εξάλλου κάνουν οι περισσότεροι. Κι αυτό δεν αντέχεται. Στο πέρασμα του χρόνου ― δεν. Είναι αβάσταχτα φυσικό. Αμήν.

                        5.

Κάποιες στιγμές νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου. Βρίσκεσαι σ’ ένα μικρό διαμέρισμα. Καναπές, υπολογιστής, βιβλιοθήκη, τραβηγμένες κουρτίνες. Ανεμιστήρας οροφής. Μια βρύση στάζει στο μπάνιο. Ένας άντρας γύρω στα εξήντα, μια γυναίκα γύρω στα σαράντα. Ο άντρας στέκεται όρθιος. Φοράει τζιν κι έχει περασμένη χιαστί μια καφέ τσάντα. Η γυναίκα κάθεται στον καναπέ. Φοράει ροδί φουστάνι και είναι ξυπόλυτη. Μου φαίνεται σαν ψέμα που βρίσκεσαι εδώ, λέει αυτή κοιτάζοντάς τον κατάματα. Εμένα σαν όνειρο, λέει αυτός αποφεύγοντας να την κοιτάξει. Καλό ή κακό; λέει αυτή κοιτάζοντάς τον κατάματα. Θα δείξει, λέει αυτός αποφεύγοντας να την κοιτάξει. Δεν πίστευα ποτέ ότι θα ερχόσουν, λέει αυτή κοιτάζοντάς τον κατάματα. Ούτε εγώ, λέει αυτός αποφεύγοντας να την κοιτάξει. Ήρθες όμως. Δεν ήρθες; λέει αυτή κοιτάζοντάς τον κατάματα. Εκ των πραγμάτων, λέει αυτός αποφεύγοντας να την κοιτάξει. Πραγμάτων; Ποιων πραγμάτων; λέει αυτή κοιτάζοντάς τον κατάματα. Δεν θες να ξέρεις, λέει αυτός αποφεύγοντας να την κοιτάξει. Εσύ ξέρεις, λέει αυτή κοιτάζοντας τον κατάματα. Μακάρι να ήξερα, λέει αυτός αποφεύγοντας να την κοιτάξει. Τότε γιατί ήρθες; λέει αυτή κοιτάζοντάς τον κατάματα. Γιατί με κάλεσες. Δεν με κάλεσες; λέει αυτός αποφεύγοντας να την κοιτάξει. Σε είχα όμως καλέσει αρκετές φορές νωρίτερα, λέει αυτή κοιτάζοντάς τον κατάματα. Για κάθε κάλεσμα υπάρχει η κατάλληλη στιγμή, λέει αυτός αποφεύγοντας να την κοιτάξει. Μιλάς λες και σε κάλεσε ένα ρομπότ ή το υπερπέραν, λέει αυτή κοιτάζοντάς τον κατάματα. Δηλαδή; λέει αυτός αποφεύγοντας να την κοιτάξει. Πώς αλλιώς να σ’ το πω, λέει αυτή που τον κοιτάζει κατάματα. Όπως σου βγαίνει, λέει αυτός αποφεύγοντας να την κοιτάξει. Κάτι απρόσωπο, κάτι ανησυχητικό, κάτι καταστροφικό, λέει αυτή κοιτάζοντάς τον κατάματα. Μες στο μυαλό μου είσαι, λέει αυτός που αποφεύγει να την κοιτάξει. Ξέρεις ότι σου μιλούσα χωρίς να το ξέρεις; λέει αυτή που τον κοιτάζει κατάματα. Εννοείς τα μηνύματα που ανταλλάσσαμε στο κινητό; λέει αυτός που αποφεύγει να την κοιτάξει. Εννοώ ότι σε ρωτούσα και μου απαντούσες, λέει αυτή που τον κοιτάζει κατάματα. Είχες παραισθήσεις; λέει αυτός που αποφεύγει να την κοιτάξει. Θες κάτι συγκεκριμένο από μένα; λέει αυτή που τον κοιτάζει κατάματα. Από εσένα; Τι να θέλω από εσένα. Εδώ δεν έχω ιδέα τι θέλω από εμένα κι από τη ζωή μου, λέει αυτός που αποφεύγει να την κοιτάξει. Είσαι τόσο απελπισμένος; λέει αυτή που τον κοιτάζει κατάματα. Σε πήρα τηλέφωνο. Πήρα ένα ταξί και ήρθα, λέει αυτός που αποφεύγει να την κοιτάξει. Μιλάς λες και ήρθε κάποιος άλλος στη θέση σου, λέει αυτή που αποφεύγει να τον κοιτάξει. Αυτός που λες με τρομάζει. Με τρομάζει πολύ, λέει αυτός που την κοιτάζει κατάματα. Μα είσαι τρομαγμένος! Σχεδόν τρέμεις. Μήπως έχεις και πυρετό; λέει αυτή που αποφεύγει να τον κοιτάξει. Είμαι άδειος, λέει αυτός που την κοιτάζει κατάματα. Άδειος; λέει αυτή που αποφεύγει να τον κοιτάξει. Κι όταν είσαι άδειος, όλα μπορούν να χωρέσουν, λέει αυτός που την κοιτάζει κατάματα. Όλα; Ποια όλα; λέει αυτή που αποφεύγει να τον κοιτάξει. Και τρόμος και πανικός και παραίτηση και καύλα και τρέλα και σιωπή, λέει αυτός που την κοιτάζει κατάματα. Είσαι πανικόβλητος; λέει αυτή που αποφεύγει να τον κοιτάξει. Είμαι άδειος, λέει αυτός που την κοιτάζει κατάματα. Είσαι καυλωμένος; λέει αυτή που τον κοιτάζει κατάματα. Είμαι άδειος, λέει αυτός που την κοιτάζει κατάματα. Αν σε φιλήσω, τι θα κάνεις; λέει αυτή που τον κοιτάζει κατάματα. Δεν ξέρω, λέει αυτός που αποφεύγει να την κοιτάξει. Τότε αυτή πλησιάζει το πρόσωπό της στο πρόσωπο του και τον φιλάει απαλά στα χείλη. Τότε αυτός τη φιλάει με λύσσα. Σαν να θέλει να ξεριζώσει το είναι της τραβώντας το από τα χείλη της, από τη γλώσσα της. Γονατίζει. Της σηκώνει το φουστάνι. Της τραβάει το εσώρουχο. Τη γλείφει ανάμεσα στα πόδια. Αυτή βογκάει. Αυτός λύνεται σε λυγμούς στα σκέλια της. Ο ανεμιστήρας γυρνάει σαν ξεχαρβαλωμένος, η βρύση σπάει, το νερό ξεχύνεται στο μπάνιο, πλημμυρίζει το διαμέρισμα. Αμήν.

