Έπιασε κι απόψε το εργόχειρό της
να ντύσει με χρωματιστές κλωστές τις μαύρες ώρες
―τρεις ανάποδες, μια καλή, γεροδεμένος ο κόμπος
μη χαλαρώσουν οι ραφές και ξεφτίσει το πλάνο της―
Είχε ξεκινήσει αρχάρια,
πρώτα με τα εύκολα στο κέντρο
τα δέντρα που σκαρφάλωσε
τα φρούτα που ταΐστηκε
τα πουλιά που ζήλεψε
Περνώντας ο καιρός, πέρασε στα πιο δύσκολα,
που απαιτούν δεξιοτεχνία,
τα σπίτια που την κατοίκησαν
τα τοπία που την ταξίδεψαν
τα πορτρέτα που την καθρέφτισαν
Μαιάνδρους από αγαπημένα χέρια
έβαλε ένα γύρω για μπορντούρα
να πάρει η φαύλη μνήμη σχήμα
Στο τέλος σκόπευε να μπει κι αυτή στο κάδρο
Εκεί, κάτω από τις τελευταίες βελονιές
να σταυρώσει τις ανάσες της
να πλέξει για κρόσσια τα μαλλιά της
να αφομοιωθεί μες τον καμβά
Μα λίγο πριν τ’ ολοκληρώσει, όλο και κάποιο σφάλμα έβρισκε
κάπου πήδηξε το νήμα, κάπου δεν ταίριαζε το χρώμα
κι όλο μ’ επιμέλεια το ξήλωνε προσεχτικά πηγαίνοντας προς τα πίσω,
υπολογίζοντας μ’ έναν στεναγμό πόσες νύχτες απομέναν μέχρι να το διορθώσει
ώσπου ξημέρωνε πάλι