Το δωμάτιο στο Hotel Oblivion
Room 1
Κάποιος δεν με σκέφτεται – αυτόν θα σκεφτώ.
Κάποιος δεν με περιμένει – αυτόν θα περιμένω.
Κάποιος δεν με θυμάται – αυτόν θα θυμηθώ.
Κάποιος με αποστρέφεται – σ’ αυτόν θα στραφώ.
Room 2
Αν δεν έχεις αυτοχαστουκιστεί, δεν δικαιούσαι να χαϊδέψεις ξένο μάγουλο.
Αν δεν μπορείς ν’ αγαπήσεις τον εαυτό σου σαν οικοδεσπότη, τουλάχιστον αγάπησέ τον σαν γείτονα.
Αν δεν έχεις αυτογελοιοποιηθεί, δύσκολα να σου δοθεί η χάρη να μιλήσεις κάποτε με σοβαρότητα.
Room 3
Το γονίδιο της άνοιας ονομάζεται ANG (Αngiogenin), το γονίδιο της ά(γ)νοιας, παρότι είναι παγκόσμιο και πανάρχαιο, παραμένει ακόμη μη ανιχνεύσιμο.
Room 4
Χλευάζεις ή αδιαφορείς στην ιδέα της σορού σου; Έχεις κερδίσει το επέκεινα του ενταύθα.
Room 5
Επειδή άλλοτε υποφέρουμε από πολλή βαρύτητα και άλλοτε από καθόλου, αυτά που κάποτε έπεφταν αρχίζουν πλέον να μην πέφτουν, κι εκείνα που κάποτε δεν έπεφταν αρχίζουν τώρα πάλι πέφτουν.
Room 6
Ανέκαθεν η σκέψη ακολουθούσε αντίστροφη πορεία από όλες τις πράξεις της ευσέβειας.
Room 7
Άλλοτε παλαιοντολόγος, άλλοτε μελλοντολόγος της απουσίας. Κατά πού φυσάει το τρέχον Κενό.
Room 8
Τι συμβαίνει όταν ό,τι ζει πιστεύει ότι δεν ζει, κι όταν ό,τι δεν ζει πιστεύει ότι ζει;
Room 9
Υποβοηθούμενη αθανασία υπάρχει;
Room 10
Υπάρχουν κι αυτοί που έχουν ατζέντα ακόμη κι όταν κοιμούνται (όχι, φυσικά, ονείρων).
Room 11
Ζωή είναι, ενώ έχεις πεθάνει άγνωστο πότε και πώς, υποδύεσαι ότι συνεχίζεις να εργάζεσαι, να ερωτεύεσαι, να θυμώνεις, να ζηλεύεις, να διεκδικείς, να συγκινείσαι, να γελάς, να φοβάσαι τον θάνατο κι άλλα τέτοια μαγικά τρικ του Θανάτου.
Room 12
Δεν προλαβαίνουμε να ζήσουμε ούτε την ευτυχία μας ούτε τη δυστυχία μας (ούτε τις ενδιάμεσες αποχρώσεις τους). Το πριόνι της εξαντλητικής αποδοτικότητας (εξωτερικής και εσωτερικής) μετατρέπει τα πάντα σε ροκανίδια.
Room 13
Η πραγματικότητα που έχεις στο κεφάλι σου και η πραγματικότητα που υπάρχει έξω από το κεφάλι σου σπάνια συνδέονται. Συνήθως πέφτει η μια πάνω στην άλλη κι απορούν, φέρονται σαν ξένες. Αλλά κι όταν, μια στις τόσες, συνδέονται, δεν ξέρουν ποια από τις δύο είναι η πραγματική πραγματικότητα.
