Σαμποτάζ
Τι ήταν αυτό που την οδήγησε
να του πει πως βαριέται το τάβλι,
τη στιγμή που όταν της το πρότεινε
στα μάτια του είδε δυο πόρτες
―κι οι δυο ανοιχτές―,
με αποτέλεσμα εκείνος στα δικά της
αμέσως να δει δυο πόρτες που
γράφανε «φεύγα»;
Στο φανάρι στο ρολόι
Δύο φορούσαν πράσινα σακάκια,
δύο καφέ παντελόνια.
Μαζί οι πράσινες, μαζί οι καφέ.
Σταθείτε λίγο δίπλα, τους είπα,
να δω ένα δέντρο.
Το βράδυ ονειρεύτηκα
πως γύρισα σπίτι και κάποιος
είχε κόψει τη νεραντζιά.
Δεν είχε αφήσει
ούτε φυλλαράκι ούτε ανθό.
Αυτόματο σαν πότισμα
Ένα δέντρο
μπορεί να το κάψει
η εμπιστοσύνη στις λέξεις
κάποιο πρωί
σε μια ωραία αυλή.
Τώρα,
τα κλαδιά ξερά,
κι οι καρποί δεν πέφτουν,
ενώ εσύ
διαβάζεις το manual
για να μη θυμάσαι
πως
άλλος αυτοματισμός
είχε το πρόβλημα.
Μόνο μπλε
Το μικρό αγόρι με το παλτό έβγαλε τα χέρια του απ’ τις τσέπες και τα ακούμπησε στα μάγουλά μου. Τον κοίταξα σαστισμένη. «Να μην ανησυχείς», είπε και χάθηκε. Ξυπόλητη κατέβηκα τρέχοντας πίσω του τη σκάλα. Στα μισά, τον είδα κάτω να περιμένει. Είχε μεγαλώσει, με πέρασε, ήταν όμορφος. Κοιταχτήκαμε στα μάτια και γελάσαμε με την καρδιά μας. Κοίταξα απέναντι. Η ομορφιά μού έκοψε την ανάσα. «Σου το ’χα πει ότι θα κοιτάμε θάλασσα. Τον ανοικτό ορίζοντα», είπε. Τα γόνατά μου λύγισαν από χαρά. Ξαφνικά το σκαλί άνοιξε και βρέθηκα κάτω από το όρος Αναπούρνα.
Διαβάζοντας τον Λι Μπάι
Διάβασε κάτι στον εαυτό σου δυνατά για να τον καλοπιάσεις
όταν το μόνο που του μένει είναι να κοιμηθεί
―γιατί τίποτε άλλο δεν μπορεί να κάνει―,
κάν’ του λίγη παρέα, πες του ένα παραμύθι,
κι όταν αρχίσεις να νυστάζεις κι η γλώσσα γλιστρά
και βλέπεις ότι παύει να σε παρακολουθεί,
προσπάθησε λίγο ακόμα·
η φωνή που λυγίζει του δίνει μια παρηγοριά ―
δεν είναι μόνος.
Μετά κλείσε το βιβλίο κι άσ’ το να πέσει απαλά
δίπλα στο μαξιλάρι του κι άσε το φως ανοιχτό
να σε βλέπει αν ανοίξει τα μάτια ότι είσαι ακόμα εκεί ―
κι άσ’ τον να φύγει.