                        6.

Κάποιες στιγμές νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου. Παρατηρώντας έναν άστεγο έξω από ένα πολυκατάστημα ψηφιακών ειδών. Στέκεται ακίνητος σαν άγαλμα. Φοράει σκουφί. Μακό και φόρμα. Ξυπόλυτος. Ψιλοχιονίζει. Φωνή σταθερή. Τελικώς τι είστε; Unidentified anomalous phenomena ή Unidentified Flying Objects; Απαντήστε! Όχι ότι έχει πλέον και ιδιαίτερη σημασία στην κατάσταση που βρίσκομαι. Στην κατάσταση, για να είμαι ακριβής, που φέρατε το σύμπαν. Αμήν.

                        7.

Κάποιες στιγμές νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου. Ξέρεις ότι παίρνω Leponex και με ρωτάς πώς είμαι; Είμαι ως τον λαιμό με ηλεκτροσπασμοθεραπείες και με ρωτάς πώς είμαι; Θες να μάθεις πώς είμαι; Είμαι εκείνη που δεν ήθελε να είναι εκείνη που είμαι. Να σ’ το πω αλλιώς; Έχω πολλές αστείες λέξεις για φρικτά πράγματα. Αν τολμάς, έλα μαζί μου στην κρουαζιέρα στο Τίποτα. Θα περάσουμε υπέροχα. Σαμπάνια και άβυσσος. Καύλα και άβυσσος. Πάρτι και άβυσσος. Θάλασσα και άβυσσος. Αξέχαστη θα σου μείνει. Αμήν.

                        8.

Κάποιες στιγμές νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου. Ένας άντρας, γύρω στα πενήντα, κρατάει ένα παιδί, γύρω στα επτά, από το χέρι. Σούρουπο. Περπατάνε σε μια άδεια πλατεία. Το παιδί στο άλλο χέρι του κρατάει ένα πορτοκαλί μπαλόνι. Με σκέφτεσαι συνέχεια; λέει το παιδί. Συνέχεια! λέει ο πενηντάρης. Κι όταν λείπω; λέει το παιδί. Ακόμη περισσότερο, λέει χαμογελώντας ο πενηντάρης. Κι όταν πεθάνεις; λέει το παιδί σοβαρά. Θα αργήσει να συμβεί αυτό, λέει αποφασιστικά ο πενηντάρης. Όταν όμως συμβεί; λέει το παιδί κι αφήνει το μπαλόνι από το χέρι του. Τότε θα σε σκέφτομαι περισσότερο από συνέχεια. Θα είσαι συνέχεια στη σκέψη μου, λέει ο πενηντάρης αρπάζοντας το μπαλόνι στον αέρα. Γιατί; λέει το παιδί κρατώντας πάλι το μπαλόνι. Γιατί δεν θα έχω και τίποτα άλλο να κάνω, λέει ο πενηντάρης κοιτώντας τα παπούτσια του παιδιού. Λογικό μού φαίνεται, λέει το επτάχρονο, σφίγγοντας δυνατά το χέρι του πενηντάχρονου. Αμήν.

                        9.

Κάποιες στιγμές νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου. Ένα ντροπιασμένο, ένα γελοίο, ένα πανικόβλητο μη ανήκειν. Σε κατακλύζει. Από το στόμα. Από τ’ αυτιά. Από την κωλοτρυπίδα. Από την τρύπια καρδιά. Αμήν.

                        10.

Κάποιες στιγμές νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου. Τα πράγματα δεν είναι ούτε ηλίθια ούτε αιώνια. Κατάλαβες; Γι’ αυτό, στην τελική, δεν ξέρεις αν ξεχνάς πράγματα περιμένοντας ή περιμένεις πράγματα ξεχνώντας. Αμήν.





Προδημοσίευση από τη συλλογή Αμήν, προσευχές στο Κενό που θα κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις Πατάκη προσεχώς.


Αμήν
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: