1.
Όσοι με συναντήσετε τυχαία
Παύλου Μελά και Δοϊράνης
Να ξέρετε ότι είμαι εγώ
Μη με αγνοείτε στους εφιάλτες σας
Μπορώ να κάνω και cameo μέσα στη ροή τους
Nα κουβαλήσω ένα πιάνο
Να κατέβω από το τρένο
Να ανάψω τσιγάρο στο μπαρ
Να περάσω σε μια πόρτα ρεβόλβερ
― ενώ εσείς θα τη σπρώχνετε αντίθετα.
Μη με αγνοείτε
Οι παρανυχίδες μου με υπακούν ακόμη
Δεν φοβάμαι τα δικά σας cameo
Όσους ψηφιακούς εφιάλτες κι αν επινοήσετε
Αν με ξανασυναντήσετε μη με αγνοήσετε
Απλώς δαγκώστε με
Έχει τόση σημασία να νιώθεις ζωντανός
Κι εξάλλου ζωντανό θα με βγάλουν τα περισσότερα γκάλοπ.
2.
Ψευδίζω το όνομά σου
Ύστερα το αναγραμματίζω
Το απαγγέλλω σε αυτιστικούς ιάμβους
Το μελοποιώ
Του βάζω διάφορες στίξεις
Άνω τελεία, ερωτηματικό, θαυμαστικό, διπλή τελεία
Αποσιωπητικά.
― γιατί έχει και η σιωπή τα αποσιωπητικά της.
Ύστερα τσαλαπατώ τα σύμφωνά του
Ταλαιπωρώ τα φωνήεντά του
Του δίνω μια παρατεταμένη ηχώ
Αέρας που μιμείται το τρένο
Το επαναλαμβάνω δις.
Βγαίνω στο απόγευμα
Φερμάρω σαν ζωντανός
Κάνω προσκλητήριο
― Όσοι έχετε δει το «Βυθίσατε το Τίρπιτς» στον κινηματογράφο Τιτάνια
Μια Κυριακή του Μάρτη…
Ματαιοδοξία

Πρωί, δάγκωσέ με,
Υπάρχω
Το όνομά σου επίμονο
Σαν τους φωσφορίζοντες λεκέδες
Μέσα στο σκοτάδι
Προσποιούμαι ένα αδέσποτο
Μόλις υιοθετημένο
Μόλις αποπαρασιτωμένο
Το όνομά σου μια τηλέμαχος ρομφαία
Ένα αγχέμαχο φωτόσπαθο
Ένας νυχοκόπτης που κατάπια δήθεν επίτηδες
Το έκρυψα μες στα δόντια μου
Κι εκεί νομίζω ότι το κρατάω ακόμη
Τα τρίζω κάπου-κάπου
Προς Θεού, όχι από παιδικό τραύμα
Τα σπαθιά ανήκουν σε όσους τα συγκρατούν με τα δόντια τους.
3.
Οι τέσσερις τοίχοι της συνείδησης
Τι να κάνει κι αυτή
Καμώνεται ότι φέρνει τις παλάμες της αντήλιο
Ότι έχει αντίκρισμα ένα σώμα που το ροκανίζει το ρίγος
Ο ήλιος ασελγεί πάνω σε ξεραμένες κοίτες
Ο ήλιος το μεγάλο καψωνόμουτρο
Που μας αναγκάζει να δούμε
Ειδάλλως μας τυφλώνει
Ενεργοβόρος, μα πάντα αθώος
Με μιαν αλλεργία των γυμνών πατωμάτων
Άδειασε πάλι την πόλη
Υπάρχει όμως κάτι χειρότερο
Η άδεια σκηνή.
4.
Το φεγγάρι μονορούφι
Αυτή είναι η αυθεντική ανάσα της μοναξιάς
Αυτή που θολώνει τα γάργαρα πατώματα
Κι αφήνει τους ανάδοχους δρόμους να ανοίγονται
Μόνο και μόνο για να σπαταλήσει το ταλέντο της τύχης,
Για να βανδαλίσει τα αραβουργήματα των συμπτώσεων
Φτιάχνει σύμπαντα
Και κάνει τον θάνατο μια διάσπαση αμέτρητων πιθανοτήτων
Μια ήπειρο πιθανοτήτων
βυθισμένη για πάντα.
Για αυτό ψηλαφούσα πάντα τις ραφές μου
Τραβούσα τον λώρο που τον παρέδωσες τόσο ανεύθυνα
Που τον άφησες να σέρνεται πίσω σου σαν σκυλί
Στον πρώτο επιλόχειο περίπατό σου.
Μ’ άρεσε να ψηλαφώ τις ραφές μου
Όπως η γλώσσα μου την απεραντοσύνη του ουρανίσκου
Που το μυστήριό του ήταν ο ηθικός μου νόμος
Αυτές οι ραφές μου.
Δεν είμαι συναρμολογούμενο όπως τα άλλα.
Γάζωσέ με!
5.
Βαθιά μέσα στο όνομά μου
Υπάρχει ένας πανικός
Τα αθώα φωνήεντα
Τα αθώα σύμφωνα
Δεν φταίνε σε τίποτα.
Δεν φταίει η γλώσσα
Αν βαθιά μέσα μου δεν προφέρω ποτέ
το όνομά μου, που είναι ταμπού.
Δεν φταίνε οι πόρτες που τρίζουν
Που το έχουν μελοποιήσει
Ούτε μου το έφερε ποτέ ο συνειρμός μιας σφυρίχτρας
Ούτε το άκουσαν ποτέ τα μπαρακούντα της αβύσσου.
Eίναι ο ίδιος ο φόβος μήπως προφέρω το όνομα του Θεού
Του εαυτού μου, που είναι ένα ταμπού για τον εαυτό μου
κι αυτός ο πανικός είναι ήδη κάτι.
6.
Tελεσίδικα ηλιοβασιλέματα
Με αντιδιαβητικές ρήτρες
Ληγμένοι ουρανοί
Υφές ανάγλυφες για εθελούσιους τυφλούς
Άστρα, μουλωχτή πλειοψηφία
Ας μην τρομάξω
Κάτω απ’ την κουβέρτα μου
Είμαι κι εγώ ένα σύμπαν
Έστω μια πατριδογνωσία ορφανοτροφείου.
7.
O διάδρομος που διέσχισες ανωμοτί
Το DNA που νότισε τόσα ταξιδεμένα γραμματόσημα
Σμήνος ατρακτοειδών στοχασμών ως ιδιωτική ασύμμετρη απειλή
Το «πριν από λίγο» με ρήτρα αιωνιότητας
Κι η τελευταία αιωνιότητα κρεμασμένη από τα τσιγκέλια
Της τελευταίας κανονικότητας
Η κυρία Μαρίκα που ξεμάτιασε τον Τάτζιο
Ο πρωινός ήλιος που τον πληρώνεις για να τον κερνάς.
Ευτυχισμένοι μαζί
Καθισμένοι σε σεζ λονγκ με ελαφριά απόκλιση
Αλλιώς ασύμμετροι
Σωματική επαφή, ψυχική επαφή;
Όχι· απλώς τα ρεύματα να κυκλοφορούν
Αδέσποτα μέσα στις κατακόμβες.
8.
Δεν θα σκουπίσεις το αίμα μου από τα χέρια σου
Κάποτε η απαγορευμένη ουσία «βολβοί αθανασίας»
Θα ανιχνευθεί σε αυτό.
Θα είναι όμως πια αργά
Με κατάλληλες ενέργειες θα έχω ανακηρυχθεί θνητός
Τίποτα δεν θα σπιλώσει την ταπεινότητα της ήττας μου
Θα με βρουν σε μια γωνιά
Το χάος θα συρρικνωθεί σε ένα ηθελημένο ρίγος
Και έτσι θα διαβεί η δόξα του κόσμου.
9.
Θα βγάζω το κεφάλι μου από το παράθυρο
Να δω τι χαζεύει ο καθρέφτης του διαδρόμου έξω
Κι αυτό, μέχρις εξαντλήσεως των αποθεμάτων
Μην ανησυχείς
Κοινωφελή φώτα
Θα προστατεύουν τη χειμερία νάρκη μας
Θα αναδεικνύουν το σπινθηροβόλο τρίχωμα των αρουραίων
10.
Περνούσα τη διάβαση
Και σου είπα «φύγε»
Με μια κίνηση εκτός προσοχής
Εσένα που ήσουν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά
Για να μην πω χρόνια μακριά
Έτσι συνέβη το συμβάν
Και το αυτοκίνητο με ξάπλωσε στο οδόστρωμα
Είδα τη σιωπηλή νιφάδα να έρχεται κατά πάνω μου
Βουβή νύφη
Βουβή νιφάδα
Σιωπηλή νύφη
Στα πέριξ του κινδύνου
Που βρισκόταν πια στα περίχωρα του αφαλού μου
Οι ιδεοψυχαναγκασμοί των λέξεων
Με προστατεύουν
Φοβάμαι για αυτό το κώμα κάτω απ’ το χιόνι
Για αυτό το κόμμα μέσα στη σιωπή
Σαν μπαρακούντα σε πισίνα νοτίων προαστίων
Φοβάμαι
Εγώ, τόσα χρόνια κατά τρόμον υπεύθυνος του εαυτού μου.
11.
Στόρια βαριά θορυβώδη
Πεντηκονταετίας και βάλε
Βίαια στην αντίστασή τους
Θα τα σηκώσουν και πάλι το πρωί
Διασφαλίζοντας την πρωτιά της μέρας προδίνοντας μια νύχτα ακόμη
Κάποιος στο διπλανό τετράγωνο θα κάνει το ίδιο
Αθέλητη μίμηση
Πώς να ξεφύγεις;
Δεν έχει πια κοκόρια για ένδοξους μιμητισμούς της αυγής.
Κάποιος προχτές τα πέταξε τα στόρια στα σκουπίδια: τα άλλαξε
Στέρησε τη μέρα από τον ήχο της πρωτιάς της
Πάνω στον θάνατο
11.
Στέργιος Μ.
Γιώργος Σ.
Απόστολος Κ.
Άσχετοι μεταξύ τους
Και οι τρεις ήδη νεκροί
Όμως την 3η Οκτωβρίου 2016, ώρα 5 και 10 μ.μ.
Οι θέσεις που κατείχαν
Πάνω στην επιφάνεια της πλατείας Βικτωρίας
Σχημάτιζαν ένα απολύτως ισόπλευρο τρίγωνο
Με φασματικές γωνίες
Άσχετη με το πλήθος
Μια ιαχή που κανείς δεν αποκρυπτογράφησε
μέχρι τώρα
Ένα τρίγωνο που οι γραμμές του πυρακτώνονται κάθε τόσο
Κι ύστερα σβήνουν λες και δεν τρέχει τίποτα
Κανείς δεν το θυμάται
Κι εγώ το υποπτεύομαι κάπου-κάπου
Σε κάποια στιγμή πέρασε και κοντοστάθηκε
Ο Μένης Κουμανταρέας, ο συγγραφέας,
Όχι τίποτε άλλο
Απλώς περιέπλεξε τη μάταιη τριγωνομετρία της πόλης
Χαράσσοντας μια δυνητική εφαπτομένη
Ή μια τέμνουσα της καρδιάς του τριγώνου
Ποιος ξέρει;
12.
Αντίστροφη αναλογία
Τα μάτια των θεατών κοιτούν τον ηθοποιό
Ο ηθοποιός κοιτά τα μάτια των θεατών
Το παιδί κοιτά τη σιωπηλή πλειοψηφία των άστρων
Πού να βρω μια σιωπηλή πλειοψηφία να το κοιτάξει
Έτσι, για το γαμώτο της ευθείας αναλογίας.
13.
Έψαχνα μιαν αντίσταση
Έστω μια τριβή του αέρα
Έτσι στα τυφλά
Έτσι ξαφνικά
Γύρευα να βεβηλώσω όχι μόνο τον εαυτό μου
Και βρήκα εσένα
Που πάντα κάτι σου έλειπε
Ένας αναπτήρας, ας πούμε
Που στο τέλος πάντα τον έβρισκες
Κάπου παραχωμένο
Αλλά σου άρεσαν αυτά τα μικρά καψόνια
Σου άρεσε να έχεις συνεργό στο άγχος της αναζήτησης
Σου άρεσαν οι επιβραβεύσεις που ήταν σαν καψόνια της επιθυμίας
Κι αυτή ήταν η τιμωρία μου εμένα
Που δεν έδινα του αγγέλου μου κεφαλοκλείδωμα