Room 14
Ποιος θα σου κλείσει τα μάτια; Η σύζυγος; Κάποια από τις ερωμένες; Μήπως οι πεθαμένοι γονείς; Ο αυτόχειρας αγαπημένος συμμαθητής από το δημοτικό; Ο γιος; Η κόρη; Η ανιψιά; Ένας γείτονας; Η νοσοκόμα; Κανείς; Μ’ αυτή την έσχατη σκηνή, το έσχατο φως αναμετριέσαι μια ζωή (είτε το γνωρίζεις, είτε το αγνοείς). Ενδιαμέσως βαυκαλίζεσαι ή ναρκώνεσαι με το ποιος σου ανοίγει τα μάτια (εδώ προσθέτεις και αφαιρείς κατά βούληση ό,τι θεωρείς λιγότερο δυσάρεστο). Αφού το ανοίγω έχει πολλές πόρτες για να μπεις: μετακινώ/σκίζω/χτυπώ και τραυματίζω/εγχειρίζω/απλώνω/διευρύνω/προκαλώ/ανθίζω/απομακρύνομαι – διαλέγεις και παίρνεις.
Room 15
Κάποιες φορές εμφανίζεσαι, δηλώνεις παρών, εκτίθεσαι, μόνο και μόνο για να κρυφτείς, να εξαφανιστείς, να χαθείς από προσώπου γης.
Room 16
Μπορεί κάποτε να εγκλωβιστείς σε μια δαιδαλώδη σκέψη, όπως κάποιος εγκλωβίζεται σ’ ένα δωμάτιο με ξεκλείδωτη πόρτα.
Room 17
Ανάμεσα σ’ έναν αποχαυνωμένο άγγελο κι ένα πληγωμένο ζώο κινείται πλέον η ζωή σου.
Room 18
Αν δεχτείς ότι δεν ερχόμαστε στον κόσμο για να ευτυχήσουμε, κι ότι όλα τα ενδεχόμενα της δυστυχίας είναι πιθανά (ακόμη και της αρνητικής: δηλαδή της ευτυχίας), τότε όλα κυλάνε πιο αβίαστα.
Room 19
Ζώντας καταναλώνεις χρόνο, ενώ μέσα σου πιστεύεις ότι τον επινοείς – τον χρόνο του αφανισμού σου.
Room 20
Συνήθως μαθαίνουμε αυτό που δεν συμβαίνει.
Το δωμάτιο του χρόνου
Καθόσασταν σε διπλανά καθίσματα σε θερινό σινεμά. Βλέπατε Το πέρασμα του χρόνου του Βιμ Βέντερς (εσύ για τρίτη φορά). Ήταν αδύνατη, ξανθιά με καμπουρωτή μύτη. Μήπως ήταν Γερμανοεβραία; Με το κινητό της έβγαζε φωτογραφίες στην οθόνη. Μετά κάπου τις έστελνε. Ανά στιγμές έκλεινε τα μάτια. Σαν να άκουγε μόνο την ταινία. Πρώτα ακουμπήσατε τους αγκώνες σας, μετά τα γόνατά σας. Τα μαλλιά της μύριζαν καρύδα. Το δέρμα της ήταν λαμπερό. Τη στιγμή που ο πρωταγωνιστής είπε «Μόνο η ζωή υπάρχει, ο θάνατος δεν υπάρχει», έγειρε το κεφάλι της στον ώμο σου. Στο διάλειμμα φύγατε. Σαν συνεννοημένοι. Δεν ανταλλάξατε ούτε βλέμμα. Ήρθατε σαν ξένοι, φύγατε σαν ξένοι. Σας κούρασε η διάρκεια της ταινίας ή δεν αντέξατε να περάσετε τον δικό χρόνο έξω από τον φιλμικό;
Πήρες το εισιτήριό της (023287) κάτω από τη θέση της. Το φύσηξες. Το φόρεσες σαν καπότα στο ερεθισμένο πέος σου.
Το δωμάτιο των μετακομίσεων
Μια γυναίκα κάθεται σ’ ένα ανάστατο κρεβάτι. Φοράει μόνο το σουτιέν της. Έχει βρεγμένα μαλλιά. Δεν είναι ξεκάθαρο αν είναι νυσταγμένη, λυπημένη ή αφηρημένη. Κοιτάζει σαν να μην κοιτάζει. Αναπνέει σαν να μην αναπνέει. Ο χώρος είναι ασφυκτικά γεμάτος από ανοιγμένες, άδειες βαλίτσες. Σκέφτεται σαν να μη σκέφτεται.
Να κατέχεις τα πράγματα σαν να μην τα κατέχεις ή να μην τα κατέχεις σαν να τα κατέχεις;
Το δωμάτιο του συνταξιούχου
Έχουμε κολλήσει τα βαρέα μας ένσημα σε αρρώστιες, σε πένθη, σε απώλειες. Νομίζω πως δικαιούμαστε ένα μικρό εφάπαξ γαλήνης. Έστω έναν ήσυχο θάνατο. Τι; Ούτε αυτό;
Το δωμάτιο του μάγου
Άντρας με κόκκινη λαμέ στολή. Στα χέρια του φοράει χρυσά γάντια. Στο κεφάλι του μαύρο βελούδινο ημίψηλο καπέλο. Καπνίζει το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Κάθεται μπροστά σε καθρέφτη, κοιτώντας αφηρημένος το είδωλό του.
Συγκατοικήσαμε για να μη χωρίσουμε. Οκέι;
Για συνέχισε…
Μετά παντρευτήκαμε ―
Για να μη χωρίσουμε πάλι;
Διαφωνείς;
Για προχώρα…
Μετά κάναμε παιδί για τον ίδιο λόγο. Οκέι;
Για να μην, και τα λοιπά.
Με ειρωνεύεσαι;
Παρακάτω. Για συνέχισε…
Λέω, με ειρωνεύεσαι; Γιατί, αν με ―
Δηλαδή, για να καταλάβω, είκοσι χρόνια ό,τι κάναμε το κάναμε για να μην αποφύγουμε τον χωρισμό; Δεν κάναμε τίποτα για να είμαστε μαζί;
Εσύ τι λες; Κάναμε;
Νιώθεις πόσο κρύα είναι τα χέρια μου;
Μπορείς να μη μ’ ακουμπάς;
Νιώθεις την παγωνιά;
Μείνε εκεί που είσαι!
Και τα πόδια μου είναι το ίδιο κρύα…
Μακριά μου! Ακούς;
Ξέρεις γιατί κρυώνω;
Όχι, κι ούτε θέλω να μάθω.
Δεν θέλεις;
Μη με πλησιάζεις!
Δεν σε συμφέρει να μη θέλεις…
Μη με ―
Λοιπόν, τα πόδια μου και τα χέρια μου είναι σαν κατεψυγμένα ξέρεις γιατί; Αν πάρεις ένα μαχαίρι, μπορείς να μου το μπήξεις όπου θες; Στο χέρι μου; Στο πόδι μου; Στην κοιλιά μου; Ακόμη και στη μούρη μου να το καρφώσεις, δεν θα αισθανθώ τίποτα.
Παίρνεις τίποτα ουσίες;
Και ξέρεις γιατί δεν θα αισθανθώ;
Μαλάκα μου, τι παίρνει ο άνθρωπος!
Γιατί είμαι νεκρός.
Σώπα!
Καθαρή ψυχή. Διάφανη.
Πάντως, από τότε που σ’ άφησα χειροτέρεψες!
Εσύ μ’ άφησες;
Καλά, σάλταρες…
Εσύ δεν έλεγες ότι δεν θέλαμε πλέον ο ένας τον άλλον; ΤΟ ΞΕΧΑΣΕΣ!
Είσαι αστείος. Ένας θλιβερός μάγος. Ένας μάγος χωρίς τρικ, χωρίς προβλέψεις, χωρίς κοινό. Βέβαια, αυτό ήσουν πάντα. Τώρα απλώς το τερμάτισες. Κολυμπάς σε σκατά. Ακούς; Σε ούρα και κόπρανα. Ακούς; Κανένας δεν σ’ εμπιστεύεται πλέον. Κανένας δεν σε παίρνει για δουλειά.
Ό,τι και να λες εναντίον μου, ό,τι και να κάνεις δεν μ’ αγγίζεις.
Σ’ έχουν δει να κυκλοφορείς έξω ― ντρέπομαι και που το λέω. Ντρέπομαι που έχουμε παιδί μαζί.
Είμαι άτρωτος. Ανέπαφος. Άσπιλος.
Σ’ έχουν δει να παραμιλάς. Φοράς την κόκκινη στολή σου, τα χρυσά σου γάντια και το μαύρο βελούδινο καπέλο σου, κι αφού δίνεις παραστάσεις σε αγνώστους για λίγα ευρώ, κοιμάσαι στα παγκάκια.
Παραπληροφόρηση των ανταγωνιστών.
Ποιων ανταγωνιστών;
Το σινάφι μας είναι σκληρό. Ανταγωνιστικό. Είσαι αθώα. Δεν συγχωρεί την επιτυχία, τον έπαινο, την αναγνώριση. Οι μάγοι είναι ύαινες. Ο κλάδος μας είναι αδίστακτος.
Κι όλοι έχουν βαλθεί να σε βλάψουν;
Το μόνο που θέλω είναι να χαρίζω λίγη μαγεία σε αγνώστους. Είναι κακό; Στους πληβείους. Στους αποκλεισμένους. Σ’ αυτούς που δεν μπορούν να πληρώσουν για να με δουν.
Και στο συσσίτιο αστέγων, κι εκεί χαρίζεις μαγεία;
Έχεις βάλει ρουφιάνους να με παρακολουθούν;
Μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτό σου. Το ξέρεις;
Ο άντρας βγάζει το καπέλο του. Το χαϊδεύει. Φτύνει τρεις φορές τον καθρέφτη. Στη θέση του κάθεται πλέον μια γυναίκα με διάφανη νυχτικιά. Αναμαλλιασμένη. Σκιαγμένη. Προσπαθεί να χασμουρηθεί.
Το δωμάτιο στο Κουκάκι
Αυτά που δεν λείπουν ποτέ κι Αυτά που λείπουν πάντα μένουν σε διπλανά διαμερίσματα. Τα χωρίζει μια μεσοτοιχία. Ένας τοίχος λεπτός σαν χαρτόνι. Κατά μία έννοια, είναι συγκάτοικοι. Δύσκολο να κρατηθούν μεταξύ τους μυστικά, όσο κι αν μιλάνε ψιθυριστά. Ακόμη και το χασμουρητό ή το ρέψιμο ακούγονται. Όταν είναι στις καλές τους, ανταλλάσσουν επισκέψεις. Τότε μπορείς να δεις Αυτά που δεν λείπουν ποτέ να γίνονται Αυτά που λείπουν σπάνια ή, ακόμη, κι Αυτά που λείπουν πάντα. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στο διπλανό διαμέρισμα. Κάποιες φορές σκέφτονται να ρίξουν τον τοίχο που τα χωρίζει. Έτσι κι αλλιώς, δύο εργάτες αρκούν. Ο ένας να γκρεμίζει, ο άλλος να μαζεύει. Τότε ανταλλάσσουν πολλά μηνύματα στο κινητό, ακόμη και επιστολές με τα υπέρ και τα κατά αυτής της απόφασης. Μόλις όμως κάνει ένα βήμα μπροστά ο ένας, ο άλλος κάνει ένα βήμα πίσω. Θυμίζουν χορογραφία ασυμφωνίας. Όταν κουραστούν ή παρεξηγηθούν, στέλνει ο ένας στον άλλον απειλητικές προειδοποιήσεις ότι θα πουλήσει το διαμέρισμα και θα φύγει. Ότι τον πνίγει αυτή η κατάσταση. Ότι ασφυκτιά. Τότε ο ένας κλείνεται στον εαυτό του, στο διαμέρισμά του, δεν απαντάει σε κανένα μήνυμα. Και ο άλλος οπισθοχωρεί. Φοβάται μην τον πληγώσει ή φοβάται να πάρει την ευθύνη του αποχωρισμού; Στο μεταξύ περνάει ο καιρός και η λέξη λείπω χάνει το βάρος και το νόημά της. Γίνονται όλα πλέον τόσο αδιάφορα, αφηρημένα ή αστεία. Ίσως γι’ αυτό Αυτά που δεν λείπουν ποτέ κι Αυτά που λείπουν πάντα αγνοούν τον τοίχο, τον διαπερνούν σαν φαντάσματα. Γίνονται πλέον ιδανικοί συγκάτοικοι.
Το δωμάτιο του αφανιστή ιστοριών
Όταν λες μια ιστορία, μπορεί και να τη λες για να διαπιστώσεις τι θέλει να πει αυτή η ιστορία και, σε δεύτερο χρόνο, αν σ’ ενδιαφέρει εν τέλει να πεις αυτή κι όχι μια άλλη ιστορία. Από την άλλη, ξέρεις στο πετσί σου ότι οι ιστορίες, άπαξ και τις πεις, δεν σ’ έχουν πλέον καμία ανάγκη. Τους είσαι άχρηστος. Επειδή οι ιστορίες που λέμε δεν είμαστε εμείς, μας χρησιμοποιούν μόνο για να υπάρξουν. Οι ιστορίες υπάρχουν και χωρίς εμάς. Αν δεν τις πούμε εμείς, κάποιος άλλος θα βρεθεί να τις πει. Θλιβερά, αστεία, θυμωμένα, αδιάφορα. Κατά μόνας, σε ομήγυρη, παραμιλώντας στον δρόμο. Κάποιος θα βρεθεί να τις πει το ίδιο μ’ εμάς, καλύτερα ή χειρότερα. Είμαστε οι λακέδες τους. Μας χρησιμοποιούν. Το στόμα μας, την ανάσα μας, τα χέρια μας, τα μάτια μας, τις σιωπές μας, τις λέξεις μας, τους μορφασμούς μας. Μας χειρίζονται. Είμαστε οι μαριονέτες τους. Αυτές μας κινούν. Γεννιόμαστε για να λέμε ιστορίες. Οι περισσότερες μας είναι αδιάφορες. Κάποιες δεν τις αντέχουμε. Μετρημένες στα δάχτυλα του μονόχειρα μας ταιριάζουν – γίνονται δικές μας ιστορίες. Κάπως έτσι τσουλάει ο χρόνος των ιστοριών. Κάποιοι πιστεύουν ότι μόνο όταν πεθάνουμε θα σταματήσουμε να λέμε ιστορίες. Υπάρχουν κι αυτοί που πιστεύουν ότι ακόμη και κάτω από τη γη θα λέμε ιστορίες. Θα λέμε; Θ’ ακούμε; Θα ονειρευόμαστε; Κάτι άλλο; Θα δείξει.
Το δωμάτιο του επισκευαστή
Ευθύνη μας είναι να επισκευάσουμε τον κόσμο, όχι να τον σώσουμε, ούτε να τον καταστρέψουμε για να τον φτιάξουμε πάλι από την αρχή καλύτερο. Μόνο να τον επισκευάσουμε, όπως επισκευάζουμε έναν σπασμένο καθρέφτη, ένα σκεβρωμένο παράθυρο ή μια κουτσή καρέκλα. Είτε αφορά τη φύση, είτε την κοινωνία, είτε τη σκέψη, είτε τα συναισθήματα. Είναι μια ταπεινή, όμορφη, πολύτιμη επισκευή, επειδή συχνά γίνεται αναγκαία και επιτακτική. Είναι μια σοφή επισκευή. Όπως η αναζήτηση της αλήθειας. Αυτό στα εβραϊκά λέγεται Tikkun Olam.
______________
Η συλλογή διηγημάτων Μεσοτοιχίες. Αθέατοι συγκάτοικοι,θα κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις Πατάκη τον Οκτώβριο